Μακροχρόνιες επιπτώσεις του πρόωρου τοκετού ακόμα και 40 χρόνια μετά τη γέννηση
Τι ανακάλυψε Έλληνας ερευνητής
Ο πρόωρος τοκετός σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο θνησιμότητας του ατόμου, ακόμα και 40 χρόνια μετά τη γέννησή του, ενώ έχει συσχέτιση και με το μορφωτικό επίπεδο, το εισόδημα και την απασχόλησή του και συνεισφέρει παράλληλα και στη διαιώνιση της διαγενεακής ανισότητας. Οι παραπάνω μακροχρόνιες επιπτώσεις της πρόωρης γέννησης αναδεικνύονται μέσα από μια σειρά ερευνών του Παιδιατρικού Νοσοκομείου στο Τορόντο του Καναδά «The Hospital for Sick Children» (SickKids), με επικεφαλής τον Έλληνα ερευνητή, Πέτρο Πεχλιβάνογλου.
Προηγούμενες έρευνες έχουν διαπιστώσει αύξηση των πρόωρων γεννήσεων στις δυτικές κοινωνίες τις τελευταίες δεκαετίες λόγω διαφόρων περιβαλλοντικών και κοινωνικοοικονομικών παραμέτρων. Ο Πέτρος Πεχλιβάνογλου, ερευνητής του SickKids και αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο, αφού μελέτησε ορισμένες από τις βραχυχρόνιες επιπτώσεις της προωρότητας κυρίως στο καναδικό σύστημα υγείας κατά την περίοδο νοσηλείας των νεογέννητων, αποφάσισε να αναζητήσει τις – λιγότερο διερευνημένες από την επιστημονική κοινότητα- μακροχρόνιες επιπτώσεις της προωρότητας.
Προχώρησε, σε συνεργασία με την επίκουρη καθηγήτρια Επιδημιολογίας και Πρόληψης στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Wake Forest και πρώην μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο νοσοκομείο SickKids, Άσμα Άχμεντ (Asma M. Ahmed), σε τρεις έρευνες, τις οποίες χρηματοδότησαν τα Καναδικά Ινστιτούτα Ερευνών Υγείας. Όπως εξηγεί ο κ. Πεχλιβάνογλου στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, το καναδικό κράτος και η εκεί επιστημονική κοινότητα έχουν δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις επιπτώσεις της προωρότητας και μάλιστα, έχει δημιουργηθεί το δίκτυο επιστημόνων «Canadian Preterm Birth Network», με τη συμμετοχή και γονιών πρόωρων παιδιών, οι οποίοι έχουν τη βιωμένη εμπειρία.
Τα αποτελέσματα της πιο πρόσφατα δημοσιευμένης έρευνας, πριν από λίγες ημέρες στο περιοδικό «JAMA Network Open», συσχετίζουν την προωρότητα με αυξημένο κίνδυνο θανάτου όχι μόνο βραχυπρόθεσμα, αλλά μέχρι και την τέταρτη δεκαετία ζωής του ατόμου. Για την έρευνα μελετήθηκαν σχεδόν πέντε εκατομμύρια γεννήσεις στον Καναδά κατά την περίοδο 1983-1996 και στη συνέχεια, τα άτομα παρακολουθήθηκαν ως το 2019.
Εντοπίστηκε ότι το υψηλότερο ρίσκο θανάτου εμφανίζεται μέχρι τον πέμπτο χρόνο ζωής του παιδιού, ωστόσο ο κίνδυνος θνησιμότητας είναι υπαρκτός σε όλες τις ηλικιακές ομάδες. Η θνησιμότητα συνδέθηκε με πολλές αιτίες, όπως διαταραχές του αναπνευστικού, κυκλοφορικού και πεπτικού συστήματος, προβλήματα στο νευρικό σύστημα, ενδοκρινικές και μολυσματικές ασθένειες, καρκίνους και συγγενείς δυσπλασίες.
Ο κ. Πεχλιβάνογλου υπογραμμίζει την ανάγκη «να υπάρχει σύστημα παρακολούθησης για τα πρόωρα παιδιά, αντίστοιχο με αυτό που υπάρχει σε άλλες χρόνιες παιδικές παθήσεις, όπως το άσθμα».
Είχαν προηγηθεί άλλες δύο έρευνες από τους ίδιους ερευνητές για τις μακροχρόνιες επιπτώσεις της προωρότητας. Στην πρώτη, που δημοσιεύθηκε τον περασμένο Ιούνιο στο περιοδικό «JAMA Network Open», μελετήθηκαν δεδομένα για 1,6 εκατομμύρια γεννήσεις στον Καναδά της περιόδου 1990-1996 με παρακολούθηση στη συνέχεια ως το 2018. Όπως εντοπίστηκε, οι πρόωρες γεννήσεις συσχετίζονται με χαμηλότερο ετήσιο εισόδημα μετά την ενηλικίωση του παιδιού σε σχέση με το εισόδημα όσων δεν γεννήθηκαν πρόωρα, καθώς και μείωση της δυνατότητάς τους να βελτιώσουν την κοινωνικοοικονομική κατάστασή τους σε σχέση με τους γονείς τους (μειωμένη διαγενεακή κινητικότητα).
Οι διαφορές ήταν μεγαλύτερες για εκείνους που ανήκαν σε οικογένειες με χαμηλότερα εισοδήματα. Για παράδειγμα, για όσους γεννήθηκαν στις 34-36 εβδομάδες κύησης, δηλαδή λίγο πριν θεωρηθούν τελειόμηνοι και ταυτόχρονα ανήκουν σε οικογένειες με υψηλά εισοδήματα κατά τη γέννησή τους, εντοπίστηκε μικρότερη επίδραση της προωρότητας στο ετήσιο εισόδημά τους. Επίσης, αυτός ο παράγοντας της οικογενειακής οικονομικής κατάστασης είχε συγκριτικά χαμηλότερη επίπτωση σε όσους γεννήθηκαν πολύ πρόωρα. Αν και η μελέτη δεν επικεντρώθηκε στον αντίκτυπο που μπορεί να έχουν πολιτικές στήριξης στις υποομάδες χαμηλού εισοδήματος, ο κ. Πεχλιβάνογλου τονίζει ότι μελλοντική έρευνα σε αυτή την κατεύθυνση είναι απαραίτητη, ώστε να εξασφαλιστούν ίσες ευκαιρίες μεταξύ των πρόωρα γεννημένων παιδιών.
Στη δεύτερη έρευνα, που δημοσιεύθηκε στις αρχές Νοεμβρίου στο περιοδικό «PLOS ONE», αναλύθηκαν οι γεννήσεις 2,4 εκατομμυρίων παιδιών κατά την ίδια περίοδο και εντοπίστηκε ότι οι πρόωρες γεννήσεις και οι συναφείς γνωστικές, αναπτυξιακές και σωματικές επιπτώσεις της προωρότητας στην υγεία συνδέονται με χαμηλότερο εισόδημα από την απασχόληση, περιορισμένη εγγραφή σε πανεπιστήμια και χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο, τουλάχιστον μέχρι την ηλικία των 28 ετών.
Μπορεί ως προωρότητα να ορίζεται η γέννηση πριν από τις 37 εβδομάδες κύησης, ωστόσο οι ερευνητές σε όλες τις μελέτες διαπίστωσαν ότι οι επιπτώσεις διέφεραν ανάλογα με το βαθμό προωρότητας, με τα παιδιά που γεννιούνται στις 24-27 εβδομάδες κύησης, να έχουν μεγαλύτερες επιπτώσεις. Για παράδειγμα, στη δεύτερη έρευνα σχετικά με τις επιπτώσεις της προωρότητας μέχρι την ηλικία των 28 ετών εντοπίστηκε ότι το μέσο εισόδημα των ατόμων που γεννήθηκαν πρόωρα ήταν κατά 6% χαμηλότερο σε σχέση με τα άτομα που γεννήθηκαν τελειόμηνα και οι πιθανότητες να εγγραφούν σε πανεπιστήμιο 17%, ωστόσο για όσους γεννήθηκαν πολύ πρόωρα, στις 24-27 εβδομάδες κύησης, τα αντίστοιχα ποσοστά ανέρχονταν σε 17% και 45%.
Από τη Θεσσαλονίκη ως το Τορόντο: Το κοινωνικό αποτύπωμα της έρευνας
Στην έρευνά του ο Πέτρος Πεχλιβάνογλου χρησιμοποιεί την ανάλυση αποφάσεων και τη στατιστική μοντελοποίηση για να εκτιμήσει τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις που έχουν παιδικές ασθένειες στην υγεία. Σπούδασε Οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και συνέχισε με μεταπτυχιακό και διδακτορικό στην Οικονομετρία της Υγείας στο Πανεπιστήμιο του Γκρόνινγκεν στην Ολλανδία. Από το 2015 δουλεύει ως ερευνητής στο παιδιατρικό νοσοκομείο SickKids, ενώ διδάσκει και Οικονομετρία της Υγείας και Θεωρία Λήψης Αποφάσεων στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο.
«Ήταν η περίοδος λίγο πριν από την οικονομική κρίση και δεν με ενθουσίαζε καθόλου η ιδέα να έχω ως αντικείμενο έρευνας μόνο τα οικονομικά. Η σύνδεση με τον τομέα της Υγείας μου φάνηκε πολύ πιο χρήσιμη και πιο αποδοτική. Είχε μεγαλύτερο αποτύπωμα», επισημαίνει ο ίδιος στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και προσθέτει χαρακτηριστικά: «Το κοινωνικό αποτύπωμα της έρευνας είναι σχεδόν αυτοσκοπός και όταν δουλεύεις σε ένα παιδιατρικό νοσοκομείο θέλεις να δεις ότι υπάρχει ένα αποτέλεσμα σε αυτό που κάνεις».
Ο κ. Πεχλιβάνογλου εξηγεί ότι μετά τη μελέτη των μακροχρόνιων επιπτώσεων θα ακολουθήσει και ένας τρίτος πυλώνας στη συγκεκριμένη έρευνα, που θα αφορά αφενός στις επιπτώσεις της πρόωρης γέννας στην υγεία των μητέρων, στο εισόδημα και την παραγωγικότητά τους και αφετέρου στη διερεύνηση της αιτιότητας για τα παραπάνω αποτελέσματα.
«Υπάρχουν κάποιες μακροχρόνιες επιπτώσεις στην επιβίωση των μητέρων, λόγω πίεσης και στρες, και κάποιες συνδέσεις με καρδιοαγγειακά νοσήματα. Αυτό που έχει σημασία για την έρευνά μας είναι η κατανόηση της αιτιότητας για όλα αυτά τα αποτελέσματα. Δηλαδή, το εάν η πρόωρη γέννα είναι η αιτία ασθενειών ή αν οι ασθένειες προκαλούν πρόωρη γέννα. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό για να ξέρεις πού μπορείς να επέμβεις ως πολιτεία», καταλήγει.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ