Όταν το coolcation ήταν τάση στη Θεσσαλονίκη πριν από εννιά δεκαετίες
Τότε που οι ορεινοί και ημι-ορεινοί προορισμοί ήταν η πρώτη επιλογή για παραθέριση
Οι υψηλές θερμοκρασίες με τις οποίες είναι αντιμέτωπος ο πλανήτης, αλλά και το ζήτημα του υπερτουρισμού, έχουν φέρει στο προσκήνιο το φετινό καλοκαίρι το «coolcation».
Δηλαδή, την τάση κατά την οποία οι ταξιδιώτες επιλέγουν ένα προορισμό πιο δροσερό, όπως για παράδειγμα τη Σκανδιναβία, αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα δημοφιλείς καλοκαιρινούς μεσογειακούς προορισμούς.
Οι αεροπορικές κρατήσεις προς τη Σκανδιναβία έχουν πάρει την… ανηφόρα, καθώς βρίσκονται στο +27% σε σχέση με το περσινό καλοκαίρι.
Χαρακτηριστικό της νέας τάσης που δημιουργείται είναι ότι όπως ανέφερε στο Bloomberg, η Μίστι Μπέλες, εκπρόσωπος της Virtuoso, ενός δικτύου περίπου 20.000 συμβούλων πολυτελών ταξιδιών, η Σουηδία έχει άνοδο 47%, την ώρα που η Ιταλία έχει μόνο 3%.
Οι αναζητήσεις πτήσεων από βρετανικά αεροδρόμια προς Κοπεγχάγη, Μπέργκεν, Νορβηγία και Στοκχόλμη για το φετινό καλοκαίρι έχουν επίσης αυξηθεί κατά διψήφια ποσοστά, σύμφωνα με τη μηχανή αναζήτησης ταξιδιωτικών υπηρεσιών KAYAK.
Όταν οι Θεσσαλονικείς… έπαιρναν τα βουνά πριν γίνει… cool
Και αν όλοι μιλάνε τώρα για το «coolcation», για τη Θεσσαλονίκη του μεσοπολέμου, αλλά και νωρίτερα, η συνθήκη αυτή ήταν καλοκαιρινή συνήθεια.
Οι καλοκαιρινές διακοπές μέχρι τη δεκαετία του 60′ ήταν άγνωστες για την πλειονότητα των Θεσσαλονικέων, με τις βουτιές να γίνονται αυθημερόν στις παραλίες της πόλης και στις γύρω ακτές, παρά τα αμφιβόλου ποιότητας νερά.
Τρεις δεκαετίες πίσω, οι οικογένειες της πόλης που είχαν την οικονομική δυνατότητα, εγκατέλειπαν τη Θεσσαλονίκη το καλοκαίρι και… έπαιρναν τα βουνά.
Φλώρινα, Νάουσα, Βέροια, Έδεσσα, Λιτόχωρο (εδώ συνδυάζονταν βουνό – θάλασσα), Ασβεστοχώρι, Πανόραμα, Χορτιάτης, Περιστερά, Λιβάδι ήταν μεταξύ των… αγαπημένων ορεινών και ημι-ορεινών προορισμών της εποχής.
Όπως διαβάζουμε από το σχετικό αφιέρωμα του Χρίστου Ζαφείρη στην ιστοσελίδα thessmemory.gr, οι Θεσσαλονικείς επέλεγαν τις «αποδράσεις» στο βουνό και για λόγους υγείας καθώς η φυματίωση ήταν μια ασθένεια που «θέριζε» εκείνη την περίοδο, με τους γιατρούς να συστήνουν επισκέψεις σε μέρη με καθαρό αέρα.
Οι διακοπές στην περίοδο του μεσοπολέμου ήταν… διαρκείας για τις μάνες και τα παιδιά, καθώς ξεκινούσαν με το κλείσιμο των σχολείων και «τραβούσαν» έως τον Σεπτέμβριο, και για τους άνδρες της οικογένειας περιορίζονταν στις επισκέψεις κάθε σαββατοκύριακο.
Και μη περιμένει φυσικά κάποιος διαμονές σε καταλύματα ή ξενοδοχεία. Η διαμονή σε διακοπές ήταν τις περισσότερες φορές διαμονή με άλλες οικογένειες που προσέφεραν στους επισκέπτες ελεύθερα δωμάτια που είχαν στα σπίτια τους, έναντι ενός χρηματικού ποσού.
Βέβαια, οι διακοπές ήταν Γολγοθάς, καθώς θα έπρεπε να μεταφέρεις τα πάντα από το σπίτι σου προς την παραθεριστική κατοικία σε μία εποχή βέβαια που η συγκοινωνία περιορίζονταν σε τρένα και λεωφορεία, χωρίς όμως να σημαίνει ότι κάθε χωριό είχε πρόσβαση.
Έτσι, επιστρατεύονταν φορτηγά για τη μεταφορά των αντικειμένων.
Την ίδια ώρα τα σπίτια εξοπλίζονταν με τις περίφημες ξύλινες παγωνιέρες, που ήταν τόσο επαγγελματικές, όσο και σπιτικές. Ο πάγος έμπαινε στο πάνω μέρος της συσκευής μέσα σε μεταλλικό δοχείο και το νερό με το λιώσιμο του πάγου κατέβαινε στο βρυσάκι και συλλέγονταν.
Άλλωστε, το ρεύμα ήταν επίσης άγνωστο για την εποχή εκείνη.
Μια γλαφυρή ανάμνηση από τις καλοκαιρινές διακοπές της εποχής στην Καπουτζήδα (Πυλαία) και Αρσακλί (Πανόραμα) έχει μοιραστεί και ο Ντίνος Χριστιανόπουλος στο περιοδικό «Ο Παρατηρητής», τ. 6-7, Ιούλιος 1988.
«Το καλοκαίρι του 1951 έπαθα υπερκόπωση και ο γιατρός μου σύστησε ξεκούραση και αλλαγή. Τότε ο θείος μου, που με σπούδαζε, μου ‘πε να πάω στο κτήμα του, να κάτσω δεκαπέντε μέρες μαζί με τη μητέρα μου. Το κτήμα βρισκόταν ανάμεσα Καπουτζήδα (Πυλαία) και Αρσακλί. Ήταν πολύ μεγάλο, με χίλια εκατό πεύκα και λίγα κυπαρίσσια. Είχε κι ένα αμπέλι που το περιποιούνταν μόνος του. Μείναμε σ’ ένα καλυβάκι που κι’ αυτό το είχε χτίσει ο θείος μου με τα χέρια του. Η μητέρα μου, παρά τους ρευματισμούς της, με περιποιούνταν με στοργή και μου ΄κανε τα φαγητά που αγαπούσα. Εγώ όλη τη μέρα τριγύριζα στο κτήμα και το αμπέλι ανακαλύπτοντας και παρακολουθώντας τη ζωή των μυρμηγκιών. Όταν κουραζόμουν, ξάπλωνα και συνήθως διάβαζα. Τα βράδια ανάβαμε μια λάμπα πετρελαίου κι έκανα χάζι τα μυγάκια που χόρευαν γύρω της… Τα πρωινά ακούγονταν από το δρόμο οι εργάτες που κατέβαιναν απ’ το χωριό με τα πόδια, και ή μιλούσαν δυνατά ή τραγουδούσαν. Τότε ήταν της μόδας τα δύο ρεμπέτικα «Τι φωτιά είν’ αυτή μεγάλη» και «Μια στενοχώρια που έχω απόψε». Το σούρουπο οι ίδιοι εργάτες ανέβαιναν πάλι με τα πόδια, αλλά τώρα δεν ακούγονταν παρά μόνο οι πατημασιές τους. Τα δέντρα, το αμπέλι, η περιποίηση της μαμάς, η γαλήνη της εξοχής, μου έκαναν καλό. Συνήλθα…».