Γιατί οι γυναίκες διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να νοσήσουν από αυτοάνοσα νοσήματα
Ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες δήλωσαν στους New York Times ότι το μόριο αυτό είναι απίθανο να είναι ο μοναδικός λόγος για τον οποίο οι αυτοάνοσες ασθένειες πλήττουν περισσότερο τις γυναίκες.
Οι γυναίκες έχουν πολύ περισσότερες πιθανότητες από τους άνδρες να νοσήσουν από αυτοάνοσα νοσήματα, όπως ο λύκος και η σκλήρυνση κατά πλάκας, σύμφωνα με νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Cell». Οι συγγραφείς της μελέτης από το Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ υποστηρίζουν ότι ένας τύπος μορίου που απαντάται μόνο στις γυναίκες ευθύνεται για αυτή τη διαφορά στα ποσοστά εμφάνισης της νόσου ανάμεσα στα δύο φύλα.
Ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες δήλωσαν στους New York Times ότι το μόριο αυτό είναι απίθανο να είναι ο μοναδικός λόγος για τον οποίο οι αυτοάνοσες ασθένειες πλήττουν περισσότερο τις γυναίκες. Ωστόσο, αν τα αποτελέσματα επιβεβαιωθούν σε περαιτέρω πειράματα, ίσως καταστεί δυνατό να αναπτυχθούν νέες θεραπείες βασισμένες σε αυτό το μόριο.
«Οι γιατροί και οι επιστήμονες αναρωτιούνται εδώ και δεκαετίες για τον γυναικείο επιπολασμό των αυτοάνοσων νοσημάτων. Έχουν αναφερθεί στις ορμόνες του φύλου, στον διαφορετικό αριθμό χρωμοσωμάτων και σε άλλους παράγοντες όπως η εγκυμοσύνη. Αυτή η έρευνα δείχνει ότι ο κύριος παράγοντας είναι ένα ειδικό RNA», δήλωσε ο Δρ. Χάουαρντ Τσανγκ, γενετιστής και δερματολόγος στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ και επικεφαλής της νέας μελέτης.
Το RNA αναφέρεται στο ριβονουκλεϊκό οξύ, έναν τύπο μορίου που υπάρχει στην πλειονότητα των ζωντανών κυττάρων και είναι παρόμοιο με το DNA. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι ένα συγκεκριμένο RNA μπορεί να παίζει ρόλο στα υψηλά ποσοστά αυτοάνοσων ασθενειών στις γυναίκες και αυτό συμβαίνει εξαιτίας του χρωμοσώματος Χ.
Το DNA μας μεταφέρεται μέσα σε κάθε κύτταρο σε 23 ζεύγη χρωμοσωμάτων, συμπεριλαμβανομένου του τελευταίου ζεύγους που καθορίζει το βιολογικό φύλο. Το χρωμόσωμα Χ είναι γεμάτο με εκατοντάδες γονίδια, πολύ περισσότερα από το χρωμόσωμα Υ των ανδρών. Κάθε θηλυκό κύτταρο πρέπει να απενεργοποιήσει ένα από τα αντίγραφα του χρωμοσώματός του Χ, για να αποφύγει μια τοξική διπλή δόση όλων αυτών των γονιδίων.
Την αποκαλούμενη απενεργοποίηση του χρωμοσώματος Χ εκτελεί ένας ειδικός τύπος RNA που ονομάζεται Xist. Αυτό το μακρύ τμήμα του RNA εντοπίζεται σε διάφορα σημεία κατά μήκος του επιπλέον χρωμοσώματος Χ ενός κυττάρου, προσελκύοντας πρωτεΐνες που προσδένονται σε αυτό σε περίεργες συστάδες και αποσιωπούν το χρωμόσωμα.
Ο Δρ. Τσανγκ μελετούσε ο Xist όταν εντόπισε σχεδόν 100 από αυτές τις πρωτεΐνες. Ο ερευνητής αναγνώρισε ότι πολλές από αυτές σχετίζονται με αυτοάνοσες διαταραχές που προσβάλλουν το δέρμα.
«Σκεφτήκαμε ότι αυτές οι πρωτεΐνες είναι γνωστές. Τι γίνεται με τις άλλες πρωτεΐνες στο Xist;» δήλωσε ο Τσανγκ. «Ίσως αυτό το μόριο που βρίσκεται μόνο στις γυναίκες, θα μπορούσε με κάποιο τρόπο να οργανώσει τις πρωτεΐνες με τέτοιο τρόπο ώστε να ενεργοποιήσει το ανοσοποιητικό σύστημα», πρόσθεσε.
Αν αυτό αληθεύει, το Xist από μόνο του δεν θα μπορούσε να προκαλέσει αυτοάνοσο νόσημα, αλλιώς θα έπληττε όλες τις γυναίκες. Οι επιστήμονες πιστεύουν εδώ και καιρό ότι χρειάζεται ένας συνδυασμός γενετικής προδιάθεσης και περιβαλλοντικού εναύσματος, όπως μια λοίμωξη ή ένας τραυματισμός. Για παράδειγμα, ο ιός Epstein-Barr συνδέεται με τη σκλήρυνση κατά πλάκας.
Η ομάδα του Τσανγκ τροποποίησε γενετικά αρσενικά ποντίκια ώστε να δημιουργήσουν τεχνητά Xist – χωρίς να αποσιωπήσουν το χρωμόσωμα Χ. Εξέθρεψε επίσης ποντίκια ευαίσθητα σε μια πάθηση που μοιάζει με λύκο και μπορεί να προκληθεί από μια χημική ουσία. Τα ποντίκια που παρήγαγαν Xist σχημάτισαν τις χαρακτηριστικές πρωτεϊνικές συστάδες και ανέπτυξαν αυτοανοσία που έμοιαζε με λύκο σε επίπεδα παρόμοια με τα θηλυκά, σύμφωνα με την ομάδα.
Οι ερευνητές εξέτασαν επίσης δείγματα αίματος από 100 ασθενείς και ανακάλυψαν αυτοαντισώματα που στοχεύουν σε πρωτεΐνες που σχετίζονται με το Xist τις οποιες δεν είχαν συνδέσει προηγουμένως με αυτοάνοσες διαταραχές. Ένας πιθανός λόγος, σύμφωνα με τον Τσανγκ είναι ότι τα συνήθη τεστ για την αυτοανοσία γίνονταν με τη χρήση αρσενικών κυττάρων.
Χρειάζεται περαιτέρω έρευνα, αλλά τα ευρήματα μπορεί να βοηθήσουν στην ακριβέστερη διάγνωση ασθενών που φαίνονται κλινικά και ανοσολογικά αρκετά διαφορετικοί, δήλωσε ο ανοσολόγος Τζον Γουέρι του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια, ο οποίος δεν συμμετείχε στη μελέτη.