Στον ουρανό χορεύουνε…
Λέξεις-Εικόνες: Αθηνά Τερζή “Στον ουρανό χορεύουνε…Χριστέ να με καλούσανε και εμε το πικραμένο” (ριζίτικο Κρήτης) …στου Καλυβάρχη. “Να μη φοβάσαι τους ανθρώπους που γελάνε και μεθάνε, μου’ λεγε ο βουνίσιος παππούς. Τη μισή ζωή του την είχε περάσει στις πλαγιές της ορεινής Κοζάνης βόσκοντας γίδια, όχι πρόβατα.” Τα κέρατα είναι πιο ζόρικα τα άτιμα. Τα […]
Λέξεις-Εικόνες: Αθηνά Τερζή
“Στον ουρανό χορεύουνε…Χριστέ να με καλούσανε και εμε το πικραμένο” (ριζίτικο Κρήτης) …στου Καλυβάρχη.
“Να μη φοβάσαι τους ανθρώπους που γελάνε και μεθάνε, μου’ λεγε ο βουνίσιος παππούς. Τη μισή ζωή του την είχε περάσει στις πλαγιές της ορεινής Κοζάνης βόσκοντας γίδια, όχι πρόβατα.” Τα κέρατα είναι πιο ζόρικα τα άτιμα. Τα λεφτά είναι παλιουφημερίδες και κοίτα μη γελαστείς κι αρχίσεις να στήνεις ξόβεργες. Ξεγλιστράνε τα άτιμα. Μακριά από κείνους με τις σφεντόνες στο χέρι, που δεν ξέρουν να σέρνουν το χορό και το τραγούδι”!
Τον Αλέκο τον πρωτοσυνάντησα στο βουνό. Σ’ ένα σούρουπο με ορίζοντα! Σκαρφαλωμένοι στον Κίσσαβο με θέα στο Αιγαίο. Μοσχοβολούσε η Καρίτσα καλοκαίρι και μέντα κι ο Θανάσης έξυνε παλιές πληγές, μασώντας ρητορικά χαλίκια. Αχ κι η πλαγιά αντηχούσε από το βιολί του Σιώτα! Ωραίοι άνθρωποι “και στη ζωή μας θα λιγοστεύει η πίκρα“. Ο Αλέκος είναι αρχηγός μιας φυλής περίεργων ονειροπόλων. Από το ’97 έχει στήσει το τσαρδί του δίπλα στη θάλασσα , αυτοσχέδιο σαν τις σχεδίες, για να δραπετεύει. Μετά το παλιό Μπαγκλαντές, που χάθηκε στο χρόνο, ανεμίζει σαν όρθιο κατάρτι η καλύβα του Αλέκου του Καλυβάρχη.
Έγινα αμέσως καλυβόπαιδο. Το πρωτόκολλο λιτό κι απέριττο. Η αγάπη για τη μουσική και το μεράκι για τραγούδι και καλαμπούρι. Δε χρειάζεται να ξέρεις μουσική. “Τα πουλιά δε μπορούν να διαβάσουν μουσική κι όμως δεν έπαψαν ποτέ να τραγουδούν”. Πότε την Κυριακή και πότε τα Σάββατα, τις γιορτές και τις σχόλες, μαζεύονται τα όργανα κι οι δάσκαλοι οι σπουδαίοι και σμίγουν οι φωνές οι απαίδευτες με τις γνωστικές, για γλέντια τρικούβερτα. Η μουσική είναι αντάμωμα. Ενώνει τους ανθρώπους. Γεφυρώνει τις αποστάσεις και στρογγυλεύει τις γωνίες. Τα κρασιά και τα τσίπουρα ρέουν άφθονα. Έκαστος στο είδος του. Άλλοι κουβαλάνε τα ταψιά με τις πατάτες, άλλοι ανάβουν ψησταριές, άλλοι ανοίγουν τα βάζα με τα τουρσιά κι ο κάθε κατεργάρης φιλοσοφεί, ξύνει την κούτρα του και κατεβάζει ιδέες, μυσταγωγός σε ένα συμπόσιο παλιάς, αυθεντικής κοπής. Μιας μεγάλης ομερτά με δικούς της νόμους και κανόνες. Όλοι μαζί, ο ένας για τον άλλο. Φιλίες γεννημένες από το πουθενά, για να αντέξουν όμως και να δοκιμαστούν στο χρόνο. Να συντρέξουν, να θαυμάσουν, να αγκαλιάσουν. Να ανταμώσουν σε συναυλίες, να κατασκηνώσουν, να βάλουν τον Θανασάρα να παίξει το λαούτο του, να ακουστούν οι γκάιντες για “του πάνω κόσμου τους ωραίους που δεν ξέχασαν, μα ο νους τους είναι αληταριό κι όλο θα δραπετεύει”.
Στην οδό Στέλιου Καζαντζίδη, η καλύβα του Αλέκου στέκεται ολομόναχη κι αγέρωχη στην ακροθαλασσιά. Σαν εκείνα τα καράβια, με την πραμάτεια στα αμπάρια και τα μακρινά ταξίδια να γεμίζουν τις σελίδες από τα ναυτικά ημερολόγια. Αφτιασίδωτη, σκονισμένη και παραπονιάρα. Γεμάτη μπαλώματα και προσωπική δουλειά. Γοητευτική, ονειροπόλα κι ανυπόμονη για την επόμενη μάζωξη.
Αν την επισκεφτείς δε θα σε απογοητεύσει. Θα σε ανταμείψει διπλά και τρίδιπλα. Θα σου ανοίξει την πόρτα της η γυναίκα του Αλέκου, η Αθηνά η συνονόματη, θα σε καλωσορίσει, θα σε φιλέψει και θα σου τραγουδήσει. Κι όταν στρογγυλοκαθίσεις στο εσωτερικό της θα εκπλαγείς ευχάριστα, γιατί θα σου θυμίσει εκείνα τα παλιά καρότσια των γυρολόγων πραματευτάδων. “Κουβαρίστρες, βελονάκια, ψιλολόγια ένα σωρό. Μαντηλάκια, τσιμπιδάκια, πραματιές πολλώ λογιώ , ο πραματευήηηηης”. Φωτογραφίες ασπρόμαυρες, φωτογραφίες έγχρωμες με τα καμώματα των φίλων, ο Στέλιος Καζαντζίδης να μεσουρανεί κι ένα σφυροδρέπανο καρφωμένο μια στο καρφί και μια στο πέταλο, αστακοί να χάσκουν, ένα πολυδουλεμένο, καπνισμένο τζάκι κι εξώφυλλα από φθαρμένα βινύλια. Ένα σουρεαλιστικό σκηνικό, ανυποψίαστων δημιουργών ενός πολύχρωμου καμβά, που έχει προ πολλού εξορίσει το γκρίζο.
Κι ύστερα θα βγει η μπουρού στο κατώφλι για να μαζέψει και τους υπόλοιπους, ξέμπαρκους. Θα τσουγκρίσει τα ποτήρια και θα αναφωνήσει “Σουλτς”, ξεγελώντας το χάρο, γιατί είναι τρελοί αυτοί οι ρωμιοί.
“Σουλτς” επιφώνημα της παρέας. Εμπνευστής ο Διονύσης Ρούσσος από την εποχή που ο Άγνωστος Πόλεμος μονοπωλούσε το τηλεοπτικό ενδιαφέρον κι ο Γερμανός ταγματάρχης Σουλτς, επίκαιρος όσο ποτέ γίνεται παίγνιο στα πιωμένα χείλη.
Το Καλυβαρχείο θα το βρεις στο facebook. Ο Καλυβάρχης είναι μεγάλος μπαγάσας. Κι εκεί θα ακούσεις και θα δεις πολλά.
Μπείτε και κάντε like εδώ για να ενημερώνεστε για όλα τα γραμμένα αποκλειστικά για το parallaximag.gr άρθρα.