Είστε όλοι καλά; Ας ρωτήσουμε στα social media

Ερευνητές εξετάζουν τη διαδικτυακή συμπεριφορά για να αξιολογήσουν την ψυχική υγεία. Τα αποτελέσματα δεν είναι και τόσο ενθαρρυντικά.

Parallaxi
είστε-όλοι-καλά-ας-ρωτήσουμε-στα-social-media-551520
Parallaxi
Εικόνα Unsplash

Ποια ήταν η πιο λυπηρή μέρα που βιώσατε;

Αυτή είναι πιθανότατα η ερώτηση που κάνετε στον εαυτό σας, καθώς επιβιώνετε το δράμα που προκάλεσε η φετινή χρονιά μέχρι σήμερα.

Υπάρχουν τόσες παράμετροι για να αξιολογήσει κανείς: ήταν την Πέμπτη 12 Μαρτίου, την ημέρα που ο Tom Hanks ανακοίνωσε ότι ήταν άρρωστος από κοροναϊό και το Ν.Β.Α. ανακοίνωσε ότι ακυρώθηκε; Ήταν τη Δευτέρα 1 Ιουνίου, την ημέρα που ειρηνικοί διαδηλωτές απομακρύνθηκαν με δακρυγόνα, ώστε ο Πρόεδρος Τραμπ να μπορέσει να περπατήσει άνετα στους δρόμους για μια φωτογραφία;

Στην πραγματικότητα, δεν ήταν καμία από τις παραπάνω, σύμφωνα με το Computational Story Lab του Πανεπιστημίου του Βερμόντ. Αντ ‘αυτού, το εργαστήριο απαντά στην ερώτηση με την εξής ημερομηνία: Ήταν η Κυριακή 31 Μαΐου. Εκείνη η ημέρα δεν ήταν μόνο η πιο θλιβερή του 2020, αλλά ήταν και η πιο θλιβερή που έχει καταγραφεί από ερευνητές τα τελευταία 13 χρόνια. Ή τουλάχιστον, η πιο στενάχωρη μέρα στο Twitter.

Οι ερευνητές το αποκαλούν Hedonometer (ηδονόμετρο). Είναι η εφεύρεση του Chris Danforth και του συνεργάτη του Peter Dodds, έμπειροι μαθηματικοί και επιστήμονες υπολογιστών και διευθυντές του πανεπιστημιακού εργαστηρίου. Το Hedonometer υφίσταται για περισσότερο από μια δεκαετία τώρα, μετρώντας επιλογές λέξεων σε εκατομμύρια tweets, κάθε μέρα, σε όλο τον κόσμο, για να παρουσιάσει ένα “κινούμενο” μέτρο ευεξίας.

Για την ακρίβεια, την τελευταία φορά που οι New York Times συνεργάστηκαν με την ομάδα του Hedonometer το 2015, κατέληξαν στο συμπέρασμα μιας υπερ το δέον θετική συμπεριφορά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. «Μια από τα τις πιο χαρούμενες χρόνιές στο Twitter, τουλάχιστον για τους Άγγλους», είπε πρόσφατα ο Δρ Danforth. Αυτό το αποτέλεσμα φαίνεται τώρα ένα τεχνούργημα από μια αρχαία εποχή. «Έκτοτε υπήρξε μια μακρά παρακμή», συμπληρώνει. Αυτό που δεν έχει αλλάξει με την πάροδο των χρόνων είναι το εξής: «Είναι δύσκολο να αναγνωρίσεις την ευτυχία, δεν μπορεί να μετρηθεί. Δεν έχουμε πολλά δεδομένα σχετικά με το αν είναι καλά ή όχι οι χρήστες των social media», εξηγεί ο Δρ Danforth.

Το Computational Story Lab είναι μέρος ενός μικρού, αλλά συνεχώς αυξανόμενου πεδίου ερευνητών που προσπαθούν να αναλύσουν την ψυχική υγεία του έθνους μέσω του πρίσματος της διαδικτυακής ζωής. Εξάλλου, ποτέ δεν είχαμε τόσο απίστευτο απόθεμα δεδομένων σε πραγματικό χρόνο – αυτό που είναι γνωστό ως “ψηφιακά ίχνη” – για να διαλέξουμε.

Και ποτέ αυτό το απόθεμα πληροφοριών δεν ήταν τόσο υψηλό όσο τώρα, το καλοκαίρι του 2020: Τους πρώτους μήνες της πανδημίας, το Twitter ανέφερε αύξηση 34% στη δραστηριότητα των ημερήσιων χρηστών. Χωρίς την κανονική, κοινωνική μας ζωή σαν αντίδοτο και άγκυρα, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μοιάζουν να εξισώνονται περισσότερο από ποτέ με την πραγματικότητά μας.

Από το 2008, το Hedonometer συγκεντρώνει κάθε μέρα τυχαία το 10% από δημόσια tweets σε δώδεκα γλώσσες. Στη συνέχεια, ψάχνει λέξεις που έχουν αντικατοπτρίζουν την χαρούμενη ή λυπημένη συνήθεια των χρηστών, τις αξιολογεί και υπολογίζει ένα είδος εθνικού μέσου όρου ευτυχίας, με βάση τις λέξεις που κυριαρχούν.

Στις 31 Μαίου, οι πιο συχνά χρησιμοποιούμενες λέξεις στα αγγλικά όπως έδειξε το Twitter ήταν: τρομοκράτης, βία και ρατσισμός. Αυτό συνέβη ακριβώς μια εβδομάδα μετά τη δολοφονία του George Floyd, στις αρχές των αντιρατσιστικών διαδηλώσεων που διήρκησαν όλο το καλοκαίρι.

Από την αρχή της πανδημίας, οι “παρατηρήσεις θλίψης” του Hedonometer έχουν δημιουργήσει πολλά διαδικτυακά ρεκόρ. Φέτος, «υπήρχε ένας πλήρης μήνας – και ποτέ δεν το βλέπουμε αυτό – ένας ολόκληρος μήνας ημερών που το Hedonometer έμοιαζε πιο θλιβερό  κι από την ημέρα του Μαραθωνίου της Βοστώνης», δήλωσε ο Δρ Danforth. «Η συλλογική μας προσοχή είναι πολύ εφήμερη. Έτσι, ήταν πραγματικά αξιοσημείωτο ότι για πρώτη φορά παρουσιάζεται αυτή τη συνεχή, καταθλιπτική διάθεση και στη συνέχεια χειροτέρεψε ακόμη περισσότερο, όταν ξεκίνησαν οι διαμαρτυρίες», συμπληρώνει.

Ο James Pennebaker, ιδρυτής μιας διαδικτυακής ανάλυσης γλωσσών και κοινωνικός ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο του Τέξας στο Austin, ενδιαφέρθηκε για αυτό που αποκαλύπτει η επιλογή των λέξεων για τον εαυτό μας: τις διαθέσεις, τους χαρακτήρες μας – ακριβώς τη στιγμή που το διαδίκτυο παρέχει για πρώτη φορά ένα τόσο μεγάλο όγκο κειμένων και λέξεων προς εξέταση. «Αυτά τα ψηφιακά ίχνη είναι δείκτες τους οποίους δε γνωρίζουμε, αλλά αφήνουν ενδείξεις που μας αποκαλύπτουν πόσο αποφεύγετε πράγματα, πόσο έρχεστε σε επαφή με τους ανθρώπους», δήλωσε ο Δρ Pennebaker, συγγραφέας του « Η μυστική ζωή των αντωνυμιών». «Μας λένε πώς αντιμετωπίζεις τον κόσμο», εξηγεί για το βιβλίο του.

Ωστόσο, ο Δρ Pennebaker παρατηρεί ότι μία από τις προκλήσεις αυτής της έρευνας είναι ότι η ίδια η γλώσσα εξελίσσεται διαρκώς και οι αλγόριθμοι δεν είναι κατάλληλοι για να διακρίνουν το πλαίσιο τους.

Πάρτε, για παράδειγμα, τη βωμολοχία. «Ο τρόπος που βρίζουμε έχει αλλάξει τα τελευταία 10 χρόνια» είπε, σημειώνοντας ότι τώρα, δεν χρησιμοποιούνται οι βρισιές απαραίτητα ως έκφραση θυμού, αλλά υπάρχει μια άνεση, ενθουσιασμός ακόμα και ένα θετικό πρόσημο  πίσω από τη χρήση τους.

Η Munmun De Choudhury, καθηγήτρια του School of Interactive Computing της Georgia Tech, εξετάζει επίσης ψηφιακά δεδομένα για πληροφορίες σχετικά με την ευημερία. Η δουλειά της Δρ De Choudury με την πάροδο των ετών επικεντρώθηκε όχι μόνο στα εργαλεία μέτρησης πληθυσμού, όπως το Hedonometer, αλλά και στο άτομο σαν μεμονωμένη οντότητα. Το 2013, αυτή και οι συνάδελφοί της διαπίστωσαν ότι κοιτάζοντας νέες μητέρες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κατάφεραν να προβλέψουν ποιες θα μπορούσαν να αναπτύξουν κατάθλιψη μετά τον τοκετό, με βάση τις δημοσιεύσεις τους πριν από τη γέννηση των μωρών τους. Ένα από τα πιο πειστικά σημάδια; Η χρήση μοναδικών αντωνυμιών πρώτου προσώπου, όπως «εγώ» και «μου».

«Αν μιλάω συνεχώς για εμένα, αυτό σημαίνει ότι η προσοχή μου έχει προσωποκεντρική εστίαση», εξηγεί η Δρ De Choudury. «Στο πλαίσιο άλλων δεικτών, μπορεί να είναι συσχετισμός ψυχικής ασθένειας», συμπληρώνει. Αυτό το εύρημα εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο έργο του Δρ Pennebaker, με την Δρ De Choudury είπε ότι η συγκεκριμένη μελέτη ήταν «άνοιγμα των ματιών» γι’ αυτήν. «Είμαστε ευχάριστα έκπληκτοι που υπάρχει τόση πολλή πληροφορία στη ροή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης κάποιου που μπορεί να μας βοηθήσει να κάνουμε αυτές τις προβλέψεις», παρατηρεί η Δρ De Choudury.

Η χρήση δεδομένων από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για τη μελέτη της ψυχικής υγείας βοηθά επίσης στην αντιμετώπιση ενός παράξενου προβλήματος, ένα ακρωνύμιο που περιγράφει πώς η έρευνα ψυχολογίας περιστρέφεται συχνά, σχεδόν αποκλειστικά από θέματα που αφορούν τη Δύση, όσους έχουν πάει πανεπιστήμιο, εργάζονται σε πλούσιες, δημοκρατικές και βιομηχανικές χώρες. «Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης παρέχουν ένα τεράστιο όφελος επειδή ιστορικά, οι περισσότερες έρευνες για την ψυχική υγεία γίνονταν μεμονωμένα, οπότε οι άνθρωποι λάμβαναν μέρος σε έρευνες», δήλωσε η Δρ De Choudury. «Και οι παραδοσιακοί συμμετέχοντες ήταν είτε φοιτητές είτε ασθενείς σε κλινικές. Τώρα, είμαστε σε θέση να εξετάσουμε μια πολύ διαφορετική ποικιλία εμπειριών σχετικά με την ψυχική υγείας», ολοκληρώνει.

Εξετάζοντας τα δεδομένα του Twitter κατά τους δύο πρώτους μήνες της εμφάνισης της πανδημίας στις Ηνωμένες Πολιτείες, η Δρ De Choudury αναζήτησε σημάδια όχι μόνο απλής θλίψης, όπως το Hedonometer, αλλά και άγχους, κατάθλιψης, στρες και αυτοκτονικών σκέψεων και τάσεων. Δυστυχώς, διαπίστωσε ότι όλα αυτά τα επίπεδα ήταν σημαντικά υψηλότερα από ότι ήταν τους ίδιους μήνες του 2019.

Ίσως αναρωτιέστε εάν το Twitter είναι πραγματικά ένα αντιπροσωπευτικό μέρος για να αξιολογήσουμε την κατάσταση της ψυχικής υγείας του γενικού πληθυσμού. Σε τελική ανάλυση, πολλοί από τους χρήστες του τείνουν να το αποκαλούν με ψευδώνυμα όπως «υπόνομο».

Ορισμένες μελέτες έχουν δείξει ότι η συχνή χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης σχετίζεται με την κατάθλιψη και το άγχος. Μπορούμε πραγματικά να διακρίνουμε την ευτυχία βάσει αυτού του συγκεκριμένου ψηφιακού περιβάλλοντος και του συγκεκριμένου ποσοστού του πληθυσμού – ένας στους πέντε το 2019 – που χρησιμοποιεί τακτικά το Twitter;

Η Angela Xiao Wu απαντά αρνητικά στην παραπάνω ερώτηση. Η Δρ Wu, επίκουρη καθηγήτρια μέσων μαζικής ενημέρωσης, πολιτισμού και επικοινωνίας στη Νέα Υόρκη, υποστηρίζει ότι από τη βιασύνη τους να εξετάσουν δεδομένα, πολλοί ερευνητές αγνοούν το παραμορφωτικό στοιχείο που διέπει τις ίδιες τις πλατφόρμες που εξετάσουν.

social media

Γνωρίζουμε ότι οι αλγόριθμοι του Twitter έχουν σχεδιαστεί για να μας κρατούν απασχολημένους, με συναισθηματική επένδυση στο περιεχόμενο με το οποίο παρουσιάζουμε στην αρχική μας, σε μια προσπάθεια να παραμείνουμε πιστοί σε ένα συγκεκριμένο ψυχικό μοτίβο. «Εάν οι κοινωνικοί ερευνητές αξιολογούν μια ψυχική κατάσταση, ιδιαίτερα γνωρίζοντας τις μεταβολές της λόγω της έκθεσης στα social media, πως την απομονώνουν;  Υπάρχει τεράστια υποκίνησης στην πλατφόρμα, ενσωματωμένη στα δεδομένα, που δεν μπορεί να αναγνωριστεί», αναλύει.

Πράγματι, ο Johannes Eichstaedt, κοινωνικός επιστήμονας στο Στάνφορντ, και ιδρυτής του World Well Being Project, παραδέχεται ότι οι μέθοδοι όπως αυτές που χρησιμοποιεί το δικό του εργαστήριο δεν είναι καθόλου ακριβείς.

Το πιο κοντινό που βλέπουμε σε στοιχεία εθνικής ψυχικής υγείας είναι μέσω ερευνών όπως αυτή που πραγματοποιεί το Gallup – και μέχρι στιγμής, τα ευρήματα του ευθυγραμμίζονται με τα πρώτα ευρήματα του Δρ Eichstaedt, της Δρ De Choudury και της ομάδας του Hedonometer.

Σύμφωνα με το Gallup, οι Αμερικανοί αντιμετωπίζουν τα χαμηλότερα ποσοστά ικανοποίησης στη ζωή τους φέτος – τα χαμηλότερα για περισσότερο από μια δεκαετία, συμπεριλαμβανομένης της ύφεσης του 2008. Αυτά τα στατιστικά στοιχεία συνάδουν με περισσότερες διαδικτυακές παρατηρήσεις όπως ότι η εμπειρία πολλών ψυχολόγων που εργάζονται πολλές ημέρες στο Zoom (εφαρμογή τηλεδιάσκεψης) για να βοηθήσουν τους ασθενείς τους, αντιμετωπίζουν την ίδια κρίση με εκείνους. «Δεν ήμουν ποτέ πιο εξαντλημένος στο τέλος της ημέρας από ό, τι είμαι τώρα», δήλωσε ο Michael Garfinkle, ψυχαναλυτής στη Νέα Υόρκη.

Ο Δρ Garfinkle σημειώνει ότι η κατάθλιψη μεταξύ των ασθενών του έχει αυξηθεί αισθητά από την έναρξη της πανδημίας, αλλά επίσης, παρατηρεί ότι: «Όλοι προσπαθούν να εκτιμήσουν πώς κάνουν όλοι οι άλλοι, επειδή όλοι βρίσκονται σε κατάσταση αποπροσανατολισμού που συνεχώς αλλάζει, χωρίς, όμως, να βελτιώνεται.»

Πηγή: nytimes.com

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα