Προτάσεις του ΕΒΕΘ για την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας μετά την πανδημία

Να αποφευχθεί ντόμινο πτωχεύσεων και να επιταχυνθούν οι δημόσιες επενδύσεις σε υποδομές ακόμη και με τη μορφή ΣΔΙΤ.

Parallaxi
προτάσεις-του-εβεθ-για-την-επανεκκίνη-578104
Parallaxi

Τις θέσεις και προτάσεις του για την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας μετά την μείζονα κρίση από τη διάδοση του κορωνοϊού παραθέτει το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης, σε επιστολή του προς τον Πρόεδρο της ΚΕΕΕ κ. Κωνσταντίνο Μίχαλο.

Στην σχετική επιστολή, την οποία υπογράφει ο Ά Αντιπρόεδρος του ΕΒΕΘ κ. Εμμανουήλ Βλαχογιάννης, επισημαίνεται πως θα πρέπει στο εσωτερικό της χώρας να αποφευχθεί ένα ντόμινο πτωχεύσεων, να υπάρξει αισθητή χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής, που αποφασίζεται από την ΕΚΤ και να επιταχυνθούν οι δημόσιες επενδύσεις σε υποδομές, ακόμη και με τη μορφή ΣΔΙΤ.

Η επιστολή έχει ως εξής:

«Αγαπητέ κύριε Πρόεδρε,

Σε συνέχεια του αριθ. 1131/08/04/2020 σχετικού εγγράφου σας, με το οποίο ζητήσατε θέσεις και προτάσεις μας για το υπό εκπόνηση σχέδιο δράσης για την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας, μετά την τρέχουσα οξεία κρίση που έχει προκύψει σε συνέχεια της εμφάνισης και διάδοσης του κορωνοϊού COVID-19 στη χώρα μας, θα θέλαμε να σας γνωστοποιήσουμε τις εξής σχετικές απόψεις μας.

Η επανεκκίνηση της οικονομίας σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα είναι ένα σαφώς δύσκολο και πολύπλοκο εγχείρημα και πιθανότατα η επιτυχία του θα δυσχεραίνεται, λόγω της ταυτόχρονης συνδρομής των εξής παραγόντων:

1) Η αναστολή λειτουργιών της αγοράς εκτείνεται σχεδόν σε όλο τον κόσμο. Οι οικονομικές επιπτώσεις είναι εν πολλοίς απροσδιόριστες. Αυτό που εμφανίζεται σήμερα στο διεθνή οικονομικό τύπο ως πιθανή μείωση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, που κυμαίνεται από χώρα σε χώρα μεταξύ 5% και 6,5%, στηρίζεται σε έναν εντελώς πρόχειρο υπολογισμό, που παραβλέπει τις δευτερογενείς επιπτώσεις της αναστολής.

2) Η χρονική έκταση των περιορισμών είναι ακόμη άγνωστη, όπως επίσης είναι δύσκολο να εκτιμηθεί ο χρόνος και η διαδικασία σταδιακής άρσης των περιορισμών. Τούτο θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στην επανεκκίνηση της οικονομικής δραστηριότητας, οι οποίες λόγω της πολυπλοκότητας των εμπορικών και οικονομικών σχέσεων και της εφοδιαστικής αλυσίδας είναι εξαιρετικά απρόβλεπτες.

3) Η διάρθρωση των οικονομιών από χώρα σε χώρα ποικίλλει. Η Ελλάδα, στηριζόμενη εν πολλοίς στην εξαγωγή υπηρεσιών, που σχετίζονται με φυσική επαφή (τουρισμός, ναυτιλία) και με εκτεταμένη παραγωγή με φυσική επαφή στο εσωτερικό (λιανικό εμπόριο, μεταφορές, εστίαση), θα αντιμετωπίσει πρόσθετες δυσκολίες.

4) Είναι εμφανή τα όρια της δημοσιονομικής πολιτικής. Οι εκτιμώμενοι θεωρητικώς πολλαπλασιαστές δεν είναι προφανώς ενιαίοι σε όλες τις χώρες της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Στο πλαίσιο αυτό, η καθιέρωση ορίων για τα δημοσιονομικά μέτρα (2% του ΑΕΠ κάθε χώρας) θα πρέπει να γίνει δεκτή μόνο ως μία προκαταρκτική κατανομή. Άρα, σε επίπεδο κορυφής πρέπει να επιδιωχθεί ένας κανόνας πρόσθετης ευελιξίας, που θα μεταβάλλεται ανάλογα με τα αποτελέσματα ανά χώρα. Επιπλέον, τα δημοσιονομικά περιθώρια των περισσοτέρων χωρών είναι περιορισμένα και θα στενεύουν ακόμη περισσότερο με την επιβράδυνση της οικονομίας. Η έκδοση ευρωομολόγου, πέρα από τις γνωστές νομικές δυσχέρειες που συνεπάγεται, δε θα μπορεί να αντιμετωπίσει ορθά το πρόβλημα της κατανομής ανά χώρα και σε βάθος χρόνου.

5) Οι οικονομικές συνέπειες μιας ταυτόχρονης  και χρονικά εκτεταμένης συρροής περιοριστικών μέτρων στην κίνηση των καταναλωτών και στις λειτουργίες των φυσικών αγορών, δεν έχουν μελετηθεί από τους οικονομικούς επιστήμονες. Τα προτεινόμενα αλλά και αποφασισμένα μέτρα έχουν έντονο το στοιχείο του αυτοσχεδιασμού μπροστά σε μια πρωτόγνωρη και αχαρτογράφητη κατάσταση, όχι γιατί αμφισβητούνται οι προθέσεις των χαρασσόντων την οικονομική πολιτική, αλλά γιατί δεν υπάρχει προτεραία γνώση και προφανώς οικονομετρικό υπόδειγμα. Για το λόγο αυτό είναι άσκοπη η συζήτηση για το εάν τα μέτρα είναι επαρκή ή όχι, γιατί δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να εξευρεθεί μέθοδος υπολογισμού της επάρκειας ή ανεπάρκειας των μέτρων.

Εν τούτοις και εν όψει των παραπάνω, δύο δράσεις πολιτικής πρέπει να προταχθούν, στηριζόμενες στην κτηθείσα πείρα της πορείας της Μεγάλης Υφεσης του 1929: 

α) Αισθητή χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής, που αποφασίζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ειδικά στη φάση αμέσως μετά την χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων με στόχευση την κατανάλωση, ακόμη και με κίνδυνο πρόκλησης πληθωριστικών πιέσεων. Ο στόχος του πληθωρισμού του 2% πρέπει να παραμερισθεί για ένα εύλογο χρονικό διάστημα.        

β) Θα πρέπει στο εσωτερικό της χώρας να αποφευχθεί ένα ντόμινο πτωχεύσεων. Η διατήρηση εν ζωή των επιχειρήσεων πρέπει να υποστηριχθεί με κάθε τρόπο και το επενδεδυμένο κεφάλαιο, ειδικά στους ευαίσθητους για την ελληνική οικονομία κλάδους, να μην απαξιωθεί. Πρέπει να ισχύσει για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, ίσως και άνω των δύο ετών, ανάλογα με την πορεία της οικονομίας, αναστολή κάθε αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος περιουσιακών στοιχείων ιδιωτών και επιχειρήσεων. Η Ύφεση του 1929 στις ΗΠΑ  επιταχύνθηκε δραματικά με την απόφαση του τότε Υπουργού των Οικονομικών  Andrew Mellon να οδηγήσει σε ρευστοποιήσεις περιουσιακών στοιχείων για κάλυψη υποχρεώσεων των επιχειρήσεων. Η χιονοστιβάδα που θα προκληθεί, θα ακυρώσει κάθε προσπάθεια οικονομικής ανάκαμψης.

γ) Θα πρέπει να επιταχυνθούν δημόσιες επενδύσεις σε υποδομές, ακόμη και με τη μορφή ΣΔΙΤ. Η χώρα μας, ως γνωστόν, έχει μεγάλες ανάγκες σε υποδομές σε σχέση με τις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες και οι δημόσιες δαπάνες σε τέτοιες περιόδους που απαιτείται επανεκκίνηση της οικονομίας είναι καθοριστικής σημασίας.

Κύριε Πρόεδρε, με την πεποίθηση ότι με τα προαναφερόμενα, το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης συμβάλλει ουσιαστικά στη διατύπωση προτάσεων με στόχο την πολυπόθητη επανεκκίνηση της Ελληνικής οικονομίας, παραμένουμε στη διάθεσή σας για κάθε περαιτέρω συνδρομή στο εν λόγω, καίριας σημασίας, έργο σας».

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα