Ελλάδα

Τα καθηλωτικά σπήλαια της Βόρειας Ελλάδας

Μοναδικά, εξωπραγματικά και αρχαία, τα σπήλαια της Βόρειας Ελλάδας αποτελούν θαύματα για τους επισκέπτες που επιθυμούν να τα εξερευνήσουν.

Parallaxi
τα-καθηλωτικά-σπήλαια-της-βόρειας-ελλ-210829
Parallaxi

Μυστήρια, εξωπραγματικά και αρχαία, τα σπήλαια της Βόρειας Ελλάδας αποτελούν θαύματα για αυτούς που επιθυμούν να τα εξερευνήσουν. Σταλακτίκες και σταλαγμίτες ποικίλων χρωμάτων και μορφών, πρωτοποριακά αρχαιολογικά ευρήματα στα έγκατά τους και ιστορία από χιλιάδων έως εκατομμυρίων χρόνων είναι οι αφρομές σας να τα γνωρίσετε.

Το σπήλαιο Αλιστράτης

Το σπήλαιο Αλιστράτης είναι ένα από τα μεγαλύτερα σπήλαια της Ευρώπης. Ο πλούσιος διάκοσμός του περιλαμβάνει, εκτός από τεράστιους σταλακτίτες και σταλαγμίτες σε διάφορους χρωματισμούς και τους σπάνιους εκκεντρίτες. Οι εκκεντρίτες ή ελικτίτες είναι σπάνιοι σχηματισμοί που δημιουργούνται «αψηφώντας» τους νόμους της βαρύτητας και ακολουθώντας ακανόνιστες πορείες. Κύριο χαρακτηριστικό του εν λόγω σπηλαίου, που το κάνει και μοναδικό στον ελληνικό χώρο, είναι η πολύ μεγάλη ποικιλία εκκεντριτών. Χαρακτηρίζεται επίσης, από τους μοναδικούς μικροσκοπικούς οργανισμούς (3 χιλστ.) που απαντώνται εντός του, όπως η Alistratia Beroni, ένα μοναδικό είδος ισοπόδου. Οι επισκέψιμοι διάδρομοι έχουν μήκος περίπου 3 χλμ. ενώ το σπήλαιο ανήκει στο δίκτυο σπηλαίων του φαραγγιού του ποταμού Αγγίτη μαζί με άλλα τέσσερα γνωστά σπήλαια. Το σπήλαιο Αλιστράτης απέχει 6 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της κωμόπολης της Αλιστράτης Σερρών, στη θέση “Πετρωτό” και είναι προσβάσιμο τόσο από την Δράμα και την Καβάλα, όσο και από τη Θεσσαλονίκη (μέσω Σερρών ή Ασπροβάλτας). Έχει αξιοποιηθεί και είναι επισκέψιμο από το 1998. Σε απόσταση αναπνοής από την τεχνική είσοδο του σπηλαίου, βρίσκεται το φαράγγι του ποταμού Αγγίτη.

Το σπήλαιο πηγών Αγγίτη

Το σπήλαιο πηγών Αγγίτη είναι το μεγαλύτερο ποτάμιο σπήλαιο του κόσμου και βρίσκεται στην Προσοτσάνη του νομού Δράμας. Το σπήλαιο είναι επισκέψιμο σε μήκος 500 μέτρων ενώ συνολικά εκτείνεται σε μήκος άνω των 21 χιλιομέτρων. Η ιδιαιτερότητα του έγκειται στο γεγονός ότι στο δάπεδό του κυλάει ο ποταμός Αγγίτης, με εντυπωσιακή έξοδο του ποταμού μέσα από το βουνό. Στον υπόγειο ποταμό του σπηλαίου καταλήγουν μεταξύ άλλων, τα νερά του λεκανοπεδίου του Κάτω Νευροκοπίου, ενώ το σπήλαιο ανήκει στο δίκτυο σπηλαίων του φαραγγιού του ποταμού Αγγίτη μαζί με άλλα τέσσερα γνωστά σπήλαια, μεταξύ των οποίων και το φημισμένο Σπήλαιο Αλιστράτης. Το σπήλαιο ονομάζεται και Μααρά, ονομασία η ετυμολογία της οποίας είναι είτε από τα αραβικά και σημαίνει μικρό σπήλαιο είτε από τα εβραϊκά που σημαίνει νερό από το βουνό.

Στο σπήλαιο, ο επισκέπτης, όσο κινείται σε έναν διάδρομο πάνω από το ποτάμι και ενάντια της ροής του νερού, παρακολουθεί τη φυσική διακόσμηση στο Σπήλαιο η οποία κυριαρχείται από λευκούς και κόκκινους σταλακτίτες διαφόρων μορφών. Η «αίθουσα του τροχού», η οποία συνδέεται μέχρι και σήμερα με την κύρια περιοχή του σπηλαίου με ένα διάδρομο, οφείλει το όνομά της στην παρουσία ενός μεγάλου υδραυλικού τροχού διαμέτρου 8μέτρων, ο οποίος κάλυπτε τη παροχή νερού και τις αρδευτικές ανάγκες της περιοχής από την οθωμανική εποχή. Εντός του εντυπωσιακού ανοίγματος στην οροφή της αίθουσας, τοποθετείται πιθανή είσοδος των γύρω χωριών και μυστική πρόσβαση από την ακρόπολη που βρίσκεται πάνω από την σπηλιά στο ποτάμι. Εξίσου εντυπωσιακό είναι το τοξωτό άνοιγμα όπου ξεχειλίζουν με ορμή τα νερά στον κάμπο δημιουργώντας μια όαση δροσιάς με δέντρα, λεύκες και ιτιές στο περιβάλλον του σπηλαίου, ιδανικό για τη χαλάρωση των επισκεπτών. Μέσα στο σπήλαιο φιλοξενούνται ευκαιριακά ή ζουν μόνιμα 37 είδη ζώων, κυρίως μικρο-πανίδα, εκ των οποίων έξι είδη έγιναν για πρώτη φορά γνωστά στη διεθνή επιστημονική κοινότητα. Στην περιοχή έχουν βρεθεί μάλιστα πολλά αρχαιολογικά ευρήματα καθώς και ένας χαυλιόδοντας από μαμούθ, που φυλάσσονται στο αρχαιολογικό μουσείο Δράμας. Το σπήλαιο είναι προσβάσιμο από τη Δράμα, την Καβάλα και τη Θεσσαλονίκη. Έχει αξιοποιηθεί και είναι επισκέψιμο από το 2001.

Το σπήλαιο του Ορφέα

Tο σπήλαιο του Ορφέα βρίσκεται στην περιοχή Πετρωτό Αλιστράτης, νομού Σερρών, 800 μ. νοτιοδυτικά του αξιοποιημένου σπηλαίου Αλιστράτης. Πρόκειται για οριζόντιο δαιδαλώδες σπήλαιο, με συνολικό μήκος 300 μ. και πλάτος που κυμαίνεται από 20 έως 30 μ. και με πλούσιο λιθωματικό διάκοσμο. Η ανασκαφική έρευνα που διεξήχθη αποκάλυψε αρχαιολογικά στρώματα πλούσια σε ευρήματα. Αποκαλύφθηκαν επάλληλα δάπεδα χρήσης, που περιλαμβάνουν ημικυκλικές εστίες με στάχτες και καμένα οστά καθώς και κάποιες οπές πασσάλων. Στα κινητά ευρήματα περιλαμβάνονται άφθονα θραύσματα χρηστικών ως επί το πλείστον αγγείων, πήλινα σφονδύλια, οστά οικόσιτων ζώων, όστρεα, οστέινα και λίθινα εργαλεία. Σημαντικό εύρημα αποτελούν τρία τμήματα ανθρώπινων κρανίων, που αποκαλύφθηκαν στο κεντρικό σκάμμα του σπηλαίου και δυο τμήματα ανθρώπινης σιαγόνας ενηλίκου ατόμου. Οι ραδιοχρονολογήσεις που έγιναν στο Εργαστήριο Αρχαιομετρίας του ΕΚΕΦΕ Δημόκριτος επιβεβαιώνουν το ευρύ φάσμα χρήσης του σπηλαίου και κυμαίνονται από 6640-6480 π.Χ. έως 1880-1690 π.Χ.

Το σπήλαιο του Αγίου Γεωργίου

Το Σπήλαιο του Αγίου Γεωργίου βρίσκεται στους πρόποδες του Λόφου του Αγίου Γεωργίου του Κιλκίς και κατατάσσεται στα αξιολογότερα της Ελλάδας. Η επιφάνεια του είναι σχετικά μεγάλη και ξεπερνά τα 1.000 τετραγωνικά μέτρα και έχει δύο ορόφους. Αποτελείται από ασβεστολιθικά πετρώματα και χρονολογούνται 235 εκατομμύρια χρόνια πριν. Το σπήλαιο ανακαλύφθηκε γύρω στο 1925 από τον λατόμο Γεώργιο Παυλίδη (Μπουλασίκη) ο οποίος εργαζόταν και τυχαία βρέθηκε μπροστά στην είσοδο του σπηλαίου. Η πρώτη χαρτογράφηση έγινε από την Άννα Πετροχείλου, το 1930, ενώ πολύ αργότερα, το 1986, το σπήλαιο έγινε επισκέψιμο ύστερα από κατάλληλες εργασίες αξιοποίησης οι οποίες ξεκίνησαν το 1977. Είναι ιδιαίτερης σπηλαιολογικής σημασίας καθώς εκεί που δεν υπάρχει ρεύμα αέρος δημιουργούνται μοναδικά στο είδος τους πέτρινα κοράλλια, σταλακτιτικός και σταλαγμιτικός διάκοσμος στους τοίχους, στις οροφές και στα δάπεδα λόγω του τινάγματος και σκορπίσματος των σταγόνων του νερού που πέφτει στο έδαφος. Οι επισκέψιμοι θάλαμοι είναι έξι και είναι ιδιαίτερα ευρύχωροι. Εντός του σπηλαίου βρέθηκε ακόμη μια πλούσια συλλογή απολιθωμένων οστών ζώων, με περισσότερα από 300 δείγματα.

Το σπήλαιο Ανεμότρυπα

Η ιστορία του Σπηλαίου Ανεμότρυπα στα Πράμαντα Ιωαννίνων ξεκινάει κάπου στο έτος 1960. Δύο νέοι της εποχής, ο Αποστόλης Λάμπρης και Γεώργιος Κ. Καρακώστας, πήραν εντολή από τον τότε πρόεδρο της Κοινότητας να διανοίξουν σχισμή, η οποία εξέπεμπε δροσερό αέρα, για να εξερευνηθεί το εσωτερικό της, με την ευκαιρία της άφιξης της Επίτιμης Προέδρου της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας, Αννας Πετροχείλου. Ερποντας με μεγάλη δυσκολία μετά από 10 μέτρα διαπίστωσαν ευρύ κοίλωμα. Το σπήλαιο έχει τρία επίπεδα, με το μεσαίο να έχει αξιοποιηθεί τουριστικά. Ο ποταμός που φαίνεται στο τέλος του τουριστικού μονοπατιού, δημιουργεί ένα καταρράκτη 2 μέτρων, λίγο χαμηλότερα από το μονοπάτι. Το νερό του εμφανίζεται ξανά σε πηγή που βρίσκεται στην χαράδρα, 25 μέτρα κάτω από την είσοδο της σπηλιάς. Το αξιοποιημένο τμήμα έχει μήκος 250 μ. Κάτω από πανέμορφα χρωματισμένους σταλαγμίτες έχουν σχηματιστεί τρεις λιμνούλες σε αποχρώσεις του γκρι, ροζ και άσπρου.

Το σπήλαιο των Καταρρακτών Έδεσσας

Το Σπήλαιο των Καταρρακτών στην Έδεσσα είναι το μοναδικό «πρωτογενές» αξιοποιημένο σπήλαιο στην Ελλάδα. Με τον όρο «πρωτογενές» χαρακτηρίζουμε τα σπήλαια που έχουν δημιουργηθεί από την εναπόθεση διαλυμένου ασβεστόλιθου πάνω στα βρύα που αναπτύσσονται κάτω από τους καταρράκτες. Ο όρος «πρωτογενές σπήλαιο» αναφέρεται στα σπήλαια με ηλικία όμοια με αυτήν των πετρωμάτων, ενώ σχηματίζονται σε τραβερτινικές αποθέσεις κυρίως σε θέσεις καταρρακτών. Οι αναφορές για τραβερτινικά πρωτογενή σπήλαια είναι πολύ λίγες που υπολογίζονται μόνο στο 1-2% των σπηλαίων. Στην Ελλάδα είναι σπάνιες γεωμορφές και πρέπει να θεωρηθούν φυσική κληρονομιά. Με αυτό τον τρόπο οι Καταρράκτες Έδεσσας συγκαταλέγονται στα παγκόσμια μνημεία φυσικής κληρονομιάς με την μοναδικότητα ότι μετατοπίζονται προς τα εμπρός, δημιουργώντας σταδιακά νέα σπήλαια. Στο μικρό λοιπόν αυτό σπήλαιο θα δει κανείς πως σχηματίζεται ένας συμπαγής βράχος με την δύναμη του νερού που έχει την ίδια ηλικία με το πέτρωμα που το δημιούργησε. Η είσοδος του σπηλαίου είναι στο χώρο του δεύτερου πλατώματος των Καταρρακτών. Η επίσκεψη στους Καταρράκτες δεν μπορεί να ολοκληρωθεί χωρίς την επίσκεψη στο χώρο που γίνεται κατανοητό πως κτίσθηκε ο υδάτινος πύργος μέσα στο νερό, η βάση πάνω στην οποία βρίσκεται η πόλη της Έδεσσας.

Το σπήλαιο του Περάματος

Το Σπήλαιο του Περάματος βρίσκεται πλάι στην ειδυλλιακή λίμνη, τέσσερα μόνο χιλιόμετρα μακριά από την πόλη των Ιωαννίνων, στο Πέραμα. Ανακαλύφθηκε τυχαία το 1940, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, και μετά το τέλος του, φωτογραφήθηκε για πρώτη φορά από τον Κωνσταντίνο Κασβίκη, γυμναστή και ερασιτέχνη σπηλαιολόγο. Ετσι έμαθαν για το σπήλαιο ο Ιωάννης και η Αννα Πετροχείλου (ιδρυτές της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας), και άρχισαν τη συστηματική εξερεύνηση και χαρτογράφησή του, ώστε να γίνει το πρώτο τουριστικά διευθετημένο στην Ελλάδα. Αποτελείται από πολλές διαδοχικές αίθουσες και διαδρόμους στολισμένους με σταλακτίτες, σταλαγμίτες, κουρτίνες και εντυπωσιακές κολώνες σε θαυμάσια συμπλέγματα, ενώ το 1956 βρέθηκαν εντός του απολιθωμένα δόντια και οστά της αρκούδας των σπηλαίων. Το σπήλαιο αποτελεί τμήμα κοίτης υπόγειου ποταμού, που διανοίχθηκε κατά την προτεταρτογενή εποχή, ηλικίας 1.500.000 χρόνων περίπου. Η τουριστική διαδρομή του, έχει μήκος 1.100 μέτρα και η έκταση που καλύπτει είναι 14.800 m2, ενώ η υψομετρική του διαφορά από την είσοδο έως την έξοδο είναι 25 περίπου μέτρα.

Το σπήλαιο Πετραλώνων

Το σπήλαιο Πετραλώνων βρίσκεται στους δυτικούς πρόποδες του ασβεστολιθικού όρους «Κατσίκα», σε ένα χιλιόμετρο απόσταση από το χωριό Πετράλωνα Χαλκιδικής. Πρόκειται για οριζόντιο σπήλαιο με συνολικό μήκος διαδρόμων 1800 μ. περίπου, από τα οποία τα 700 έχουν αξιοποιηθεί τουριστικά. Ο λιθωματικός του διάκοσμος είναι πολύ πλούσιος με πολύπλοκες μορφές, όπως σταλακτιτικές κολώνες και παραπετάσματα. Το σπήλαιο έγινε κυρίως γνωστό από τον εντοπισμό στο εσωτερικό του ενός ανθρώπινου κρανίου με αρκετά πρωτόγονα ανατομικά χαρακτηριστικά, τα οποία το καθιστούν ιδιαίτερα σημαντικό για τη μελέτη της ανατομικής εξέλιξης του ανθρώπου. Επίσης στο σπήλαιο έχει βρεθεί σημαντικός αριθμός οστών μεγάλων θηλαστικών, όπως αλόγων, αιγάγρων, μεγάλων βοοειδών, ρινοκέρων, λύκων, λιονταριών, υαινών, κ.ά. Το σπήλαιο έγινε γνωστό για τα παλαιοντολογικά και παλαιοανθρωπολογικά του ευρήματα ήδη από το 1960, μετά την τυχαία ανακάλυψη σε αυτό από τον κάτοικο των Πετραλώνων Χ. Σαρρηγιανίδη, του περίφημου απολιθωμένου ανθρώπινου κρανίου. Η αξία του ευρήματος και η μοναδικότητά του έδωσαν αφορμή σε μια σειρά εργασιών μέσα και έξω από το σπήλαιο. Από ανθρωπολογικής άποψης το απολιθωμένο κρανίο είναι σπουδαιότατο εύρημα, όμως δεν υπάρχει ομοφωνία των ειδικών για την χρονολόγησή του και για την αξιολόγησή του. Οι κύριες απόψεις αποκλίνουν σημαντικά και το κρανίο θεωρείται ως ανήκον σε άνθρωπο που έζησε περίπου 700.000 χρόνια πριν από σήμερα κατά την μία και περίπου 200.000 χρόνια πριν από σήμερα κατά την άλλη.

Το Σπηλαιοπάρκο Αλμωπίας

Το Σπηλαιοπάρκο Αλμωπίας είναι το πρώτο και μοναδικό σπηλαιολογικό πάρκο στην Ελλάδα. Βρίσκεται στους πρόποδες του όρους Βόρας, κοντά στο χωριό Λουτράκι του Δήμου Αριδαίας και εντός των ορίων των εγκαταστάσεων των Ιαματικών Λουτρών Πόζαρ. Περίπου 15 σπήλαια και έγκοιλα έχουν καταγραφεί και ερευνηθεί από το 1990 μέχρι σήμερα. Από αυτά τα σπήλαια, το Βάραθρο έχει αναδειχθεί τουριστικά και είναι επισκέψιμο, η Αρκουδοσπηλιά έχει παλαιοντολογικό ενδιαφέρον, το Σπήλαιο των Ανταρτών έχει αρχαιολογικό ενδιαφέρον, ενώ τα υπόλοιπα παρουσιάζουν ποικίλο, αλλά μικρότερο ενδιαφέρον. Το Σπηλαιοπάρκο Αλμωπίας αποτελεί μία ιδιαίτερη περιοχή με έντονο ενδιαφέρον όσον αφορά τη γεωλογία, την παλαιοντολογία και την αρχαιολογία. Τα απολιθώματα από τις ανασκαφές στεγάζονται στις παλαιοντολογικές εκθέσεις του Φυσιογραφικού και Λαογραφικού Μουσείου Αλμωπίας στα Λουτρά και στο δημοτικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας στην Αριδαία. Εκτός από τα σπήλαια στην περιοχή υπάρχουν ιαματικά λουτρά και το καταπληκτικής ομορφιάς φαράγγι του Βόρα με εντυπωσιακούς καταρράκτες.

Το Σπήλαιο του Δράκου

Το σπήλαιο βρίσκεται στη βόρεια πλευρά της πόλης της Καστοριάς, λίγο πριν από την Μονή της Παναγίας Μαυριώτισσας. Η είσοδος απέχει περίπου 20 μέτρα από τις όχθες της λίμνης. Έχει πάρει το όνομά του από τον μύθο που λέει πως, πριν από πολλούς αιώνες, η μεγάλη σπηλιά ήταν χρυσορυχείο και το φύλαγε ένας δράκος που ανέπνεε και έβγαζε από το στόμα του φλόγες και ατμούς. Στο εσωτερικό του υπάρχουν μεγάλα χερσαία και λιμναία τμήματα με εντυπωσιακό σταλακτικό διάκοσμο καθώς περιλαμβάνει επτά υπόγειες λίμνες, δέκα αίθουσες, πέντε διαδρόμους-σήραγγες. Η μεγαλύτερη αίθουσα του σπηλαίου έχει διαστάσεις 45Χ17 μέτρα με το κεντρικό της τμήμα υπερυψωμένο και τις πλευρές της να καταλήγουν σε λίμνες. Η μεγάλη λίμνη του σπηλαίου, που είναι και η βαθύτερη, βρίσκεται δυτικά. Στο εσωτερικό του σπηλαίου του Δράκου εντοπίστηκαν παλαιοντολογικά κατάλοιπα, με κυριότερα τα οστά σπηλαίας άρκτου ή αρκούδας των σπηλαίων. Το είδος αυτό έζησε στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια του Πλειστόκαινου και εξαφανίστηκε πριν από περίπου 10.000 χρόνια. Το όνομά της οφείλεται στο γεγονός ότι τα απολιθωμένα λείψανά της εντοπίζονται σχεδόν αποκλειστικά μέσα σε σπήλαια, όπου προφανώς διέμενε για περισσότερο χρονικό διάστημα, σε αντίθεση με την καφέ αρκούδα.

Διαβάστε ακόμη: Οι υπέροχες λίμνες της Βόρειας Ελλάδας

Οι ωραιότεροι καταρράκτες της Βόρειας Ελλάδας

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα