Στα παλιά φαγάδικα της πόλης

Που θα μας θυμίζουν πάντα τα νιάτα, τις εξόδους, τις διεξόδους μας.

Parallaxi
στα-παλιά-φαγάδικα-της-πόλης-816548
Parallaxi
Λέξεις: Δημήτρης Ψύχουλας

Στον βορρά της παλιάς μου γειτονιάς βασίλευε η «Ψησταριά» (δίπλα στον Ευκλείδη), που εκτός από σούβλες είχε και πολύ ωραίο «εξοχικό» και στο νότο ο «Τάκης» με τα μπιφτέκια του 43 χρόνια τώρα.

Απέναντι ήταν ένα μικρό γυρατζίδικο που έκανε το καλύτερο γυρόπιτο στην πόλη και λίγο πιο πάνω στην Παρασκευόπουλου, υπήρχε τοστάδικο πρωτοποριακό για την εποχή του.

Όταν κατεβαίναμε στο κέντρο πηγαίναμε στην αυλή που είχε η Κληματαριά (όταν ήταν ακόμη στη Αγίας Σοφίας), στον Στρατή (στην παλιά παραλία) και στον Ρογκότη (στην ομώνυμη οδό).

Τα μεσημέρια της Κυριακής μας βάζανε οι γονείς στο αυτοκίνητο και μας ξαμολούσαν στην παιδική χαρά που είχαν τα Πράσινα Φανάρια στη Γεωργική Σχολή, ή μας τάιζαν σουτζουκάκια στον Μανώλη στην Περαία.

Και στο Αρσακλί ανεβαίναμε γιατί ο «Ιορδάνης» και η «Έρση» έφτιαχναν ωραία πίτσα και ακόμη καλύτερο πεϊνιρλί.

Για θαλασσινά είχαμε της ψαροταβέρνες στη Σαλαμίνα και την Κρήνη. Εκεί, στη πλατεία Σκρα, ο «Λάκης» ήταν από τους πρώτους που βάλανε τις γαρίδες μέσα στο τηγάνι με ντομάτα και τυρί.

Στα μέσα της δεκαετίας του ‘70 ξετσουμίσαμε. Τελειώναμε το —εξατάξιο— γυμνάσιο και αρχίσαμε να βγαίνουμε μόνοι μας. Το φροντιστήριο που πηγαίναμε λεγόταν «Τίφανις» και τα διδασκόμενα μαθήματα ήταν το γεμιστό μπιφτέκι και οι πατάτες κομπλέ. Στις κοπάνες χτυπούσαμε σάντουιτς στον Κοσμά και πίτσα στο Τσάο.

Μετά περάσαμε στο πανεπιστήμιο και έπρεπε να παρακολουθήσουμε τα εργαστήρια που γίνονταν στα Κάστρα και στην Άνω Πόλη. Εκεί δίδασκαν η «Δόμνα», ο «Χιώτης», ο «Τζότζος», ο « Σαΐτης». Όλοι τους εξαίρετοι επιστήμονες.

Η επόμενη φάση, η φάση του “αρχίζω να δουλεύω- ετοιμάζομαι για οικογένεια”, μας βρήκε χωμένους σε άλλες κουζίνες. Ήταν η δεκαετία του ’80 που βγήκαμε στη πιάτσα να δουλέψουμε. Βγάλαμε τα πρώτα μας λεφτά κι είπαμε να τα φάμε σε χουνκιάρ μπεϊγεντί, σε τζιγεροσαρμάδες, αλλά και σε πένες βότκα και σε γλυκόξινα χοιρινά.

Την ώρα που στους δυο ναούς της γαστρονομίας, στο Όλυμπος- Νάουσα και στον Κρικέλα, γινόταν οι τελευταίες λειτουργίες και στο παρεκκλήσι του Βάγγου στις Σαράντα Εκκλησιές προσκυνούσαμε τα τελευταία σουτζουκάκια, καινούργιες προτάσεις έφταναν στην πόλη.

Δειλά- δειλά εμφανίστηκαν τα πρώτα «ιταλικά», (αγαπημένο το La Pignata) και ακολούθησαν τα «κινεζικά». Και Γερμανικό αποκτήσαμε στο Πανόραμα (με κότσι στο φούρνο και τσιγκάνικα σνίτσελ) και Μεξικανικό στη Βίλκα (με τάκος και μαργαρίτες) Μόδα έγιναν και μερικά πιάνο-μπαρ-ρέστοραν με μέτριο φαγητό και ακόμη πιο μέτρια μουσική. Μόδα έγινε και ο Αδαλάκης (Νεάπολη & Λιμάνι), όπου έπαιρνες πακέτο την ψαγμένη κουζίνα του και το ιδιαίτερο ταμπεραμέντο του.

Μπορεί να θελήσαμε να το παίξαμε κάπως κυριλέδες, αλλά ποτέ δεν απαρνηθήκαμε τις χασαποταβέρνες όπως τον Νίκο στην Κρήνη και τον Κρητικό στην Τούμπα.

Τα Λαδάδικα προσπάθησαν να μπούνε στη ζωή της πόλης. Η προσπάθεια είχε λίγες πετυχημένες και πολλές αποτυχημένες στιγμές. Για τα καλά όμως μπήκε στη ζωή μας ο Μύλος. Στα τραπέζια του Κήπου των Πριγκίπων ήπιαμε πολλά ούζα πριν τις συναυλίες. Ούζα πολλά ήπιαμε και στον Ανάπηρο, που έκανε απίστευτα σαγανάκια και στο Λεπέν με τη σουπιά τη γεμιστή.

Κάποια —πολύ λίγα— από τα μαγαζιά που αναφέρθηκαν παραπάνω υπάρχουν σήμερα. Τα υπόλοιπα αφού διαγράψαν την πορεία τους στην πόλη παραδόθηκαν στου χρόνου το πέρασμα, αλλά όχι στη λήθη.

Θα μας θυμίζουν πάντα τα νιάτα μας, τις εξόδους μας, τις διεξόδους μας.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα