Τα λαμπερά απομεινάρια μιας εποχής
Ο Γιάννης Σιμητόπουλος βρέθηκε σε δύο μοναδικά κτίρια-ενθυμήσεις του παρελθόντος αυτής της πόλης, και μας πάει μια περιήγηση με τις εικόνες του σε δύο λαμπερά αρχοντικά της Συνοικίας των Εξοχών.
Στον αγαπημένο πια θεσμό του Open House Thessaloniki, κατά τον οποίο αρχιτεκτονικά διαμάντια της πόλης ανοίγουν τις πόρτες τους στο κοινό για ένα διήμερο, όλοι οι Θεσσαλονικείς είχαν την ευκαιρία να εξερευνήσουν δεκάδες κτίρια από τα δυτικά μέχρι τα ανατολικά.
Ο Γιάννης Σιμητόπουλος βρέθηκε σε δύο μοναδικά κτίρια-ενθυμήσεις του παρελθόντος αυτής της πόλης, και μας πάει μια περιήγηση με τις εικόνες του σε δύο λαμπερά αρχοντικά της Συνοικίας των Εξοχών.
Πρώτος σταθμός, η Έπαυλη Μαρόκκου, στην οδό Βασιλίσσης Όλγας 133.
Το εντυπωσιακό νεοκλασικό της ξακουστής “Συνοικίας των Εξοχών”, χτίστηκε το 1906 από τον αυστριακό υπήκοο Ιωάννη Μαρόκκο, για να στεγάσει την οικογένειά του, και από αυτόν συνεπώς προκύπτει η επωνυμία. Η κόρη του Μαρόκκου, Μαρία Τερέζα, το 1919 πούλησε την Έπαυλη στην οικογένεια Μπουρλά, ενώ το 1951 η ιδιοκτησία πέρασε στο ελληνικό Δημόσιο, “διά μερικήν εξόφλησιν χρέους”.
Στο κτίριο στεγάστηκε η Ιερατική σχολή, και μετέπειτα το σχολείο-οικοτροφείο του Εθνικού Ιδρύματος Προστασίας Κωφαλάλων. Αργότερα ιδιώτες μετέτρεψαν την Έπαυλη σε χώρο εστίασης και αναψυχής, bar “Βελλερεφόντης” και “ΠανσέλΟινος”, ενώ μέχρι πριν λίγα χρόνια στέγαζε το Β’ Τμήμα Τροχαίας Θεσσαλονίκης. Η “Έπαυλη Μαρόκκου” ή “Οικία Μαρόκκου” το 1985 ανακηρύσσεται διατηρητέο μνημείο και αποτελεί πλέον και επίσημα ένα τμήμα της πολιτιστικής κληρονομιάς της πόλης.
Το 2018 το αρχιτεκτονικό γραφείο CAN studio ανέλαβε την ανακαίνιση του κτιρίου, για τη δημιουργία του πολυχώρου εστίασης και πολιτισμού “Έπαυλη Μαρόκκου”.
Δεύτερος σταθμός, η Βίλα Καπαντζή στον αριθμό 105 της λεωφόρου Βασιλίσσης Όλγας.
Πρόκειται για ένα από τα παλιά αρχοντικά της Θεσσαλονίκης χτισμένο στα τέλη του 19ου αιώνα. Ανήκε στην οικογένεια του Μεχμέτ Καπαντζή, και σήμερα στεγάζει το Πολιτιστικό Κέντρο Θεσσαλονίκης του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τράπεζας.
Το κτίριο του Πολιτιστικού Κέντρου του ΜΙΕΤ στη Θεσσαλονίκη ονομάζεται Βίλα Καπαντζή, επειδή αρχικά ανήκε στην οικογένεια Καπαντζή, της οποίας η παρουσία μαρτυρείται στο συντεχνιακό σύστημα της Θεσσαλονίκης από τα τέλη του 18ου αιώνα. Η κατασκευή ήταν ιδιαίτερα πολυτελής και κόστισε πάνω από 40.000 χρυσές λίρες, ποσό μυθώδες για την εποχή εκείνη.
Πρόκειται για ένα από τα ελάχιστα σωζόμενα αρχοντικά της παλιάς Θεσσαλονίκης, το οποίο έχει συνδεθεί κατά καιρούς με πρόσωπα και γεγονότα που σημάδεψαν την ιστορία της πόλης. Είναι χτισμένο στην περιοχή των Εξοχών, όπως ονομαζόταν παλαιότερα, έξω από τα παλιά τείχη της πόλης, τα οποία κατεδαφίστηκαν προς τα τέλη του 19ου αιώνα.
Το 1912, μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, στο κτίριο εγκαταστάθηκε ο πρίγκιπας Νικόλαος ως πρώτος στρατιωτικός διοικητής της πόλης. Το 1917, η Βίλα Καπαντζή γνώρισε την πιο ένδοξή της περίοδο, αφού εγκαταστάθηκε σ’ αυτήν ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, επικεφαλής της Προσωρινής (επαναστατικής) Κυβέρνησης με έδρα τη Θεσσαλονίκη, σε μια περίοδο κρίσιμη για την Ελλάδα. Κατά το διάστημα 1918–1922 το κτίριο χρησιμοποιήθηκε ως κατοικία των οικογενειών Καπαντζή και Κοέν.
Το κτίριο του Πολιτιστικού Κέντρου Θεσσαλονίκης του ΜΙΕΤ, από τα ελάχιστα σωζόμενα λαμπρά οικοδομήματα του τέλους του 19ου αιώνα στην πόλη, με την πλούσια ιστορία του αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα νεότερα μνημεία της Θεσσαλονίκης. Δεν διασώζει μόνο μια ζωντανή εικόνα της άλλοτε Συνοικίας των Εξοχών, αλλά και ευρύτερα ένα κομμάτι της νεότερης ιστορίας της πόλης.