Πέθανε ο Μιχάλης Παναγιωτόπουλος, εκ των κορυφαίων ποινικολόγων της Θεσσαλονίκης
Σε ηλικία 94 ετών έφυγε από τη ζωή ένας από τους πιο γνωστούς δικηγόρους της παλιάς φουρνιάς
Μία από τις πιο γνωστές φυσιογνωμίες της Θεσσαλονίκης, ο γνωστός ποινικολόγος Μιχάλης Παναγιωτόπουλος έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 94 ετών.
Εθεωρείτο ένας εκ εκ των κορυφαίων δικηγόρων της πόλης, έχοντας αναλάβει πολύ σημαντικές υποθέσεις, από τη δεκαετία του ΄50.
Έχοντας μιλήσει για τη ζωή του, σε παλαιότερη συνέντευξή του στη σελίδα Istorima και τη δημοσιογράφο Φανή Κωστίδου, ο Μιχάλης Παναγιωτόπουλος είχε αναφέρει:
«Στη ζωή μου είχα δυο μεγάλους έρωτες. Μεγάλους, πραγματικά! Ο ένας ήταν ο αθλητισμός στα νιάτα μου. Από τα 18 μου μέχρι τα 23. Θα ‘λεγα απ’ τα 19 μέχρι τα 23. Απ’ τα 27 μου άρχισε όμως ένας πολύ μεγαλύτερος έρωτας. Ο έρωτας για τη δικηγορία. Και νομίζω ότι τα κατάφερα καλύτερα στη δεύτερη απ’ ό,τι στην πρώτη. Στην πρώτη πέτυχα να αναδειχθώ πρωταθλητής Ελλάδος στο άλμα εις ύψος…
Έκανα 62 πραγματικά χρόνια δικηγορίας και τώρα που ακουμπάω τα 90 μου, χαίρομαι που έχω εξασφαλίσει την εκτίμηση των συναδέλφων μου. Όπου και αν ρωτήσεις για Παναγιωτόπουλο, θα σου πουν ότι υπήρξε ένας άριστος δικηγόρος. Και αυτό βέβαια, το ξέρω και γω ο ίδιος. Αυτή είναι περίπου η ιστορία των μεγάλων κοινωνικών μου ερώτων στη ζωή μου.
Τελείωσα το Λύκειο το 1950. Έδωσα στα Νομικά, χωρίς να ενδιαφέρομαι για τα Νομικά. Στο 2ο-3ο έτος κινδύνευα να χάσω και τη χρονιά μου. Και τότε ένας καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ο Χαράλαμπος Φραγκίστας, όταν πήγα να δώσω το μάθημά του, με ειρωνεύτηκε. Ήμουνα αδιάβαστος! Μου είπε: «Τι το περάσατε, κύριε, το Πανεπιστήμιο; Για τάβλι να ρίξετε ντόρτια ή εξάρες;».
Αυτό με προσέβαλε βαθύτατα. Συγκεντρώθηκα. Αποφάσισα ότι εγκαταλείπω τις προπονήσεις και τον αθλητισμό και επιδίδομαι στη μελέτη της νομικής επιστήμης. Το ’50 μπήκα στο Πανεπιστήμιο, είπαμε, που τελείωσα το Γυμνάσιο. Το ’54 τελείωσα πρώτος ανάμεσα στους 200 συμφοιτητές μου, με «άριστα», και έγινα πλέον πτυχιούχος της νομικής επιστήμης. Αριστούχος. Έκανα την άσκησή μου και από το 1957 είμαι δικηγόρος Θεσσαλονίκης, μέχρι και σήμερα που μιλάμε.
Τώρα πλέον, είμαι συνταξιούχος. 63 πραγματικά χρόνια δικηγορίας! Που ήταν χρόνια θριάμβων, χρόνια επιτυχιών, χρόνια μεγάλων δικών… Κι αυτό ήταν πολύ μεγάλη τιμή. Πραγματικά ήμουνα, όχι μονάχα της Θεσσαλονίκης, αλλά υπεράσπισα υποθέσεις απ’ την Αλεξανδρούπολη μέχρι την Άρτα, μέχρι τη Φλώρινα, όλα αυτά τα 62-63 χρόνια. Τα ευχαριστήθηκα!
Με έβγαλε από τη φτώχεια του πατέρα μου. Ο πατέρας μου ήτανε αξιωματικός της αστυνομίας, με πέντε παιδιά. Με σπουδαία μάνα! Έχουν πεθάνει και οι δύο, βέβαια. Εδώ και πολλά χρόνια. Και κέρδισα χρήματα, κέρδισα υποθέσεις, βοήθησα πολλούς και εξακολουθώ να είμαι με μια τσέπη πρόθυμη να ξοδέψει χάριν γενικοτέρων υποθέσεων και πιο γόνιμων προσπαθειών! Αυτά, γενικώς.
Στη δικηγορία, βέβαια, ξεκίνησα με γενική δικηγορία. Αστικά, ποινικά, τα πάντα. Αλλά η ζωή με έφερε στα ποινικά. Διότι είχα την άνεση του λόγου, είχα την καλή νομική παιδεία και κατάρτιση –σταθερή και σίγουρη– και έχω και την ικανότητα να γράφω καλά. Αν σ’ ενδιαφέρει μάλιστα, θα σου χαρίσω ένα απ’ τα βιβλία που έχω γράψει. Γιατί έγραφα και άρθρα, και σχόλια κλπ. στις εφημερίδες και τελικά τα μάζευα και τα ‘βγαζα ένα βιβλίο για λογαριασμό μου. Η σύζυγός μου η Ναυσικά λέει ότι το ωραιότερο βιβλίο που έχω γράψει είναι Το τραμ το τελευταίο.
Το τραμ το τελευταίο ήταν ένα φοιτητικό περιοδικό που έβγαινε εδώ στη Θεσσαλονίκη. Το βγάζαν δύο φοιτητές, ένας Καλοκύρης, γιος καθηγητής και μία Μαρία Καρδάκου. Και δημοσίευαν διάφορα πανεπιστημιακά διηγήματα, ιστορίες κλπ. Αυτό λοιπόν, έγραψε ένας Πετρόπουλος, ο οποίος έγραψε ένα κάπως αφήγημα που θεωρήθηκε χυδαίο. Για τον έρωτα. Αλλά το έγραψε κάπως χυδαϊστί.
Πράγμα το οποίο ενόχλησε την Ιερά Μητρόπολη Θεσσαλονίκης και κατεμήνυσε τους δύο εκδότες. Την Μαρώ Καρδάκου και τον Κώστα Καλοκύρη. Τους μήνυσε για περιύβριση των οσίων πραγμάτων. Των αγίων μας. Πίσω απ’ αυτό ήταν η Μητρόπολη. Ο τότε Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης. Ήρθαν τα παιδία, λοιπόν, και μου ανέθεσαν την υπόθεσή τους. Την οποία και ανέλαβα. Όταν, λοιπόν, πήρα το κλητήριο θέσπισμα –τους καλούσαν να εμφανιστούν στον ακροατήριο–, έκανα μία προσφυγή κατά της απευθείας κλήσεως, όπως λέμε στα νομικά.
Ότι κακώς παραπέμπονται. Θα έπρεπε να γίνει μία επιμελέστερη ανακριτική έρευνα για να διαπιστωθεί αν υπήρχε μία πρόθεση και κάτι τέτοιο. Πρόθεση εξυβρίσεως. Όταν, λοιπόν, κατέθεσα την αίτηση αυτή στην εισαγγελία, με είδε ο εισαγγελέας εφετών, ο οποίος μου είπε τα εξής –τα οποία γράφω μες στον βιβλίο:
«Κάνατε, κύριε Παναγιωτόπουλε, μία προσφυγή κατά της απευθείας κλήσεως για τα παιδιά, αυτά τα δύο, τους φοιτητές. Αυτή η προσφυγή σας, θα απορριφθεί. Αν κάνετε έφεση κατά της απορριπτικής αποφάσεως, θα απορριφθεί κι αυτή. Και αν τολμήσετε να πάτε μέχρι τον Άρειο Πάγο, ο Άρειος Πάγος θα σας την απορρίψει. Δεν αμφιβάλλω βέβαια καθόλου -λέει-, ότι θα μας δυσκολέψετε στο δικαστήριο.
Αλλά όσα ένδικα μέρα και να χρησιμοποιήσετε, την υπόθεση την έχετε χαμένη».
Αυτό λοιπόν, το ανακοίνωσα στα παιδιά και χρόνια αργότερα, ο Δημήτρης Καλοκύρης –πτυχιούχος πλέον και επιστήμων έξω–, έγραψε ένα άρθρο στην τοπική «Μακεδονία»: «Το τραμ στα διχαστήρια». Και λέει ότι ξέραμε ότι πηγαίναμε σε μια υπόθεση χαμένη. Αυτά είναι όλα γραμμένα στο βιβλίο μου, Το τραμ το τελευταίο. Που ‘ναι πραγματικές υποθέσεις τις οποίες χειρίστηκα.
Είναι αυτοτελή κομμάτια, μικρές ιστορίες, πραγματικές ιστορίες, οι οποίες εκδόθηκαν με επιμέλεια ενός ανθρώπου που αυτές τις μέρες ακούγεται πάρα πολύ, του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Όταν του το έδωσα μου έστειλε μια επιστολή –με τα ωραία γραμματάκια που έγραφε ο Ντίνος– και μου λέει ότι «το βιβλίο σου είναι σπουδαίο! Εσύ δεν το ξέρεις, αλλά είσαι και λογοτέχνης!». Εγώ γελάω. Ποτέ δεν επεδίωξα να είμαι λογοτέχνης. Έγραφα ιστορίες τις οποίες τις οποίες είχα ζήσει. Και μ’ ένα πολύ ωραίο εξώφυλλο –στο οποίο συνεργάστηκαν εκλεκτοί συνεργάτες του Ντίνου Χριστιανόπουλου– βγήκε αυτό το βιβλίο, Το τραμ το τελευταίο, το οποίο το καμαρώνω.
Είναι κάπου εκεί από κάτω απ’ αυτά, την Καινή Διαθήκη. Ένα πράσινο βιβλίο. Το βλέπεις; Εκεί θα δεις αυτή την ιστορία. Το τραμ το τελευταίο. Να, εδώ πέρα, καταδικάστηκαν. Την έχασα την υπόθεση, δηλαδή. Και κοίτα ποιοι πνευματικοί άνθρωπο της Θεσσαλονίκης, ήρθαν και κατέθεσαν ως μάρτυρες. Αυτές είναι οι ιστορίες. Αν σ’ ενδιαφέρει, θα σου το χαρίσω. Κ’ αυτό είναι το γράμμα του Καλοκύρη, «Το τραμ στα διχαστήρια». Είναι ένα ωραίο βιβλίο, αλλά έχω γράψει κι άλλα τα οποία τα ‘χουν εκτιμήσει πάρα πολλοί συνάδελφοί μου. Τ’ αρέσουν και τα περιμένουν.
Τώρα μάλιστα είναι υπό έκδοση ένα καινούργιο βιβλίο. Βρίσκεται στον Αλτιτζή, τον τυπογράφο. Ενδεχόμενος δόλος. Ο ενδεχόμενος δόλος στα νομικά έχει την έννοια ότι, ξέρω ότι αυτό που κάνω είναι κακό, είναι παράνομο, δεν είναι νόμιμο αλλά εγώ το δέχομαι. Αντίθετο απ’ αυτό είναι αυτό που λέμε ενσυνείδητη αμέλεια. Αντιλαμβάνομαι ότι αυτό που κάνω είναι κακό, ότι είναι μη νόμιμο, αλλά πιστεύω ότι δεν είναι. Μέσα μου.
Ο Άρειος Πάγος, λοιπόν, που απέρριψε τις προσφυγές μου σ’ αυτή την υπόθεση του Τραμ του τελευταίου, ομίλησε περί ενδεχομένου δόλου. Ότι όφειλα να ξέρω και ήξερα ότι η δημοσίευση αυτών των άρθρων στο περιοδικό των φοιτητών, γινόταν με ενδεχόμενο δόλο και ότι το δεχτήκανε.
Γιατί τότε, στο ίδιο περιοδικό, έγραφε κι ένα Ηλίας Πετρόπουλος –αν τον έχεις ακούσει–, ο οποίος ήταν, ολίγον τι, χυδαιολόγος. Έγραφε κάπως χυδαία. Και στο δικαστήριο που έγινε, όσοι μάρτυρες ήρθαν, λέγανε ότι «ναι μεν, εντάξει, ο Καλοκύρης και η Καρδάκου -οι εκδότες του περιοδικού-, αλλά εκείνος ο οποίος θα ‘πρεπε να καταδικαστεί είναι ο Πετρόπουλος!». Που δεν ήταν κατηγορούμενος! Αυτά τα χαριτωμένα της ζωής μου…
Στα νιάτα μου δηλαδή, απ’ το ’31 μέχρι το ’39, 1939, ζούσαμε στην Αλόννησο όπου υπηρετούσε ο πατέρας μου ως ενωμοτάρχης. Η μάνα μου και ο πατέρας μου είχαν πέντε παιδιά. Κι ήμασταν ένα κορίτσι και τέσσερα αγόρια στην Αλόννησο. Δεν είχαμε περιουσία, δεν είχαμε κτήματα… Ήτανε ένας υπάλληλος του κράτους που είχε τοποθετηθεί εκεί.
Ήταν μια Αλόννησος της αρχαιότητος. Αρχαία Αλόννησος! Τώρα έχουμε σπίτι εκεί. Πολύ ωραίο. Έχουμε ένα πολύ ωραίο σπίτι πάνω στο χωριό. Κι η μάνα μου έκρινε –που ήταν σπουδαία γυναίκα, πάρα πολύ σπουδαία γυναίκα– ότι «τι θα κάνουμε μ’ αυτά τα πέντε παιδιά; Περιουσία δεν έχουμε! Τι θα γίνει; Μ’ έναν ενωμοτάρχη, μ’ ένα μισθό». Και τον έστειλε να δώσει εξετάσεις στη σχολή αξιωματικών, να βγει αξιωματικός μ’ ένα αστεράκι ασημένιο πάνω, και διορίστηκε Διοικητής, υπό διοικήσεως χωροφυλακής Σουφλίου, όπου μείναμε άλλα δυο-τρία χρόνια.
Στο Σουφλί του Έβρου, απ’ την Αλόννησο. Δεν μας άρεσε καθόλου. Ύστερα απ’ την Αλόννησο, το Σουφλί στον Έβρο, δίπλα στην Τουρκία, αλλά περάσαμε εκεί δύο χρόνια και μετά εγκατασταθήκαμε στη Θεσσαλονίκη. Από τότε, Γυμνάσιο, Πανεπιστήμιο… Όλα είναι Θεσσαλονίκη. Τη Θεσσαλονίκη θεωρώ ιδιαίτερη πατρίδα μου. Πάρα πολύ ωραία».
