Θεσσαλονίκη-Εικόνες: Φεύγουν μπάζα, σκουπίδια και «καταληψίες» από τον «Κόκκινο Πύργο»
«Είναι μια πρώτη απόπειρα του δήμου για να καθαριστεί ο χώρος, που αποτελεί μια υγειονομική βόμβα» είπε ο κ. Αγγελούδης
Σε επιχείρηση καθαρισμού του «Κόκκινου Πύργου», στην περιοχή της Ανάληψης, προχώρησε σήμερα ο δήμος Θεσσαλονίκης, καθώς ο χώρος εδώ και χρόνια έχει χαρακτηριστεί ως ανθυγιεινή εστία, ενώ εκφράζονται και έντονα παράπονα από τους δημότες.
Συνεργεία της Υπηρεσίας Καθαριότητας του δήμου και της Δημοτικής Αστυνομίας βρέθηκαν στον χώρο, επί της οδού Βασ. Όλγας, για να ξεκινήσει ο καθαρισμός από τα μπάζα, τα σκουπίδια και την οργιώδη βλάστηση.
«Γίνεται μια επιχείρηση καθαρισμού και έξωσης όσων έχουν βρει καταφύγιο. Είναι μια πρώτη απόπειρα του δήμου για να καθαριστεί ο χώρος, που αποτελεί μια υγειονομική βόμβα και αυτό πρέπει να σταματήσει», τόνισε ο κ. Αγγελούδης, αναγνωρίζοντας το πρόβλημα που ταλαιπωρεί τους κατοίκους της ευρύτερης γειτονιάς.
Ο δήμαρχος, σε συνάντηση με τους κατοίκους, τούς είχε υποσχεθεί πως αυτή είναι μια πρώτη επιχείρηση και θα γίνουν όσες ακόμη χρειαστεί προκειμένου να λυθεί το πρόβλημα.
Το «παρών» στην επιχείρηση έδωσαν οι αντιδήμαρχοι Καθαριότητας, Γιώργος Δημαρέλος και Δημοτικής Αστυνομίας, Κώστας Τσιαπακίδης. Ο κ. Δημαρέλος ανέφερε πως ο δήμος ανταποκρίθηκε στο αίτημα των κατοίκων και της περιοχής για να «καθαριστεί ο χώρος που αποτελούσε εστία μόλυνσης και πηγή κινδύνου για τη δημόσια υγεία. Όπου υπάρχουν εστίες μόλυνσης και βρωμιάς θα επεμβαίνουμε. Θα συνεχίσουμε σε αυτούς τους ρυθμούς». Από την πλευρά του, ο κ. Τσιαπακίδης συμπλήρωσε πως το επόμενο βήμα είναι να γίνει «μια συντονισμένη ενέργεια, με την ΕΛΑΣ, ώστε οι συγκεκριμένοι που μένουν εδώ να φύγουν. Εδώ, πάντως, δεν θα μείνουν».
Ο «Κόκκινος Πύργος», γνωστός ως «Chateau mon bonheur» -δηλαδή «Ο Πύργος της Ευτυχίας μου», βρίσκεται στην οδό Βασ. Όλγας 110, στην τότε συνοικία των εξοχών. Η Ευτυχία υπήρξε ο μεγάλος έρωτας του Δημήτρη Ιωαννίδη – Τσακιρντέκη, ο οποίος θέλησε να αποδείξει την αγάπη του για εκείνη στα τέλη του 19ου αιώνα, χτίζοντας έναν πύργο που λέγεται πως κόστισε 140.000 γρόσια.
Τα χαρακτηριστικά κόκκινα τούβλα με τα οποία έχει χτιστεί είναι σήμα κατατεθέν. Ωστόσο, εδώ και πολλά χρόνια είναι εγκαταλελειμμένο στη φθορά του χρόνου και αφημένο στη μοίρα του, παρά το γεγονός ότι έχει χαρακτηριστεί ως διατηρητέο.
Το καλοκαίρι του 2017 υπέστη μεγάλες καταστροφές από πυρκαγιά που προκλήθηκε από άγνωστη αιτία, ενώ η τελευταία επιχείρηση καθαρισμού από τον δήμο έγινε τον Ιούνιο του 2018. Το κτίριο βρίσκεται σε αχρηστία, ενώ στα «σπλάχνα» του αρκετοί βρίσκουν καταφύγιο για να περνούν τις μέρες και τις νύχτες τους.
Η ιστορία του «Κόκκινου Πύργου»
Το ιδιότυπο αρχιτεκτονικά διατηρητέο κτήριο, που ανήκει κατά το ήμισυ στο κληροδότημα Δημ. Ιωαννίδη του Σιατιστέως και σε άλλους κληρονόμους, τα τελευταία χρόνια είχε εγκαταλειφθεί στη φθορά του χρόνου.
Η οικία Δειράν Αβδουλάχ, μετέπειτα Δημήτρη Ιωαννίδη του Σιατιστέως (το όνομά του ο Πύργος το πήρε απ΄τον μεγάλο έρωτα του ιδιοκτήτη, τη σύζυγό του, Ευτυχία) χρονολογείται πριν το 1890 και είναι το παλιότερο σωζόμενο κτίριο της Λεωφόρου των Εξοχών.
Σχεδιάστηκε από τον Φρέντερικ Σαρνό. Πριν την επιχωμάτωση της Παραλίας γειτνίαζε με τη θάλασσα. Στην ουσία µιλάµε για δύο κτίρια, που όταν πρωτοκατασκευάστηκαν ήταν το ένα κατοικία του ιδιοκτήτη και το άλλο καφέ, µε τραπεζάκια στο πεζοδρόμιο.
Σε μια περιγραφή του 1890, όπου γίνεται αναφορά στον κόκκινο πύργο της Ανάληψης, ένας Αθηναίος δημοσιογράφος και περιηγητής, που δημοσιεύει τις εντυπώσεις στο Ημερολόγιο του Σκώκου, ο Δ. Βαρδουνιώτης, γράφει για τα μοναδικά αυτά οικοδομήματα των Εξοχών:
«Τα μέγαρα των πύργων (αρχοντικών) είναι μεγάλα και εξαίσια οικοδομήματα, είναι δε τα πλείστα θεριναί κατοικίαι των ιδιοκτητών αυτών. Θαυμάζει το κομψότατον, μεσαιωνικού ρυθμού, μέγαρον φέρον εις την εξώθυρα μεγάλοις χρυσοίς ψηφίοις την επιγραφήν ‘Chateau mon Bohneur’».
Η ιστοσελίδα thessmemory.gr αναφέρεται στις… περιπέτειες του διατηρητέου καθώς και την ιστορία του:
«Ο ιδιοκτήτης του πύργου Δημήτρης Ιωαννίδης είχε πλουτίσει από την παραγωγή και το εμπόριο μάλλινων υφασμάτων, ιδιαίτερα αυτών που ονομάζονται εγχωρίου τύπου (δηλαδή τα παραδοσιακά ρούχα της εποχής σαγιάκια και γαϊτάνια). Είχε καλή μόρφωση και δούλεψε για λίγο ως δάσκαλος. Εγκατέλειψε όμως νωρίς το διδασκαλικό επάγγελμα και εγκαταστάθηκε αρχικά ως έμπορος στα Βελεσά (το σημερινό Βέλες) και αργότερα επέκτεινε τις επιχειρήσεις του στο Μοναστήρι και τη Θεσσαλονίκη. Στα Βελεσά παντρεύτηκε την Μαρία Τσικερδέκη, αλλά από το γάμο τους δεν απόκτησαν παιδιά.
Ο Δημήτριος Ιωαννίδης πέθανε το 1906 σε ηλικία 65 χρονών και άφησε όλη σχεδόν την περιουσία του, χρήματα και ακίνητα, για φιλανθρωπικούς σκοπούς, τη διαχείριση της οποίας είχε ως το 1934 που πέθανε η γυναίκα του. Από την δωρεά χτίστηκαν, στην πρώτη δεκαετία του εικοστού αιώνα η Ελληνική αστική σχολή Δημ. Ιωαννίδου, Σιατιστέως, δηλαδή το σημερινό Ιωαννίδειο δημοτικό σχολείο στο Ιπποδρόμιο, ένα περίπτερο στο παλιό Θεαγένειο νοσοκομείο που κατεδαφίστηκε κατά την ανέγερση του σύγχρονου κτηρίου και ένα νηπιαγωγείο στη Σιάτιστα. Το Ιωαννίδειο Ιδρυμα, στο οποίο ανήκει κατά το ήμισυ και το «κόκκινο» σπίτι της Ανάληψης, αξιοποιώντας τα κληροδοτήματα του Ιωαννίδη, μέχρι σήμερα, διαθέτει τα έσοδά του για φιλανθρωπικούς σκοπούς και για σπουδές φοιτητών από τη γενέτειρα του ευεργέτη.
Το κυρίως μέγαρο, διώροφο με έξι δωμάτια, που καταλήγει σε πύργο με τις αναγεννησιακές (βενετικές) επάλξεις, στέγασε κατά καιρούς, πέρα από την οικογένεια Ιωαννίδη και άλλες χρήσεις και δραστηριότητες. Χρησιμοποιήθηκε για αρκετά χρόνια ως οικοτροφείο για τις μαθήτριες που φοιτούσαν στα γειτονικά «Εκπαιδευτήρια Αγλαΐας Σχινά».
Στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο στεγάστηκαν προσφυγικές οικογένειες που έμειναν στο παλιό κτήριο ως τους σεισμούς του 1978. Στην αυλή του, προς τη θάλασσα, στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο στήθηκαν μεταλλικά τολ που φιλοξένησαν προσκόπους και εργαστήρια του γειτονικού Ε’ γυμνασίου»
Την τελευταία δεκαετία στο εσωτερικό του, συχνά πυκνά, εκδηλώνονται περιστατικά με φωτιές.
Η σοβαρότερη από αυτές εκδηλώθηκε το 2017, με μπαράζ μάλιστα περιστατικών μέσα σε λίγες ώρες.
Η φωτιά ξέσπασε στον υπόγειο χώρου του βοηθητικού κτιρίου της αυλής, εκεί που υπάρχουν στοιχεία οικοσκευής, στρώματα, κουβέρτες κλπ, που ανήκουν σε αστέγους και χρήστες ναρκωτικών που τον χρησιμοποιούν.