ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΜΥΘΟΥΣ: Δημήτρια, στα 1157 μΧ
Πώς μπορεί να ζούσε η πόλη και οι άνθρωποι της την γιορτή του Αγ. Δημητρίου πριν από εννιά αιώνες
Ο γνωστός μεγαλέμπορας της Θεσσαλονίκης κυρ Δημητράκης Αργυρόπουλος γεννήθηκε στα 1096 κι επομένως για τη χρονιά που μιλάμε είχε για τα καλά πατημένα τα εξήντα. Και καλοζωισμένα. Εκείνη την ημέρα, παραμονή της ονομαστικής του εορτής, ξύπνησε ευδιάθετος.
Φρόντισε με σχολαστική επιμέλεια τον εαυτό του και ύστερα κατέβηκε, βαρύς και δυσκίνητος από τον όγκο του σώματος, τα πέτρινα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο μαγερειό.
Το προσωπικό είχε πιάσει κιόλας δουλειά από τα ξημερώματα. Ο Αρμένης επιστάτης του, ο Τακβόρ, οι δυο ορφανές δούλες εκ Σερρών, Σασώ και Σταυριανή, και η υπέργηρη μαγείρισσα Θεώνη. Στάθηκε στο κατώφλι και με φωνή που καιρό είχανε να την ακούσουνε τόσο χαρούμενη τους παράγγειλε:
– Αύριο γιορτάζει το σπίτι, θα στρώσουμε τραπέζι για πολύν κόσμο. Τακβόρ, ετοίμασε το κάρο, πάρε και τα δυο κορίτσια και σύρετε στο μεγάλο πανηγύρι για τα χρειαζούμενα. Ψάξε και για τίποτα κυνήγια, γνωρίζεις εσύ.
Στράφηκε να φύγει, μα κάτι θυμήθηκε και γύρισε πάλι πίσω.
– Να τις προσέχεις τις μικρές, Τακβόρ.
Η φωνή του είχε τον τόνο της φροντίδας, της έγνοιας του για τους ανθρώπους του σπιτιού του. Διότι εκτός οικίας ο κυρ Δημητράκης Αργυρόπουλος – μεγαλέμπορας βαμβακιού και ίσως το πιο μεγάλο όνομα μέσα στη Θεσσαλονίκη, ξακουστός στις αγορές της Ιταλίας και της Κεντρικής Ευρώπης – είχε τη φήμη του σκληρού ανθρώπου που νιαζότανε μόνο να κλείνει συμφέρουσες συμφωνίες. Λέγανε μάλιστα πως αυτός κανόνιζε κάθε χρόνο τις τιμές του βαμβακιού και εξ επί τούτου φρόντιζε να κάνει το πρώτο άνοιγμα προτού τον προλάβουν ο Δήμος Λαγός ή ο Θωμάς Κόροβιτς ή ο ακόμη ακόμη και ο Ανδρόνικος Πάϊκος που για τη χρονιά που μιλάμε δε λογιζότανε και τόσο μεγάλος έμπορας· αργότερα ήταν που τους ξεπέρασε όλους.
Και πάντα ο κυρ Δημητράκης Αργυρόπουλος τα κατάφερνε.
Το κάρο ετοιμάστηκε. Τα δυο κορίτσια ανέβηκαν απάνω με καρδιοχτύπι, παραζαλισμένα ακόμα από την ανέλπιστη καλοτυχία τους εκείνο το πρωί. Θα είχαν μιαν ολόκληρη ημέρα ελευθερίας για χασομέρι μέσα στο μεγάλο παζάρι, που μόνο από τις διηγήσεις κάποιων άλλων το γνώριζαν.
Πέρασαν τη Χρυσή Πύλη και βγήκαν έξω από τα τείχη της πόλης. Μπροστά τους απλωνότανε το πανηγύρι στρωμένο σαν πελώριο γιορταστικό τραπέζι. Είχε ξεκινήσει πριν από τέσσερις μέρες και θα βαστούσε άλλο τόσο.
Άνοιξαν διάπλατα τα μάτια τους, δε χόρταιναν το θέαμα. Όλος ο κάμπος από τα τείχη μέχρι πέρα στις όχθες του Αξιού ένα μωσαϊκό από ανθρώπους, πραμάτειες και ζώα. Πρόχειρες ξύλινες παράγκες και πάνινες σκηνές η μια δίπλα στην άλλη, ξέχειλες από του κόσμου τ’ αγαθά, κουβαλημένα από κοντινές και μακρινότερες επαρχίες, από νησιά, ακόμη κι από ξένες χώρες.
Μπορούσες να βρεις γουναρικά, παστά ψάρια και χαβιάρια από τη Μαύρη Θάλασσα, μεταξωτά, μπαχαρικά κι αρώματα από τη μακρινή Ανατολή, δαντέλες, πολύτιμα έπιπλα και σκεύη από την Ιταλία και την Ισπανία, δέρματα και υφάσματα από τη Φοινίκη και τη Συρία. Και στο τέλος αυτής της απίθανης σαρανταποδαρούσας, στο τέρμα δίπλα στον Αξιό, το μεγάλο ζωοπάζαρο.
Μια απέραντη αλάνα γεμάτη από άλογα ράτσας και μουλάρια, πρόβατα και γίδια, αγελάδες και βουβάλια, γουρούνια και γουρουνόπουλα, πουλερικά κοινά και σπάνια.
Στο παζάρι σουλατσάριζε ένα ετερόκλητο πλήθος από έμπορους, πουλητάδες, περίεργους που ‘χανε πάει μόνο για το σεργιάνι, πλούσιους και καλοντυμένους αστούς που φρόντιζαν τις χειμωνιάτικες προμήθειες τους, φτωχούς χωρικούς που πουλούσαν ό,τι απ’ τα λιγοστά τους πράγματα μπορούσε να πουληθεί, κουρελήδες ζητιάνους που ελπίζανε στη μεγαλοψυχία των αφεντάδων, γνωστούς καταφερτζήδες τρακαδόρους και κατεργάρηδες της πόλης που έψαχναν για καινούργια θύματα, μουσικάντηδες, τομπολατζήδες που προσπαθούσαν να τα οικονομήσουν στ’ αρπαχτά, ταχυδακτυλουργούς και μάγους, ακροβάτες εκπαιδευμένους στου κόσμου τα σκέρτσα και τα καμώματα, μικροαπατεώνες και τσαρλατάνους από τα γύρω χωριά, ειδικούς σε απάτες όλων των πιθανών διαβαθμίσεων, κλεφτρόνια, μπαγαπόντηδες και λωποδύτες που βρίσκαν την άγια τους χαρά μέσα στο συνωστισμό.
Ένας καλόγερος είχε απλωμένα μπροστά του σταυρουδάκια, κομποσχοίνια και τάματα μουρμουρίζοντας απειλές, «ήγγικεν η ώρα».
Ανάμεσά τους εξασκημένοι ακροβάτες με ξυλοπόδαρα αιωρούνταν πάνω από τα κεφάλια του έκθαμβου πλήθους.
Οι γυναίκες, το πιο χαρούμενο κομμάτι αυτής της θορυβώδικης μυρμηγκιάς. Λευτερωμένες για λίγες μέρες το χρόνο από την άχαρη φροντίδα του σπιτιού και την πιεστική αντρική επίβλεψη, τρέχανε παρέες παρέες, άλλες σέρνοντας μαζί τους τις δούλες τους και οι πιο φτωχές μόνες, τραβολογώντας από το χέρι ένα τσούρμο ατίθασα πιτσιρίκια, που γρήγορα έχαναν το ενδιαφέρον τους και γκρίνιαζαν αφόρητα.
Το κάρο σταμάτησε, δεν πήγαινε άλλο. Κόσμος μαζεμένος γύρω από μιαν αυτοσχέδια σκηνή πλανόδιων θεατρίνων είχε κλείσει το δρόμο. Ο Τακβόρ φώναξε, παρακάλεσε να του κάνουν τόπο να περάσει μα όλος εκείνος ο όχλος ούτε καν τον άκουγε σκασμένος στα γέλια από τα καμώματα κάποιου ταχυδακτυλουργού, που σκάρωνε απίστευτα κόλπα με τη βοήθεια μιας μαϊμούς.
Η Σασώ, που ποτέ ως τότε στη ζωή της δεν είχε αποφασίσει κάτι για τον εαυτό της, με μια τολμηρή έμπνευση αυτοσχεδιασμού, άρπαξε τη Σταυριανή – που τόσο ήθελε – από το χέρι και μ’ ένα σάλτο βρεθήκανε και οι δυο έξω από το κάρο, αντιμέτωπες με όλα τα πλήθη της γης κι έτοιμες να ζήσουν ολόκληρη τη ζωή τους σε μια μέρα.
– Θα σ’ ανταμώσουμε το σούρουπο στην Πόρτα! φώναξαν στον Τακβόρ που εκείνη τη στιγμή ανησυχούσε περισσότερο για την τύχη της άμαξας παρά για των κοριτσιών.
Αυτές τρέχοντας χάθηκαν μέσα στη χαρούμενη βαβυλωνία των Δημητρίων.
Περιπλανήθηκαν αρκετή ώρα ανάμεσα στους πάγκους χαζεύοντας τα πολύτιμα βαμβακερά και τα αραχνοϋφαντα μεταξωτά, που προορίζονταν για φορέματα των κυράδων. Το μάτι τους έμεινε σε κάποιον άρχοντα. Παζάρευε τιμές.
Τέλος έσκυψε, έβγαλε ένα μικρό πουγγί καλά κρυμμένο στη μπότα του, πλήρωσε δυο χρυσά κωνσταντινάτα στο μελαμψό έμπορο κι έδωσε στο δούλο που τον ακολουθούσε ένα τόπι ύφασμα.
– Για την καλή του θα τ’ αγόρασε, είπε με ζήλια η Σασώ.
Υστερα φάγανε αρκετή ώρα ψαχουλεύοντας τα λογίς λογίς δέρματα, άλλα δουλεμένα αξιοθαύμαστα και με γούστο κι άλλα ευτελή και τιποτένια που θα μπορούσες να τ’ αγοράσεις για μια βουκιά ψωμί στους τόπους προέλευσής τους.
Μα εδώ θες η μαεστρία των πουλητάδων, θες η μαγεία του πανηγυριού ανέβαζε τις τιμές στα ύψη. Για τις δυο μας κοπέλες, ωστόσο, όλα αυτά τα ποσά και οι τιμές και οι δοσοληψίες ήταν πέρα από τις δυνατότητές τους για τον απλούστατο λόγο πως στις φαρδιές τσέπες απ’ τις ποδιές τους μονάχα φαγώσιμα έκρυβαν.
Αργότερα κοντοστάθηκαν σαστισμένες στη σκηνή του Βενετσιάνου τεχνίτη Πεντρετσιόλι. Φυσούσε μ’ ένα φυσερό μια πυρωμένη γυάλινη μπάλα και αυτή μεταμορφωνόταν μπροστά στα έκπληκτα μάτια του κόσμου σε υπέροχα χρωματιστά μπουκαλάκια για αρώματα.
Σταυροκοπήθηκαν βιαστικά καθώς περνούσαν μπροστά από τον πάγκο του καλόγερου με τα φυλαχτά, τα θυμιάματα και τα βοτάνια, γιατρικά για όλους τους πόνους και τις σατανικές βασκανίες.
Ήθελαν να τα δουν όλα.
Στη βιασύνη τους πάνω σκόνταψαν σε μια στοίβα από καλάθια λυγαριάς. Τα σκόρπισαν καταγής και απομακρύνθηκαν τρέχοντας με πνιχτά χαχανητά, γιατί η γριά που τα πουλούσε έβαλε τις φωνές σε μια γλώσσα, που άκουγαν πρώτη φορά.
Εκείνο όμως που τις μαγνήτισε πιο πολύ απ’ όλα ήταν το θέαμα του Μάγου από την Πελοπόννησο. Γιγαντόσωμος και μαυριδερός ντελαλούσε πως είχε μυηθεί στα μυστικά της τέχνης του σε κάποια χώρα της ανατολής, που τα κορίτσια δεν την είχανε καν ακουστά. Μα αυτό δεν τις εμπόδισε να τον πιστέψουν. Και πώς να μην τον πιστέψει άλλωστε κανείς; Η μαντική του βασιζότανε στα ειδικά φτερά της τύχης, φερμένα αποκλειστικά από τον ίδιο, από κάπου πολύ μακρυά. Είχαν περάσει, έλεγε, από εφτά ωκεανούς και σαράντα κύματα. Κι ό,τι θα πουν, αυτό και μόνον είναι η αλήθεια.
Ήτανε πράγματι ένας μάγος στο να ξεστομίζει τις πιο ευφάνταστες υπερβολές με τον πιο πειστικό τρόπο.
Εκείνη την ώρα μια γυναίκα, φαινότανε πλούσια κυρά, ζήτησε να μάθει την τύχη της. Ο Μάγος με θεατρικές κινήσεις έβγαλε από τον κόρφο του ένα περιστέρι και το πρόσταξε να τσιμπίσει με το ράμφος του κάποιο από τα χιλιάδες χρωματιστά φτερά που βρίσκονταν μπροστά του σ’ ένα βάζο. Το περιστέρι έβγαλε ένα ολόασπρο πούπουλο. Εκείνος το άφησε να αιωρείται στον αέρα μελετώντας προσεχτικά τις κινήσεις του, ώσπου αυτό έπεσε απαλά στο λασπωμένο έδαφος.
Η προφητεία του Μάγου για το μέλλον της κυράς ανταμείφθηκε μ’ ένα ολόκληρο ασημένιο μιλιαρήσιο.
Η Σασώ και η Σταυριανή κοιτάχτηκαν με λαχτάρα. Ο Μάγος έπιασε το βλέμμα τους και τις πλησίασε.
– Θέλετε να μάθετε την τύχη σας; Το περιστέρι μου δε λαθεύει ποτέ. – Θέλουμε, απάντησε η Σασώ – Μα δεν έχουμε να σε πληρώσουμε, συμπλήρωσε με παράπονο η Σταυριανή. – Την πληρωμή την κανονίζουμε κι αλλιώς, είπε εκείνος. Ποια απ’ τις δυο σας θέλει να μάθει πρώτη;
Η Σταυριανή σκούντησε απαλά τη Σασώ. Δεν της καλοφαινόταν εκείνος ο πονηρός άνθρωπος με το αλλόκοτο ντύσιμο και το περιπαιχτικό χαμόγελο. Μα η Σασώ, πιο τολμηρή, ήθελε ν’ ακούσει αν θα τέλειωνε τη ζωή της σα δουλάκι στο αρχοντικό του κυρ Δημητρού του Αργυρόπουλου ή αν η μοίρα τής φύλαγε κάποιο αναπάντεχο δώρο. Το περιστέρι τράβηξε ένα μπλε φτερό κι όταν εκείνο έπεσε καταγής, ο Μάγος χαμογελώντας,
– Μεγάλη τύχη σε περιμένει κορίτσι μου. Θα γνωρίσεις τόπους πολλούς, πολιτείες καινούργιες κι ανθρώπους σπουδαίους. – Και πώς θα γίνει αυτό; ψέλλισε σα χαμένη η Σασώ.
Εκείνος δεν έχασε την ευκαιρία.
– Χρειάζομαι δυο όμορφα κορίτσια σαν κι εσάς για τη δουλειά μου. Ελάτε μαζί μου να γνωρίσετε τον κόσμο.
Η Σταυριανή τρόμαξε ακόμα περισσότερο και τράβηξε με δύναμη τη Σασώ από το χέρι για να φύγουν.
-Άμα τ’ αποφασίσετε ελάτε να με βρείτε. Θα είμαι εδώ ακόμη τρεις μέρες, φώναξε ο Μάγος στα κορίτσια που πισωπατούσαν και στράφηκε στον επόμενο πελάτη.
Με την περιπλάνηση είχανε φτάσει κιόλας στο ζωοπάζαρο, δίπλα στις όχθες του Αξιού. Εκεί το σκηνικό άλλαζε όψη, έχανε τη μαγεία του, γινόταν ένας τόπος βρώμικος και λασπωμένος, με πνιγηρές αναθυμιάσεις από την κόπρο και τα ούρα των ζώων. Με τόση δυσοσμία δε μπορούσες ν’ ανασάνεις.
Για πρώτη φορά ένιωσαν πως χάθηκαν και μάλιστα χωρίς να ‘χουνε μαζί τους τίποτα φαγώσιμο. Το καλαθάκι με το ψωμί, το τυρί, τα κρεμμύδια και τα ξερά σύκα το είχαν αφημένο στο κάρο.
Στην όχθη του ποταμού κάτι πιτσιρικάδες με τις σφεντόνες τους σημάδευαν αγριόπαπιες. Ένας απ’ αυτούς, λίγη ώρα πιο πριν, είχε πετύχει έναν πελώριο κύκνο, του ‘στριψε το λαρύγγι για να τον αποτελειώσει και τώρα τον ξεπουπούλιζε με την ησυχία του.
Τα κορίτσια ανατρίχιασαν στο θέαμα.
Όχι πως δεν ξεπουπούλιζαν κι αυτές πουλερικά για το τραπέζι του κυρ Δημητράκη, μα ένα τόσο όμορφο πουλί…
– Γιατί το σκότωσες; τον ρώτησε θυμωμένη η Σταυριανή. – Πουλάμε τα πούπουλα στο Μάγο, που λέει τύχες, απάντησε ο πιτσιρικάς με ύφος επαγγελματία στ’ αλισβερίσια και χωρίς να σταματήσει λεπτό το μάδημα. – Αχ, Θεέ μου, ψέματα που λέει ο κόσμος! είπε με απογοήτευση η Σασώ και κοίταξε τη Σταυριανή. Στεκόταν έτοιμη να ρωτήσει αν αυτό το νερό του ποταμιού εκεί μπροστά τους ήτανε οι εφτά ωκεανοί και τα σαράντα κύματα που διαφήμιζε ο Μάγος. Μα ντράπηκε και δε μίλησε.
Είχε πια πάρει να σουρουπώνει. Έπρεπε να βιαστούνε μην τις πιάσει η νύχτα, ήταν μακρύς ο δρόμος της επιστροφής.
Με μαζεμένα τα φουστάνια, τσαλαβουτώντας μέσ’ τα λασπόνερα, πέρασαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν προς τα πίσω όλον εκείνο τον δρόμο του παζαριού· χωρίς να σταθούνε αυτή τη φορά μπροστά στα μεταξωτά και τις γούνες, αδιάφορες για τους πραματευτάδες που τις καλούσαν να αγοράσουν, χωρίς να ρίξουν ένα βλέμμα στο Μάγο που τις είδε και κούνησε χαιρετώντας με το χέρι του, χωρίς καν να κάνουν το σταυρό τους μπροστά στον καλόγερο που ως εκείνη την ώρα συνέχιζε να πουλάει σταυρουδάκια και τάματα.
Όταν πια έφτασαν στη Χρυσή Πύλη είχε σκοτεινιάσει. Ο Τακβόρ τις περίμενε ανήσυχος με το κάρο φορτωμένο προμήθειες. Από μακριά ακουγότανε οι καμπάνες του Άη Δημήτρη που καλούσαν τους πιστούς για τον πανηγυρικό εσπερινό της εορτής του. Ίσα που προλάβαιναν το «Νευράτου»*.
*Έστι αποκαλούσαν οι παλιοί Θεσσαλονικής το απολυτίκιο του Αγίου Δημητρίου από το «Μέγαν εύρατο…»
** Η Λένα Καλαϊτζή – Οφλίδη και ο Σίμος Οφλίδης γράφουν μαζί από τη δεκαετία του ’80.
*** Πρώτη δημοσίευση «Θεσσαλονίκης χαλκεία και χαλκεύματα» μυθιστορίες, Εκδόσεις Ιανός 2022.