«Ποτέ δεν θα υπάρξει όμοιός του»: 30 χρόνια χωρίς τον σπουδαίο Μ. Ανδρόνικο

Ο άνθρωπος που με το τσαπάκι της ανασκαφής που κουβαλούσε από το 1952, πέρασε στην ιστορία

Parallaxi
ποτέ-δεν-θα-υπάρξει-όμοιός-του-30-χρόν-918297
Parallaxi

30 χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από την ημέρα που ο σπουδαίος Έλληνας αρχαιολόγος, Μανόλης Ανδρόνικος έφυγε από τη ζωή.

Γεννημένος στην Προύσα τον Οκτώβριο του 1919, μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, εγκαθίστανται με την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη.

Το 1936 μπαίνει στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Δίπλα σε μεγάλες μορφές, όπως ο Κωνσταντίνος Ρωμαίος, το ενδιαφέρον του Ανδρόνικου για την αρχαιολογία γίνεται ακόμα εντονότερο. Βρίσκεται στο πλευρό του στην ανασκαφή της Βεργίνας.

Το 1941 διορίζεται φιλόλογος σε γυμνάσιο του Διδυμοτείχου. Στη συνέχεια διέφυγε στη Μέση Ανατολή, κατατάχτηκε στον Ελληνικό Στρατό και πήρε μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις όπου υπηρέτησε ως λοχίας στο 8ό τάγμα της ΙΙ ταξιαρχίας η οποία εστάλη στην Τρίπολη της Κυρηναϊκής να φυλάει αιχμαλώτους λόγω ότι ήταν «δημοκρατική».

Μετά τον πόλεμο εργάστηκε στη σχολή «Σχοινά» της Θεσσαλονίκης και το 1949 διορίστηκε επιμελητής αρχαιοτήτων στην εφορεία Κεντρικής Μακεδονίας. Το 1952 έγινε καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Το διάστημα 1954-1955 μετεκπαιδεύτηκε στην Οξφόρδη, δίπλα στον Σερ Τζον Μπίζλι (Sir John D. Beazley, 1954-1955). Το 1957 εξελέγη υφηγητής της Αρχαιολογίας (Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης) με τη διατριβή «Λακωνικά ανάγλυφα». Το 1961 εκλέχτηκε έκτακτος καθηγητής της Β΄ έδρας Αρχαιολογίας και το 1964 τακτικός καθηγητής στην ίδια έδρα.

Πραγματοποίησε πολλές ανασκαφικές έρευνες στη Βέροια, τη Νάουσα, το Κιλκίς, τη Χαλκιδική, τη Θεσσαλονίκη, αλλά το κύριο ανασκαφικό του έργο συγκεντρώθηκε στη Βεργίνα. Η Βεργίνα ανεσκάφη πρώτη φορά υπό του L. Heuzey το 1861 και μεταξύ των ανασκαφών υπήρξε και το Ανάκτορο. Ανασκαφές στην περιοχή έγιναν και κατά την περίοδο 1937-1940, από τον Κ. Ρωμαίο, ενώ η ανασκαφική εμπλοκή του Μ. Ανδρονίκου ξεκίνησε το 1949, αρχικά έως το 1960, όπου ειδικά στο Ανάκτορα συνεργάσθηκε με τους Γ. Μπακαλάκη εκ μέρους του ΑΠΘ και Χ. Μακαρονά από πλευράς Εφορίας Αρχαιοτήτων. Μέχρι το 1970, είχαν περατωθεί ουσιαστικά οι ανασκαφές στο Ανάκτορο, και αυτήν περίπου την εποχή ο N. Hammond υποστήριξε το ενδεχόμενο πως ανασκάπτονταν πιθανότατα οι Αρχαίες Αιγές. Με την μεταπολίτευση και συγκεκριμένα το 1976 ο Μ. Ανδρόνικος, άρχισε ν΄ ανασκάπτει την Μεγάλη Τούμπα.

“Νομίζω πως δεν έχω δοκιμάσει ποτέ στη ζωή μου τέτοια αναστάτωση”

Η κορυφαία στιγμή της καριέρας του θεωρείται βέβαια η 8η Νοεμβρίου 1977, όταν στη Βεργίνα έφερε στο φως ένα από τα σημαντικότερα αρχαιολογικά μνημεία, τον ασύλητο μακεδονικό τάφο ΙΙ της Μεγάλης Τούμπας. Η σημασία του μνημείου είναι αναμφισβήτητη και θεωρείται μία από τις μεγαλύτερες αρχαιολογικές ανακαλύψεις του 20ού αιώνα σε παγκόσμιο επίπεδο.

Η ομάδα παρακολουθεί συνεπαρμένη τον επικεφαλής, που τώρα έχει βρεθεί μπροστά σε έναν πέτρινο τοίχο νεκρικού δωματίου, το οποίο παραμένει σφραγισμένο επί 23 αιώνες. Με έκδηλη αγωνία περιμένουν να αποκαλυφθεί μπροστά στα μάτια τους ένα από τα σημαντικότερα ευρήματα στην ιστορία της αρχαιολογίας.

Μέσα από ένα άνοιγμα πλάτους 34 εκατοστών και μήκους λίγο περισσότερο από μισό μέτρο, κρατώντας ένα ηλεκτρικό φανάρι στο χέρι, ο Ανδρόνικος ρίχνει φως μέσα στον θάλαμο, ανακαλύπτοντας στο δάπεδο μια σπάνια συλλογή ασημένιων και χρυσών αντικειμένων. Πολύ κοντά στον τοίχο υπήρχε μια μαρμάρινη σαρκοφάγος. «Είχα βρει τον πρώτο ασύλητο μακεδονικό τάφο. Εκείνη τη στιγμή δεν ενδιαφερόμουν για τίποτε άλλο. […] Οπωσδήποτε, συλλογιζόμουν ότι μέσα στη σαρκοφάγο πρέπει να κρύβεται μια ωραία έκπληξη. Η μόνη δυσκολία που συναντήσαμε ήταν πως την ώρα που ανασηκώναμε το κάλυμμα είδαμε καθαρά πια το περιεχόμενο και έπρεπε να μπορέσουμε να κρατήσουμε την ψυχραιμία μας και να συνεχίσουμε τη δουλειά μας, μόλο που τα μάτια μας είχαν θαμπωθεί απ’ αυτό που βλέπαμε και η καρδιά μας πήγαινε να σπάσει από συγκίνηση. Μέσα στη σαρκοφάγο υπήρχε μια ολόχρυση λάρνακα. Επάνω στο κάλυμμά της ένα επιβλητικό ανάγλυφο αστέρι με δεκάξι ακτίνες, και στο κέντρο του ένας ρόδακας», θα γράψει ο ίδιος γλαφυρά στο βιβλίο του Το χρονικό της Βεργίνας.

Όλες οι επιφάνειες της ολόχρυσης λάρνακας ήταν διακοσμημένες με ρόδακες και φυτικά στοιχεία, ενώ τα πόδια της τελείωναν σε δάχτυλα λιονταριού. Με πολλή προσοχή και ακόμη περισσότερη συγκίνηση, ανασήκωσε αργά και θαρρείς τελετουργικά το κάλυμμα της σαρκοφάγου με το φανταχτερό αστέρι, πιάνοντάς το από τις δυο γωνίες της μπροστινής πλευράς. Όλοι περίμεναν ότι μέσα θα υπάρχουν απλώς τα καμένα οστά του νεκρού. «Όμως αυτό που αντικρίσαμε στο άνοιγμά της μας έκοψε για μιαν ακόμη φορά την ανάσα, θάμπωσε τα μάτια μας και μας πλημμύρισε δέος: πραγματικά, μέσα στη λάρνακα ήταν τοποθετημένα με τάξη το ένα επάνω στο άλλο, ως την κορφή του χρυσού κιβωτίου, τα καμένα οστά.

Ήταν πεντακάθαρα και δεν υπήρχε αμφιβολία πως προτού τοποθετηθούν εκεί είχαν πλυθεί με μεγάλη φροντίδα, πιθανότατα με κρασί. Αλλά το πιο απροσδόκητο θέαμα το έδινε ένα ολόχρυσο στεφάνι από φύλλα και καρπούς βελανιδιάς, που ήταν διπλωμένο και τοποθετημένο πάνω στα οστά (σ.σ. που είχαν γίνει μοβ από το ύφασμα που τα κάλυπτε). Ποτέ δεν είχα φανταστεί τέτοια ασύλληπτη εικόνα. Τα μάτια μου είχαν βουρκώσει από ένα άτοπον πάθος.

Για μια στιγμή ένιωσα πραγματικά ευτυχισμένος από το συναρπαστικό όνειρο που ζούσα μέρα μεσημέρι. Μπορώ να φέρω στη συνείδησή μου ολοκάθαρα την αντίδραση που δοκίμασα καθώς έλεγα μέσα μου: “Αν η υποψία που έχεις, πως ο τάφος ανήκει στον Φίλιππο, είναι αληθινή (και η χρυσή λάρνακα ερχόταν να ενισχύσει την ορθότητα αυτής της υποψίας), κράτησες στα χέρια σου τη λάρνακα με τα οστά του. Είναι απίστευτη και φοβερή μια τέτοια σκέψη, που μοιάζει εντελώς εξωπραγματική».

andronikos1.jpg

Εκείνη τη νύχτα του φθινοπώρου, όπως και όλες τις επόμενες, στάθηκε αδύνατον να κοιμηθεί μηθεί ο Ανδρόνικος πάνω από δύο με τρεις ώρες. Γύρω στις δώδεκα τα μεσάνυχτα έπαιρνε το αυτοκίνητο και πήγαινε στο σημείο όπου βρέθηκε ο τάφος του βασιλιά των Μακεδόνων και πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Φιλίππου Β΄, προκειμένου να βεβαιωθεί ότι οι φύλακες βρίσκονταν στη θέση τους. Το ίδιο έκανε και στις δύο και στις πέντε το πρωί. Η επίπονη και πολύχρονη έρευνα του καθηγητή κλασικής αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης είχε αποδώσει καρπούς. Διαβάζοντας χωρία του αρχαίου ιστορικού Πλουτάρχου, έψαχνε να βρει το σημείο στο οποίο πιθανόν να είχε ταφεί ο βασιλιάς των Μακεδόνων.

“Πήρα το τσαπάκι της ανασκαφής, που έχω μαζί μου από το 1952, έσκυψα στο λάκκο και άρχισα να σκάβω με πείσμα και αγωνία το χώμα κάτω από το κλειδί της καμάρας. Ολόγυρα ήταν μαζεμένοι οι συνεργάτες μου. (…) Συνέχισα το σκάψιμο και σε λίγο ήμουν βέβαιος. Η πέτρα του δυτικού τοίχου ήταν στη θέση της, απείραχτη, στέρια. (…) -Είναι ασύλητος! Είναι κλειστός! Ήμουν ευτυχισμένος βαθιά. Είχα λοιπόν βρει τον πρώτο ασύλητο μακεδονικό τάφο. Εκείνη τη στιγμή δεν ενδιαφερόμουν για τίποτε άλλο.

Εκείνη τη νύχτα -όπως και όλες τις επόμενες- στάθηκε αδύνατο να κοιμηθώ περισσότερο από δυο τρεις ώρες. Γύρω στις 12, τα μεσάνυχτα, πήρα το αυτοκίνητο και πήγα να βεβαιωθώ αν οι φύλακες ήταν στη θέση τους. Το ίδιο έγινε και στις 2 και στις 5 το πρωί. Οπωσδήποτε, συλλογιζόμουν, μέσα στη σαρκοφάγο πρέπει να κρύβεται μια ωραία έκπληξη. Η μόνη δυσκολία που συναντήσαμε ήταν πως την ώρα που ανασηκώναμε το κάλυμμα, είδαμε καθαρά πια το περιεχόμενο και έπρεπε να μπορέσουμε να κρατήσουμε την ψυχραιμία μας και να συνεχίσουμε τη δουλειά μας, μόλο που τα μάτια μας είχαν θαμπωθεί απ’ αυτό που βλέπαμε και η καρδιά μας πήγαινε να σπάσει από συγκίνηση. Μέσα στη σαρκοφάγο υπήρχε μια ολόχρυση λάρνακα. 

Επάνω στο κάλυμμά της ένα επιβλητικό ανάγλυφο αστέρι με δεκάξι ακτίνες, και στο κέντρο του ένας ρόδακας. Με πολλή προσοχή και περισσότερη συγκίνηση ανασήκωσα το κάλυμμα με το αστέρι πιάνοντάς το από τις δυο γωνίες της μπροστινής πλευράς. Όλοι μας περιμέναμε να δούμε μέσα σ’ αυτήν τα καμένα οστά του νεκρού. Όμως αυτό που αντικρίσαμε στο άνοιγμά της μας έκοψε για μιαν ακόμη φορά την ανάσα, θάμπωσε τα μάτια μας και μας πλημμύρισε δέος: πραγματικά μέσα στη λάρνακα υπήρχαν τα καμένα οστά. (…) Αλλά το πιο απροσδόκητο θέαμα το έδινε ένα ολόχρυσο στεφάνι από φύλλα και καρπούς βελανιδιάς που ήταν διπλωμένο και τοποθετημένο πάνω στα οστά. 

Ποτέ δεν είχα φανταστεί τέτοια ασύληπτη εικόνα. Μπορώ να φέρω στη συνείδησή μου ολοκάθαρα την αντίδραση που δοκίμασα καθώς έλεγα μέσα μου: “Αν η υποψία που έχεις, πως ο τάφος ανήκει στον Φίλιππο, είναι αληθινή -και η χρυσή λάρνακα ερχόταν να ενισχύσει την ορθότητα αυτής της υποψίας- κράτησες στα χέρια σου τη λάρνακα με τα οστά του. Είναι απίστευτη και φοβερή μια τέτοια σκέψη, που μοιάζει εντελώς εξωπραγματική”. Νομίζω πως δεν έχω δοκιμάσει ποτέ στη ζωή μου τέτοια αναστάτωση, ούτε και θα δοκιμάσω ποτέ άλλοτε”. (Μανόλης Ανδρόνικος, “Το Χρονικό της Βεργίνας”, εκδ. Μορφωτικό ‘Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης – via Λογομνήμων).

«Στηριζόμενος σε αρχαιολογικές ενδείξεις, νομίζω πως έχω το δικαίωμα να πω ότι μπορεί να ανήκει στον Φίλιππο τον Β΄»

Το πρωί της 24ης Νοεμβρίου 1977 ο καθηγητής θα προβεί σε ανακοινώσεις. Το αμφιθέατρο της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ., όπου θα μιλούσε, ήταν ασφυκτικά γεμάτο από ένα ετερόκλητο κοινό: βουλευτές, δημάρχους, νομάρχες, δημοσιογράφους από την Ελλάδα και το εξωτερικό, στρατιωτικούς, αρχαιολόγους, φοιτητές και διάφορους άλλους. Ο Ανδρόνικος αρχίζει να ενημερώνει τους παριστάμενους αναλυτικά για τα αποτελέσματα της ανασκαφής στη Βεργίνα, που κράτησαν έξι εβδομάδες, δείχνοντας μια σειρά από έγχρωμες φωτογραφίες. Δείχνει τη σκουρόχρωμη πολεμική πανοπλία που ήταν καλυμμένη με χρυσάφι και έφερε σχέδια με κεφάλια λεόντων, χάλκινες επικαλαμίδες, κομμάτια μιας σφραγίδας, ειδώλια, κεφαλές από ελεφαντόδοντο και τοιχογραφίες.

Όταν παρουσιάζει τη διαφάνεια με τη χρυσή λάρνακα και το αστέρι με τις 16 ακτίνες, ο κόσμος στο αμφιθέατρο ξεσπά σε παρατεταμένα χειροκροτήματα. Όταν φθάνει η στιγμή να απαντήσει στο ερώτημα σε ποιον ανήκει ο μεγάλος τάφος, ο Ανδρόνικος, αποκρυπτογραφώντας τα ευρήματα αλλά και ενθαρρυμένος από τις θεωρίες του Άγγλου ιστορικού Νίκολας Τζέφρι Λεμπριέρε Χάμοντ (1907-2001), που είχε μελετήσει την αρχαία ελληνική ιστορία και ιδίως την περίοδο κατά την οποία έζησε ο Φίλιππος Β΄ και ο Μέγας Αλέξανδρος, θα πει: «Στηριζόμενος σε αρχαιολογικές ενδείξεις, νομίζω πως έχω το δικαίωμα να πω ότι μπορεί να ανήκει στον Φίλιππο τον Β΄».

andronikos-nea.png

Θα επισημάνει παράλληλα ότι ανακάλυψε συνολικά τέσσερα θαμμένα ταφικά κτίσματα, τα δύο εκ των οποίων ήταν ασύλητα από τυμβωρύχους. Ο συλημένος τάφος I θα ονομαστεί «τάφος της Περσεφόνης» λόγω της εκπληκτικής ομορφιάς τοιχογραφίας, που είναι εμπνευσμένη από τον μύθο της θεάς του κάτω κόσμου, της άνοιξης και των λουλουδιών. Ο τάφος II είναι του Φιλίππου Β΄ και φυσικά ο διασημότερος, ο τάφος III αποκαλείται και τάφος του «πρίγκιπα» λόγω της απόδοσής του στον Αλέξανδρο Δ΄ (γιο του Μεγάλου Αλεξάνδρου), ενώ ο τάφος IV είναι γνωστός και ως «ο τάφος με τους ελεύθερους κίονες».

Η συμβατική αυτή ονομασία προέκυψε από ένα ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό στοιχείο της πρόσοψης, την ύπαρξη δηλαδή ολόκληρων κιόνων σε αντίθεση με τη μέχρι τότε επιλογή των ημικιόνων. Δυστυχώς, πέρα από αυτά τα λίγα αρχιτεκτονικά στοιχεία δεν είναι γνωστό τίποτα άλλο γι’ αυτόν τον τάφο, καθώς βρέθηκε κατεστραμμένος σχεδόν ολοκληρωτικά.

andronikos2.jpg

Ολοκληρώνοντας τις ανακοινώσεις για τα όσα βρέθηκαν κατά τη διάρκεια της αρχαιολογικής ανασκαφής στη Βεργίνα, ο καθηγητής Μανόλης Ανδρόνικος παραχώρησε συνέντευξη στην τότε κρατική τηλεόραση, λέγοντας μεταξύ άλλων τα εξής: «Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι ο κύριος τάφος είναι βασιλικός και ακόμη περισσότερο ότι ανήκει στον Φίλιππο Β΄. Όλον αυτό τον καιρό εγώ δεν είχα πει τίποτα, γιατί δεν είχα τις αποδείξεις παρά μόνο ενδείξεις. Για να καταλήξω στο συμπέρασμα, έπρεπε να ξεκινήσω από ορισμένα αναμφισβήτητα στοιχεία».

O τάφος είναι βασιλικός. Και όταν λέω βασιλικός, εννοώ τάφος βασιλιά και όχι απλώς ενός μέλους της βασιλικής οικογένειας. Τα κυριότερο στοιχείο που μας έδωσε ο τάφος είναι το κυκλικό διάδημα (σ.σ. στέμμα) κυλινδρικής τομής από χρυσό και ασήμι. […] Αυτό έμπαινε στο κεφάλι, είναι αναμφισβήτητο. Το ίδιο περίπου σχήμα διαδήματος βρίσκουμε σε πορτρέτα ελληνιστικών βασιλέων, αλλά και σε αντίγραφα πορτρέτων του Μεγάλου Αλεξάνδρου και τοιχογραφίες».

Παγκόσμια αναγνώριση

Ο Βρετανός ιστορικός N. Hammond, αναφερόμενος στο έργο του Ανδρόνικου, δήλωσε: «Στις πολλές επισκέψεις μου στη Βεργίνα θαύμασα την εκπληκτική δεινότητα του Ανδρόνικου και της ομάδας αρχαιολόγων και τεχνικών του, όπως και την τελειότητα των ερευνών τους υπό την καθοδήγησή του. Ήταν ο εξαιρετικός ανασκαφέας, μελετητής και ιστορικός τέχνης της γενιάς του, που ανέτρεψε άρδην την αντίληψή μας για την αρχαία Μακεδονία σε τέτοιο βαθμό που ποτέ δεν θα υπάρξει όμοιός του. Όπως φάνηκε και από την επιστολή που μου έστειλε, ήταν ένας εξαιρετικά γενναιόδωρος συνάδελφος, ένας τολμηρός στοχαστής και άνθρωπος της δράσης, στον οποίο οι απανταχού μελετητές πρέπει να αισθάνονται βαθύτατο χρέος»

Ο καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας Μιχάλης Τιβέριος αναφέρει πως ο Ανδρόνικος είχε πολύ σημαντική προσφορά στην κατανόηση των επιτύμβιων μνημείων. Στη διατριβή «Λακωνικά ανάγλυφα» έδειξε πως μια ομάδα αναγλύφων, που ως τότε θεωρούνταν επιτύμβια για αφηρωισμένους νεκρούς, ήταν αναθηματικά ανάγλυφα σε χθόνιες θεότητες. Στη μελέτη «Ελληνικά επιτάφια μνημεία» παρουσίασε μια συνολική εικόνα της μορφής και του ρόλου του επιτάφιου μνημείου των προϊστορικών και γεωμετρικών χρόνων. Στη μελέτη αυτή και την «Ομηρικά και Μυκηναϊκά έθιμα ταφής» ο Ανδρόνικος εκθέτει τις διαφορές που παρουσιάζει ο τρόπος ταφής στον μυκηναϊκό και τον γεωμετρικό κόσμο, και υποστηρίζει πως τα ταφικά έθιμα που αναφέρονται στον Όμηρο δεν είναι της Μυκηναϊκής εποχής αλλά φανερώνουν έθιμα και ιδέες των γεωμετρικών χρόνων. Ο Τιβέριος χαρακτηρίζει το έργο του Ανδρόνικου «Totenkult» (Λατρεία νεκρών) «κλασσικό έργο των αρχαιογνωστικών επιστημών»

Η Θεσσαλονίκη και η χώρα τον τιμά

Υπήρξε ισόβιος εταίρος της Αρχαιολογικής Εταιρείας Αθηνών, τακτικός εταίρος της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου του Βερολίνου, της AICA (Διεθνής Ένωση Τεχνοκριτών), της «Τέχνης» της Θεσσαλονίκης, του «Explorer’s Club» της Νέας Υόρκης, επίτιμος εταίρος της Ισπανικής Εταιρείας Κλασικών Σπουδών Pastor και της Εταιρείας Ελληνικών Σπουδών του Λονδίνου. Διετέλεσε πρόεδρος του Αρχαιολογικού Συμβουλίου (1964-1965), του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος (1974-1975) και αντιπρόεδρος του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών.

Το 1980 η Ακαδημία Αθηνών τον εξέλεξε αντεπιστέλλον μέλος της και το 1982 τιμήθηκε με το βραβείο «Ολυμπία» του Ιδρύματος Ωνάση.

Το 1992 του απονεμήθηκε ο Μεγαλόσταυρος του Φοίνικος.

 Mόνιμος κάτοικος Θεσσαλονίκης (επί της οδού Παπάφη), πέθανε στη Θεσσαλονίκη στις 30 Μαρτίου 1992.

Προς τιμήν του έχει ανεγερθεί η προτομή του απέναντι από το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, ενώ η οδός μπροστά από το Μουσείο φέρει το όνομά του. Στον Εύοσμο έχει ανεγερθεί το μαρμάρινο Μνημείο Μανόλη Ανδρόνικου σε σχήμα αναθηματικής στήλης με λαξευμένο τον ήλιο της Βεργίνας και τα ονόματα των τριών σημαντικών πόλεων της ζωής του: Προύσα, Βεργίνα, Θεσσαλονίκη. Τιμητικά το όνομά του φέρουν πολλά σχολεία όπως το 2ο Γυμνάσιο Αμπελοκήπων Θεσσαλονίκης, το Γυμνάσιο Βεργίνας και το 1ο Πειραματικό Λύκειο Θεσσαλονίκης. Επίσης κάποιες οδοί ανά την Ελλάδα έχουν ονομαστεί προς τιμήν του.

aghalma-manoli-andronikoy-2.jpg

Ήταν παντρεμένος με την Ολυμπία Κακουλίδου (1921-2012), την οποία γνώρισε στη σχολή «Σχοινά». Αγαπούσε ιδιαίτερα τις τέχνες και τα γράμματα. Διάβαζε πολύ και υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Συλλόγου «Η τέχνη». Αγαπούσε την ποίηση του Κωστή Παλαμά, Γιώργου Σεφέρη και τον Οδυσσέα Ελύτη. Σημαντική υπήρξε και η συμβολή του ως ιστορικού τέχνης.

Υπήρξε μέλος του Αρχαιολογικού Συμβουλίου (1964-1965), της Αρχαιολογικής Εταιρείας Αθηνών, της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, της Association Internationale des Critiques d’ Art, καθώς και του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου του Βερολίνου.

Έλαβε μέρος με ανακοινώσεις σε πολλά διεθνή συνέδρια. Προσκλήθηκε από γερμανικά πανεπιστήμια για διαλέξεις και σχεδόν απ’ όλα τα πανεπιστήμια της Ελλάδας. Διετέλεσε Κοσμήτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής Θεσσαλονίκης (1968-1969). Μιλούσε εκτός της μητρικής του γλώσσας, αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά. Το όνομά του γράφεται κάποιες φορές με ωμέγα (Μανώλης). Ο ίδιος το έγραφε με όμικρον (Μανόλης).

Άφησε πλούσιο συγγραφικό έργο και μελέτες, κυριότερα των οποίων είναι:

Αρχαίαι επιγραφαί Βεροίας, (1951) Ο Πλάτων και η Τέχνη, (1952) Πλάτωνος Φίληβος, (1957) Toten Kult, (1968) Έθιμα ταφής των ομηρικών χρόνων, (1968 στα γερμανικά στον τόμο «Ομηρική Αρχαιολογία») Βεργίνα, Ι, Το νεκροταφείο των Τύμβων, (1969) Το ανάκτορο της Βεργίνας, (σε συνεργασία με άλλους) (1971) Βεργίνα, οι βασιλικοί τάφοι και οι άλλες αρχαιότητες, (1984) Και επίσης πολλές δημοσιεύσεις, με κυριότερες:

Ελληνικά επιτάφια μνημεία, (1961 – 1962)  Mycenean and Greek Writing, (1967) Sarissa, (1970) κ.ά.

*με πληροφορίες από: all About History / ΤΑ ΝΕΑ / mixanitouxronou.gr / sansimera.gr

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα