Βαρέθηκα το γκρίζο των µατιών σου

Στεκόταν πάνω σ’ ένα βουνό από σκουπίδια και µε κοίταζε όπως ποτέ ρολόι δεν έχει κοιτάξει άνθρωπο. Μ’ ένα βλέµµα που φωσφόριζε πάνω στα µαύρα του µάγουλα, το ένα βλέφαρο καρφί στο εννιά και το άλλο, το µικρότερο, πεσµένο στο τέσσερα. Άρα σταµατηµένο στις εννιά και είκοσι (τα µόνα µαθηµατικά που ξέρω είναι να διαβάζω […]

Άκης Δήμου
βαρέθηκα-το-γκρίζο-των-µατιών-σου-23680
Άκης Δήμου
1.jpg

Στεκόταν πάνω σ’ ένα βουνό από σκουπίδια και µε κοίταζε όπως ποτέ ρολόι δεν έχει κοιτάξει άνθρωπο. Μ’ ένα βλέµµα που φωσφόριζε πάνω στα µαύρα του µάγουλα, το ένα βλέφαρο καρφί στο εννιά και το άλλο, το µικρότερο, πεσµένο στο τέσσερα. Άρα σταµατηµένο στις εννιά και είκοσι (τα µόνα µαθηµατικά που ξέρω είναι να διαβάζω την ώρα). Ένας θεός ξέρει τι του ‘πανε και πριν χτυπήσει δώδεκα κατάπιε τους δείχτες του και πνίγηκε. Έτσι πνιγµένο σκαρφάλωσε στην κορυφή των σκουπιδιών της ∆ελφών, ανάµεσα σ’ ένα περίπτερο και σ’ ένα βενζινάδικο.

Απόγευµα ∆ευτέρας όλ’ αυτά, εγώ περαστικός απ’ τη Θεσσαλονίκη έψαχνα το σπίτι µου. ∆εν ήταν ώρα για φιλοσοφίες, είχα ένα σωρό στο νου µου (σκουπίδια τα πιο πολλά αλλά τι να κάνεις…), πλην έκατσα και κοίταζα το ρολόι µέχρι που µατιάστηκα. Και είπα είναι κιόλας ∆εκέµβρης, τελειώνει ο χρόνος και διάλεξε, διάλεξε τώρα πώς θες να τον θυµάσαι, διάλεξε τα χάι λάιτς του και ονόµασέ τα, µην κάνεις βήµα αν δεν τα ονοµάσεις ένα ένα. Αλλά ήµουν πολύ κουρασµένος κι ο κουρασµένος άνθρωπος είναι κι αναποφάσιστος, τι να πρωτοθυµηθώ εξάλλου;

Για το πυρ το εξώτερο όλη η χρονιά, στην µπούκα ένας ολόκληρος κόσµος έτοιµος να ξεπαστρέψει τον άλλο ολόκληρο κόσµο, βλοσυροί κι απελπισµένοι, πουθενά δε γελάνε. Μπες σ’ ένα λεωφορείο να δεις, όλοι µε το βλέµµα θολό και τις χούφτες σφιγµένες, έτοιµοι να πλακώσουν στις γρήγορες οδηγούς, ελεγκτές και αλλήλους. Μονάχα µια κυρία στο 58, καθισµένη σ’ ένα βουνό από πλαστικές σακούλες, µιλάει αγχωµένα στο κινητό της για να µάθουµε όλοι ότι η Ντέµι Μουρ έβγαλε άρωµα και µέχρι απόψε το βράδυ το δίνουν 15,75€ τρέξε να προλάβεις, αύριο δεν θα υπάρχει η προσφορά, θέλει κι η Ντέµι Μουρ να ζήσει, νοµίζεις στην Αµερική είναι καλύτερα τα πράγµατα;

Οµίχλη πέφτει στις σκεπές, αλαλιασµένη πόλη. Και να σκεφτείς ότι δεν είναι µακριά ο καιρός που ξεσαλώναµε, αν και ούτε τότε γελάγαµε πραγµατικά, χάχανα µόνο µέχρι λόξυγκα, ρώτα όλα τα ρολόγια της Ελλάδας πόσες στιγµές θριάµβου µέτρησαν πριν καταλήξουν στα σκουπίδια, σταµατηµένα στις εννιά και είκοσι, που, τώρα που το ξανασκέφτοµαι, θα µπορούσε κάλλιστα να είναι και τόκος αν όλοι οι τόκοι δεν ήταν πολύ ψηλότεροι.

Τι (µου) µένει λοιπόν από το αγέρωχο 2012; Μου µένει που απ’ το Μάιο και µετά είχα χαθεί απ’ τη Θεσσαλονίκη, ξένος ανάµεσα σε πρωινούς καφετζήδες και νυχτερινές αεροσυνοδούς. ∆εκαπενθήµερα αµπαρωµένος σε δωµάτια ξενοδοχείων, ηµίδιπλα κρεβάτια και δίπλα στο ηµίδιπλο το κινητό αλλά κανείς δεν είχε νέα, όλοι είχαν παλιώσει ξαφνικά λες και το ‘χαν βάλει στοίχηµα. Στέλνανε µόνο κάτι ασπρόµαυρα µηνύµατα, όταν τα ξαναδιάβαζα ήταν αδύνατο να συνδυάσω τον αποστολέα µ’ αυτά που µου ‘γραφε. Μουδιασµένος καθόµουνα στον υπολογιστή και χαζολόγαγα µέχρι να βγάλω αφρούς µε κάτι απίστευτες παπαριές (σε τρισάθλια ελληνικά, εννοείται) στα πολυποίκιλα σάιτς. Επαναστάτες όλοι του Microsoftword, έτοιµοι µε τα δάχτυλα στο πληκτρολόγιο να πατάξουν την κρίση αλλά δεν φταίει η κρίση, φταίει που σχεδόν όλοι µας συµπεριφερόµαστε σα να µη µας αφορά και πολύ η κατάντια µας ή σα να µας αφορά σαν µια ακόµη αφορµή για να δείξουµε πόσο λίγοι είµαστε. Και που δεν µάθαµε ακόµη να πενθούµε, πράγµα φυσικό µε τόσα ψευτοδράµατα που πείσαµε κατά καιρούς τον εαυτό µας ότι ζει.

Τέτοια σκεφτόµουνα αριστερά δεξιά που τριγύρναγα ένα ολόκληρο καλοκαίρι κι ένα φθινόπωρο, µετρηµένο στα σαµπουάν και τους αφρούς ξυρίσµατος των προσφορών – δείγµα δωρεάν, χωρίς το άρωµα της Ντέµι Μουρ, εννοείται, αφού δεν είχε ακόµα κυκλοφορήσει. Κι όποτε γύρναγα για λίγο, η Θεσσαλονίκη ήταν πάντα στη θέση της, ίδια κι απαράλλαχτη, χωρίς ούτε ένα πραγµατικό δάκρυ γι’ αυτό που της συµβαίνει, µόνο σεντόνια στα µπαλκόνια, µαύρα στο Κρατικό Θέατρο κι άσπρα στο ∆ηµαρχείο, ωραία αντίθεση, τη µαξιλαροθήκη να την πάρεις σε καρό, όλο και κάπου θα τη βρεις σε προσφορά. Πολλαπλασιάζονταν τα καφέ, από κοντά και τα ξενοίκιαστα – ποιος θα νικήσει σ’ αυτόν τον ευγενικό αγώνα;

Τελικά, νίκησαν τα σκουπίδια. Σε κάθε κάδο κι ένα άχρηστο, σταµατηµένο ρολόι, παραπονεµένο που δεν πιάνει µία, κανείς δεν τόλµησε να το πουλήσει για να πάρει κοµπολόι, πού να βρεις αγοραστή για κάτι τέτοια σήµερα; Εξάλλου δεν είναι για µας ο χρόνος, χαρά µου, δεν θέλουµε να τον ξέρουµε εδώ πέρα. Τέτοιος που είναι του κόψαµε µια και καλή την καληµέρα, κι αν θέλει να περνάει δικαίωµά του, εµείς θα του γυρνάµε την πλάτη. «Εδώ το µόνο πεπρωµένο είναι η ζωή µε µυστικά», που τραγουδάνε και οι «Κόρε. Ύδρο» σ’ εκείνο το υπέροχο τραγούδι, που, αν και γραµµένο τρία χρόνια πριν, παραµένει το ίδιο υπέροχο ίσως γιατί καµιά εφηµερίδα δεν το µοίρασε στους δώρο αναγνώστες της. Κι ίσως το µόνο όπλο µας πια είναι κάτι τέτοια τραγούδια που, παθιασµένα και χωρίς φόβο, προπαγανδίζουν την ανάγκη µιας µυστικής, σιωπηλής ζωής µακριά απ’ τις ζητωκραυγές των like, µοναδική περιουσία του κάθε καραβοτσακισµένου των socialmedia. ∆εν είναι πολλά αλλά φτάνουν για να συνοδεύσουν το 2012 µέχρι τον κάδο µε τα ξεχαρβαλωµένα ρολόγια. Και µπορεί ν’ ακουστώ (και ίσως είµαι) ανοήτως αισιόδοξος αλλά θα το πω: ήδη ο χρόνος έχει αρχίσει να µετράει αλλιώς. Αντέχεις ν’ ακούσεις τα καινούργια ρολόγια ή θα συνεχίσεις να κλαις που έβαλες το ρόλεξ σου ενέχυρο;

http://www.youtube.com/watch?feature=player_embedded&v=3BTTfTOvvR4

*Η φωτογραφία είναι του Γιάννη Κούρτογλου της Stereosis

*To κείμενο δημοσιεύτηκε στο #185 της Parallaxi στη στήλη Ξυπόλητος στην Άσφαλτο

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα