Δεν ντρέπεται κανείς σε αυτή την πόλη;
Οι κυβερνήσεις αλλάζουν. Κανείς όμως δεν ντρέπεται.
Πρωινό στη Β. Όλγας. Οι άνθρωποι, φορτισμένοι ακόμα με θετική ενέργεια από το καλοκαίρι βγαίνουν στο δρόμο να πάρουν το αστικό, να πάνε στις δουλειές τους. Είναι πρωί. Περασμένες επτάμιση. Η μέρα είναι μπροστά. Σε κάθε άλλη πόλη του πολιτισμένου κόσμου το σενάριο θα ήταν απλό. Θα έβγαιναν στη στάση του αστικού, εκείνο θα περνούσε σε μια λογική ώρα αναμονής, θα έμπαιναν σε ένα καθαρό και περιποιημένο λεωφορείο και θα πήγαιναν όπου είχαν να πάνε. Χωρίς στριμωξίδι, χωρίς εκνευρισμό.
Εδώ όμως είναι Θεσσαλονίκη. Όταν το αστικό εμφανιστεί, σε δέκα, δεκαπέντε, είκοσι λεπτά, θα σταματήσει, θα διαπιστώσουν ότι πιθανά δεν θα τους πάρει, γιατί είναι ήδη γεμάτο από πιο πριν. Αν τους πάρει θα αισθανθούν σαν παστές σαρδέλες, θα ποδοπατηθούν, θα ιδρώσουν, θα εκνευριστούν, πολύ πιθανά θα τους κλέψουν το κινητό ή το πορτοφόλι τους. Αυτό είναι το καλό σενάριο. Το κακό είναι να χαλάσει στη μέση του δρόμου το σαράβαλο, που έτσι και αλλιώς ξερνάει καυσαέριο σε όλο το δρόμο. Και να κατέβουν ξανά στο πεζοδρόμιο.
Οι μέρες περνούν τα χρόνια περνούν. Οι κυβερνήσεις αλλάζουν. Οι επόμενοι κατηγορούν τους πρώην, οι πρώην τους πιο πρώην. Όλοι έχουν σχέδια στα λόγια. Έχουν ”οράματα”. Κανείς όμως δεν ντρέπεται. Για το μεγαλύτερο αίσχος που υπήρξε ποτέ σε αυτή την πόλη. Τις ανύπαρκτες αστικές συγκοινωνίες της. Βουλευτές εκλέγονται δεκαετίες. Πηγαίνουν ανενόχλητοι σε κοπές πίτας, παρελάσεις, γιορτές και γάμους. Χωρίς να ντρέπονται ποτέ για αυτό το αίσχος. Πληρώνονται από το ελληνικό δημόσιο για να εκπροσωπούν εσένα και μένα. Δεκαετίες. Και δεν μιλούν ποτέ. Δεν παραιτούνται καν λόγω ανικανότητας να κάνουν το παραμικρό. Στην Ιαπωνία θα έκαναν χαρακίρι. Εδώ, το πολύ πολύ, να πουν σε κανένα πάνελ, ότι είναι αισιόδοξοι, πως όλα θα πάνε καλύτερα. Άβουλοι και μοιραίοι.
*Αφιερωμένο στη μικρή μου κόρη που μου είπε προχθές ”δεν αντέχω να το ζω αυτό κάθε μέρα στα λεωφορεία”