Πώς είναι η ζωή γύρω από ένα αντικαρκινικό νοσοκομείο;

Πόσο βαρύ είναι να εξυπηρετείς ανθρώπους που δίνουν μάχη για τη ζωή, συνοδούς που λυγίζουν σε ένα αλλιώτικα φορτισμένο κομμάτι της πόλης, αυτό του Θεαγενείου;

Χρήστος Ωραιόπουλος
πώς-είναι-η-ζωή-γύρω-από-ένα-αντικαρκιν-844283
Χρήστος Ωραιόπουλος

Δυο άνδρες βγαίνουν από το Θεαγένειο. Είναι γύρω στα πενήντα, ο ένας κάπως κοντός, κουρασμένος με την ταλαιπωρία να διαγράφεται στο πρόσωπό του κι άλλος ψηλότερος, ντυμένος καλά με μια κάποια φρεσκαδούρα. Μεταξύ τους υπάρχει μια οικειότητα, ένα δέσιμο που το καταλαβαίνεις. Στέκομαι εκεί και τους βλέπω λίγο πριν χωριστούν οι δρόμοι τους. Τότε ο ψηλότερος και φρεσκότερος βγάζει ένα φάκελο από την εξωτερική τσέπη του σακακιού του. ”Αυτά είναι για το Λάμπρο”. Ο ταλαιπωρημένος κύριος του λέει ”αποκλείεται, όχι ρε συ, άσε τα αυτά”. Τότε ο ψηλότερος του απαντά με ύφος-τελεσίγραφο ”εσύ άσε τα αυτά, άμα δεν τα πάρεις εσύ θα πάω να τα δώσω στη Μαρία”.

Κάθε που περνάω από το ένα εκ των τεσσάρων ειδικών αντικαρκινικών νοσοκομείων της χώρας σφίγγομαι, θέλω να αλλάξω δρόμο ή ασυναίσθητα να κάνω το σταυρό μου κοιτώντας σε κάποιο παράθυρο σκεπτόμενος, φανταζόμενος τι μπορεί να συμβαίνει μέσα, πόσος πόνος και δυσκολίες υπάρχουν, που άνθρωποι νιώθουν και άνθρωποι βλέπουν. Όλοι δίνουν μάχη εκεί μέσα, άλλοι για τη ζωή τους κι άλλοι με τις σωματικές και ψυχικές αντοχές τους. Βλέπουν ανθρώπους να λιώνουν από την κωλοαρρώστια και έπειτα πρέπει να γυρίσουν σπίτι να αγκαλιάσουν, να διαβάσουν, να φροντίσουν το παιδάκι τους.

Γυναίκες βγαίνουν με χαρτιά στο χέρι για τον προληπτικό έλεγχο με το άγχος χαραγμένο στα πρόσωπά τους, συγγενείς περιμένουν απ’ έξω στηριζόμενοι σε κολώνες με αναβοσβήνοντας τσιγάρα ή μιλώντας στο τηλέφωνο με τους ανθρώπους που έμειναν πίσω στις περιοχές εκτός Θεσσαλονίκης, Κοζάνη, Σέρρες, Πτολεμαΐδα και τα έξοδα πια έχουν γίνει δυσβάσταχτα. Τα καύσιμα αν έρθουν με δικό τους αυτοκίνητο ή τα εισιτήρια του λεωφορείου, η διαμονή του συγγενούς του ασθενή, το πλύσιμο των ρούχων, το φαγητό, τα έξοδα της νοσηλείας, από φάρμακα μέχρι φιάλες οξυγόνου.

Όλα έχουν αυξηθεί τελευταία και δεν πρέπει να ξεχνάμε κι αυτό το κόστος, επειδή κάτι άλλο είναι που επικρατεί μπρος σε αυτή την κατάσταση και προφανώς προέχει, η υγεία δηλαδή του καρκινοπαθούς. Όμως, πρέπει να μιλήσουμε και γι’ αυτά τα έξοδα που αποτρέπουν, βάζουν σε σκέψεις και περιπέτειες ανθρώπους που καλούνται να διαχειριστούν τη νόσο και δεν μπορούν από οικονομικής πλευράς να πάρουν την απόφαση και να έρθουν στο αντικαρκινικό νοσοκομείο. Είναι πολλοί αυτοί που αναγκάζονται να πουλήσουν περιουσιακά τους στοιχεία, να βάλουν το σπίτι τους σε υποθήκη, να δανειστούν για να ανταποκριθούν σε όλα αυτό.

Πίσω από τα έξοδα αυτά υπάρχουν μαγαζιά κι άνθρωποι άλλοι. Άνθρωποι της αγοράς κι όχι του πόνου κι ίσως αυτό πολλές φορές να δημιουργεί, ενίοτε δικαιολογημένα, ένα τεκμήριο ανηθικότητας, μια πεποίθηση εκμετάλλευσης της ανάγκης του άλλου. Στο νοσοκομείο να επικρατεί ο πόνος, η απόγνωση, η αγωνία και από κάτω ο άλλος να βάζει κάτι παραπάνω στην πίτσα για να αυξήσει την τιμή ή οι ταξιτζήδες να σπεύδουν σαν κοράκια με αναστροφές και καυγάδες να παραλάβουν έναν άνθρωπο που τελείωσε τις εξετάσεις ή τη χημειοθεραπεία του.

Από την άλλη αν δεν υπήρχε ένα καφέ ή ένα καθαριστήριο δεν θα λέγαμε δικαίως πως και οι ασθενής και οι συγγενείς τους και το προσωπικό του νοσοκομείου δεν μπορεί να εξυπηρετήσει τις ανάγκες του; Δηλαδή τι; Από πού θα έπαιρναν κάτι να τσιμπήσουν στο πόδι; Θα πήγαιναν στον κάτω δρόμο να πιουν ένα χυμό επειδή έχουν να κάνουν με τον καρκίνο;

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της ηθικής διλημματικής κατάστασης, του δίπολου ανθρωπιά/κέρδος είναι η διχαστική παρουσία επί είκοσι χρόνων σχεδόν των γνωστών περουκάδικων. Σκέφτονται πολλοί, κάποτε κι εγώ το ομολογώ, πώς πήγαν και άνοιξαν, γιατί για να γίνουν σύμβολα υπενθύμισης όλων αυτών που περνάνε οι άνθρωποι απέναντι στους ορόφους των νοσοκομείων; Για να τους γνωστοποιήσουν καθώς θα κοιτάνε από τα παράθυρα του νοσοκομείου ότι μπορεί να χάσουν τα μαλλιά τους από τις χημειοθεραπείες;

Όμως τα πράγματα δεν είναι έτσι και δεν μπορούμε να τα ισοπεδώνουμε όλα και ειδικά τους ανθρώπους που εργάζονται σε αυτά τα μαγαζιά. Γνώρισα έναν υπέροχο άνθρωπο ψάχνοντας το ζήτημα και δουλεύοντας το μυαλό μου απέναντι σε αυτά τα μαγαζιά από ηθική σκοπιά. Στο μαγαζί ΑΝΤΙΓΟΝΗ η κυρία Πηνελόπη σταυρώνει τα χέρια αν και ξαφνιάζεται με την είσοδό μου και με υποδέχεται σιωπηλή. Η κουβέντα μας με άγγιξε και τη θαύμασα πολύ.

Δουλεύει εκεί 25 χρόνια, όπως χαρακτηριστικά λέει μπήκε νέα και γέρασε. Στην αρχή δυσκολευόταν πολύ, μια τέτοια καθημερινότητα είναι ασήκωτη. Στη συνέντευξη που είχε περάσει για τη δουλειά της είχαν τονίσει πως δεν πάει σε κατάστημα, αυτό που πάει να κάνει δεν είναι δουλειά, αλλά λειτούργημα. Με τα χρόνια προσαρμόστηκε όχι επειδή συνήθισε τον πόνο, δεν έγινε κυνική, αλλά με τον τρόπο που αντιμετωπίζει τους ανθρώπους που έχουν χάσει ”τα μαλλάκια τους”.

”Ξέρεις τι με παρηγορεί και το λέω μέσα μου κάθε μέρα…ότι είμαστε προσωρινοί, μπορεί να πέσανε τα μαλλιά από τις χημειοθεραπείες, όμως τα μαλλάκια τους θα ξαναβγούν και αυτό που τους δώσαμε θα φύγει, να φεύγει θέλουμε, η κατάληξή του να είναι στα σκουπίδια. ”

Όταν έρχεται το πρωί αφήνει στο σπίτι τη δική της ζωή, τις δυσκολίες γιατί οι άνθρωποι που μπαίνουν εδώ, 9/10 έχουν κάποιο πολύ σοβαρό πρόβλημα υγείας, το σοβαρότερο δηλαδή. Η ταλαιπωρία που τραβάνε, τα άγχη τους, η εξάντληση δεν σηκώνει σε καμιά περίπτωση ούτε να σκεφτείς να τους αναφέρεις κάτι δικό σου που θα το φορτώσει. Κάτι τέτοιο βέβαια είναι ζόρικο, γιατί οι περισσότεροι πελάτες ψάχνουν να πούνε μια κουβέντα, να επικοινωνήσουν.

Η πλειοψηφία των ”πελατών” είναι γυναίκες και είναι λογικό. Τα μαλλιά είναι συνυφασμένα με την εμφάνιση τους. Έχουν συνηθίσει έχουν ζήσει με αυτά, χτενίζοντάς τα, λούζοντάς τα, στεγνώντάς τα, βάφοντάς τα. Είναι συνυφασμένα με την καθημερινότητά τους. Βέβαια αυτό που συμβουλεύει πάντα η κυρία Πηνελόπη είναι να μη βιαστούν, να πάρουν το χρόνο τους για το αν πραγματικά επιθυμούν την περούκα. Μπορεί κάποιες να προτιμούν το μαντίλι, μπορεί άλλες να μη θέλουν να έχουν κάτι ξένο που να τους θυμίζει ότι δεν έχουν μαλλιά και αντ’ αυτού να περιμένουν ώσπου να βγουν και πάλι.

Λυγίζει πώς δεν λυγίζει. Εδώ οι άνθρωποι μπαίνουν με κλάματα. με νεύρα, κατεβαίνουν από το νοσοκομείο και μπαίνουν κατευθείαν. Μου λέει πως κάποιες φορές η αρρώστια σε κάνει και δύσκολο, στα πάντα και πώς να μη σε κάνει. Στην πορεία τα πράγματα σπάνε, αλλάζουν. Το πιο ευχάριστο κομμάτι είναι όταν καθόμαστε για δοκιμή και ξεκινώ να συμβουλεύω. Δεν είναι όλες οι περούκες για όλους. Δεν πάνε σε κάθε κεφάλι όλες. Μερικές δεν κάθονται καλά κι εκεί μπαίνει το κομμάτι της αισθητικής. Πρόσφατα ήρθε μια κυρία και ζήτησε μια περούκα και η κυρία Πηνελόπη επέμενε πως δεν θα της καθόταν καλά. Η κυρία επέμενε να τη φορέσει κι όταν κοιτάχτηκε είπε πως είχε απόλυτο δίκιο, δεν της καθόταν καθόλου καλά. Μετά της βρήκε μια που ήταν σχεδόν ίδια με τα μαλλιά της και έφυγε τόσο χαρούμενη, κάτι που και αποζημίωσε την κυρία Πηνελόπη, αλλά και την ψυχή της να ανοίξει.

”Δεν μπορώ να έρχονται άνθρωποι μόνοι τους. Σπαράζει η ψυχή μου, να μαθαίνω ότι περνάνε μόνοι τους αυτό το Γολγοθά. Θέλω τότε να τους ακούσω, να γίνω εγώ δικός τους άνθρωπος και με το κατιτίς που θα τους κάνει να αισθανθούν αυτή η ”προσθήκη’, να φύγουν έχοντας λάβει μια παρηγοριά, ένα χάδι”.

Αυτό που σκέφτονται για τα περουκάδικα είναι άδικο. Πρώτον ένας άνθρωπος που είναι μέσα στο νοσοκομείο, τελειώνει μια διαδικασία επίπονη, κατεβαίνει και αλλάζει απευθείας διάθεση όταν έρχεται εδώ. Από τον ενθουσιασμό που βιώνει στο ψάξιμο, μέχρι την διαφορετική και πιο αισιόδοξη εικόνα του με την οποία θα φύγει. Η κυρία Πηνελόπη λέει πως ανθρώπους που έχει εξυπηρετήσει, τους βλέπει μετά από καιρό. Έρχονται απλά να πουν μια καλημέρα, ένα ευχαριστώ, αφού τελειώσουν τις εξετάσεις ρουτίνας πια. Δηλαδή δεν γίνεται να υπάρχουν άνθρωποι τρίτοι που βλέπουν το κατάστημα ως κάτι κακό κι εμείς να εισπράττουμε αγάπη, να βλέπουμε ότι κάνουμε καλό, πολύ μεγάλο καλό.

Μια ιδιοκτήτρια διαμερίσματος που έχει καταχωρηθεί στην πλατφόρμα του Airbnb επί της Οδού Κωνσταντινουπόλεως λίγο πριν το νοσοκομείο μου απαντά πως όσα καταλύματα έχουν ανοίξει (αν και δεν είναι πολλά τα καινούρια, αλλά κυρίως παλαιότερα από την έκρηξη που είχε συμβεί) δεν το έκαναν με το βλέμμα στραμμένο στην προσέλκυση καρκινοπαθών ή συνοδών, αλλά λόγω μιας διεύρυνσης του κέντρου και της προτιμώμενης από επισκέπτες και τουρίστες τοποθεσίας. Το συγκεκριμένο κατάλυμα ξεκίνησε τη λειτουργία του τον Ιούλιο. Γύρω στο 30% των πελατών έχουν να κάνουν με το Θεαγένειο. Στην ερώτηση μου για το αν γίνεται κάτι καλύτερο στην τιμή όταν ενημερώνονται για την κατάσταση η ιδιοκτήτρια με διαβεβαιώνει πως γίνεται ικανοποιητική έκπτωση, όπως και σε άλλα καταλύματα της περιοχής. Οι καρκινοπαθείς έρχονται συνήθως με συνοδό, οπότε τις περισσότερες φορές έχουμε μισθώσεις για δυο άτομα. Οι μέρες που χρειάζονται το κατάλυμα είναι από 2 έως 5. Έχει τύχει, εξομολογείται, σπάνιο φαινόμενο βέβαια να έρχονται άνθρωποι και να ζητάνε για ένα μήνα, ίσως και περισσότερο το διαμέρισμα, όμως κάτι τέτοιο δεν το συνηθίζει κανένας ιδιοκτήτης. Υπάρχουν, βέβαια, αρκετοί που το κλείνουν για μια βραδιά και άλλοι όπως μαθαίνει που δεν θέλουν καν διανυκτέρευση. ”Είναι πολύς ο κόσμος που πηγαινοέρχεται αυθημερόν από περιοχές εκτός Θεσσαλονίκης. ”

Στέκομαι πάλι μπροστά στο νοσοκομείο στην είσοδό του, παρατηρώ τους ανθρώπους που μπαινοβγαίνουν γιατρούς, νοσηλευτές, νοσηλεύτριες. Ένας απέναντι πουλάει κάστανα. Πηγαίνω προς το καφέ ακριβώς απέναντι από την είσοδο στην οδό Αλεξάνδρου Συμεωνίδη του οποίου το άγαλμα βρίσκεται στην αυλή του Θεαγενείου. Παίρνω ένα φρέντο και συνεχίζω να στέκομαι ώσπου ο Αλέξανδρος να εξυπηρετήσει τον υπόλοιπο κόσμο. Του λέω τι ψάχνω και μου απαντά πως είναι ο άνθρωπός μου.

Εικόνα: Μαριάννα Γιαμουρίδου

Πέρα από το ότι δουλεύει το μαγαζί, μου λέει γελώντας πως μένει από πάνω. Το μπαλκόνι του έχει τη θέα που φαντάζεστε. Είχαν πριν κάνα χρόνο ξεκινήσει να φτιάχνουν το μπαλκόνι, μάστορες, πλακάκια, καθαρισμοί, για να μπορούν να κάθονται, είναι μεγάλο και δεν αξίζει να χαραμίζεται. Τελείωσε το μπαλκόνι, ε και δεν έχουμε καθίσει εδώ και μήνες. Δεν ξέρω τι φταίει για να μην λέω μεγάλα λόγια, μπορεί να μην είμαστε έτσι και σαν άνθρωποι, να είμαστε σπιτόγατοι του μέσα. Αλλά το μπαλκόνι το βλέπαμε και λίγο ξέρεις να να φέρουμε φίλους να κάτσουμε, να μιλήσουμε, να γελάσουμε. Δεν είναι εύκολο το θέαμα που έχεις απέναντι κι αυτά που φαντάζεσαι να συμβαίνουν. Εδώ ζούμε ήπια, το να μένεις και να δουλεύεις εδώ, είναι μια άλλη κατάσταση, μιαν άλλη εμπειρία.

Ο Αλέξανδρος είναι πολύ ευγενικό και καλό παιδί. Ψάχνει την κουβέντα γενικά σαν άνθρωπος.

Θέλω να μιλάω με τον κόσμο, αλλιώς δεν γίνεται, ειδικά εδώ. Πολλές φορές ξέρεις βγαίνουν για να πάρουν κάτι, άνθρωποι ζαλισμένοι, από το άγχος, την κούραση, τις θεραπείες, τα φάρμακα, λίγο να τους πεις έναν καλό λόγο, αμέσως αλλάζει η όψη τους, χαμογελάνε, παίρνουν θάρρος και δύναμη. Ή συνοδοί που πολλές φορές πρέπει να σφίγγουν τα δόντια έρχονται ξέρεις και θέλουν λίγο να φανερώσουν κι αυτοί το δικό τους καημό.

Μου λέει ότι έχουν ανοίξει πολλά καφέ εδώ γύρω. Είναι και η γειτονιά βέβαια που τραβάει πολλούς φοιτητές για να νοικιάσουν. Αλλά πέριξ του νοσοκομείου υπάρχουν αρκετά. Στο μαγαζί που είναι το είχε παλαιότερα ένας κύριος, ο οποίος κρατούσε χαμηλά τις τιμές ακριβώς για το λόγο ότι ο άλλος έχει το πρόβλημά του, στερείται χρήματα και τι θα του πάρεις το ένα παραπάνω ευρώ. Πολλά καφέ, μαγειρεία, φούρνοι, είναι ιδιωτών κι έτσι δεν θα βρεις τον καφέ ακριβό. Κι εμείς, συνεχίζει, για το μαγαζί, έχουμε φραπέ και νες 1 ευρώ και τώρα με τις γενικότερες αυξήσεις που έρχονται σκεφτόμαστε πολύ αν θα τα πάμε στο 1,20. Το πρόβλημα και ξεκαθαρίζει ότι δεν το λέει ανταγωνιστικής πλευράς, είναι οι μεγάλες αλυσίδες με τη φίρμα που απλά βγάζουν κάπου σε ένα κεντρικό γραφείο μια ενιαία τιμή, χωρίς να υπάρχει κάποια χαρτογράφηση της περιοχής. Δεν είναι τυχαίο ότι έχουν ανοίξει μέσα σε ένα χρόνο δυο μεγάλες αλυσίδες και μέσα στην καραντίνα και μια τρίτη ακριβώς στον κάτω δρόμο.

Η αγορά λειτουργεί έτσι, καλώς ή κακώς και δεν μπορείς να την αλλάξεις το θέμα είναι κι εσύ λίγο να μπορέσεις να κρατήσεις το ανθρώπινο επίπεδο. Του λέω για τα καθαριστήρια. Είναι κι αυτά 3 που υπάρχουν. Μα και πώς αλλιώς θα εξυπηρετηθούν οι ανάγκες των ανθρώπων. Έρχεται μια γυναίκα με τον άνδρα της με καρκίνο και μπορεί να καθίσει κάποιες μέρες, αν και αυτό που παρατηρώ εγώ, μου λέει, και μαθαίνω κι ακούω και μου λένε είναι πως έρχονται αυθημερόν, Καβάλα, Ξάνθη, Σέρρες. Οι άνθρωποι ανοίγουν ένα καθαριστήριο και για να ζήσουν και να εξυπηρετήσουν. Δεν είναι κακό αυτό. Οι όροι που γίνεται όλο αυτό έχουν σημασία. Και είναι αξιοπρεπής.

Προς το τέλος της συζήτησης τον ευχαριστώ και λέμε μερικά πράγματα για το πόσο σπουδαία είναι η δημόσια υγεία, πόσο πολύ πρέπει να την προσέξουμε ειδικά τώρα με την πανδημία που δεν στηρίζεται όσο θα έπρεπε, αλλά επιμένει πως η δουλειά των γιατρών, η κατάρτιση και η περίθαλψη που δέχονται οι ασθενείς είναι πάρα πολύ καλή, τόσο που μπορεί να αφήνει στην άκρη κάποια ζητήματα εγκαταστάσεων, περιβάλλοντος, να ας πούμε μου δείχνει το κτίριο του νοσοκομείου το βλέπεις και λες τι είναι αυτή η ασχήμια, κι όμως μέσα γίνεται δουλειά άξια.

Τα ξέρει μου λέει γιατί και η μάνα του, είναι απέναντι τώρα και ξαναδείχνει με το χέρι και γελάει με κατανόηση προς τη δική μου αμηχανία, όμως εδώ κι εφτά χρόνια, έχει συνηθίσει.

Φεύγω με το ίδιο σφίξιμο, αλλά γεμάτος που γνώρισα τους ανθρώπους γύρω από το νοσοκομείο που στην καθημερινότητά τους κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν, κοιτώντας είτε χαμηλά, είτε προς τα παράθυρα του Θεαγενείου. Με ενσυναίσθηση.

Διαβάστε επίσης:

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα