Θεσσαλονίκη

Παλιά δισκάδικα της Θεσσαλονίκης – Ένας παράδεισος που αναβιώνει

Τέσσερα από τα παλιά καταστήματα δίσκων μιλάνε για την ιστορία τους και την αναβίωση του βινυλίου

Γιώργος Σταυρακίδης
παλιά-δισκάδικα-της-θεσσαλονίκης-έν-968868
Γιώργος Σταυρακίδης

Κάπου στα μέσα του ’80 ένα μικρό αγόρι ζητούσε επίμονα από τους δικούς του να του αγοράσουν πικάπ. Ήταν η εποχή τότε που οι δίσκοι βινυλίου είχαν τον πρώτο λόγο για εκείνους που ήθελαν με τον καλύτερο τρόπο, να ακούσουν μουσική.

Το μικρό εκείνο αγόρι, ένιωσε να έχει όλο τον κόσμο δικό του όταν άνοιξε μία μέρα η πόρτα και ήρθε στο σπίτι ένα ολοκαίνουριο ηχοσύστημα με διπλό κασετόφωνο, ραδιόφωνο και πάνω πάνω, ένα κατάμαυρο πικαπ!

Ατέλειωτες ώρες τα Σαββατοκύριακα καθόταν στο πάτωμα και έβαζε να παίζουν οι δίσκοι του. Λίγοι στην αρχή, αλλά με το πέρασμα του καιρού, η συλλογή του είχε αρχίσει να μεγαλώνει και να κάνει τις δικές του «αλλαγές» με όλα εκείνα που αγαπούσε. Τα χρόνια πέρασαν. Το ηχοσύστημα ξεχάστηκε κάπου σε ένα δωμάτιο και έμεινε εκεί μέχρι πρόσφατα που το αγόρι, ενήλικας πια το έδωσε για συντήρηση και θυμήθηκε τον τρόπο που ως μαθητής άκουγε μουσική.

Κάπως έτσι έγινε τα τελευταία χρόνια για πολλούς, που αναβίωσαν εκείνη την καλή εποχή του βινυλίου και μίας αλλιώτικης αισθητικής που θέλει να «κοπιάσεις» για να ακούσεις μουσική – κάτι που η εποχή σήμερα μπορεί προσφέρει πολύ εύκολα μέσα από ένα κινητό.

Εκείνο το αγόρι, ξεκίνησε πάλι να αγοράζει δίσκους, να ψάχνει μαγαζιά και άπειρες κούτες με παλιά βινύλια, ενώ πια μεγάλος δε γίνεται να μην ψάξει τι γίνεται στην εποχή μας με αυτή τη νέα τάση που επιστρέφει το βινύλιο στη θέση που του αξίζει.

Στη Θεσσαλονίκη, υπάρχουν αρκετά μαγαζιά που εμπορεύονται δίσκους βινυλίου στις μέρες μας και αυτό, σε μία σχετικά μικρή αγορά, είναι ενθαρρυντικό και αισιόδοξο για το μέλλον της μουσικής και της νεολαίας, που όπως λένε παρακάτω οι άνθρωποι των δισκάδικων, είναι πολλοί οι νέοι που ανακαλύπτουν την αίσθηση του πικαπ και του δίσκου.

Ένα Σάββατο μεσημέρι, βγήκαμε μία βόλτα στην πόλη και μιλήσαμε με εκείνους που πουλάνε δίσκους βινυλίου. Τους ανθρώπους που μας έμαθαν να ακούμε μουσική σωστά και, όπως φαίνεται, θα μάθουν και σε επόμενες γενιές!

Αυτοί άλλωστε, μπορούν να τα πουν  καλύτερα τι γίνεται στην εποχή μας!


Φωτογραφίες: Δήμητρα Κυπριώτη


ΠΟΠ

Κασσάνδρου 36

Η πρώτη στάση μου, είναι στην Κασσάνδρου, όπου ο κύριος Αριστείδης Κουινόγλου διατηρεί το πιο παλιό και πάντα ενημερωμένο δισκάδικο «ΠΟΠ». Ένα στενό μαγαζάκι που όπου κοιτάξεις θα βρεις δίσκους, κασέτες, βιντεοκασέτες και οτιδήποτε αποτελούσε η ζωή ενός ανθρώπου που είχε ζήσει τη δεκαετία του ’80. Είναι όμως δυνατόν στην εποχή μας να επιστρέφουν όλα αυτά;

«Το κατάστημα το άνοιξα το 1979. Από τότε μέχρι τώρα, το δουλεύω εγώ συνέχεια. Ξέρεις άμα δεν έχεις ένα μικρόβιο για τη μουσική μέσα σου, δεν κάνεις αυτή τη δουλειά. Όλα από εκεί ξεκινάνε. Εκείνη την εποχή ήταν πόθος του καθενός να ανοίξει ένα μαγαζί. Όλοι ήθελαν να φύγουν από το μεροκάματο και να κάνουν κάτι δικό τους. Κάπως έτσι κι εγώ σκεφτόμουν τότε. Δούλευα τότε σε μια άλλη δουλειά, απολύθηκα από τον στρατό. Σκέψου, 28 Ιουνίου απολύθηκα από φαντάρος και 12 Ιουλίου άνοιξα μαγαζί… Όλα έγιναν μέσα σε δέκα μέρες με μία απόφαση τρελή, χωρίς να θέλω να πάω ξανά στη παλιά τη δουλειά.

Στην  αρχή ήμουν στο 38 της Κασσάνδρου και το 1993 ήρθα στο 36 που το αγόρασα και είμαι εδώ μέχρι και σήμερα. Μπορούσα τότε να πάω και στο κέντρο, αλλά δεν ήθελα γιατί ήξερα ότι τα πολυκαταστήματα και τα πολλά καταστήματα που υπήρχαν εκεί στην εποχή εκείνη, θα με δυσκόλευαν πολύ. Τότε ο κόσμος αγόραζε πάρα πολύ δίσκους. Κάτι που συμβαίνει και τώρα! Έχει επανέλθει το βινύλιο πάρα πολύ και μάλιστα σε όλες τις ηλικίες. Έρχεται νεολαία αλλά και παλιοί νοσταλγοί που για χρόνια μπορεί να τα είχαν παρατήσει και τώρα «ξεθάβουν» τον παλιό εαυτό τους.  Η μουσική ξέρετε, δεν είναι υπόθεση μόνο των μοναχικών ατόμων. Έχει γίνει πια οικογενειακή υπόθεση, το βινύλιο είναι πλέον ξανά στο σαλόνι μαζί με το πικάπ. Το σίγουρο είναι πως δεν μπορεί να πει κανείς πως το βινύλιο είναι πολυτέλεια. Βρίσκεις δίσκους πλέον για όλα τα βαλάντια. Κάποιος που ψάχνει, θα βρει δίσκους παλιούς, θα βρει προσφορές, θα βρει τα πάντα. Μη κοιτάς τους καινούριους δίσκους που είναι ακριβοί. Αυτοί είναι απλησίαστοι. Εγώ κάποτε έπαιρνα για το μαγαζί καινούριους δίσκους, όμως πλέον τους έχω σταματήσει και δουλεύω μόνο με βινύλια second hand.

Πηγαίνω συχνά και στην Αθήνα για να φέρω εμπόρευμα. Τώρα μάλιστα, αυτές τις μέρες θα είμαι Αθήνα, γίνεται στο Γκάζι ένα μεγάλο event και θα πάω για πρώτη για να αγοράσω δίσκους, ενώ βλέπεις εδώ ότι έχω χιλιάδες δίσκους, και εδώ και στο πατάρι. Δίσκους επίσης, βρίσκω από ανθρώπους που πουλάνε τις συλλογές τους και μάλιστα, αυτοί που τις πουλάνε συνήθως, είναι αυτοί που δεν τα αγοράσανε ποτέ και δεν τα εκτιμούν ή δεν τα γνωρίζουν. Βέβαια, υπάρχουν και πολλοί που τα φέρνουν για οικονομικούς λόγους. Υπάρχουν πολλοί που πουλάνε τα βινύλια τους για πολλούς τέτοιους λόγους. Έχω έρθει σε πολύ δύσκολη θέση ψυχολογικά πολλές φορές. Άνθρωποι που έχουν υποχρεώσεις, άλλοι που έχασαν κάποιον δικό τους και μου ήταν πολύ δύσκολο. Κάποιος θυμάμαι, με παρακαλούσε να αγοράσω επειδή έπρεπε να πληρώσει τη ΔΕΗ του… Έτσι βγαίνουν οι δίσκοι από τα σπίτια ή και ολόκληρα πικαπ που φέρνουν να πουλήσουν. Από την άλλη όμως, σήμερα είναι και πάρα πολλοί που αγοράζουν και πικάπ ή φτιάχνουν τα παλιά των γονιών τους. Μέχρι και κασετόφωνα φτιάχνουν ή μας ζητάνε βίντεο και βιντεοκασέτες. Έχουν «γυρίσει» τα πάντα. Πιστεύω πως πολλοί θέλουν να νιώσουν ξανά τον παλιό, καλό τους εαυτό. Άλλωστε βοήθησε σε αυτό και ο κορονοϊός που μείναμε εγκλωβισμένοι στο σπίτι για καιρό.

Ο ελεύθερος χρόνος έβγαλε ξανά στην επιφάνεια βιβλία, δίσκους, πικάπ. Το λέω συχνά, πως αισθάνομαι πως είμαι ξανά στο ’85. Επίσης, έρχονται και πολλοί Βούλγαροι και Ρουμάνοι στη χώρα για να αγοράσουν βινύλια και να τα μεταπουλήσουν αυτοί. Σε εμένα, έρχονται συχνά και παίρνουν τις προσφορές. Παλιότερα εγώ δεν έφερνα βουλγάρικα βινύλια, αλλά τώρα βρήκα κάποια και τα έφερα και τα παίρνουν.

Πάντως, έχω περάσει και εποχή που σκεφτόμουν να το κλείσω. Το σκεφτόμουν θυμάμαι το ’93 που είχαμε πάλι μία κρίση ως αρχή των όσων θα ακολουθούσαν. Το σκεφτόμουν όμως, αλλά δεν το έλεγα φωναχτά. Ευτυχώς στα χρόνια μας, ανέβηκε το βινύλιο κι αυτό οφείλεται στην παγκόσμια αγορά και όχι μόνο στην ελληνική.

Ξέρεις, υπάρχουν κάποιοι που έρχονται, ανοίγουν τη πόρτα και ζητάνε να μυρίσουν λίγο βινύλιο. Είναι αξέχαστη αυτή η μυρωδιά… Εγώ πιστεύω πως ο δίσκος θα έχει μέλλον και ήταν μεγάλο έγκλημα που έκλεισαν στην Ελλάδα όλα τα εργοστάσια. Αγάπη, όλα αυτά που κάνουμε αγάπη είναι, δεν το συζητάμε…»

ΛΩΤΟΣ

Σκρα 7-9

Ο Πάκης Τζιλής είναι ο άνθρωπος πίσω από τον «Λωτό» και εκείνος που έχει συνδέσει το όνομα και τη ζωή του με τη μουσική.

«Όλο αυτό για εμένα ξεκίνησε από τη μεγάλη μου αγάπη στη μουσική. Το μαγαζί επειδή το άνοιξα και σε πολύ μικρή ηλικία, υπήρχε και πολύ μεγάλη αφέλεια τότε γύρω από την εμπορική διαχείριση της δουλειάς, οπότε αν δεν υπήρχε αγάπη δύσκολα το κάνεις.» αναφέρει, ενώ θυμάται την ιστορία του «Λωτού»

«Το μαγαζί βρίσκεται εδώ στη Σκρά από τον Οκτώβριο του 1996. Νωρίτερα ήταν στην Καστριτσίου από τον Δεκέμβριο του ’90. Δηλαδή, συνολικά ο Λωτός έχει μία πορεία 32 χρόνων. Πρόκειται για ένα μεγάλο ταξίδι. Για τον Λωτό, η δύσκολη εποχή θα έλεγα ότι ήταν κάπου στις αρχές του 2010. Ήταν μία στριμωγμένη εποχή.

Κάθε εποχή έχει τα δικά της χαρακτηριστικά και σχετικά με το βινύλιο, η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία χρόνια υπάρχει ένα είδος επιστροφής και κινείται περισσότερος κόσμος γύρω από αυτό. Πάντως, ο Λωτός σαν μαγαζί, ακόμα και τις δύσκολες εποχές του βινυλίου, δεν το εγκατέλειψε ποτέ. Πάντα υπήρχε ένα τμήμα βινυλίου. Σίγουρα τα τελευταία χρόνια είναι πια πιο ανεπτυγμένο και η αλήθεια είναι ότι, όντως πλέον η δουλειά κινείται γύρω από το βινύλιο. Οι πωλήσεις του cd έχουν πέσει αρκετά.

Ο Λωτός από τη μια, δεν είναι αυστηρά ειδικευμένο όσο αφορά τα είδη. Δουλεύει και με ροκ και με ηλεκτρονικά, με τζαζ, με μαύρη μουσική. Από την άλλη, αυτό που μπορούμε να πούμε είναι ότι δε δουλεύουμε τα πολύ mainstream άλμπουμ. Η πλειοψηφία των δίσκων που έχουμε εδώ είναι καινούριοι αλλά υπάρχει και ένα τμήμα με μεταχειρισμένα. Το ωραίο είναι ότι υπάρχει παραγωγή νέων δίσκων, μεγαλύτερη μάλιστα από κάθε άλλη εποχή των τελευταίων χρόνων.

Μπορεί να ακούγεται παράξενο, αλλά οι κυκλοφορίες πλέον είναι πάρα πολλές. Η κίνηση σε εμάς βασίζεται κυρίως σε ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας, αλλά περνάνε τον τελευταίο καιρό και αρκετοί μαθητές λυκείο.»

ΤΟ ΔΙΣΚΟΠΑΖΑΡΟ

Αγ. Δημητρίου 118

Πηγαίνοντας στην Αγίου Δημητρίου, μπαίνουμε στο «Δισκοπάζαρο», ένα παλιαοπωλείο που μετράει πολλά χρόνια στη πόλη και με ιστορία δισκάδικου που άλλαξε στη πορεία. Η φιλόξενη Μαρία Γουσεράκη μας υποδέχτηκε με χαρά και δέχτηκε να μας πει την ιστορία του μαγαζιού και πώς έφτασε στα χέρια της, καθώς και για τους δίσκους που συνεχίζουν να έχουν περίοπτη θέση στο μαγαζί της

«Το μαγαζί είναι σχεδόν συλλεκτικό. Άνοιξε τέλη του ’77 με αρχές του ’78. Τότε το μαγαζί το είχε ο Δημήτρης ο Περλάτος, γνωστός από το «Δισκάδικο του Τζίμη» όπως λεγόταν τότε και ήταν μόνο δισκάδικο. Κοντά στο ’94 άλλαξε και έγινε παλαιοπωλείο επειδή μετά την πολύ καλή δεκαετία του ’80 που δούλεψε πολύ με τους δίσκους και τις ντισκοτεκ μετά ήρθε η κάθοδος όλου αυτού. Τότε ήταν που άνοιγαν και τα πολύ μεγάλα μαγαζιά τύπου σούπερ μάρκετ και έπρεπε να σκεφτεί τι να κάνει για να επιβιώσει. Έτσι προέκυψε το παλαιοπωλείο που θα μπορούσε ποτέ να γίνει όλη αυτή η αισθητική «σούπερ μάρκετ», κρατώντας όμως μέσα πάντα και τα βινύλια που αγαπούσε πάντα.

Στα δικά μου χέρια πέρασε το 2010, αφού πρώτα ξεκινήσαμε με τον άντρα μου να ερχόμαστε ως πελάτες. Εγώ μεγαλωμένη με τη γιαγιά γιατι η μαμά δούλευε πολλές ώρες, γαλουχήθηκα με το παλιό γενικά. Από παλιές ιστορίες της κατοχής με τους βομβαρδισμούς μέχρι την κολόνια την Τόσκα. Τα κεντήματα, τα σεμεδάκια, τα βιβλία, τα κομικς, τα μικι μάους και ό,τι άλλο αυτού του ύφους και της εποχής. Μάλιστα, εκείνη ήταν που μου έμαθε να εκτιμάω τα πράγματα. Να τα προσέχω και να μην τα καταστρέφω. Κάτι που βλέπω σήμερα σε πολλά νεαρά άτομα να γίνεται ξανά και χαίρομαι γιατί είμαστε λίγο και στην εποχή της ευκολίας, στην εποχή του «χάλασε, θα πάρω άλλο».

Μεγαλώνοντας λοιπόν έτσι, ανακαλύψαμε τότε αυτό το μαγαζί και ερχόμασταν. Το πρώτο πράγμα θυμάμαι που πήρα, ήταν οι «Μικροί εξερευνητές». Ο άντρας μου είχε πάρει σχεδόν τα αντικείμενα από το μισό μαγαζί… Με τον καιρό αγόρασα κι εγώ όσα υπήρχαν στο άλλο μισό μαγαζί, οπότε με τον καιρό γνωριστήκαμε με τον  Δημήτρη και αποκτήσαμε μία πολύ καλή σχέση. Τότε ήταν που μας είπε ότι θα βγει σε σύνταξη και ότι αφού είχαμε πάρει τόσα πολλά από εδώ, μας έριξε την ιδέα μήπως να το παίρναμε όλο εμείς και να το δουλεύαμε. Το σκεφτήκαμε τότε και είπαμε το ναι. Θυμάμαι, του είχα πει του Δημήτρη τότε πως εγώ δεν ξέρω  τίποτα από μαγαζί και του ζήτησα να κάτσει μαζί μου έναν χρόνο για να μου μάθει τα βασικά. Ξέρετε κάτι; Μέχρι και σήμερα, είναι ακόμα εδώ! Έχουμε γίνει πλέον οικογένεια.

Τα βινύλια τώρα έχουν ανέβει πάρα πολύ. Ειδικά στο κομμάτι του maxi single υπάρχει μία τρομερή ζήτηση σε dj που άρχισαν πάλι να παίζουν βινύλια. Κι αυτό είναι πολύ ευχάριστο και για εμάς που είμαστε έμποροι, αλλά και ως ακροατής χαίρεσαι. Τους δίσκους τους βρίσκω με διάφορους τρόπους. Κάποιοι ήταν ήδη εδώ στο μαγαζί όταν το πήρα. Κάποιοι άλλοι, ήρθαν από ανθρώπους που μπορεί να τους έχουν στο σπίτι, είτε δικούς τους, είτε των γονιών τους και δεν τους θέλουν πλέον. Γι’ αυτό είμαστε εμείς. Ξέρετε, τα σκουπίδια του ενός, μπορεί να είναι ο θησαυρός του άλλου. Κάπου υπάρχει λοιπόν ένας άνθρωπος που τον δίσκο που εσύ δε θέλεις ή πετάς, να τον ψάχνει.

Το ευχάριστο είναι ότι πλέον υπάρχουν και νέοι άνθρωποι των 18 και των 20 που αρχίζουν να το ψάχνουν όλο αυτό. Επειδή μη ξεχνάμε, ότι αυτά τα παιδιά γεννηθήκαν με την ευκολία. Κάποτε η μουσική, δεν είχε τόσο εύκολη πρόσβαση.»

ΖΑΧΑΡΙΑΣ

Δημ. Γούναρη 17

Το δισκάδικο που βρίσκεις στη Δημητρίου Γούναρη 17 και έχει πάντα κόσμο μέσα να ψάχνει δίσκους, είναι ο «Ζαχαρίας» που υπάρχουν μέσα χιλιάδες βινύλια αλλά και είδη καθαρισμού και εξαρτήματα για πικαπ και λάτρεις του είδους.

Στη λίγη ώρα – επειδή συνέχεια έμπαινε κόσμος για να αγοράσει ή να ρωτήσει κάτι – που καταφέραμε να μιλήσουμε με τον Νίκο Χριστοδούλου που είναι εκεί πάντα για κάθε απορία, αναφερθήκαμε στην ιστορία του μαγαζιού

«Είμαστε πάνω από μία εικοσαετία εδώ. Το μαγαζί είναι υποκατάστημα να πούμε, ο «Ζαχαρίας» είναι μαγαζί της Αθήνας και συγκεκριμένα, το κεντρικό μαγαζί είναι στο Μοναστηράκι. Το άνοιξε ο Ζαχαρίας το 2000 και από εκείνη τη χρονιά ανοίξαμε κι αυτό εδώ το μαγαζί. Βασιζόμαστε κυρίως στα βινύλια και ευτυχώς, τώρα υπάρχει μία αναβίωση, ένα μεγαλύτερο ενδιαφέρον.

Αυτοί που έρχονται είναι διαφόρων ηλικιών και ζητάνε παλιά βινύλια αλλά και πολλά καινούρια, είτε επανεκδόσεις είτε καινούριες κυκλοφορίες. Εμείς έχουμε από όλα, καινούρια και μεταχειρισμένα. Υπάρχουν πολλά νέα παιδιά, από 25 χρονών και κάτω που έρχονται συνέχεια. Στο μαγαζί πάντα τα βινύλια ήταν που «φεύγανε», τα cd ήταν πάντα δεύτερη επιλογή.

Τα βινύλια τα βρίσκουμε σε ταξίδια ή μπορεί να μας τα φέρουν κάποιοι. Εμείς πάντως βγαίνουμε στο εξωτερικό δύο τρεις φορές τον χρόνο και ψάχνουμε δίσκους. Το βινύλιο το θέλει ο κόσμος επειδή έτσι έρχεται σε επαφή με τη μουσική καλύτερα, λόγω εξωφύλλου, λόγω ολόκληρης αυτής της διαδικασίας.»

Περισσότερες φωτογραφίες από την… “δισκοβόλτα” στο κέντρο της Θεσσαλονίκης

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα