Έφυγε η θρυλική γιαγιά που έζησε την πυρκαγιά του 17
Μια γυναίκα που έζησε όλο τον αιώνα της πόλης
Οι παλιές εικόνες είναι από το βιβλίο του Αντώνη Χ. Γώδη “Σαν τη μέλισσα σ’ανθώνα”
Έφυγε στις 2 Αυγούστου, υπέρ-πλήρης ημερών η θρυλική Βασιλική Αβαροπούλου Αθυρίδου. Πέθανε σε ηλικία 109 χρόνων, ήσυχη και δίπλα στα αγαπημένα της πρόσωπα.
Το 2017 είχε μιλήσει στην parallaxi και το Γιώργο Τούλα:
Εκατό χρόνια από την πυρκαγιά του 1917 που άλλαξε την πορεία της πόλης συμπληρώνονται φέτος. Η parallaxi συνομίλησε με μια αυτόπτη μάρτυρα της φωτιάς, την κ. Βασιλική Αβαροπούλου Αθυρίδου, που γεννημένη το 1911 θυμάται, έξι χρόνων τότε, τη μέρα που ξέσπασε η φωτιά στην πόλη σαν να είναι σήμερα. Θυμάται και άλλα πολλά από την παλιά Θεσσαλονίκη. Τις καλές μέρες της κοσμικής Θεσσαλονίκης, τις εκδρομές, τη συνοικία των Εξοχών και το Μπέχτσινάρ. Το τραμ και τα πρώτα αυτοκίνητα. Τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής καταστροφής, τον διωγμό των Εβραίων και την κατοχή. Απολαύστε την αφήγηση της.
Η Μεγάλη πυρκαγιά
Γεννήθηκα το 1911. Στην Θεσσαλονίκη, επί Τουρκοκρατίας. Ήμουν οθωμανή υπήκοος. Στην πυρκαγιά ήμουν έξι χρονών και η αδερφή μου πέντε. Τη μέρα που ξέσπασε η φωτιά είχαμε πάει στο λουτρό με την μητέρα μας, τότε υπήρχαν λουτρά, δυστυχώς στα σπίτια δεν υπήρχαν τουαλέτες, ήταν αλλιώς. Όταν ήθελες να κάνεις μπάνιο πήγαινες στο δημόσιο λουτρό.
Μόλις βγήκαμε από τα λουτρά στο Ισλαχανέ, στην σημερινή οδό Αποστόλου Παύλου, εκεί γύρω στο σούρουπο, αντικρίσαμε ως εκεί που μπορούσαμε να δούμε πυκνό μαύρο καπνό. Η φωτιά! Είδαμε την Αγίου Δημητρίου, το δρόμο όπου έμενε ο παππούς με την γιαγιά μου και οι θείοι μου, πνιγμένη στο βάθος μέσα στον καπνό.
Στο σπίτι του παππού μου η φωτιά έκανε μεγάλη ζημιά. Κάηκε όλο το πάνω μέρος του σπιτιού τους, δεν πρόλαβαν να κάνουν τίποτα. Ξεσπιτώθηκαν.
Εμείς τρέξαμε να πάμε στο δικό μας σπίτι, στην οδό Απελλού, στο Ναβαρίνο, στο σημείο όπου χτίστηκε μετά το Πυροσβεστείο αφού γκρεμίστηκε το παλιό μας σπίτι. Μέχρι το βράδυ η φωτιά πέρασε προς τα κάτω, ήρθε και στη γειτονιά, απλά πλησίασε το σπίτι μας αλλά δεν το έκαψε. Ήμασταν τυχεροί.
Στην Απελλού είχαμε παρά πολύ καλούς Τούρκους γείτονες, όπου μας χώριζε ένας τοίχος. Ήταν πολύ καλοί άνθρωποι και όταν έφυγαν είχαμε πολύ κλάμα και πολλή στεναχώρια. Πολλοί Τούρκοι και Εβραίοι φιλοξενούσαν τους πληγέντες της πυρκαγιάς. Τις ημέρες της φωτιάς φιλοξένησε πάλι η μητέρα μου αρκετούς ανθρώπους στο σπίτι. Πολύς κόσμος μετά την φωτιά, που είχε καταστραφεί η περιουσία του, μετεγκαταστάθηκε σε περιοχές οπού τότε ονομαζόταν «εξοχές» λίγο έξω από το κέντρο.
Ο πατέρας μου είχε εργοστάσιο ποτοποιίας και ως εκ τούτου άριστες σχέσεις με τους Αγγλογάλλους του στρατεύματος, οι οποίοι ήρθαν και μας πήραν το βράδυ όταν η φωτιά πλησίασε στο σπίτι και μας πήγαν στα Εβραϊκά μνήματα, εκεί που είναι σήμερα το πανεπιστήμιο. Εκεί μείναμε δυο βράδια. Μας πήραν με ένα ανοικτό αυτοκίνητο που το θυμάμαι ακόμα, πήραμε κουβέρτες και σκεπάσματα και πήγαμε εκεί για ασφάλεια έξω από τα τείχη. Στο βάθος βλέπαμε τις φλόγες στην πόλη. Το επόμενο πρωί γυρίσαμε στο σπίτι. Εμείς σαν μικρά παιδιά δεν μπορούσαμε να βγούμε να παρατηρήσουμε την πυρκαγιά. Μας είχαν για προστασία κλεισμένους μέσα. Ακούγαμε όμως τι γινόταν παντού.
Το μοναδικό σπίτι της οικογένειας που σώθηκε ήταν το δικό μας. Του παππού μου κάηκε, τα εργοστάσια του πατέρα μου όλα κάηκαν. Το εργοστάσιο του πατέρα μου ήταν δίπλα στο Μέγαρο Στάιν, το μοναδικό κτίριο στη Βενιζέλου που δεν κάηκε. Ήταν ένα εργοστάσιο κρασιών στη οδό Βουλγαροκτόνου, όπως λεγόταν τότε η Καλαποθάκη. Όπως καίγονταν όλη η περιοχή και η πλατεία Ελευθερίας πήρε φωτιά και το δικό μας εργοστάσιο. Στον πατέρα μου άνηκαν και κάποια καταστήματα δίπλα στο Ξενοδοχείο Μπρίστολ και βρήκε το κουράγιο εκεί να ξαναρχίσει μετά τη φωτιά την επιχείρηση του.
Η οικογένεια μου είχε μεγάλες στεναχώριες μετά την φωτιά. Καθώς ο παππούς και η γιαγιά μου με τους θείους μου, οι οποίοι είχαν έρθει το 1905 μαζί με τον πατέρα μου από την Κωνσταντινούπολη, μετά την πυρκαγιά δεν τους έμεινε πια τίποτε εδώ, καταστράφηκαν από τη φωτιά. Ο πατέρας μου είχε άλλα δυο αδέλφια και μια αδελφή. Η θεία μου είχε μια ωραία προίκα επειδή ήταν η μοναδική κοπέλα αλλά όλη περιουσία κάηκε κατά την διάρκεια της πυρκαγιάς. Μαζεύουν, λοιπόν, όσα υπάρχοντα τους έμειναν και φεύγουν πίσω στην Πόλη για να πάρουν για άλλη μια φορά τη ζωή τους από την αρχή.
Οι πρόσφυγες του 1922
Οι συγγενείς που έφυγαν μετά την Πυρκαγιά, δυστυχώς γύρισαν ξανά πίσω το 1922 με τη Μικρασιατική καταστροφή. Ο πατέρας μου είχε καταγωγή από την Αρετσού, παρόλο που έμενε στην Κωνσταντινούπολη.
Στη Θεσσαλονίκη έκανε πολύ μεγάλη περιουσία λόγω του Αγγλικού στρατεύματος, καθώς είχε τα καλύτερα κρασιά. Όταν άνοιξε το νέο μαγαζί, πλάι στο Μπρίστολ μετά την Πυρκαγιά υπήρξε μια περίοδος ευημερίας, οπού περάσαμε πολύ καλά παιδικά χρόνια. Η πόλη άνθιζε και πάλι, χτίζονταν από την αρχή. Μέχρι που είχαμε μια μεγάλη ατυχία. Στα 45 του χρόνια, μια μέρα πήγε από το λογιστήριο του μαγαζιού και καθώς έβλεπε τα χαρτιά άρχισαν να του τρέμουν τα χέρια, ο λογιστής του είχε καταχραστεί 300.000 δραχμές οπού εκείνη την εποχή ήταν πάρα πολλά λεφτά. Τότε δυστυχώς χτίζαμε και μια τετραώροφη πολυκατοικία στην Τσιμισκή όπου θα φιλοξενούσε και τα μαγαζιά του πατέρα μου. Δυστυχώς αναγκαστήκαμε να την πουλήσουμε για ένα εκατομμύριο.
Λόγω της αγάπης του για την καταγωγή του το 1921 έχτισε ένα σπίτι στην οδό Μιαούλη για να βοηθήσει τους πρόσφυγες. Στο κάτω μέρος του σπιτιού φιλοξενούσαμε πρόσφυγες και πάνω διαμέναμε εμείς.
Η μητέρα μου κάθε πρωί πήγαινε στο Λιμάνι όπου ερχόταν τα βαπόρια με τους πρόσφυγες και πολλές φορές μάζευε τα παιδάκια στο Ορφανοτροφείο «Η Μέλισσα» που χτίστηκε τότε. Εκεί κάποτε όπου περίμενε στο Λιμάνι κατέβηκε μια κυρία με δύο κόρες από την Σμύρνη. Η μια ήταν φαρμακοποιός και η άλλη ένα κοριτσάκι μόλις δέκα χρονών. Μόλις κατέβηκαν η μεγάλη η κοπέλα από την απελπισία της πήδηξε στο λιμάνι! Βέβαια η μητέρα τους έφερε στο σπίτι όπου τους περιθάλψαμε και την βοήθησε ακόμη και την πρώτη της δουλειά εδώ, ενώ οι σχέσεις μας με την οικογένεια τους ήταν άριστες μέχρι το τέλος, μάλιστα η φαρμακοποιός πέθανε 105 ετών! Στις περισσότερες οικογένειες η μητέρα μου τους έβρισκε τούρκικα σπίτια και έμεναν τελικά σε αυτά.
Το πρώτο αυτοκινητιστικό ατύχημα
Το 1926 όταν πέρασε το πρώτο τραμ εμείς βρισκόμασταν στο σπίτι στην Τσιμισκή στον πρώτο όροφο και θυμάμαι χαρακτηριστικά τα καμπανάκια που χτυπούσαν και τα χειροκροτήματα του ενθουσιασμένου κόσμου.
Όταν εγώ χτύπησα το πόδι μου, το 1922, στο ατύχημα, η Θεσσαλονίκη είχε μόνο 2 λεωφορεία και μερικά ταξί. Τους είχαν βγάλει και ονόματα. Το ένα, αυτό που μας χτύπησε το έλεγαν Αλεξάνδρα και πήγαινε προς το Ντεπώ. Φεύγαμε από κάποιες φίλες με την μητέρα και την αδερφή μου και τα τραμ ήταν ασφυκτικά γεμάτα όποτε δεν μπορούσαμε να μπούμε. Τότε περνά ένα μικρό ταξί Citroen και μπαίνουμε μέσα. Εγώ κάθομαι πλάι στον σοφέρ. Σε κάποια στιγμή πάει να προσπεράσει το τραμ και συγκρούονται με το λεωφορείο που ερχόταν. Εκεί στο Λευκό Πύργο στην παραλιακή γραμμή. Κάπως έτσι, με πέντε αυτοκίνητα σε όλη την πόλη, εγώ ταλαιπωρήθηκα με το πόδι μου για 5 χρόνια. Ίσως ήταν και το πρώτο αυτοκινητιστικό δυστύχημα όπου έγινε στην πόλη.
Οι παλιές καλές μέρες στις «Εξοχές» και στο Μπεχτσινάρ
Ο πατέρας μου είχε μεγάλη αγάπη με την εξοχή. Από μικρές μας διοργάνωνε διάφορες εκδρομές, άλλοτε μας έφερνε στο Καραμπουρνάκι οπού είχε καφενεδάκια και άλλοτε φτάναμε μέχρι τον Όλυμπο! Τότε το Πήλιο και το Λιτόχωρο μάστιζε η συμμορία του Γιαγκούλα όπου δεν σκότωναν, αλλά λήστευαν με την ψυχή τους. Σε μια από τις εκδρομές μας βρεθήκαμε αρκετά κοντά στην συμμορία, εγώ τους είχα δει και με τα κιάλια, αλλά δεν μας πλησίασαν μάλλον γιατί ήμασταν πολλά παιδιά εκεί. Έκανα ένα διάστημα, 2 χρόνια, εσωτερική στο Καλαμαρί στο Γαλλικό Σχολείο, και κάθε Πέμπτη που δεν είχαμε μάθημα πηγαίναμε στην εξοχή.
Όταν μεγαλώσαμε πηγαίναμε στον Φραγκομαχαλά για ψώνια. Σε πολλά μαγαζιά γινόταν χοροί κυρίως στην περιοχή της Τσιμισκή και της Βενιζέλου ενώ στην παραλία υπήρχαν περισσότερο κέντρα, καφενεία, ξενοδοχεία, μπαρ. Βέβαια περισσότερο οι άνδρες πήγαιναν στα κέντρα από ότι οι γυναίκες, αλλά πήγαιναν και οι γυναίκες.
Εκείνη την εποχή ο κόσμος μαζευόταν πολύ στα σπίτια και για χαρτάκι. Εμείς παίζαμε περισσότερο κουμ καν. Περιμέναμε σαν τρελοί τους διαφορετικούς χορούς της πόλης να έρθουν για να φορέσουμε τις τουαλέτες μας και να πάμε να διασκεδάσουμε. Τις τουαλέτες τις ράβαμε σε μοδίστρες τότε. Είχε πάρα πολλές, α’, β’ και γ’ κατηγορίας. Υπήρχαν θρυλικές μοδίστρες! Οι αδερφές Κούκα, η Παξιμαδά, η Κατράνη. Ήταν ωραία χρόνια, μια άλλη ζωή.
Δεν βγαίναμε μόνο τα Σαββατοκύριακα αλλά και τις καθημερινές. Στο «Λουξεμβούργο» κάθε Πέμπτη είχε την περίφημη Τζίλντα που έπαιζε βιολί. Περιμέναμε την Πέμπτη να χορέψουμε βάλς, είχε τα περίφημα Ζουρφίξ που πήγαινες μόνο για χορό.. Το «Λουξεμβούργο» ήταν κάποτε μοναστήρι το οποίο φιλοξενούσε 4-5 μοναχούς, που μας άφηναν να παίζουμε εκεί και να τρώμε. Με τον καιρό έφυγαν και έγινε κέντρο διασκέδασης..
Τότε κάναμε και πολλά ταξίδια. Πηγαίναμε στην Νάουσα, την Έδεσσα, το Λιτόχωρο, στην Αθήνα. Και στο εξωτερικό, Βερολίνο, Μόσχα! Ταξιδεύαμε κυρίως με τρένο.
Στην Λεωφόρο Εθνικής Αμύνης είχαμε έναν φωτογράφο, τον Παπαδάκη, εκεί πηγαίναμε από μικρές από με την αδελφή μου να μας βγάλουν φωτογραφίες πολύ συχνά, καθώς η μαμά μου είχε μια μανία με τις φωτογραφίες αφού αυτήν δεν την έβγαζαν ποτέ μικρή.
Κάποτε ένας δημοσιογράφος με το ψευδώνυμο Τανγκό δημοσίευσε στην εφημερίδα του το εξής:
Στην οδό Βουλγαροκτόνου/ και στου Στάιν την σειρά/ ήτοι στου Αβαροπούλου/ πήγατε καμιά φορά;/ και αν δεν πήγατε να πάτε/ όπου τρέχουν οι πελάται/ σαν την μέλισσα σ΄ανθώνα / και αν από τα κρασιά του πιείτε / θε να ζείτε έναν αιώνα. Ίσως και γι’ αυτό και εμείς, η αδερφή μου και εγώ πιάσαμε τα εκατό!
Όταν ήμασταν μικρές, η αδερφή μου και εγώ πηγαίναμε στο Μπεξινάρ. Αρχικά πηγαίναμε εκεί για μπάνιο ενώ αργότερα έγινε κέντρο. Οι άνδρες έκαναν μπάνιο μια ώρα μακριά από τις γυναίκες γυναίκες. Στην μέση μέσα σε μια βάρκα βρισκόταν με μια σφυρίχτρα, ένας άνθρωπος του Λιμενικού που διαφύλαττε την τάξη και σφύριζε μανιωδώς με κάθε παράπτωμα. Εμείς κάναμε μπάνιο και σε ένα πολύ και μεγάλο Εβραϊκό σπίτι κοντά στην οδό Γραβιάς και μας επέτρεπαν να πάμε εκεί για να μην πάμε κάπου με πολύ κόσμο.
Η γειτονιά των «Εξοχών» ήταν πολύ όμορφη. Θυμάμαι τα σπίτια ένα-ένα. Όλα ήταν από την Βασιλίσσης Όλγας ως την θάλασσα όπως ήταν και το σχολείο μας.
Μια εκδρομή που μας βγήκε σε κακό!
Κάποτε ο πατέρας μου μας πήγε περίπατο μαζί με το παιδί των κουμπάρων τους, τον Αλφόνσο, ο οποίος ήταν 4 χρονών. Πήγαμε στο Αστόρια Παρκ, πλάι στο Καλαμαρί, από την Λεωφόρο ως την θάλασσα, ήταν μες τα πεύκα. Eκεί διψασμένοι ήπιαμε και τα τρία παιδιά από το ίδιο ποτήρι νερό. Όταν γυρίσαμε στο σπίτι είχαμε και οι τρείς σαράντα πυρετό επί σαράντα μέρες! Ο γιατρός μάλιστα είχα βάλει μπανιέρα με πάγο μέσα στο δωμάτιο για να κατεβάσει λίγο τον πυρετό μας! Ήμασταν σε πολύ κακή κατάσταση και εγώ η αδερφή μου και ο Αλφόνσο. Όταν ο γιατρός είπε στην μητέρα μου ότι πια η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολή εκείνη πήρε μια εικόνα της Παναγίας και την έβαλε ανάμεσα στα κεφάλια μας. O Aλφόνσο δυστυχώς δεν άντεξε. Εμείς μετά από ένα διάστημα αρχίσαμε να αναρρώνουμε. Εγώ για ένα διάστημα έχασα το φως μου, τυφλώθηκα. Έπειτα πήγαμε στην Αθήνα και έκανα θεραπεία για χρονιά, ενώ έμαθα ότι θα φοράω γυαλιά για μια ολόκληρη ζωή. Τον. Η αρρώστια που είχαμε ήταν κοιλιακός τύφος βαρύτατης μορφής και χωρίς φάρμακα ήταν πολύ δύσκολο να αντιμετωπιστεί. Ήταν ένα μικρό θαύμα το γεγονός ότι ζήσαμε.
Επίσης για 22 χρόνια έπασχα από σπαστικό ραιβόκρανο. Έμεινα 7 μήνες σε νοσοκομείο στην Βιέννη. Το ανακάλυψα μια φορά που περπατούσαμε μαζί με την αδερφή μου στην Αγίας Σοφίας. Ο νευρολόγος ο Ζερβόπουλος ήρθε από το σπίτι και έκανε την διάγνωση. Έγραψε στην Βιέννη και πήγα εκεί για κάποιους μήνες. Εν τέλει η κατάσταση μου διορθώθηκε από χειροπράκτορα στην Αθήνα. Αυτά δεν είναι τίποτα. Μουσείο παθολογικό είμαι!
Κατοχή – Ο διωγμός των Εβραίων
Eίχαμε ένα σπίτι στο κέντρο με ενοίκιο οπού μας άρεσε ιδιαίτερα να μένουμε με τον άντρα μου αλλά όταν ήρθαν οι Γερμανοί είπαμε να πάμε στο σπίτι μας στην Κηφισιά το οποίο μας είχε τύχει μια ευκαιρία και το πήραμε. Μια πανέμορφη μονοκατοικία με κήπο, πηγάδι και κληματαριά. Από εκεί πηγαίναμε συχνά και στον Κρικέλα. Όταν ο άνδρας γύρισε από το μέτωπο της Αλβανίας μου είπε να πάω στην Αθήνα, πράγμα που εγώ δεν έκανα. Ο πεθερός μου το διάστημα που έλειπε ο άνδρας μου έφερνε κάθε μέρα τα χρήματα από το μαγαζί στο σπίτι στην Κηφισιά. Φύγαμε από το σπίτι στην Κηφισιά γιατί ήταν πολύ απόμερα φοβόμασταν για τους Γερμανούς. Έτσι αφήσαμε το σπίτι και κάποτε ήρθε 5-6 γυναίκες, που έχαναν τα σπίτια τους, και ένας εξάδελφος μου με δάκρια στα μάτια και μας ενημέρωσαν ότι την νύχτα μπήκαν κάποιοι στο σπίτι οπού έσπασαν τις πόρτες και τα παράθυρα και δεν άφησαν τίποτα. Αυτό το γεγονός έγινε στο μεσοδιάστημα μιας εβδομάδας κατά την οποία οι Γερμανοί έλειπαν από το σπίτι. Στην περιοχή υπήρχε ένας Γερμανός αξιωματικός ο οποίος ήταν ο φόβος και ο τρόμος των πάντων. Είχε διατάξει μέσα σε 15 μέρες να επιτάξουν 15 σπίτια. Εγώ και ο ξάδερφος μου αποφασίσαμε να πάμε να του μιλήσουμε. Η καρδιά μου το ήξερε. Συνεννοηθήκαμε στα γαλλικά. Στο τέλος υποχώρησε, είπε πως δεν φταίμε εμείς και ότι μπορούν να κρατήσουν τα σπίτια τους. Μόλις βγήκα από το τμήμα με περίμεναν απέξω να με υπερευχαριστήσουν οι γυναίκες που εκείνο το πρωί μου χτύπησαν την πόρτα, όλο φιλιά, έκανα ότι μπορούσα.
Ο άνδρας της αδερφής μου, της Άννας που ανακατευόταν όλο με τα πολιτικά τον έπιασαν οι Γερμανοί και τον οδήγησαν στου Παύλου Μελά με σκοπό να τον σκοτώσουν. Κάποια μέρα και ενώ εμείς σχεδιάζαμε πως θα τον βγάλουμε από εκεί, ήρθε μια κυρία η οποία μας εξομολογήθηκε ότι γνώριζε έναν Γερμανό από μέσα από στρατόπεδο, που ζητάει σαράντα λίρες για να τον αφήσει ελεύθερο. Έτσι και έγινε, η οικογένεια μάζεψε τα χρήματα και έγινε ότι ήταν να γίνει.
Η οικογένεια μου έκρυψε πολλούς Εβραίους. Στο σπίτι μας στην οδό Γραβιάς κρύψαμε την οικογένεια του Μάρκου Ασαέλ. Ο πατέρας ήταν έμπορος και είχε 3 παιδιά εκ των οποίων ο μεγάλος ήταν φοιτητής εκείνη την περίοδο, ο Φρέντι. Την οικογένεια κατά την διάρκεια της Κατοχής την βοηθούσε να «κινείται» από σπίτι σε σπίτι και να διαφεύγει της σύλληψης ο Μανώλης Κονιόρδος, ο οποίος ήταν και ερωτευμένος με την μια κόρη, τη Λουλού.
Ένα βράδυ προς το τέλος της Κατοχής λοιπόν χτύπησε η πόρτα, άνοιξε ο άνδρας μου και είδε μπροστά του την οικογένεια Ασαέλ και καταχάρηκε που τους είδε καθώς δεν ήξερε αν είχαν επιβιώσει. Ο άνδρας που τους είπε να περάσουν μέσα χωρίς να λογαριάζει τον κίνδυνο. Οι επόμενες μέρες ήταν όμορφες αφού αυτή η στερημένη οικογένεια ένιωσε μετά από πολλά χρόνια κακουχιών την θαλπωρή.
Επίσης είχαμε κρύψει κάποτε δύο παιδάκια από τους Γερμανούς όταν οι γονείς τους, φίλοι και συνεργάτες με τον πατέρα μου, δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς από το να μας τα αφήσουν. Ήταν πιο εύκολο να κρύψεις τα παιδιά από μια ολόκληρη οικογένεια. Οι γονείς τους πέρασαν με ένα καΐκι στην Κατερίνη και σώθηκαν. Tα παιδάκια τα πήγε η μαμά μου στο Καλαμαρί όπου ήξερε τους ανθρώπους από την εποχή που ήμουν εγώ εκεί εσωτερική. Εκεί της είπαν ότι πρέπει να γίνουν Καθολικοί για να τα δεχθούν. Tελικά η μαμά μου βρίσκει έναν γιατρό οικογενειακό μας φίλο οπού φιλοξένησε τα παιδάκια μέχρι το τέλος του πολέμου.