Η κλιματική αλλαγή επαναφέρει τον εφιάλτη της ελονοσίας στην Ευρώπη
«Καμπανάκι» ειδικών
«Καμπανάκι» κινδύνου κρούουν οι ειδικοί καθώς η Ευρώπη έχει καταγράψει τα περισσότερα κρούσματα δάγκειου πυρετού το 2022 από τον συνολικό αριθμό κρουσμάτων της προηγούμενης δεκαετίας, καθώς και άλλων λοιμώξεων που προκαλεί το τσίμπημα κουνουπιού.
Τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα την Πέμπτη το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων (ECDC) προειδοποιούν ότι η κλιματική αλλαγή, καθώς και παράγοντες όπως η μετανάστευση και η αλλαγή χρήσης γης, φαίνεται να συμβάλλουν στην εξάπλωση ασθενειών που μεταδίδονται από τα κουνούπια στη γηραιά ήπειρο. Ο διευθυντής του ECDC Andrea Ammon προειδοποίησε ότι η Ευρώπη μπορεί να δει περισσότερα κρούσματα και πιθανώς θανάτους από ασθένειες όπως ο δάγκειος πυρετός, ο ιός Chikungunya και ο πυρετός του Δυτικού Νείλου.
Την ίδια στιγμή εκφράζονται για επιστροφή της ελονοσίας στην ευρωπαϊκή ήπειρο καθώς τα κύματα καύσωνα και οι πλημμύρες επιτρέπουν στα κουνούπια να εγκατασταθούν βορειότερα και δυτικότερα στην περιοχή.
Τα κρούσματα
Πιο αναλυτικά, το 2022, υπήρξαν 71 περιπτώσεις τοπικά επίκτητου δάγκειου πυρετού, με 65 στη Γαλλία και έξι στην Ισπανία. Σημειώθηκε επίσης κορύφωση των κρουσμάτων του ιού του Δυτικού Νείλου, με 1.133 κρούσματα και 92 θανάτους. Οι περισσότερες από αυτές τις περιπτώσεις – 1.112 – αποκτήθηκαν τοπικά σε 11 χώρες, με περισσότερες από 700 στην Ιταλία. Είναι ο υψηλότερος αριθμός κρουσμάτων από το 2018, όταν ένα μεγάλο ξέσπασμα κατά τη διάρκεια του καύσωνα εκείνου του έτους σκότωσε 180 άτομα σε 10 χώρες.
Ο δάγγειος πυρετός συνήθως οδηγεί σε ήπια ή καθόλου συμπτώματα, αλλά μπορεί επίσης να οδηγήσει σε υψηλό πυρετό, έντονο πονοκέφαλο και εμετό. Ο σοβαρός δάγγειος πυρετός μπορεί να οδηγήσει σε αιμορραγία από τα ούλα, κοιλιακό άλγος και, σε ορισμένες περιπτώσεις, θάνατο. Ο ιός του Δυτικού Νείλου είναι συνήθως ασυμπτωματικός, αλλά σε μερικούς ανθρώπους μπορεί να οδηγήσει σε πυρετό, πονοκέφαλο και δερματικό εξάνθημα, με σοβαρές περιπτώσεις να οδηγούν δυνητικά σε κώμα, παράλυση ή θάνατο.
Υπάρχουν δύο κουνούπια των οποίων η εξάπλωση στην Ευρώπη είναι πιο ανησυχητική: Το ασιατικό κουνούπι τίγρης, που μπορεί να μεταδώσει τους ιούς chikungunya και δάγκειου πυρετού και το κουνούπι κίτρινου πυρετού, που μπορεί να μεταδώσει τους ιούς του δάγκειου πυρετού, του κίτρινου πυρετού, του chikungunya, του zika και του Δυτικού Νείλου. Ο Ammon είπε ότι τα τελευταία χρόνια παρατηρήθηκε εξάπλωση των χωροκατακτητικών κουνουπιών σε περιοχές που δεν είχαν επηρεαστεί στο παρελθόν στην ΕΕ και στον ΕΟΧ.
Αλλά η διαπίστωση της αιτίας για αυτές τις αυξήσεις δεν είναι εύκολη. «Η κλιματική αλλαγή και ο πιο ζεστός καιρός μπορεί να συμβάλλουν στην έξαρση των ιών δημιουργώντας πιο ευνοϊκές συνθήκες για τους φορείς των κουνουπιών», δήλωσε ο Ammon. Ωστόσο, προειδοποίησε ότι η κλιματική αλλαγή δεν ευθύνεται αποκλειστικά, επισημαίνοντας άλλους παράγοντες όπως τα ταξίδια, οι αλλαγές χρήσης γης και η προσβασιμότητα στο νερό.
Κίνδυνος ελονοσίας
Ο επικεφαλής του Παγκόσμιου Ταμείου για την Καταπολέμηση του AIDS, της φυματίωσης και της ελονοσίας, Peter Sands, είχε δηλώσει στο παρελθόν στο POLITICO ότι η ελονοσία (malaria) θα μπορούσε να επιστρέψει στην Ευρώπη λόγω της κλιματικής αλλαγής. Ο Σαντς πιστεύει ότι η επόμενη πανδημία είναι πιθανό να είναι μια ασθένεια που βρίσκεται ήδη ανάμεσά μας, με την κλιματική αλλαγή να την τροφοδοτεί σε πανδημία.
Η Ευρώπη κατάφερε να εξαλείψει την ελονοσία μέσω ενός τεράστιου μεταπολεμικού προγράμματος ψεκασμού εντομοκτόνων, αποστράγγισης βάλτων και φαρμακευτικής θεραπείας. Ωστόσο, η Μεσόγειος παραμένει απολύτως κατάλληλη για μετάδοση ελονοσίας.
Η τελευταία έκθεση του ECDC για την ελονοσία την Πέμπτη (ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ) δείχνει ότι πάνω από το 99% από τα 4.800 κρούσματα στην περιοχή το 2021 αφορούσαν ταξίδια. Το ECDC είπε ότι η ελονοσία «παραμένει κίνδυνος για την ΕΕ/ΕΟΧ και υπάρχει ανάγκη για συνεχή επιτήρηση, ετοιμότητα και πρόληψη της ελονοσίας στην ΕΕ/ΕΟΧ».
Αυτό που χρειάζεται, είπε ο Ammon, είναι περισσότερη έρευνα για την κατανόηση του αντίκτυπου της κλιματικής αλλαγής σε αυτές τις μολυσματικές ασθένειες, καθώς και περισσότερη έρευνα για βιώσιμα και φιλικά προς το περιβάλλον μέτρα ελέγχου των κουνουπιών. Απαιτείται εργαστηριακή ικανότητα για επιτήρηση, όπως και η ευαισθητοποίηση του κοινού, είπε ο επικεφαλής του ECDC.