Οι Θεσσαλονικείς: Ευανθία Τσιαλταμπάση Μεϊμαρίδου
Ιστορίες ζωής από την προσφυγική Ευκαρπία
Κάποιοι έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει στην Θεσσαλονίκη. Άλλοι απλά την επέλεξαν ή μετοίκησαν σε αυτήν ως εργασιακοί ή ερωτικοί μετανάστες. Ο καθένας και η καθεμία έχουν και από μια ιστορία ή μια ανάμνηση να αφηγηθούν με φόντο την πόλη.
Είναι οι άνθρωποι που είδαν και έζησαν όλες τις αλλαγές της στο πέρασμα των χρόνων. Είναι οι Θεσσαλονικείς.
Ευανθία Τσιαλταμπάση Μεϊμαρίδου
Γεννήθηκα στις 24 Ιανουαρίου του 1935 στην Ευκαρπία. Ούτε να τα συζητώ τα παιδικά μας χρόνια. Περάσαμε τέτοια φτώχεια, τέτοια πείνα παιδί μου δεν λέγεται. Το ψωμί ψωμάκι το λέγαμε. Οι περισσότεροι πηγαίναμε στο δημοτικό και από 10 -12 χρονών τα παιδιά δουλεύαμε. Η μάνα μου πήγαινε στην αγορά και έπαιρνε δύο οκάδες ελιές. Οκά ήταν τότε και με αυτά έπρεπε να περάσουμε όλη την εβδομάδα.
Οι γονείς μας ήταν πρόσφυγες της μικρά Ασίας από το Ουσάκ. Στη αρχή ήρθαμε στην Σταυρούπολη. Τότε ήταν το Λεμπέτ. Το άνω Λεμπέτ το κάτω Λεμπέτ και η Νέα Ευκαρπία. Το 1934 στο Λεμπέτι φτιάχτηκαν τα πρώτα σπίτια της Πρόνοιας και από Λεμπέτ που ήταν το όνομα από το τζαμί που είχε το ονόμασαν Σταυρούπολη αλλά για χρόνια Λεμπέτ το λέγαμε αφού έτσι το είχε συνηθίσει να το λέει ο κόσμος.
Η Ευκαρπία ήταν εκτάσεις από χωράφια και εκεί έγινε το πρώτο κέντρο υποδοχής προσφύγων στην Ελλάδα όπως είναι και τα σημερινά που έρχονται οι πρόσφυγες. Μας δώσανε εδώ σπίτια και χωράφια. Σπίτια προσφυγικά φτιαγμένα από πλιθιά τούβλα το ένα πάνω στο άλλο με λάσπη. Δώσανε και στους γονείς μου. Ανάλογα του πόσα άτομα είχε η οικογένεια έπαιρνες μεγάλο η μικρό σπίτι.
Πήγα στο δημοτικό μέχρι την 4η τάξη. Μετά με τους πολέμους με τα προβλήματα μεγαλώσαμε και ντρεπόμασταν να πάμε, να συνεχίσουμε από το δημοτικό. Είχαμε και ένα δάσκαλο είχε μπλέξει με μια μαθήτρια και μας απαγόρευσαν λίγο πολύ να πάμε οι δικοί μας. Ότι ήμασταν μεγάλοι για σχολείο. Φοβόντουσαν να μας αφήσουν. Το σχολείο ήταν στην επάνω μεριά της Ευκαρπίας. Μια μεγάλη αποθήκη που την είχαμε κάνει σχολείο. Μετά μετακινήθηκε αλλού το σχολείο σε άλλα κτήρια. Δεν είχε πολλά σπίτια τότε η Ευκαρπία. Η παλιά Ευκαρπία είναι επάνω. Στην καινούργια εδώ που ήμαστε ήταν χωράφια τίποτα άλλο.
Το πατρικό μου είναι κοντά στην εκκλησία. Το πήραν τα 3 αδέλφια μου. Μείναμε τα δύο τώρα. Στο πατρικό χτίσανε τα αδέλφια μου και εμείς ήρθαμε στην καινούργια μεριά όταν άρχισαν να χτίζουν και εδώ σπίτια. Εγώ μετά την Τετάρτη δημοτικού μαζί με την μητέρα μου κάναμε κιλίμια δυο δύο γυναίκες πότε το ένα πότε το άλλο. Φτιάχναμε και τα πουλούσαμε. Εγώ μετά το γύρισα στον αργαλειό. Ο πατέρας μου πότε είχε δουλειά πότε δεν είχε. Στο λατομείο δούλευε. Μέσα στο δάσος.
Εκεί γέμισαν οικόπεδα έχουν χτιστεί όλα τώρα τότε δεν είχε τίποτα. Επάνω ψηλά ήταν μέσα στο δάσος. Εμείς κάναμε αργαλειούς κάναμε τα μασούρια που λέμε. Οικοτεχνία μέσα στο σπίτι τα φτιάχναμε και κάθε εβδομάδα έπρεπε να τα πάμε στον έμπορα το ύφασμα. Ήταν ο αργαλειός που δουλεύει με το χέρι και το πόδι. Βγάζαμε πολλά μέτρα κάθε εβδομάδα και η μαμά μου τα πήγαινε σε εμπόρους στο κέντρο της πόλης. Με τα λεφτά έπαιρνε το νήμα για να έχουμε να δουλέψουμε και τις ελιές τους δυο οκάδες ελιές για να έχουμε να τρώμε μέχρι την άλλη εβδομάδα. Με αυτά ζούσαμε και με ότι μαγειρεύαμε από τον κήπο.
Προσφυγιά με όλη την έννοια!
Και σιγά σιγά εγώ άρχισα τον αργαλειό δούλευα και βοηθούσα μέχρι να μεγαλώσω και να αρχίσω να δουλεύω στα καπνεργοστάσια. Εδώ η Ευκαρπία ήταν μόνο Μικρασιάτες, είχαμε δύο οικογένειες Θρακιωτών και επάνω ψηλά στα πλατάνια που λέμε είχε και δύο τρεις οικογένειες βλάχους. Ζούσαμε μέσα στα πετρόχτιστα σπίτια. Δεν είχε ντόπιους εδώ δεν είχε τίποτα. Ήταν όλα ίδια προσφυγικά σπιτάκια και όλοι οι πρόσφυγες από το ίδιο μέρος. Και ανάλογα με την οικογένεια μας είχαν δώσει κάποια στρέμματα χωράφια.
Στα καπνεργοστάσια πήγα στα 18-19 στου Παπαστράτου δούλεψα που ήταν τότε στην πλατεία του Βαρδάρη λίγο πιο κάτω και δεξιά στην Δωδεκανήσου. Είχε 3 το ένα του Παπαστράτου τα άλλα δεν τα θυμάμαι. Δούλευα όπως οι άντρες πατήτρια στα καπνά. Κατεβαίναμε στο Βαρδάρη το πρωί και μετά τη δουλειά γυρνούσαμε στο σπίτι. Δούλεψα δύο χρόνια μέχρι να γνωρίσω τον άντρα μου το 1957 και 28 Δεκεμβρίου του 1958 μετά από ένα χρόνο παντρευτήκαμε. Ακόμα ένα χρόνο δούλεψα στον Παπαστράτο και μετά σταμάτησα. Μετά το γάμο μας μέναμε στην Ακρόπολη στην Άνω πόλη μέχρι να φτιάξουμε το δικό μας σπίτι στην Νέα Ευκαρπία στη κάτω μεριά που ακόμα είχε χωράφια.
Άρχισαν σιγά σιγά να χτίζουν τα αυθαίρετα δεν είχε πολλά. Εδώ ήταν λέει ένας Μπέης και είχε στάβλους. Με την ανταλλαγή τον έστειλαν πίσω και έμεινε κενός ο χώρος και φτιάχτηκε το προσφυγικό χωρίο για αυτό και είναι έτσι ευθυγραμμισμένο. Μετά τα καπνεργοστάσια είχε στην Ευκαρπία ένα εργοστάσιο που δούλευε τις βελέντζες. Και εκεί δούλεψα σ εκείνο το εργοστάσιο μέχρι που φύγαμε λόγω της δικτατορίας στην Σουηδία. Γυρίσαμε μετά την χούντα το 1977 αφού συγχωρέθηκε ο πατέρας μου.
Εδώ οι Μικρασιάτες ήμασταν μια κλειστή κοινωνία. Μεταφέραμε το χωριό μας σε ένα άλλο μέρος. Τα βράδια μαζευόταν ο κόσμος μέσα η έξω από τα σπίτια και από το τίποτα ξεκινούσε ένα μικρό γλεντάκι από κάποιους που ήταν μερακλήδες. Χόρευαν, τραγουδούσαν, παίζανε τουμπερλέκι ξεκινούσαν τα χωρατά, τα αστεία. Άλλα βράδια καθόμασταν άλλη κεντούσε, άλλη έπλεκε και έτσι περνούσε ο χρόνος μας. Επειδή ήμασταν μεταξύ μας δεν αλλάξαμε τις συνήθειες τα ήθη και τα έθιμα μας.
Σήμερα όλο αυτό το μέρος χτίστηκε, έχει σπίτια έχει μαγαζιά και το επάνω με το κάτω μέρος ενώθηκαν και έγινε μια μεγάλη συνοικία. Δεν έπαψε όμως να χτυπάει η καρδιά του Ουσάκ στο χωριό (αυτό που λένε παλιός οικισμός).