Όταν ο κινηματογράφος συναντά την ψυχανάλυση στις αίθουσες της Θεσσαλονίκης
Τι είναι η πρωτοβουλία «Σινεμά και Ψυχανάλυση» του Ψυχαναλυτικού Κύκλου Θεσσαλονίκης που γεμίζει τις αίθουσες της πόλης τα τελευταία χρόνια;
Ο κινηματογράφος και η ψυχανάλυση, ίσως έχουν περισσότερα κοινά από όσα μπορεί να φανταστεί κανείς. Από τη μία, το σινεμά αποτυπώνει τους προβληματισμούς του ανθρώπου στη μεγάλη οθόνη και στη συνέχεια, έρχεται η ψυχανάλυση για να αναλύσει τις εκάστοτε ανησυχίες του.
Στις κινηματογραφικές αίθουσες της Θεσσαλονίκης, συμβαίνει ακριβώς αυτό, με πρωτοβουλία της Ελληνικής Εταιρείας της Νέας Λακανικής Σχολής. Με γνώμονα μία θεματική που προβληματίζει τον άνθρωπο στην καθημερινότητά του κάθε φορά, όπως το άγχος ή ο έρωτας, στο «Σινεμά και Ψυχανάλυση» συναντιούνται ειδικοί ψυχικής υγείας, κινηματογράφου και απλοί σινεφίλ για να αναλύσουν την κινηματογραφική τέχνη μέσα από τη σκοπιά της ψυχανάλυσης.
Ο Ψυχαναλυτικός Κύκλος Θεσσαλονίκης ξεκίνησε την πορεία του το 2003, μαζί με την Ελληνική Εταιρεία της Νέας Λακανικής Σχολής. Μέχρι και σήμερα δρα μέσα στο πλαίσιο της, με ανθρώπους που ζουν και εργάζονται στη Θεσσαλονίκη, με έμφαση στην ψυχαναλυτική σκέψη και την κλινική πράξη, διοργανώνοντας εκδηλώσεις, σεμινάρια και συζητήσεις που εστιάζουν σε θέματα ψυχανάλυσης και πολιτισμού. Το «Σινεμά και Ψυχανάλυση» ξεκίνησε έναν χρόνο μετά από τις πρώτες προβολές που έγιναν από την ΕΛΣ στην Αθήνα, το 2014.
«Σκοπός της ΝΛΣ είναι η προώθηση της μελέτης και η διάδοση της ψυχανάλυσης Λακανικού προσανατολισμού στη Θεσσαλονίκη, μέσα από τη διοργάνωση σεμιναρίων, θεωρητικών και κλινικών, παρουσιάσεις ασθενών σε διάφορες μονάδες, ομάδες εργασίας (καρτέλ) όπου εργάζονται μέλη του Κύκλου πάνω σε κείμενα των ψυχαναλυτών Σίγκμουντ Φρόιντ και του Ζακ Λακάν. Ταυτόχρονα, προωθούμε με παρουσιάσεις βιβλίων, διάφορα μηνύματα που προκύπτουν μέσα από τη βιβλιογραφία της ψυχανάλυσης λακανικού προσανατολισμού», εξηγεί στην Parallaxi ο Θοδωρής Βαλαμουτόπουλος, ψυχαναλυτής και ψυχίατρος, μέλος της Νέας Λακανικής Σχολής (ΝΛΣ) και της Παγκόσμιας Εταιρείας Ψυχανάλυσης.
H επιλογή των ταινιών στο «Σινεμά και Ψυχανάλυση», γίνεται με βάση τα ζητήματα που θίγονται σε αυτές, τα οποία ταυτόχρονα αγγίζουν την ψυχανάλυση, όπως αναλύει ο κ. Βαλαμουτόπουλος:
«Στο “Σινεμά και Ψυχανάλυση” επιλέγουμε ταινίες που πρώτα από όλα συγκινούν εμάς, τα ίδια τα μέλη του Ψυχαναλυτικού Κύκλου. Πρόκειται για ταινίες για τις οποίες εμείς οι ίδιοι θέλουμε να μιλήσουμε γιατί τις έχουμε δει ξανά και ξανά και το περιεχόμενό του μας προβληματίζει. Οι ταινίες αυτές αναπαριστούν μέσα από το κινηματογραφικό είδος, θέματα που αγγίζουν την ψυχανάλυση. Αυτά τα θέματα συζητάμε και μετά την προβολή της ταινίας.
Πάντα μας προσανατολίζει ένα θέμα όπως αυτό προκύπτει από τα συνέδρια που οργανώνονται από την ΝΛΣ και από την Παγκόσμια Εταιρεία Ψυχανάλυσης. Φέτος, για παράδειγμα, είχαμε ως θεματική τους “Οδυνηρούς Έρωτες”, η οποία μας προσανατόλισε για την επιλογή των ταινιών και για τη συζήτηση μετά την προβολή τους. Στη συζήτηση πάντα συμμετέχουν εκτός από ψυχαναλυτές, ψυχίατρους και ψυχολόγους – οι οποίοι είναι μέλη του Ψυχαναλυτικού Κύκλου – και ειδικοί του κινηματογράφου».

Ο κινηματογράφος γεννήθηκε το 1895. Την ίδια χρονιά εκδίδεται και το πρώτο βιβλίο του Φρόιντ, «Μελέτες για την Υστερία».
«Φαίνεται λοιπόν ότι ο κινηματογράφος και η ψυχανάλυση έχουν παράλληλες πορείες, αναπτύσσονται μαζί, κυρίως στην Ευρώπη. Είναι μία εξέλιξη της τέχνης από την πλευρά του κινηματογράφου και μία εξέλιξη της επιστήμης από την πλευρά της ψυχανάλυσης», εξηγεί ο κ. Βαλαμουτόπουλος σχετικά με τη σύνδεση της ψυχικής υγείας και του κινηματογράφου.
«Όπως έλεγε ο Φρόιντ, ο καλλιτέχνης πάντα προηγείται του ψυχαναλυτή και εμπνέει. Ο καλλιτέχνης αντιλαμβάνεται πράγματα, τα οποία έρχεται ο ψυχαναλυτής για να επιβεβαιώσει με τη δική του εμπειρία. Οι Λακάν και Φρόιντ πάντα χρησιμοποιούσαν στο έργο τους, παραδείγματα από την τέχνη, τη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο. Ο κινηματογράφος προσεγγίζει την υποκειμενική εμπειρία στο έργο του, συνδυάζοντας εικόνα και ήχο, βοηθώντας τους ανθρώπους να ταυτίζονται με αυτό που βλέπουν. Αυτό προσφέρει ο κινηματογράφος στον θεατή, κάτι το οποίο χρησιμοποιεί η ψυχανάλυση για να εξηγήσει τις θεωρητικές της έννοιες», αναλύει ο ίδιος.
Τις συζητήσεις μετά τις προβολές των ταινιών συντονίζουν και στην κουβέντα συμμετέχουν μέλη – ειδικοί ψυχικής υγείας της ΝΛΣ, όπως ψυχίατροι, ψυχολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί, ενώ παράλληλα πάντα υπάρχει στο πάνελ ένας ειδικός κινηματογράφου, όπως σκηνοθέτης ή κριτικός.
Στα καθίσματα της κινηματογραφικής αίθουσας που παρακολουθούν την ταινία και τη συνέχεια αφοσιώνονται στη συζήτηση, συναντάς απλούς πολίτες, σινεφίλ και μη, ανθρώπους που ενδιαφέρονται για την εκάστοτε κουβέντα, με πολλούς από αυτούς να έχουν γίνει πλέον σταθεροί θεατές του «Σινεμά και Ψυχανάλυση» στη Θεσσαλονίκη.
«Δεν θα είχε κανένα νόημα, ούτε θα συνεχίζαμε τη δράση, αν δεν είχαμε μία θετική απάντηση από το κοινό. Ένα κοινό που σε ένα βαθμό έχει αρχίσει και γίνεται σταθερό τα τελευταία χρόνια στην πόλη. Στόχος μας είναι η εξοικείωση ανθρώπων που δεν είναι ειδικοί στην ψυχική υγεία, με την οπτική του Λακάν για το υποκείμενο και το ασυνείδητο, ο οποίος με έναν τρόπο επιτυγχάνεται μέσα από αυτή τη δράση.
Στο κοινό εκτός από επαγγελματίες ψυχικής υγείας, υπάρχουν και άνθρωποι της τέχνης, θεωρητικοί και σπουδαστές στην πολιτική επιστήμη και εκπαιδευτικοί. Έρχονται να μάθουν για την ψυχανάλυση, τη ματιά της στον κινηματογράφο και για να δούνε στο έργο κάποια από αυτά τα πράγματα που προσπαθούν και οι ίδιοι να συλλάβουν μέσα από τα βιώματά τους.
Η ψυχανάλυση του Λακάν στην Ελλάδα δεν εισήχθη μόνο από τους κλινικούς που εκπαιδεύτηκαν σε αυτήν και προσπαθούν να τη διαδώσουν, αλλά και μέσω της θεωρίας του κινηματογράφου, καθώς η οπτική του για την τέχνη και τον κινηματογράφο έχει κερδίσει έδαφος στην κατανόηση της αποτελεσματικότητας του μέσου», αναλύει ο κ. Βαλαμουτόπουλος.

«Η διαδικασία επιλογής της ταινίας συνοδεύεται από μία υποκειμενική επιθυμία κάποιου ειδικού του Ψυχαναλυτικού Κύκλου να μιλήσει για αυτό, είτε γιατί τον έχει συγκινήσει, προβληματίσει, τον έχει κάνει να σκεφτεί», εξηγεί ο κ. Βαλαμουτόπουλος σχετικά με τα κριτήρια που επιλέγονται οι ομιλητές της συζήτησης:
«Άρα έχει σημασία να καταλάβουμε ότι οι ομιλητές αυτο-επιλέγονται. Όταν επιλέγουμε μία ταινία, εμείς οι ίδιοι, έχουμε σκεφτεί έτσι ώστε να μιλήσουμε για αυτήν. Η ταινία προσανατολίζει το θέμα που θέλουμε να αγγίξουμε κάθε χρονιά και ο καθένας από εμάς θέλει να συμβάλλει με τον δικό του τρόπο στην ανάπτυξη αυτού.
Φυσικά, στις συζητήσεις έχουν κληθεί και ειδικοί ψυχικής υγείας εκτός του Ψυχαναλυτικού Κύκλου για μία πιο προσανατολισμένη ματιά, όπως για παράδειγμα, παιδοψυχίατροι. Οι ειδικοί κινηματογράφου ομολογούν ότι μέσα από τις συζητήσεις μαθαίνουν και οι ίδιοι για τη ματιά της ψυχανάλυσης, διευρύνουν το δικό τους γνωστικό πεδίο και αισθάνονται τη δική μας επιθυμία να μάθουμε από αυτούς για το κινηματογραφικό είδος».
Οι ταινίες που επιλέγονται κάθε φορά έχει σημασία να μπορούν να χαρακτηρίζονται από τον δημιουργό της, τον σκηνοθέτη τους, τον «auteur», όπως ενημερώνει ο κ. Βαλαμουτόπουλος:
«Μας ενδιαφέρει το κινηματογραφικό έργο σαν έργο τέχνης, άρα επιλέγουμε ταινίες που μπορούν να χαρακτηριστούν από τον δημιουργό τους. Οι ταινίες του Χίτσκοκ πάντα έχουν μεγάλη επιτυχία, όπως και οι ταινίες των Μπουνιουέλ, Βαν Σαντ και Σπάικ Τζόνσε. Ιδιαίτερη επιτυχία είχαν οι ταινίες του Στιβ ΜακΚουίν και φυσικά του “δικού μας” Γιώργου Λάνθιμου. Ένας σκηνοθέτης που αγαπάει πολύ το κοινό της Θεσσαλονίκης και δεν θα μπορούσαμε να μην τον συμπεριλάβουμε είναι και ο Γουόνγκ Καρ-Βάι».
«Πώς βλέπει η ψυχανάλυση τον άνθρωπο, τις δράσεις και τα όνειρά του; // Πώς αυτό φαίνεται μέσα από τις κινηματογραφικές ταινίες; // Πώς ο θεατής μπορεί να προβάλλει μέσα από την ταινία, τις δικές του ανησυχίες και προβληματισμούς;»
Αυτά τα τρία ερωτήματα μπορούν να απαντηθούν στον Κύκλο του «Σινεμά και Ψυχανάλυση», σύμφωνα με τον κ. Βαλαμουτόπουλο.
«Μέσα από τις συζητήσεις, ο θεατής μπορεί να καταλάβει τη ματιά της ψυχανάλυσης και να συνδυάσει τις αναπαραστάσεις που βλέπει στην οθόνη με πράγματα που απασχολούν τον ίδιο. Το επιπρόσθετο όφελος είναι ότι στη συνέχεια έρχεται ένας ειδικός, ο οποίος μέσα από τη συζήτηση με έναν άνθρωπο του κινηματογράφου, “δένει” πολλά από αυτά που έχει δει ο θεατής στην ταινία. Ο θεατής, βλέπει την ταινία και μετά ακούει πάνω σε αυτήν, μία οπτική που δεν είχε σκεφτεί ο ίδιος, αλλά που εκείνη τη στιγμή, μπορεί να την αναζητήσει στη φρέσκια μνήμη που έχει. Αυτό είναι και το μεγαλύτερο κέρδος», εξηγεί ο ίδιος σχετικά με τα πλεονεκτήματα των ανοιχτών συζητήσεων για την ψυχική υγεία μετά την προβολή των ταινιών.