Γιατί οι γυναίκες βγάζουν λιγότερα χρήματα από τους άνδρες
Οι γυναίκες μπορούν να αντισταθμίσουν τουλάχιστον εν μέρει τις έμφυλες διαφορές με μια υγιή επενδυτική προσέγγιση.
Τις ανησυχίες και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες όσον αφορά τη συσσώρευση πλούτου και τι μπορεί να σημαίνει αυτό όσον αφορά την πιθανότητα επίτευξης στόχων, εξετάζει πρόσφατη έκθεση της UBS για το μέλλον των γυναικείων επενδύσεων.
Στην τελευταία δημοσίευση «Women and Investing», η Marianna Mamou, Head Advice Beyond Investing στο Chief Investment Office της UBS Global Wealth Management, εξετάζει πώς οι γυναίκες μπορούν να οικοδομήσουν μια ισχυρή επενδυτική στρατηγική και ένα χαρτοφυλάκιο που θα τις βοηθήσει να επιτύχουν τους στόχους της ζωής τους.
Οι στόχοι
«Σε έναν κόσμο όπου οι διαφορές μεταξύ των δύο φύλων εξακολουθούν να υφίστανται, οι γυναίκες μπορούν να αντισταθμίσουν τουλάχιστον εν μέρει τις εν λόγω διαφορές με μια υγιή επενδυτική προσέγγιση. Για πολλές γυναίκες, η κατάλληλη επένδυση μπορεί να είναι επιτακτική ανάγκη για να επιτρέψουν μια άνετη ζωή και μια υψηλή πιθανότητα επίτευξης των στόχων τους. Αυτή την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας, μπορούμε να εκμεταλλευτούμε την ευκαιρία για να αυξήσουμε την ευαισθητοποίηση γύρω από τη σημασία της οικονομικής ενδυνάμωσης και να καταρρίψουμε τυχόν προϋπάρχουσες παρανοήσεις σχετικά με τις ικανότητες των γυναικών ως επενδυτών».
Η έρευνα προσπαθεί να διερευνήσει πώς οι γυναίκες μπορούν να οικοδομήσουν μια ισχυρή επενδυτική στρατηγική και ένα χαρτοφυλάκιο που θα τις βοηθήσει να επιτύχουν τους στόχους της ζωής τους. Σε έναν κόσμο όπου οι διαφορές μεταξύ των δύο φύλων εξακολουθούν να υφίστανται, οι γυναίκες έχουν την ευκαιρία να αντισταθμίσουν τουλάχιστον εν μέρει αυτές τις διαφορές με μια υγιή επενδυτική προσέγγιση. Επιπλέον, καθώς οι γυναίκες τείνουν να ζουν περισσότερο από τους άνδρες, ο σχεδιασμός του πλούτου τους πρέπει να καλύπτει τη μεγαλύτερη διάρκεια ζωής.
Επομένως, είναι σημαντικό να αυξηθεί η ευαισθητοποίηση σχετικά με τον αντίκτυπο των κενών στις αποταμιεύσεις και τις συντάξεις και να εξεταστεί ο καλύτερος τρόπος επένδυσης για την επίτευξη των στόχων της ζωής.
Το χάσμα
Η καθηγήτρια οικονομικών του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ Κλώντια Γκόλντιν, η οποία κέρδισε βραβείο Νόμπελ για την έρευνά της σχετικά με τη συμμετοχή των γυναικών στην εργασία, έγραψε πρόσφατα ότι το μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων επιτείνεται από πολλές «άπληστες θέσεις εργασίας» – χαρακτηρίζονται άπληστες επειδή απαιτούν υψηλή δέσμευση σε ώρες εργασίας και αμείβονται δυσανάλογα. Τονίζει ότι μόλις οι γυναίκες αποκτήσουν παιδιά, συνήθως αφιερώνουν περισσότερο χρόνο στη φροντίδα των παιδιών και αυτό οδηγεί το μισθολογικό χάσμα να διευρύνεται. Με βάση την έκθεση Women @ Work 2023 της Deloitte, το 37% των γυναικών που συμμετείχαν στην έρευνα, δήλωσαν ότι βάζουν πρώτα την καριέρα του συντρόφου τους.
Ο πιο συνηθισμένος λόγος που αναφέρεται είναι ότι ο σύντροφός τους κερδίζει περισσότερα. Αυτό θα μπορούσε ενδεχομένως να δημιουργήσει έναν φαύλο κύκλο, όπου οι πιθανότητες να κερδίσουν περισσότερα μπορεί να μειωθούν αν συνεχίσουν να δίνουν προτεραιότητα στην καριέρα των συντρόφων τους έναντι της δικής τους. Είναι ενδιαφέρον, ωστόσο, ότι η έρευνα έδειξε ότι ακόμη και όταν οι γυναίκες κέρδιζαν περισσότερα από τους συντρόφους τους, ακολουθούσαν επίσης αυτή τον παραδοσιακό και στερεοτυπικό ρόλο του φύλου και κατέληγαν να κάνουν περισσότερες δουλειές του σπιτιού.
Τι δείχνει ο ΟΟΣΑ
Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι γυναίκες ξοδεύουν πολύ περισσότερο χρόνο σε μη αμειβόμενες εργασίες φροντίδας από ό,τι οι άνδρες, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, με το ποσοστό για παράδειγμα στις ΗΠΑ να διαμορφώνεται στο 37% για τον περισσότερο χρόνο για απλήρωτη φροντίδα (π.χ. παιδιών, μωρώ, ηλικιωένων) από ό,τι οι άνδρες.
Αυτή η άνιση κατανομή της μη αμειβόμενης εργασίας περιορίζει την σταδιοδρομία και τις επιλογές των γυναικών, το εισόδημα και την επαγγελματική ανέλιξή τους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, πολλές γυναίκες αισθάνονται υπερένταση και είναι πιο πιθανό να στραφούν σε επιλογές μερικής απασχόλησης, γεγονός που οδηγεί σε στασιμότητα της σταδιοδρομίας και συνταξιοδοτικά κενά λόγω μικρότερων εισφορών.