Θεσσαλονίκη

Περιπλάνηση στη Νέα Παραλία: Καρέ και σκηνές μιας ζωντανής Θεσσαλονίκης

Ένας κομπάρσος ανάμεσα σε πρωταγωνιστές!

Ανδρέας Νεοκλέους
περιπλάνηση-στη-νέα-παραλία-καρέ-και-σ-1193761
Ανδρέας Νεοκλέους

Εικόνες: Γιώργος Νιάκας

Κακός οιωνός αν με ρωτάς.. Τουλάχιστον αυτό μου είχε πει ένας φίλος. Εκτοτε, όταν βλέπω πουλιά ανήσυχα να σχίζουν τον αιθέρα του σαλονικιώτικου ουρανού, κατά βάθος ξέρω πως κάτι δεν πάει καλά ή πως δεν θα πάει καλά.

Λες και ξύπνησε μέσα μου ένα αρχέγονο ένστικτο αναγνώρισης άσχημων καιρικών συνθηκών, σαν αυτό που έχουν οι γερόλυκοι ναυτικοί της θάλασσας. Σαν να νιώθω τον άνεμο να αλλάζει, τον ουρανό να βαραίνει, και τον Θερμαϊκό να αφρίζει (χωρίς να τον δω) πριν καν η πρώτη σταγόνα βροχής αγγίξει το έδαφος.

Καλά ίσως να γίνομαι λίγο υπερβολικός, αλλά μιας και μπήκα στο χορό, τώρα θα χορέψω. Με τον άνεμο να πνέει από τον Βορρά, σαν πλοίο με τα πανιά του ανοιχτά – σάλπαρα την Δημητρίου Γούναρη, μέχρι να φτάσω στη διάβαση της Παύλου Μελά.

Η διαγώνιος έμοιαζε με βελόνα και ο Λευκός Πύργος με κλωστή. Εξάλλου η πόλη αυτή είναι σαν έναν κυκλικό καμβά, ίσως στην κάτοψη πιο πολύ, όπου κάθε δρόμος και κάθε τοπόσημο είναι μια βελονιά σε ένα μεγάλο, περίτεχνο κέντημα. Ο Λευκός Πύργος, η Καμάρα, η Ροτόντα, το λιμάνι – όλα συνδέονται μεταξύ τους με αόρατα νήματα, υφαίνοντας την ταυτότητα της Θεσσαλονίκης. Κάθε βήμα μου, λοιπόν, είναι σαν να τραβάει αυτή την κλωστή, αποκαλύπτοντας σιγά σιγά την ψυχή της πόλης.

Κι έτσι, ακόμα κι αν τα πουλιά προμηνύουν καταιγίδα, η πόλη αυτή βρήκε, για άλλη μια φορά, έναν περίεργο τρόπο να με καθησυχάσει. Αντίο αρχέγονα ένστικτα, ας γίνω τώρα λίγο τολμηρός. Έστριψα την πλώρη μου αριστερά και έβλεπα φάτσα φόρα τον Λευκό.

Διέσχισα την παραλία λες και έβλεπα ταινία. Δεν ξέρω αν σου τυχαίνει ή αν το κάνεις… Βλέπεις μια ταινία την πρώτη φορά, δεν τα καταλαβαίνεις και όλα (και it’s okay) αλλά παρόλα αυτά αφήνεσαι εξ ολοκλήρου, δεν παρατηρείς τις λεπτομέρειες, αλλά σε κάνει να θες να την δεις και δεύτερη γιατί κάτι μέσα σου σε κάνει να πιστεύεις πως κάτι, κάτι έχει να πει. Δύο φορές λοιπόν, μια για να την χαζέψω, να την απολαύσω – έχοντας τα μάτια καρφωμένα στο κενό, και μια στο πίσω για να την παρατηρήσω ξανά.

Πάλι να χαζέψω εννοείται, αλλά να κρατηθώ από εικόνες. Οι άνθρωποι, τα χρώματα, οι ήχοι – όλα συνέθεταν μαζί μια ζωντανή ταινία, ένα συνεχές καρέ από σκηνές που αιχμαλώτιζαν την προσοχή μου και με έκαναν να νιώθω όχι πρωταγωνιστής, αλλά κομπάρσος. Τι να πω; Ελπίζω μόνο να μην χάλασα τη λήψη.

Έφτασα μέχρι τον όμιλο φίλων θαλάσσης, κι’ αυτό γιατί αιφνιδίως έπιασα τον εαυτό μου να σιγοτραγουδάει το «Σίδερα μασάει ο κουταλιανός».. Σταμάτησα και τότε είδα αυτό τον κύριο. Πουκαμισάκι καρέ, τα τρία πρώτα κουμπιά ανοιχτά, έτσι να παίρνει αέρα το στέρνο και στο χέρι μια μελόντικα. Προσηλωμένος στο παίξιμο του, μόνο το λευκό του μουστάκι ξέρει πως αγκάλιαζε το στόμιο της. Μελωδία από άλλη εποχή, Μάνος Λοΐζου, τι να πεις;

Από τις λίγες φορές που πήρα το θάρρος να βγάλω το τηλέφωνο από την τσέπη – και να ζητήσω να βγάλω μια φωτογραφία. Διστακτικός εγώ, ούτε μίλησα, εκείνος έπαιζε-κουνούσα το δάκτυλο μπρος, να δείχνει εκείνον πίσω να δείχνει το τηλέφωνο. Σε επανάληψη. Μπας και.

Τελείωσε το τραγούδι, μιλήσαμε λίγο. Είχε την εντύπωση πως ήμουν τουρίστας. Θα μπορούσα να μιλήσω.. Ωραίος ο κύριος Σωτήρης!

Ο ήλιος δεν είχε βουτήξει ακόμη, ένα βαθύ μπλε, με αποχρώσεις πιο ανοιχτές όσο το βλέμμα βυθιζόταν προς τη Δύση έντυνε τον ουρανό. Ξεκίνησε η επιστροφή. Ο λευκός πύργος μικρός χωρούσε εύκολα ανάμεσα στα δάχτυλά μου.

Κάπως μπορούσα να διακρίνω ακόμη το όνομα του  “DALI“ που ήταν γραμμένο  με μεγάλα γράμματα στον τοίχο της αποθήκης Γ’, λίγο πιο αριστερά-παρατήρησα ότι ενώ εκεί έπρεπε να συνεχίζει η θάλασσα αυτό δεν υφίστατο. Κι όμως.. ένα πελώριο πλοίο, επιβατικό, ήταν λες και έστεκε εκεί δίπλα, προσθέτοντας έδαφος στη Θεσσαλονίκη. Πόσο ωραίο.

Που να ήξερε ο Καραμανλής, το άγαλμα καλέ, ότι δεκάδες ηλεκτρικά πατίνια θα ήταν αφημένα εκεί μπροστά του. Δεκάδες και τουλάχιστον τρία διαφορετικά είδη από δαύτα. Δεν μου κάνει εντύπωση έχει πέραση. Πιτσιρίκια που παραβγαίνουν, όποιος πατήσει πρώτος κάποιον. Νεαρά ζευγαράκια, η κοπέλα να αγκαλιάζει το αγόρι από πίσω, ευκαιρία για ψιθύρισμα στο αυτί. Κι ένας πατέρας με την κόρη του, εκείνος πίσω αυτή μπρος. Με την ελπίδα πως όταν έρθει η ώρα η κόρη να κρατήσει το τιμόνι. Ακόμη λίγο.

Συνεχίζω σιωπηλός, κάθισα σε ένα από τα παγκάκια, βολικό, πολύ βολικό. Έστριψα ένα τσιγάρο και αντικριστά, στα 5 μέτρα μια κοπελιά να λικνίζεται σε ρυθμούς της Soul. Βοηθάει το ηχητικό περιβάλλον που ξεχύνεται από ένα φορητό ηχείο στα πόδια της. Παρακινητικό, το κεφάλι μου ξεκίνησε ασυναίσθητα να κουνιέται ρυθμικά στα τραγούδια που τραγουδούσε, ενώ ξαφνικά ένας άντρας, σταμάτησε κάπου εκεί κοντά της.

Ψηλός με γκρίζα μαλλιά-ακόμα και την πλαστική σακούλα που κρατούσε στο χέρι άφησε να πέσει χάμω με μεγάλη χάρη και αυτοπεποίθηση. Κάπως μου ένευσε το κεφάλι και συγχρονισμένα σηκώσαμε και οι δύο τα χέρια στον αέρα δείχνοντας τον αντίχειρα. Και ενώ κάτι μου έλεγε πως θα ξεκινήσει τον χορό-πήρε τη σακούλα από τον πεζόδρομο και γύρισε προς την άλλη μεριά… έφυγε.

Μέχρι το επόμενο κομμάτι ήταν πίσω. Έσκασε λες και ήταν η μεγάλη του στιγμή. Η πλαστική σακούλα βρέθηκε πάλι στο έδαφος, και εκείνος με μια δραματική κίνηση, ξεκίνησε τον χορό του. Η κοπέλα με τη μουσική δεν έχασε την ευκαιρία να ενισχύσει τον ρυθμό, αυξάνοντας την ένταση και προσθέτοντας λίγο παραπάνω μπρίο στην μελωδία.

Ο άντρας ανταποκρίθηκε άμεσα, τα βήματα του έγιναν πιο ζωηρά, και ο πεζόδρομος μετατράπηκε σε ένα αυθόρμητο χορευτικό γεγονός. Κάτι σαν pop-up performance. Χωρίς όμως να επιζητάτε η προσοχή του κοινού.

Κι όμως-τα διερχόμενα πατίνια άρχισαν να επιβραδύνουν, τα γοργά βήματα των περαστικών έγιναν κτύποι της μπότας, ενώ ένας δρομέας που έτρεχε μπήκε κι αυτός στην κυκλική ανθρώπινη σκηνή που δημιουργήθηκε αναπάντεχα. Cardio είναι κι αυτό.

Η μουσική γινόταν όλο και πιο δυνατή, και η ενέργεια που εκπέμπανε ο χορευτής  ήταν μεταδοτική. Οι περαστικοί, χωρίς να το καταλάβουν, άρχισαν να συντονίζονται με τον ρυθμό. Κάποιοι άρχισαν να κουνιούνται στον ρυθμό της μουσικής, άλλοι χαμογελούσαν και τραβούσαν βίντεο με τα κινητά τους. Ήταν σαν να είχε δημιουργηθεί ένα αυτοσχέδιο φεστιβάλ στη μέση της πόλης.

Καθώς το τελευταίο τραγούδι έφτανε στο τέλος του, ο άντρας έκανε μια τελευταία, εντυπωσιακή περιστροφή και σταμάτησε με τα χέρια του ανοιχτά, καθόλου λαχανιασμένος και πολύ χαμογελαστός. Οι περαστικοί ξέσπασαν σε χειροκροτήματα και επευφημίες, και εκείνος, με μια βαθιά υπόκλιση, μάζεψε τη σακούλα του και γύρισε να φύγει.

Μαζί με αυτόν και εμείς, δεν ξέρεις πότε πως και τι γίνεται κάτι και όλα αλλάζουν-συνέχισε ο καθένας το δρόμο του.

Από εδώ και πέρα χαμηλές προσδοκίες, έτσι μετά την κορύφωση οι μορφές κάτω από τις ομπρέλες του Ζογγολόπουλου ζωγραφίζονταν με μια σκοτεινή αλλά μαγευτική αύρα. Οι κόκκινες κάφτρες από τα τσιγάρα έμοιαζαν με πυγολαμπίδες που αναβόσβηναν στο σκοτάδι, προσθέτοντας μια γοητευτική αλλά και μελαγχολική πινελιά στη σκηνή. Κάθε μικρή λάμψη έμοιαζε να λέει μια δική της ιστορία, να κρύβει μια σκέψη, ένα προβληματισμό, μια ελπίδα.

Καθώς συνέχιζα την πορεία μου, το βλέμμα μου έπεσε σε έναν street artist. Η μαριονέτα με το βιολί έμοιαζε να συνοψίζει το νόημα του περιπάτου μου εκείνο το βράδυ. Όπως η μαριονέτα κινούνταν με τη βοήθεια των αόρατων νημάτων του καλλιτέχνη, έτσι και εμείς. Έστω, έτσι και εγώ κινήθηκα μέσα στη πόλη. Επηρεαζόμενος από της αόρατες και μη δυνάμεις της Νέας Παραλίας.

Η μουσική του βιολιού και η εικόνα της μαριονέττας με συνόδευαν καθώς απομακρυνόμουν.

 

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα