Στα υπαίθρια καφενεία των ηλικιωμένων
Εικόνες βγαλμένες από ταινία: Πλαστική καρέκλα, φανελάκι και κάτι δροσιστικό στο χέρι
Σε διάφορες γειτονιές της πόλης, υπάρχουν παππούδες που έχουν μετατρέψει συγκεκριμένα σημεία σε υπαίθρια καφενεία.
Ένα τραπεζάκι, μερικές πλαστικές καρέκλες, μια εφημερίδα και ατελείωτες συζητήσεις: Από την πολιτική στα στοιχήματα, κι από εκεί σε δικαστικά, μέχρι τις παλιές, δικές τους ιστορίες.
Κάποιοι φέρνουν μαζί τους το ραδιόφωνο, το ακουμπάνε στο τραπέζι και ψάχνουν να βρουν την κατάλληλη συχνότητα για να καλύπτει τις φωνές τους.
Από νωρίς το πρωί, με ένα τσιγάρο στο στόμα, ένα πλαστικό ποτηράκι με νερό —ή και τσίπουρο, ποιος ξέρει— δίπλα στον ελληνικό καφέ, κάθονται με το φανελάκι τους, λίγο ιδρωμένοι, κι αρχίζουν τις συζητήσεις. Αυτή είναι η ζωή τους. Και μοιάζει να τους αρκεί.
Κάποιοι απ’ αυτούς γνωρίζονται μια ζωή. Άλλοι απλώς κάθισαν μια μέρα παραδίπλα και έγιναν μέρος της παρέας χωρίς πολλά λόγια. Δεν χρειάζονται πολλά — ένα βλέμμα, ένα “καλημέρα” και μια ερώτηση για την ομάδα ή την κυβέρνηση.
Όταν ήμουν μικρός και με ρωτούσαν τι με φοβίζει περισσότερο —το σκοτάδι ή το ύψος— απαντούσα μεταξύ άλλων: «μήπως μου φύγει η μπάλα και πάει προς το σημείο που κάθονται οι παππούδες».
Είχα τραυματικές εμπειρίες.
Μια φορά μου πήραν την μπάλα από τα νεύρα τους επειδή, άθελά μου, τους είχα χαλάσει το αυτοσχέδιο καφενείο. Τους θυμάμαι να παίζουν τάβλι και χαρτιά στην πλατεία, κάτω από το μοναδικό δέντρο που προσφέρει λίγη σκιά, κι εμάς να τρέχουμε ανέμελοι τριγύρω.
Όταν ερχόταν η ώρα να σουτάρουμε, πάντα προσέχαμε να μη φύγει η μπάλα προς τη μεριά τους. Κι όμως, κάπως έτσι είχαμε αποκτήσει μια σχέση.
Μεγαλώνοντας, άρχισα να τους κοιτώ με συγκίνηση. Ήλπιζα πως κάποια μέρα θα φτάσω στην ηλικία τους, να έχω κι εγώ τη δική μου παρέα, να συναντιόμαστε έτσι απλά, χωρίς κινητά και οθόνες, και να περνάμε τις μέρες μας με συζητήσεις και γέλια.
Πλέον, τους θαυμάζω. Κάθε μέρα κάνουν αυτό που τους ευχαριστεί. Ξέρουν πως ίσως δεν τους μένει πολύς χρόνος ακόμη — γι’ αυτό και απολαμβάνουν την κάθε μέρα όπως τους αξίζει.
Σε κάθε γωνιά της πόλης, είναι εκεί, είτε δυτικά, είτε ανατολικά είτε στο κέντρο. Στις πλαστικές τους καρέκλες και μπροστά απ’ αυτές ένα μικρό τραπεζάκι που ακουμπάνε τα αντικείμενά τους.
Μερικοί δε πλησιάζουν κοντά. Άλλοι αλλάζουν πεζοδρόμιο όταν τους βλέπουν. Αλλά όταν δει κάποιος την αγνή ψυχή των ηλικιωμένων που κάθονται αμέριμνοι και αυθεντικοί στα υπαίθρια καφενεία, σκέφτεται πόσο θα ήθελα να κάτσω για λίγο μαζί τους.
Σε μερικά σημεία, οι καρέκλες είναι ακόμη εκεί. Οι άνθρωποι λείπουν, αλλά το άλλο τους μισό τους περιμένει υπομονετικά να γυρίσουν και να ξανασμίξουν… Μέχρι να επιστρέψουν οι γάτες της γειτονιάς απολαμβάνουν τις κενές θέσεις τους.
Και με τις ώρες να κυλάνε αυτοί φεύγουν. Επιστρέφουν στα σπίτια τους, κάποιους, τους περιμένει κάτι άλλο, πιο υπαρκτό.
Οι καρέκλες τους μένουν εκεί, είτε στη βροχή είτε στους καύσωνες αυτές είναι εκεί, περιμένουν να ξημερώσει για να ξανακάτσουν σε αυτές οι αγαπημένοι τους…
Σε μερικά σημεία της πόλης, σε σταθερά παγκάκια και κάποια κιόσκια που προσφέρουν σκιά, οι ηλικιωμένοι βρίσκουν εκεί την άνεσή τους και τα μετατρέπουν σε υπαίθρια καφενεία.