Βρετανία: Ξεκίνησε να κυκλοφορεί το πρώτο χάπι για την ημικρανία

Πρόκειται για τη πρώτη θεραπεία από στόματος ενώ θα διατίθεται δωρεάν στους ασθενείς

Parallaxi
βρετανία-ξεκίνησε-να-κυκλοφορεί-το-πρ-577462
Parallaxi

Σύγχρονος τρόπος ζωής. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι στέκονται μπροστά από μία οθόνη είτε πρόκειται για τηλεόραση είτε για λάπτοπ είτε για το απαραίτητο πλέον κινητό τηλέφωνο. Οι ώρες έκθεσης σε οθόνες αν και διαφοροποιούνται από άνθρωπο σε άνθρωπο αυξάνονται για το μεγαλύτερο ποσοστό καθώς δεν μπορεί να τις αποφύγει αφού αποτελούν το κύριο μέσο εργασίας. Παράλληλα, στο μέτωπο των δυσκολιών που αντιμετωπίζει ο σύγχρονος άνθρωπος προστίθεται και η κλιματική αλλαγή όπου σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες συμβάλλει και αυτή σημαντικά στην αύξηση των κρίσεων πονοκεφάλου και ημικρανίας.

Σύμφωνα μάλιστα με τα τελευταία στοιχεία του Εθνικού Συστήματος Υγείας (NHS), οι άνθρωποι που επηρεάζονται από ημικρανίες στο Ηνωμένο Βασίλειοφτάνουν τα 6 εκατομμύρια. Οι κρίσεις ημικρανιών χωρίζονται κυρίως σε δύο κατηγορίες: τις χρόνιες ημικρανίες που εμφανίζονται περισσότερο από 15 φορές το μήνα και τις επεισοδιακές ημικρανίες, οι οποίες εμφανίζονται 4 έως 15 φορές τον μήνα.

Σήμερα, το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας και Φροντίδας (NICE) ήρθε να δώσει λύση ακριβώς σε αυτό. Μέσω του τελικού προσχεδίου οδηγιών, το οποίο δημοσιεύθηκε σήμερα, έδωσε το πράσινο φως στην πρώτη θεραπεία από του στόματος για την πάθηση των ημικρανιών.

Η Χέλεν Νάιτ, διευθύντρια αξιολόγησης φαρμάκων του ινστιτούτου δήλωσε ότι «ανταποκριθήκαμε στους ανθρώπους που είτε έχουν αλλεργία στις ενέσεις είτε φοβούνται την βελόνα» ενώ ο υπουργός Υγείας Άντριου Στίβενσον δήλωσε ότι «θα βοηθήσει τις επαναλαμβανόμενες κρίσεις ημικρανίας εκεί που τα άλλα φάρμακα αποτύγχαναν».

Που στοχεύει και πόσο αναμένεται να βοηθήσει το πολυαναμενόμενο χάπι;

Το Atogepant ή αλλιώς Aquipta θεωρείται πιο εξειδικευμένο για την καταπολέμηση της ημικρανίας ενώ έχει λιγότερες παρενέργειες από άλλα φάρμακα που χορηγούνται αυτή τη στιγμή. Δρα μπλοκάροντας τον υποδοχέα μίας πρωτεΐνης που βρίσκεται στα αισθητήρια νεύρα της κεφαλής και του λαιμού, γνωστή ως πεπτίδιο που σχετίζεται με το γονίδιο της καλσιτονίνης (CGPR), το οποίο κάνει τα αιμοφόρα αγγεία να διαστέλλονται με αποτέλεσμα να προκαλούνται φλεγμονές και ημικρανίες.

Οι ειδικοί υγείας αναφέρουν ότι το χάπι θα βοηθήσει πάνω από 170.000 ανθρώπους στην Αγγλία και συστήνεται σε όσους δεν ανταπεξέρχονται σε άλλη φαρμακευτική αγωγή ή δεν μπορούν να κάνουν ενέσεις. Έχει σχεδιαστεί ώστε να λαμβάνεται καθημερινά από ασθενείς ενώ μετά τις κλινικές μελέτες φαίνεται πως μπορεί να μειώσει τη συχνότητα των ημικρανιών στο μισό.

Ο Ρομπ Μιούσικ, ο διευθύνων σύμβουλος του Migraine Trust, δήλωσε ότι «είναι θετικό να βλέπεις περισσότερες θεραπείες που ειδικεύονται σε ανθρώπους με ημικρανίες» όμως τόνισε ότι «τώρα πρέπει να διασφαλίσουμε πως η πρόσβαση θα είναι άμεση και οι ασθενείς θα έχουν ταχεία διάθεση του φαρμάκου».

Κίνδυνος να μην χορηγείται από όλα τα καταπιστεύματα του NHS

Το Atogepant αναμένεται να είναι διαθέσιμο από τον ερχόμενο μήνα – δωρεάν – στο Εθνικό Σύστημα Υγείας της Αγγλίας. Να σημειωθεί βέβαια ότι το φάρμακο είναι ήδη διαθέσιμο στην Σκωτία από το περασμένο Οκτώβριο και μετά το πράσινο φως του Scottish Medical Consortium.

Παρόλα αυτά, ήδη τα πρώτα προβλήματα έχουν προκύψει. Καθώς στην αρχή θα είναι διαθέσιμο μόνο μέσω ειδικών ιατρών δευτεροβάθμιας φροντίδας και όχι από γενικούς ιατρούς (GPs) υπάρχει ανησυχία ότι μπορεί να προκύψει μεγάλη αναμονή στους ειδικούς ιατρούς, κάτι που θα στρέψει πολλούς ασθενείς στον ιδιωτικό τομέα.

Παράλληλα, μάλιστα, η συντηρητική βουλευτής Ντεχένα Ντέιβισον, η οποία παραιτήθηκε φέτος από την υφυπουργική της θέση εξαιτίας ημικρανιών, εξέφρασε την ανησυχία της και για κάτι ακόμα. Σύμφωνα με όσα δήλωσε στους Times αλλά και έχει τονίσει εντός της βρετανικής βουλής, σύμφωνα με έρευνα του Migraine Trust, πολλά φάρμακα που έχουν λάβει το πράσινο φως από το Ινστιτούτο, δεν δίνονται από κάποια καταπιστεύματα του Εθνικού Συστήματος Υγείας καθώς δεν αφήνουν τους ασθενείς τους να έχουν πρόσβαση σε ιατρικά σκευάσματα CGPR.

Πηγή: DW / Ζωή Κατζαγιαννάκη

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα