Θεσσαλονίκη

Τελικά, πόσο καλά φωτισμένος δρόμος είναι η Εγνατία;

Οι λαμπτήρες led είναι οικονομικοί και προσφέρουν πιο εστιασμένα φως, όμως αρκετοί δεν έχουν πειστεί ακόμα για την απόδοσή τους στο δημόσιο φωτισμό

Κωστής Κοτσώνης
τελικά-πόσο-καλά-φωτισμένος-δρόμος-εί-1359411
Κωστής Κοτσώνης

Πότε μπορούμε να πούμε ότι ένας κεντρικός δρόμος είναι πραγματικά φωτισμένος; Παίζει ρόλο η ένταση ή μήπως η λεγόμενη θερμοκρασία του φωτός; Η ανθρώπινη ψυχολογία τι επίδραση έχει στο πώς αντιλαμβανόμαστε ένα φωτισμένο περιβάλλον;

Το τελευταίο διάστημα, επαγγελματίες οδηγοί αλλά και καταστηματάρχες επικοινώνησαν με την Parallaxi, για να μεταφέρουν την προσωπική τους εκτίμηση ότι η Εγνατία, ένας από τους κεντρικότερους δρόμους της πόλης, δεν φωτίζεται όσο θα έπρεπε. Αφορμή για την επικοινωνία τους στάθηκε η μοιραία παράσυρση δύο πεζών στο συγκεκριμένο δρόμο τον περασμένο Ιούνιο, από τους οποίους ο ένας υπέκυψε στα τραύματά του. Όλα αυτά την ίδια στιγμή που ακόμα συζητιέται στην πόλη η τραγική παράσυρση της Έμμας στον ίδιο δρόμο πριν δυόμιση χρόνια.

Πρέπει, βέβαια, να τονιστεί ότι ο ελλιπής οδοφωτισμός προφανώς και δεν στάθηκε αιτία για το συγκεκριμένο δυστύχημα. Σύμφωνα με τις πρώτες πληροφορίες της Τροχαίας μετά το συμβάν, το καθοριστικό γεγονός ήταν ότι οι δύο πεζοί πέρασαν εκτός διάβασης —μία «συνήθεια» που δυστυχώς συμβαίνει κατά κόρον καθημερινά.

Ωστόσο, πολλές φορές ο κατάλληλος φωτισμός είναι άκρως απαραίτητος για την αποφυγή ατυχημάτων αλλά και την τόνωση του αισθήματος ασφάλειας, γι’ αυτό και αποφασίσαμε να αναλύσουμε παραπάνω το θέμα, επικοινωνώντας με ειδικούς.

Γιατί τα led ήρθαν για να μείνουν

Το 2023, στο πλαίσιο Σύμβασης Ενεργειακής Απόδοσης, ο Δήμος Θεσσαλονίκης προχώρησε στην αντικατάσταση των παλιών λαμπτήρων, τεχνολογίας νατρίου, με νέους λαμπτήρες διόδου εκπομπής (light-emitting diode, led). Συνολικά αλλάχτηκαν οι λαμπτήρες σε περίπου 10.000 φωτιστικά, βάσει μελέτης φωτισμού που είχε πραγματοποιηθεί. Ανάμεσα σε αυτά και οι στύλοι φωτισμού της Εγνατίας.

Επαγγελματίες που δραστηριοποιούνται εκεί ισχυρίζονται ότι από τότε που οι λαμπτήρες παλιού τύπου αντικαταστάθηκαν με τους νέους, η ένταση του φωτός μοιάζει να έχει πέσει.

«Μέχρι πριν μερικά χρόνια, εδώ πέρα είχαμε τους παλιούς λαμπτήρες με το κιτρινωπό φως. Μου φαίνεται ότι σ’ αυτούς το φως ήταν πιο έντονο, πιο ζωντανό. Τώρα, με τις καινούργιες λάμπες, το φως στις κολώνες μοιάζει να είναι ψυχρό και λιγότερο απλωμένο, σαν μην φτάνει μέχρι κάτω στο δρόμο», μεταφέρει ιδιοκτήτης πρακτορείου ΠΡΟΠΟ στην περιοχή.

«Τα βράδια, ειδικά από μία ώρα και μετά, φοβόμαστε λίγο όταν περνάμε από Εγνατία λόγω ορατότητας. Πολλοί οδηγοί τρέχουν, πολλοί πεζοί πετάγονται χωρίς να έχουν προτεραιότητα. Είναι πανεύκολο να γίνει ατύχημα. Νομίζω ότι η ορατότητα θα μπορούσε να είναι καλύτερη για έναν τόσο κεντρικό δρόμο», αναφέρει και οδηγός ταξί, που περιμένει πελατεία σε πιάτσα πάνω στην Εγνατία.

«Το πρώτο που πρέπει να κάνουμε είναι να διαλύσουμε κάποιους μύθους», υπογραμμίζει ο Γεώργιος Ζήσης, καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Τουλούζης με εξειδίκευση στην τεχνολογία φωτισμού. «Πράγματι, οι λαμπτήρες led υστερούσαν σημαντικά στην απόδοση όταν πρωτομπήκαν στην αγορά πριν 10-15 χρόνια. Θυμάμαι τότε πως η βιομηχανία τούς προωθούσε σαν ιερό τοτέμ, ενώ αντικειμενικά η τεχνολογία τους δεν είχε φτάσει στο επιθυμητό σημείο. Πλέον αυτό δεν ισχύει. Οι σύγχρονες λάμπες led έχουν διπλάσια απόδοση από τους “προγόνους” τους και τα επόμενα χρόνια φαίνεται πως θα πάμε ακόμα καλύτερα. Και όλα αυτά με σημαντική εξοικονόμηση ενέργειας και μικρότερη φωτορύπανση».

Ο Δημήτρης Κατιρτζόγλου, προϊστάμενος στο Τμήμα Ηλεκτροφωτισμού και Φωτεινής Σηματοδότησης του Δήμου, συμπληρώνει και το πλεονέκτημα της ακρίβειας στα χρώματα: «Με τα led, αντιλαμβανόμαστε αυτόν που είναι απέναντί μας, είτε είναι αυτοκίνητο, είτε είναι άνθρωπος, διότι έχουμε καλύτερη διακριτότητα των χρωμάτων, που δεν είχαμε με τις λάμπες νατρίου. Αυτό ενισχύει την ασφάλεια, ακόμα και αν ο φωτισμός θεωρητικά είναι λιγότερος. Εμείς κινούμαστε υποχρεωτικά πλέον βάσει των ευρωπαϊκών προτύπων που πρέπει να ακολουθούμε. Και μάλιστα, προσπαθούμε να είμαστε και λίγο πιο πάνω από αυτά, ακριβώς γιατί ο κόσμος στην πόλη μας έχει συνηθίσει σε πολύ φωτισμό».

Ο καλός φωτισμός δεν είναι ζήτημα απλώς μίας λάμπας

Με τον κ. Ζήση συμφωνεί και ο συνάδελφός του, Λάμπρος Δούλος, αναπληρωτής καθηγητής στη σχολή Εφαρμοσμένων Τεχνών και Βιώσιμου Σχεδιασμού του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Συγκεκριμένα, δηλώνει: «Η τεχνολογία των LED λαμπτήρων είναι πλέον αδιαμφισβήτητη για τα οφέλη και την ευκολία που προσφέρει. Στα πλεονεκτήματά της περιλαβάνονται η εξοικονόμηση ενέργειας και η ευελιξία της ως προς το πλήθος των κατανομών φωτισμού και το πλήθος των φασμάτων και των λευκών αποχρώσεων. Αυτά σε ό,τι αφορά το τεχνολογικό κομμάτι.

» Από κει και πέρα, το τελικό αποτέλεσμα σε ένα έργο φωτισμού εξαρτάται από διάφορες άλλες παραμέτρους: πρώτον, από το αν έχουν επιλεγεί λαμπτήρες με προδιαγραφές ανάλογες με το περιβάλλον για το οποίο προορίζονται. Τέτοιες προδιαγραφές είναι η κατανομή του φωτισμού, η θάμβωση, το φάσμα εκπομπής, η απόχρωση του λευκού χρώματος, η αντοχή στο χρόνο κ.α. Άλλος παράγοντας είναι αν έχουν μελετηθεί σωστά οι απαιτήσεις που έχει μια περιοχή ως προς τα επίπεδα φωτισμού, και φυσικά αν η υλοποίηση της μελέτης, δηλαδή η τοποθέτηση των φωτιστικών σωμάτων και των λαμπτήρων, έγινε όπως πρέπει».

Το πώς εξασφαλίζεται επαρκής φωτισμός είναι, λοιπόν, ένα ζήτημα πολυπαραγοντικό, και το επιβεβαιώνει και ο κ. Ζήσης: «Ακόμα και αν ένας Δήμος προμηθευτεί λαμπτήρες άψογης ποιότητας, το τελικό αποτέλεσμα μπορεί να αδικηθεί επειδή το φωτιστικό υπερθερμαίνεται, επειδή η εξαγωγή του φωτός βρίσκει εμπόδια ή έχει κακή κλίση ή επειδή το σύστημα τροφοδοσίας είναι κακής ποιότητας» εξηγεί.

Τα παιχνίδια του μυαλού με το φως

Μεταφέρουμε στους δύο καθηγητές τις απόψεις των επαγγελματιών με τους οποίους συνομιλήσαμε. Σχολιάζουν ότι η αντίληψή μας για το πότε μια περιοχή είναι φωτισμένη και πότε όχι εξαρτάται και από την ανθρώπινη ψυχολογία αλλά και τη νοοτροπία μας.

Ο κ. Δούλος σχολιάζει: «Όλα αυτά που συζητάμε έχουν να κάνουν και με τους ίδιους τους χρήστες του δημόσιου χώρου και τις προσδοκίες τους, το πώς αντιλαμβάνονται το αποτέλεσμα του φωτισμού.

»Θα σας δώσω δύο παραδείγματα. Πρώτον, κάποιος μπορεί να θεωρεί ότι ο οδοφωτισμός θα πρέπει να φωτίζει μέχρι και την αυλή ή το μπαλκόνι του σπιτιού του. Αυτή είναι μία λάθος και απαρχαιωμένη αντίληψη που κοστίζει σε ενέργεια και φωτορύπανση. Εκείνος, όμως, θα νιώθει ότι ο δρόμος υποφωτίζεται, ενώ αυτό δεν ισχύει. Απλώς ο δημόσιος φωτισμός κατευθύνεται εκεί που πρέπει. Δεύτερον, στις διαβάσεις εφαρμόζεται υποχρεωτικά κάθετος οδοφωτισμός, ώστε οι πεζοί να είναι ορατοί. Αν κάποιοι είναι απρόσεκτοι και διασχίζουν τους δρόμους εκτός διαβάσεων, εκεί πάλι δεν είναι θέμα αποκλειστικά της εφαρμογής του οδοφωτισμού αλλά και νοοτροπίας, όταν συμβαίνει κάποιο ατύχημα. Για αυτό, ακόμα και αν πληρούνται όλες οι προδιαγραφές, υπάρχει και το ζητούμενο του πώς αντιλαμβάνεται κάποιος το τελικό αποτέλεσμα. Η αίσθηση του φωτισμού σε έναν χώρο είναι κάτι το υποκειμενικό».

Ο κ. Ζήσης αναφέρει πως η επιστήμη της ψυχολογίας έχει δώσει εδώ και δεκαετίες ενδιαφέροντα αποτελέσματα για το πώς οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται το φωτισμό. «Σύμφωνα με μελέτες δημοσιευμένες ήδη από τη δεκαετία του 1950, υπάρχει ένα ψυχολογικό φαινόμενο που κάνει τους ανθρώπους να ζητούν περισσότερο φως όταν χρησιμοποιούνται λαμπτήρες ψυχρού φωτισμού απ’ ό,τι όταν χρησιμοποιούνται λαμπτήρες θερμού, ακόμα και αν στην πράξη αυτό δεν χρειάζεται». Στο μυαλό μας φέρνουμε τις δηλώσεις των επαγγελματιών της Εγνατίας, που έχουν την εντύπωση ότι οι παλιές λάμπες με τον κιτρινωπό, πιο θερμό φωτισμό ήταν πιο αποτελεσματικές.

Μάλιστα, ακόμα και το κλίμα μιας χώρας φαίνεται να επηρεάζει τις επιθυμίες των ανθρώπων γύρω από τη θερμοκρασία του φωτός, δηλαδή το πόσο κίτρινο ή λευκό θα είναι. Εδώ οι δηλώσεις των επαγγελματιών μοιάζουν να συγκρούονται με αυτά που λέει ο καθηγητής: «Έχει παρατηρηθεί πως, όταν μένουμε σε μια χώρα που είναι σχετικά ζεστή, όπως είναι η Ελλάδα, ο κόσμος προτιμάει τον ψυχρό φωτισμό. Αν πάτε στις βόρειες χώρες, όπου κάνει κρύο, ο κόσμος προτιμάει το θερμό φωτισμό. Θέλουμε δηλαδή η θερμοκρασία του φωτός να είναι αντιστρόφως ανάλογη με τη θερμοκρασία που έχουμε γύρω μας».

«Οι νέες λάμπες εστιάζουν στη διευκόλυνση του πεζού και του οδηγού, χωρίς να χρειάζεται να διαχέεται το φως παντού τριγύρω», διευκρινίζει και ο κ. Κατιρτζόγλου. «Οι τρέχουσες προδιαγραφές ορίζουν ότι η λάμψη του οδοφωτισμού δεν θα πρέπει να φτάνει πάνω από τον πρώτο όροφο των πολυκατοικιών, για να μην ενοχλεί. Πρέπει να απευθύνεται μόνο στοχευμένα, όπως απευθύνεται το LED, στο οδηγικό και το βαδιστικό επίπεδο. Οι λαμπτήρες νατρίου δεν έδιναν απαραίτητα περισσότερο φως. Απλώς, το φως διαχεόταν πολύ περισσότερο, προκαλώντας φωτορύπανση, θάμβωση και αυξημένη κατανάλωση ενέργειας. Φαίνεται πως το μάτι του κόσμου δεν έχει συνηθίσει ακόμα τη νέα κατάσταση, για αυτό και του φαίνεται ότι κάτι λείπει στο φωτισμό των δρόμων».

Πάντως, στην περίπτωση της Εγνατίας φαίνεται να παίζει δυστυχώς ρόλο και ο εμπορικός μαρασμός. Με τα λουκέτα να μετριούνται σε δεκάδες, είναι προφανές ότι το σκοτάδι πολλαπλασιάζεται τις βραδινές ώρες.

Έρχονται νέοι στύλοι φωτισμού στην Εγνατία

Πάντως, οι λαμπτήρες led φαίνεται πως ήρθαν για να μείνουν στην Εγνατία. Στο πλαίσιο του μεγάλου έργου ανάπλασης 10 εμπορικών δρόμων της πόλης, ανάμεσά τους και του συγκεκριμένου, προβλέπεται η αντικατάσταση και όλων των στύλων φωτισμού. Οι υπάρχοντες στύλοι, που είναι κατασκευασμένοι από σκυρόδεμα, μετράν δεκαετίες ζωής και αρκετοί από αυτούς έχουν υποστεί διάβρωση.

Ο κ. Κατιρτζόγλου λέει: «Το σκυρόδεμα σε κάποιους από τους παλιούς στύλους έχει υποστεί γήρανση. Παλιότερα είχαν αλλαχτεί μόνο ορισμένοι που ήταν ραγισμένοι.Τώρα θα αλλαχτούν κατά μήκος όλου του δρόμου. Οι νέοι στύλοι ηλεκτροφωτισμού θα έχουν λίγο πιο πυκνό φωτισμό, για να μην κόβεται το φως και από τα δέντρα όταν είναι ακλάδευτα. Σε επόμενη φάση, θα εξετάσουμε το ενδεχόμενο μήπως τοποθετηθούν και επιπλέον φωτιστικά στα πεζοδρόμια, ανάλογα με την απόδοση των νέων στύλων. Τα έργα έχουν ολοκληρωθεί μόνο στο 1/10, μέχρι τις γιορτές αναμένεται να έχουν προχωρήσει σημαντικά».

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα