Παλιά Θεσσαλονίκη: Τα επαγγέλματα του τότε και του σήμερα
Η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη που συνδυάζει αρμονικά την πολιτιστική κουλτούρα με τον εμπόριο. Σε κάθε δρόμο της θα εντοπίσεις την ανάπτυξη των διαφορετικών ενασχολήσεων.
Η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη που συνδυάζει αρμονικά την πολιτιστική κουλτούρα με τον εμπόριο. Σε κάθε δρόμο της θα εντοπίσεις την ανάπτυξη των διαφορετικών ενασχολήσεων.
Από τους έμπορες, τους βιοτέχνες μέχρι του λούστρους που θα συναντούσες στην οδό Βενιζέλου. Μερικά από τα επαγγέλματα της παλιάς Θεσσαλονίκης εξαφανίστηκαν άλλα εκσυγχρονίστηκαν και συνεχίζουν να υπάρχουν στην σημερινή πόλη.
Έμποροι
Σύμφωνα με το βιβλίο «Η Θεσσαλονίκη στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου (1915-1918)», η οδός Βενιζέλου είναι ο κύριος εμπορικός δρόμος της πόλης, άλλοι την συγκρίνουν με τη Bond Street άλλοι με τη Strand του Λονδίνου.
Εκεί εντοπίζονται τα μεγάλα καταστήματα της πόλης. Το Tiring, το υποκατάστημα του Orosdi Back, το κεντρικό στη Βασιλέως Ηρακλείου, απέναντι από τη Τράπεζα των Αθηνών, το Mayer στη Cite Saul, ενώ το Stein βρίσκεται στη πλατεία Ελευθερίας, το A la managere στη Βασιλέως Ηρακλείου και το Modern Galleries στην Εγνατία με υποκατάστημα στη Βενιζέλου.
Επαγγέλματα σχετικά με την Θάλασσα
Όπως αναφέρεται στο βιβλίο «Η Καλαμαριά στο Μεσοπόλεμο (1920- 1940) Πρόσφυγες. Δημιουργώντας μια νέα πατρίδα» οι κάτοικοι των παραλιακών συνοικισμών έβρισκαν ακόμη μια διέξοδο στα επαγγέλματα σχετικά με τη θάλασσα, ως ναυτικοί, ναυπηγοί και ψαράδες.
«…Η μητέρα μου βγήκε στη δουλειά και πήγε στο μπάλωμα των διχτυών, μερεμέτι το λέγανε. Τους παίρναν και στα χωριά τα ψαράδικα. Εμείς κάναμε δίχτυα στο σπίτι, πολεμούσαμε καινούργια δίχτυα…» αναφέρει η Δέσποινα Ζαμπετόγλου, γεννηθείσα στο Κουρί της Μικράς Ασίας το 1911.
Ο Εμμανουήλ Ασίκη, γεννημένος στην Αρετσού της Μικράς Ασίας το 1918 σε προφορική του μαρτυρία τονίζει «…Πέθανε ο πατέρας μου το 1926, μείναμε εγώ, τα αδέλφια μου και η μάνα μου, χήρα. Τι να κάνουμε, που να δουλέψουμε; Έφυγε η αδερφή μου σε ένα σπίτι κάτω στην Θεσσαλονίκη, δούλα. Τότες, δούλες τις λέγανε. Η μάνα μου ξενοδούλευε, έπλενε ρούχα. Έπιασα τα 12-13 χρονώ. Πήγα μέχρι την τρίτη τάξη. Αλλά δεν βάστηξα, η μάνα που να βρει φόρους. Έφυγα από μικρός και πήγα στα ψάρια, σε καΐκι. Από εκεί και πέραν άρχισαν τα πράγματα λίγο να φτιάχνουν. Λίγο…»
Λούστροι υποδημάτων
Οι λούστροι υποδημάτων ήταν ένα συχνό θέαμα στην παλιά πόλη. Ο κόσμος που περπατούσε σε χωμάτινους δρόμους σκόνιζε ή λάσπωνε τα παπούτσια του. Ο λούστρος μαζί με το κασελάκι του, με τις βούρτσες, τα βερνίκια κια το χαμηλό σκαμνάκι του «έδινε» μια δεύτερη ζωή στα παπούτσια τους.
Σε απόσπασμα από προφορική μαρτυρία του Παναγιώτη Ευθυμιάδη, ο οποίος γεννήθηκε στη Τραπεζούντα το 1917 και ήρθε στη Καλαμαριά το 1923 αναφέρει την εμπειρία του «…πήγα μέχρι 2η Γυμνασίου, μετά δεν είχα τις δυνάμεις. Έπρεπε να έχουμε και πάσα, τα πάσα ήταν ακριβά, 15 δραχμές εκείνο το καιρό να πας και να ‘ρθεις, το τρίμηνο. Πηγαίναμε λοιπόν με τα πόδια, ύστερα δεν μπορούσα σταμάτησα, άλλοι που είχανε χρήματα, σπουδάσανε. Μετά αναγκάστηκα να μπω σε μια τέχνη. Πήγα λουστροδόρος, άρχισα να δουλεύω…».
Ο Ιωάννης Βαλαβάνης, γεννημένος στην Κερασούνα του Πόντου το 1915, αναφέρει σε προφορική μαρτυρία του «… Μ’ άρεσαν τα γράμματα. Ένας θείος μου, δάσκαλος, έλεγε στη μάνα μου, “δεν πρέπει να αδικηθεί το παιδί αυτό. Μπήκα όμως ράφτης. Εκείνα τα χρόνια ήταν δύσκολα. Δεν έδιναν δεκάρα ούτε για το τραμ. Για να ζήσουμε πολλοί Καλαμαριώτες έκαναν το λούστρο. Μετά μπορεί να έγιναν γιατροί κλπ., αλλά τότε έκαναν το λούστρο τις Κυριακές για να βγάλουν χαρτζιλίκι, κι εγώ το έκανα…»
Πλανόδιοι πωλητές
Οι πλανόδιοι πωλητές είχαν καθημερινή επαφή με τις νοικοκυρές, προμηθεύοντας τες με φρέσκα καλούδια για το φαγητό τους. Οι ίδιοι καλλιεργούσαν φρούτα, λαχανικά κάθε εποχής και γέμιζαν το κάρο τους. Έπειτα περιφέρονταν στους δρόμους της πόλης για να πουλήσουν το εμπόρευμα τους.
«…Αφού τακτοποιηθήκαμε και μετά, τι να κάνουμε, τι να κάνουμε, θέλαμε να φάμε. Ο μπαμπάς μου αναγκάστηκε λοιπόν να πάρει ένα γαϊδουράκι με καλάθια. Έπαιρνε κάτι μελιτζάνες, κάτι τέτοια, πήγαινε στα χωρία, πουλούσε, για να μας φροντίσει, ήμασταν τόσα άτομα, πολλά άτομα. Μετά αναγκάστηκε να κάνει τη δουλεία που έκανε στην πατρίδα, έβαφε ρούχα. Πήρε ένα καζάνι μεγάλο, μπαρικένιο, έβαζε ξύλα από κάτω και έβαφε…» όπως αναφέρει στην προφορική μαρτυρία του ο Παναγιώτης Ευθυμιάδης.
Η Σοφία Βαρλά- Λυπηρίδου, γεννημένη στην Κρώμνη του Πόντου το 1908 αναφέρει «…Ο άνδρας μου δούλευε όπου νά ‘ταν. Ο πεθερός μου, γύρισε, γύρισε και βρήκε στο Χαριλάου ένα οικόπεδο, το πήρε για μπαξέ, μια που ήταν κηπουρός στον Πόντο. Ανοίξαμε τον μπαξέ, τον δουλέψαμε, τον σπείραμε, ό,τι είχαμε χρυσαφικά τα πουλήσαμε, τον δημιουργήσαμε καλά. Αλλά ήρθε του θεού μήνυμα από πάνω να γίνει μια παγωνιά, που καμμιά φορά δε το θυμόταν στη Σαλονίκη! Και μας παγώνει όλο το πράμα που έπρεπε να πουληθεί! Το ξαναβάζουμε χέρι και το ξανακάνουμε, και στις 24 Απριλίου του 1924, έρχεται μια θεομηνία πάλι, ένας κατακλυσμός, μια βροχή! Πάλι το καλοκαιρίνο που φυτέψαμε και ήταν για πούλημα, εκείνο όλο έτριψε απάνω στο νερό. Άλλη καταστροφή! Φθάσαμε στο σημείο να μαζέψουμε απ’ όξω χόρτα και να μαγειρέψουμε να φάμε! Πουλήσαμε ότι είχαμε…»
Γαλατάς
Το επάγγελμα του γαλατά ήταν ιδιαίτερα συνηθισμένο τις εποχές πριν αναπτυχθούν οι γαλακτοβιομηχανίες. Ο ίδιος έφερνε καθημερινά πόρτα- πόρτα το γάλα στις νοικοκυρές. Κάθε μία τον περίμενε στην πόρτα του σπιτιού της, με μια κανάτα για να τη γεμίσει. Πολλές νοικοκυρές λόγω των άλλων καθηκόντων τους, άφηναν το άδειο σκεύος έξω από την πόρτα τους για να γεμιστεί.
Ο γαλατάς ξεκινούσε τις πολύ πρωινές ώρες για να φτάσει στην πόλη και να προλάβει να εξυπηρετήσει την πελατεία του. Μεταφέρονταν στις γειτονιές με μουλάρι η γάιδαρο.
Η Μαρίκα Μελισσίδου, γεννηθείσα το 1911 στο Κουρί της Μικράς Ασίας αναφέρει «Ο πατέρας μου, επειδή ήταν μαθημένος με τα ζώα, παίρνει τέσσερις αγελάδες. Εικοσιπέντε χιλιάδες τη μία την αγελάδα έπαιρνες τότες. Πήρε ίσα- ίσα τα λεφτά της αποζημίωσης, τα έδωσε, είχαμε κάμποσο καιρό, ας πούμε. Ο αδερφός μου ήταν μικρός, ίσαμε εννιά χρονών, δέκα, το πουλούσε το γάλα εκείνος, πήγαινε στα σπίτια, στο Κατιρλί προπαντός παίρνανε…»
Μοδίστρες- Ράφτης
Η μοδίστρα και ο ράφτης φρόντιζαν οι πελάτες τους -γυναίκες και άντρες έκαστος- να είναι ντυμένοι «στην τρίχα». Ο ράφτης έραβε κουστούμια, γιλέκα, πουκάμισα, παντελόνια, ενώ αντίθετα η μοδίστρα φούστες, φουστάνια, μπλούζες.
Μπορούσαν να ράψουν ένα καινούργιο ρούχο σύμφωνα με τις αναλογίες του πελάτη ή να κάνουν επιδιορθώσεις. Λόγω της έλλειψης σύγχρονων μηχανημάτων, η διαδικασία για να ραφτεί ένα ρούχο ήταν μεγάλη.
«Εδώ πήγα σχολείο μέχρι την 5η Δημοτικού. Μετά δούλευα στο σπίτι, γέμιζα τις μακαράδες, τις κλωστές και πλέκαμε κάλτσες. Μας είχανε δώσει μηχανές. Περνούσανε μετά οι πωλητές, τις παίρναν και τις πουλούσαν στα παζάρια. Και πλερωνομασταν την κάλτσα. Οι μηχανές δεν ήταν δικές μας. Κάναμε πολύ δουλειά αλλά προτιμάγαμε μες στο σπίτι τα κορίτσια, να μη μας στέλνουν στα εργοστάσια. Είχανε τότε κακές βλέψεις. Μια δραχμή την κάλτσα πλέκαμε…» εξιστορείται η Διαλεχτή Μεντεκίδου σε προφορική μαρτυρίας της.
Η Ιουλία Καζαντζίδου, γεννημένη στην Ίμερα του Πόντου το 1918 αφηγείται «…Η μητέρα μου συνέχισε και εδώ τη δουλειά, να ράβει, και στο σπίτι έραβε. Πήγαινε στα σπίτια μια βδομάδα και έραβε. Η αδερφή, που ήταν μεγαλύτερη, ήταν σε ένα εργοστάσιο Αμερικανών και στέλναν ρούχα και γινόταν διαλογή. Την πήραν εκεί και έπαιρνε ένα μικρό μεροκάματο κι αυτή…»
Εργάτες
«… Η ανάγκη κάνει πολλά. Τι να κάνεις; Τι ήμουνα; Δεκαπέντε χρονών κοριτσάκι και στα τούβλα δούλεψα… Κουρασμένη σας λέω… Αυτά εδώ τα χέρια, αν τρέμουν! Εκείνα τα τούβλα χειροποίητα ήταν. Τρία τούβλα παίρναμε στην κοιλιά. Στην Τούμπα, ήταν ένα είδος εργοστασίου, καλοκαιρινό. Πηγαίναμε και δουλεύαμε στα τούβλα. Να σηκώνεις, μικρό κοριτσάκι, πέντε κιλά πράμα, να πας και να ‘ρθεις, να πηγαίνεις και να τα αφήνεις, να έρχεσαι και να το ξαναγεμίζεις…» αναφέρει η Δέσποινα Ζαμπετόγλου σε προφορική μαρτυρία.
Η παλιά Θεσσαλονίκη χαρακτηριζόταν από τις βιομηχανικές και εργοστασιακές εγκαταστάσεις που είχε. Τα περισσότερα κτίρια ήταν συγκεντρωμένα στον δυτικό τομέα, αλλά τα πιο παλιά και σημαντικά από αυτά βρίσκονται στην ανατολική πλευρά της πόλης.
Ο Χρήστος Χατζηδράκου, γεννημένος στο Κουρί Μικράς Ασίας το 1909, ήρθε στο Κουρί της Καλαμαριάς το 1922 αναφέρει «ήταν ένας Παπαδόπουλος, δάσκαλος από τη Ρωσία. Ήμουν καλός μαθητής. Άνοιξε ένας θάλαμος και πηγαίναμε εκεί σχολείο. Άρχιζε όμως να μαστίζει η πείνα. Και πήγα 11-12 χρονών στη δουλειά. Ο καημένος ο δάσκαλος, ήταν τόσο καλός, μου λέει να πάω στο γυμνάσιο. Τότε άνοιξε ένα εργοστάσιο εδώ πέρα, έκοβε τούβλα, καρφιά έφτιαχνε. Για να μη βάνει μεγάλους ανθρώπους και πληρώνει πολλά, πήρε παιδάκια. Δώδεκα χρονών παιδί, πήγαινα στη δουλειά. Καταλαβαίνεις τώρα… Η λάσπη εδώ πέρα πάνω, ίσα με δω. Το κρύο μη το ρωτάς! Εδούλεψα τριάμισι χρόνια εκεί πέρα. Και έπαιρνα την ημέρα έξι και δέκα! Μέχρι 15 ετών ήμουνα μέσα εκεί. Δηλαδή 36 δραχμές το μήνα! Και δουλεύαμε από νύχτα σε νύχτα. Που να υπήρχε ωράριο.»
Μπακάλης- Παντοπώλης
Τα παντοπωλεία και τα μπακάλικα της γειτονιάς προμήθευαν με με μη αλκοολούχα ποτά και είδη οικιακής χρήσεως και τρόφιμα εκτός από κρέατα και ψάρια τους πελάτες. Συνήθως τα συγκεκριμένα μαγαζιά μπορεί να συνοδεύονταν και από κάποιο καφενείο ή ταβέρνα.
Τσαγκάρης
Αρμοδιότητα του ήταν να επιδιορθώνει τα φθαρμένα παπούτσια. Ο ίδιος περιφερόταν σε γειτονίες για να συλλέξει παπούτσια που έχρηζαν επιδιόρθωση. Το τσαγκαράδικο ήταν το προσωπικό του εργαστήριο, ο χώρος είχε έναν μεγάλο πάγκο με τα απαραίτητα εργαλεία.
Πηγές πληροφοριών: Η Καλαμαριά στο Μεσοπόλεμο (1920- 1940) Πρόσφυγες. Δημιουργώντας μια νέα πατρίδα/ Η Θεσσαλονίκη στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου (1915-1918)/ mixanitouxronou.gr