Οι φιλόξενες παράγκες του Καλοχωρίου
Του Σταύρου Ζιώγα Παρότι από τη δεκαετία του ’80 είχα επισκεφθεί κάποιες φορές την περιοχή γύρω από το Καλοχώρι Θεσ/νικης, μια περιοχή που μετατράπηκε σε σημαντικό βιότοπο αμέσως μετά την κατασκευή φράγματος που έλυσε τα σχετικά με την στάθμη των νερών προβλήματα του χωριού, εν τούτοις την γνώρισα για τα καλά πολύ αργότερα, στις αρχές […]
Του Σταύρου Ζιώγα
Παρότι από τη δεκαετία του ’80 είχα επισκεφθεί κάποιες φορές την περιοχή γύρω από το Καλοχώρι Θεσ/νικης, μια περιοχή που μετατράπηκε σε σημαντικό βιότοπο αμέσως μετά την κατασκευή φράγματος που έλυσε τα σχετικά με την στάθμη των νερών προβλήματα του χωριού, εν τούτοις την γνώρισα για τα καλά πολύ αργότερα, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ζώντας ακριβώς απέναντι, στο χωριό Αγ. Τριαδα !
Είχαμε φτιάξει εκεί μια παρεούλα από κάτι ερασιτέχνες ψαράδες της συμφοράς και με δυο-τρεις πλαστικές βαρκούλες που τριγυρνούσαμε σ’ολόκληρο το Θερμαϊκό, διασχίζαμε κάθετα ενίοτε και την “μεσαριά”, τον δρόμο των καραβιών από και προς το λιμάνι, και φτάναμε σε μια στεριά άγρια, με εκβολές ποταμών, εξωτική, με αβαθή και περίεργα περάσματα, εκτροφεία μυδιών, ψαράδικες παράγκες σε πασσάλους μέσα στο νερό, άλλος τόπος, άλλος χρόνος, άλλος πολιτισμός…
Κάποιες παράγκες πρόσφεραν φιλοξενία σε κάνα δυο πάγκους με ετοιμόρροπα τραπεζάκια και σε τιμές κάτω του κόστους, μπορούσες, αν ήσουν τυχερός, να απολαύσεις φρέσκα ψάρια και θαλασσινά που συνοδεύονταν από σαλάτα του διπλανού μικρού μπαχτσέ και σπιτικό τσιπουράκι. Δέσποζαν τα φρέσκα λαυράκια και τα εξαιρετικά μύδια, στο ραδιόφωνο παλιά λαϊκά και ρεμπέτικα, το θηρίο – η πόλη – πιο κάτω χαμένη στη ζέστη του μεσημεριού, σε άλλους ρυθμούς. Οι λιγοστές παρέες συνήθως έφταναν εκεί με αυτοκίνητα ταλαιπωρημένα από τη λάσπη και τις λακκούβες. Απίστευτα πράγματα σε μια εποχή που έκανε αγώνα μάλιστα για να τα ξεχάσει…
Έτσι επισκέφθηκα πολλές φορές το ουζερί του νησιού της Αφροδίτης, το επίσημο όνομα του μικρού νησιού είναι “Καβούρα” και πολλοί άνθρωποι σήκωσαν τα μπατζάκια τους, βγάλαν παπούτσια και κάλτσες, για να ξεχαστούν για ώρες εκεί κοιτώντας τη θάλασσα και τον Βεσπασιανό, τον όμορφο και τραγουδισμένο φάρο του Αγγελοχωρίου, απέναντι. Φυσικά το “Μπαγκλαντές”, φτιαγμένο πάνω σε πασσάλους, ο “Τάκος” που αργότερα μεταφέρθηκε με το όνομα “τα …Ίμια” πιο κοντά στο χωριό ήταν από τα κουτουκάκια που αγαπήθηκαν πάρα πολύ.
Η πρόσβαση δύσκολη τον χειμώνα, η λάσπη παντού και μεγάλες λακκούβες που πολλές φόρες η βυθομέτρηση ήταν απαραίτητη για ασφαλή διέλευση, μα η αγάπη των ανθρώπων όχι μονάχα δεν έλεγε να σταματήσει αλλά δυνάμωνε και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που απογοητευμένοι δεν κατάφεραν να βρουν θέση και να απολαύσουν τα ηλιοβασιλέματα στην κατά τα άλλα τόσο υποβαθμισμένη αυτή περιοχή του Θερμαϊκού κολπου. Η κακή κατάσταση του δρόμου καθιστούσε την κυκλοφορία κάτι παραπάνω από αργή κι έτσι μπορούσες ν’ απολαύσεις όλα τα ταξιδιάρικα πουλιά σε απόλυτη ηρεμία χωρίς να φοβούνται καθόλου και κυρίως τους πανέμορφους ερωδιούς κατά χιλιάδες να αναζητούν σε τούτο τον βιότοπο την τροφή τους ατάραχοι.
Περνούσαν τα χρόνια ώσπου βρέθηκα το 2003, αν θυμάμαι καλά, να παίζω το μπουζουκάκι μου και να τραγουδάω για πάρα πολλά μεσημέρια Σαββάτου χωρίς μηχανήματα με τον τότε μαθητή μου Δημήτρη Μπαρτζώκα στο “Φράγμα”, ένα πανέμορφο κουτούκι από ξύλο και πετρά, λίγα μόλις μέτρα από την θάλασσα – την βλέπαμε από τα μεγάλα παράθυρα να αλλάζει χρώματα και ρεύματα, πλοία κατέφθαναν πέρα στο λιμάνι ή ξεκινούσαν τα ταξίδια τους, τα κοιτάζαμε καθώς παίζαμε κι οι άνθρωποι τραγουδούσαν σε μια ατμοσφαίρα με μεγάλη θαλπωρή και μια ξυλόσομπα αναμνήσεων, παθών και συναισθημάτων να αντιστέκεται στο κρύο και στον παγωμένο Βαρδάρη…
Τέτοια πράγματα δεν γίνονται ούτε στο σινεμά…
Τα εδέσματα πάντα φρέσκα και πολύ καλής ποιότητας, καλομαγειρεύομαι, καθαρά, καθαρά και τα ποτά, κι αυτό μπορώ με σιγουριά να πω αφορούσε όλα τα ταβερνάκια του Καλοχωνέψου. Και οι τιμές πραγματικά χαμηλές αν και τα τελευταία χρόνια είχαν τσιμπηθεί κάπως προς τα πάνω για να αντέξουν τα επανωτά χτυπήματα των με υπερβάλλοντα ζήλο μα και δεδομένη την διωκτική ευχέρεια συχνών έλεγχων.
Το Καλοκαίρι μεταφερόμαστε έξω στην άυλη οποί ο Ζαχαρίας που ο πατέρας του είχε ξεκινήσει το ταβερνάκι, κι ο Θοδωρής είχαν φτιάξει αυτοσχέδιο ξύλινο πανέμορφο μπαράκι κι ένα σχεδόν μέσα στη θάλασσα ξύλινο πάλκο που φιλοξένησε αρκετές ορχήστρες της πολύς σε βραδυνές συναυλίες, μεταξύ αυτών και την εξαμελή – κόψε κάτι – δική μας τότε ΤRouΜΠόΣκα Μπαντ…
Ωστόσο πολλά ακούγονταν, οικολόγοι μιλούσαν για διαταραχή του περιβάλλοντος από τους επισκέπτες, ανάπλαση της περιοχής – από τότε όταν ακούω αυτί τη λέξη, την ανάπλαση, το κεφάλι μου κουνιέται από μόνο του και η τότε Νομαρχία, θουου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου, άφησε τα πρώτα σύννεφα να πυκνώσουν πάνω από την περιοχή που εκεί γύρω στο 2007 (?) με απόφασή της ερημώθηκε, εγκαταλείφθηκε κι αφέθηκε να την λυμαίνονται επιτήδειοι που θα κατασκεύαζαν ως και…ποδηλατόδρομο με τα χρήματα που έχουν ήδη πάρει. Αλλά ας τα αφήσουμε αυτά να τα ψάξουν οι αρμόδιοι !
Όλα αλλάζουν, μας το είπε ο Ηράκλειτος πολλά χρονιά πριν ! Μα τυχεροί όσοι τα ζήσαμε και τα θυμόμαστε κι ίσως να είναι τυχεροί κι όσοι ακούν τις διηγήσεις μας γιατί μονάχα έτσι ίσως κάποτε οι πόλεις να ξαναγίνουν ανθρώπινες…
*Ο Σταύρος Ζιώγας (ο κατά κόσμον Μπακούρος ή μπάκμαν) ήταν Λαϊκός μουσικός. Έφυγε σήμερα 20/9/2016.
**Οι φωτογραφίες είναι του Κώστα Αργύρη