Ταξίδι στην ιστορία των κινηματογραφικών αιθουσών της Θεσσαλονίκης
Οι θρυλικοί σινεμάδες της Σαλονίκης
Περάσαμε τυχαία με τον παππού έξω απ’το «Πάνθεον» τη μέρα που το γκρέμιζαν. Τον είδα που άσπρισε στη θέα της φαγάνας. «Δεν υπήρχε περίπτωση να σωθεί», ρώτησε σχεδόν απαντώντας, μόνος του. «Ξέρεις από πότε είναι εδώ;»
Από το 1926. Πριν γίνει σινεμά ήταν χοροδιδασκαλείο. Πρωτοήρθε παιδί εδώ στην ταράτσα το καλοκαίρι, όταν τριγύρω στο Βαρδάρη δεν είχε ψηλότερα κτίρια. Στα διαλείμματα του καμπόϋκου, στις αρχές του 30, κοιτούσε από ψηλά τους διαβάτες και υποκρίνονταν ότι τους σκόπευε με το πιστόλι. Όταν χτίστηκε το γυάλινο κτίριο της Πίστεως απέναντι, το «Πάνθεον» στο Βαρδάρη είχε γίνει πια Β’ προβολής.
Τώρα που στο Βαρδάρη έχει πια μόνο γυάλινα κτίρια ο παππούς αναγνωρίζει μονάχα το «Ίλιον». Εκεί κατέβαινε φαντάρος με έξοδο από το στρατόπεδο Παύλου Μελά, που ήταν κοντά. Συνήθως έβλεπε ιστορίες της Παλαιάς Διαθήκης στα χρυσά χρόνια της Cinecittà. Με ρωμαλέους άνδρες και γυναίκες δαιμονικές που παραμόνευαν να τους πάρουν τη δύναμη με πονηρία. Τώρα στο «Ίλιον», που ακόμα πιο παλιά το λέγαν Σπλέντιντ, ο παππούς μου ζητάει να του διαβάσω τι γράφει. X-Rated, λέει η μεγάλη ταμπέλα στην κορυφή, αλλά ας τα αφήσουμε για την ώρα.
«Δεν φτιάχνουν πια σινεμά»; λέει ο παππούς με απορία και ξεκινάμε για το αεροδρόμιο με τη σκόνη του γκρεμισμένου «Πάνθεον» στο καπό.
Φτάνοντας στη γειτονιά των μεγάλων super-market συναντάς τα θεμέλια του γιγαντιαίου κτίσματος. «Εδώ είναι το μέλλον, παππού». Δέκα σινεμάδες, ολοκαίνουργιοι, έξω απ’την πόλη, που θα παίζουν όλη μέρα, χωρίς πρόβλημα παρκαρίσματος, με τηλεφωνική κράτηση θέσης και χρέωση κάρτα.
Ο παππούς κοιτάει σκεπτικός. Ποιός να το φανταζόταν, ακριβώς εκατό χρόνια πριν, το 1897, στην μπυραρία «Η Τουρκία», που πρωτοείδαν οι Θεσσαλονικείς σινεμά, ότι θα’ κανες τα ψώνια σου στο Continent και στη συνέχεια θα’ βλεπες και την ταινία δίπλα. Το σινεμά στη Θεσσαλονίκη μετράει φέτος έναν αιώνα ζωής. Σε παλάτια στην παραλία ή συνοικιακά λαϊκά, σε τσοντάδικα στο Βαρδάρη ή θερινά στην Όλγας, σε multiplex που έρχονται ή σε παραδοσιακές αίθουσες που ανακαινίζονται.
Απ’ τη μεγάλη ιστορία της κινηματογραφικής έκρηξης, στις αρχές του αιώνα, διασώζεται ακόμα το θρυλικό «Αλκαζάρ» της Εγνατίας, στο Χαμζά Μπέη Τζαμί, μουσουλμανικό θρησκευτικό μνημείο σήμερα, η «Αίγλη», το παλιό Γενί-Χαμάμ και προσφυγικό σινεμά απ’ το 1926.
«Τα «Ηλύσια» υπάρχουν ακόμα»; με ρωτάει ο παππούς. Θυμάται τα εγκαίνια το ’30, στη γνωστή τους πολυκατοικία της Παύλου Μελά. Κεντρικό σινεμά για δεκαετίες έξι, μέχρι που άρχισε να μη συμφέρει πια στους ιδιοκτήτες στα χρόνια της κρίσης και το’ δωσαν για ηλεκτρονικάδικο. Όπως και το μεταγενέστερο «Αθηνά» στην Όλγας, που χάρη στο μεράκι του πάπα του σινεμά στην πόλη, τις τελευταίες δεκαετίες, του κύριου Μανώλη Ψυλλάκη, κάθε καλοκαίρι έπαιζε για ‘βδομάδες τα κλασσικά του Χίτσκοκ. Στις ζεστές βραδιές άνοιγαν η σκεπή και οι τοίχοι του και μαγικά γίνονταν θερινό.
Το καλοκαίρι μόνο,λειτούργησε στον μεσοπόλεμο και το «Gerusaleme» παγκόσμια πατέντα. «Θυμάμαι τον πατέρα μου», λέει ο παππούς, «με λινό κουστούμι να πηγαίνει στην βραδινή με την μητέρα». Ήταν ένα καράβι μικρό, ιστιοφόρο όπου σύχναζαν οι πλούσιοι Εβραίοι της εποχής, πριν τους αφανίσει ο πόλεμος. Τα γαλανά νερά του Θερμαϊκού καθρέφτιζαν τους ήρωες, που έλαμπαν στην πλώρη. Ο παππούς πήγαινε πολύ σινεμά, είχε πιάσει φιλία με τον προβολατζή, -έτσι έλεγαν τότε τους μηχανικούς- και του ‘δεινε κρυφά στα διαλείμματα κομμάτια από φιλμ με ήρωες. Είχε μαζέψει καμιά κατοσταριά, κυρίως καμπόϋδες και ινδιάνους στα «Τιτάνια» της Τσιμισκή, που έγιναν μετά Φωκάς, είχε κονομήσει έναν Μπόγκαρντ το ’41 μέσα στον πόλεμο, που χάθηκε σε μια μετακόμιση. Τα σινεμά της πόλης δεν ήταν όπως σήμερα ανοιχτά σε όλους. Στα πιο κεντρικά και τα πιο καινούργια υπήρχαν ακόμη και διακεκριμένες θέσεις, όπως στο «Μόντερν». Στα προσφυγικά, πάλι, δεν πολυπήγαιναν οι αστοί, κυρίως γιατί οι ξενοφερμένοι στην πόλη νέοι της κάτοικοι, ξεσπούσαν σε επευφημίες και κλάματα, χαλώντας τον ατσαλάκωτο τρόπο θέασης της Δύσης.
Στα λαϊκά σινεμά των προαστίων τα πράγματα ήταν ακόμα χαλαρότερα. Στην ταράτσα του «Σταυροπόλ», στα χρυσά χρόνια του Ξανθόπουλου και της Βούρτση, εκτός από χαρτομάντηλα, τους θαμώνες συντρόφευαν τάπερ με σπιτικό φαγητό. Εδώ η ταύτιση με τους ήρωες ήταν ακόμη μεγαλύτερη. Τα αγκομαχητά και τα κόκκινα μάτια, επαναλαμβάνονταν στη δεύτερη και τρίτη φορά που έβλεπε κάποιος την ταινία.
«Στον πόλεμο πηγαίναμε σινεμά μόνο το απόγευμα, γιατί μετά είχε συσκότιση», θυμάται ο παππούς. Τα πιο πολλά σινεμά είχαν επιταχθεί, έπαιζαν μόνο προπαγανδιστικά φιλμ, ενώ το πιο ανθηρό κομμάτι του σινεφίλ κοινού, οι άνθρωποι που στήριζαν τα πιο πολλά σινεμά προπολεμικά, έμελλε να μην το ξαναδούν, καθώς ο διωγμός των Εβραίων της πόλης έγινε αισθητός απ’την αρχή στις αίθουσες.
Στις καλύτερες δεκαετίες του κινηματογράφου η αποκέντρωση των αιθουσών έγινε ανάγκη λόγω της μεγάλης ζήτησης. Έτσι στη θέση του παλιού «Πατέ», στην Παρασκευοπούλου, άνοιξε το «Ράδιο Σίτυ», ένα παλάτι γιά τήν εποχή που φτιάχτηκε, ενώ σε κάθε γειτονιά υπήρχαν δύο τρεις αίθουσες. Μόνο στην Τούμπα το «Ανθή», το «Ελλάς», το «Διον», ο «Αστέρας», ο «Φοίνικας», το «Όσκαρ», το «Αβα», μέχρι το ’80 άνθιζαν, ενώ παρακάτω το «Κωτούλα», το «Εράζ», η «Δήμητρα», το «Θεανώ», πριν γίνουν Super-market και τσοντάδικα ήταν από τα πιο πετυχημένα της εποχής.
Η μεγάλη μόδα του κινηματογράφου σε ταράτσα, δεν ήταν γέννημα του ’60. Ο παππούς θυμάται το «Αττικόν» απέναντι από το ξενοδοχείο «Βιέννη», στο Βαρδάρη που έσφυζε από ζωή, και εγώ το «Ιντεάλ» στην Αγίου Δημητρίου, όπου είδαμε μια νύχτα έναστρη τον «Θυρωρό της νύχτας» με τη Σάρλοτ Ράπλινγκ, φιλμ που μας εντυπωσίασε πολύ στην άγουρη νεότητά μας, καθώς δηλώσαμε ενήλικες για να εισέλθουμε, ενώ με αποκοίμισε προσφάτως στην τηλεόραση.
Κάθε φορά που περνάτε με λεωφορείο την Κωνσταντινουπόλεως, ίσως ακούτε τον εισπράκτορα να αναγγέλλει τη στάση «Κυβέλεια». Εδώ ήταν παλιά ένα θρυλικό σινεμά της πόλης, που προπολεμικά φιλοξένησε έρωτες μεγάλους, όπως περιγράφει ο συγγραφέας Κώστας Τομανάς. Ο ίδιος ο κινηματογράφος ήταν απόκεντρο καταφύγιο που έβρισκαν οι νέοι για τις περιπτύξεις τους.
Στη δεκαετία του ’50, μόνο στην Πλατεία Αριστοτέλους και στους γύρω δρόμους υπήρχαν πέντε θερινοί κινηματογράφοι. Την ώρα που τελείωνε η απογευματινή για να αρχίσει η βραδινή προβολή, ο κόσμος που κατέκλυζε την πλατεία έμοιαζε με διαδήλωση. Παιδιά πλουσίων οικογενειών, όπως η Κατερίνα Βελλίδη με τη γκουβερνάντα της, λαϊκά ζευγάρια με πασατέμπο, αλλά και μπον βιβέρ της εποχής, συναντιόνταν στις τελευταίες προβολές. Κάποια στιγμή, το ’60, στην πόλη οι θερινοί ξεπέρασαν τους εκατόν δέκα. Τις νύχτες, από κάθε γειτονία, ακούγονταν οι φωνές των ηρώων του ελληνικού σινεμά να κλαίνε και να γελάνε εναλλάξ, ενώ στις πρώτες πολυκατοικίες της εποχής, που χτίζονταν κολλητά σε οικόπεδα, εμφανίστηκαν στα μπαλκόνια οι λαθροθεατές.
Το σινεμά, ως ένα φθηνό αλλά και αποκλειστικό μέσο μαζικής διασκέδασης, στα χρόνια του ’60 λειτουργούσε ως τόπος συνάντησης. Στα διαλείμματα των ταινιών, άνθρωποι από κοντινές γειτονιές συναντιόνταν στους διαδρόμους με το χαλίκι.
Στους καλοκαιρινούς περιπάτους της Βασιλίσης Όλγας, το «Λητώ», το «Ρουαγιάλ», το «Φάληρο», το «Μαρί», τα «Ολύμπια» γέμιζαν ασφυκτικά και τα εισιτήρια που μπορούσε να κόψει μια αίθουσα μέσα σε ένα καλοκαίρι ξεπερνούσαν συχνά τις 140.000. Στα ανέμελα καλοκαίρια της δεκαετίας του ’60, τότε που τα κινηματογραφικά όνειρα ταυτίζονταν με τα όνειρα της ζωής, -άλλωστε η αυτοαναγνώριση και η αυτοπαραμόρφωση ήταν το κύριο χαρακτηριστικό του ελληνικού λαϊκού σινεμά-, κανείς δεν μπορούσε να υποψιαστεί ότι οι διώροφες επαύλεις που περιστοίχιζαν τα θερινά σινεμά της Όλγας, θα γίνονταν αργά ή γρήγορα άχαρες πολυκατοικίες και τα ίδια σινεμά πάρκινγκ.
Τότε η αθωότητα του βλέμματος δεν προμήνυε τίποτα και τα πάντα αντιμετωπίζονταν χωρίς ίχνος πονηριάς.
Ακόμα θυμάται ο παππούς το καλοκαίρι του ’65, όταν ο γιος του μαζί με μια παρέα εικοσάρηδων που έβλεπαν «Χοντρό-Λιγνό» στο «Παλλάς», γύρισε στο σπίτι μούσκεμα. Εκείνο το βράδυ η ανοιχτή οροφή του κινηματογράφου κόλλησε και όταν έπιασε βροχή οι θεατές λούστηκαν στα καθίσματα τους.
Στα χρόνια του ’70 ήταν τόσες πολλές οι ταινίες που έβγαιναν στις αίθουσες, που κάποιες αμέσως Β’ προβολής, για να προφταίνουν τις νέες ταινίες στα κεντρικά σινεμά, Η σαιζόν όπως είναι φυσικό δεν σταματούσε ποτέ. Το καλοκαίρι οι πρεμιέρες ήταν συνεχείς.
Σε εκείνα τα λαμπρά χρόνια, οι πιο κεντρικές συνήθιζαν να στολίζουν τις προσόψεις τους με τεράστιες ζωγραφικές αναπαραστάσεις των ηρώων της ταινία. Οι ζωγραφικές γιγαντοαφίσες, μια τέχνη εφήμερη αφού οι δημιουργίες της κρατούσαν μοναχά μια βδομάδα, συχνά εκπροσωπήθηκαν στη Θεσσαλονίκη επάξια από τον Κώστα Αρβανιτίδη. Για δεκαετίες μεγέθυνε όνειρα, καλούς και κακούς, τον Βέγγο και τον Ηρακλή Πουαρώ, και έβαζε χρώμα στις όψεις των σινεμάδων. Τώρα πια που τα μάτια του δεν τον βοηθούν άλλο, ανακατεύει τα χρώματα, στο υπόγειο της Ικτίνου οπου έχει το εργαστήρι του, ενώ τα λιγοστά έργα του που διασώζονται, κοσμούν το Μουσείο Κινηματογράφου.
Μια από τις πιο ανθηρές κατηγορίες κινηματογράφων ήταν οι κινηματογράφοι πορνό. Όντας για χρόνια μια από τις πιο μεγάλες χώρες σε παραγωγή πορνοταινιών στον κόσμο, διοχετεύσαμε τα προϊόντα μας στη διεθνή αλλά και στην ντόπια αγορά. Στη δεκαετία του ’70, αρκετές αίθουσες μετατράπηκαν σταδιακά σε τσοντάδικα. Στο Βαρδάρη, αλλά και στις γειτονίες, όπως στο «Όσκαρ», στο «Θεανώ», κ.λ.π. εκατοντάδες ευϋπόληπτοι κύριοι κρύβονταν στο διάλειμμα, όταν άναβαν τα φώτα πίσω από μια εφημερίδα.
Ακόμα θυμάται ο παππούς τον τίτλο «Σεξ 13 μποφώρ», που σάρωσε στην πόλη.
Δεν πάνε πολλά χρόνια που σε οργανωμένες κοπάνες πηγαίναμε στο σινέ -«Δίον», κοντά στο γήπεδο του ΠΑΟΚ, ένα ολόκληρο σχολείο να παρακολουθήσουμε τις περιπέτειες του ηρωικοί Κώστα Γκουσγκούνη στην ταινία «Ο Ηδονοβλεψίας».
Στην πορεία ο Γκουσγκούνης σταμάτησε τον κινηματογράφο και άνοιξε φωτογραφείο στη Λούτσα κι εμείς το γυρίσαμε σε κουλτουριάρικα και αισθησιακά, όπως του Ζουλάφσκι ή την «Αικατερίνη, η έκφυλη τσαρίνα», φιλμ που αποτελούσε το ευαγγέλιο του κινηματογράφου «Ριβολί» στην Παύλου Μελά.
Τα σινεμά πορνό ξεκίνησαν μέσα στη χούντα παίζοντας αρχικά ελαφρού τύπου φιλμ, όπως οι θρυλικές «Μαθήτριες», ρίχνοντας μερικές hard-core σκηνές από δεύτερη μηχανή, εξου και ο όρος τσόντα.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 άνθισε στη Θεσσαλονίκη ένα νέο είδος προβολών. Στο «Ριβολί» στην αρχή και αργότερα στον «Έσπερο», οι μεταμεσονύκτιες προβολές μεταμόρφωσαν τις νύχτες της Παρασκευής σε cult νύχτες. Συνήθως με ταινίες τρόμου και δράσης, λόγω της προχωρημένης ώρας, -ξεκινούσαν στη 1:30 το πρωί-, με δύο ταινίες στο πρόγραμμα και κοσμοσυρροή, που κατέφθανε στο σινεμά μία ώρα πριν την έναρξη για να εξασφαλίσει θέση.
Η κρίση στα εισιτήρια ανάγκασε αρκετούς αιθουσάρχες να αλλάξουν δουλειά. Έτσι όσες αίθουσες απέμειναν εγκαταλείφθηκαν στη μοίρα τους, ερήμωσαν. Μόλις πέρσι η ανάκαμψη έπεισε αιθουσάρχες να αρχίσουν αργοπορημένα τις αναπλάσεις. Τώρα που το σινεμά είναι και πάλι στη μόδα, οι πολυεθνικές έρχονται να γεμίσουν την πόλη multiplex, αλλάζοντας το σκηνικό των παραδοσιακών αιθουσών.
Καθόμαστε με τον παππού στα καθίσματα του «Μακεδονικόν», που θυμίζουν αεροπλάνο. Η «Όγδοη μέρα» κάνει τον παππού να δακρύσει. «Πότε είπες πως θα γκρεμίσουν το «Ίλιον», με ρωτάει με παράπονο. «Όταν θα ανοίξουν τη Λαγκαδά», του λέω, «όμως, μη στεναχωριέσαι, στην Ελλάδα οι δρόμοι μοιάζουν με το γεφύρι της Άρτας. Βρίσκονται για χρόνια στα σχέδια».
The End.
*Γραμμένο το χειμώνα του 1997