«Ο τελευταίος πειρασμός»: Όταν “κυνηγήθηκε” το βιβλίο και τα ΜΑΤ φυλούσαν τις κόπιες της ταινίας
Η αλήθεια για τον αφορισμό του Νίκου Καζαντζάκη, η άρνηση της εκκλησίας να του κάνει κηδεία και οι διαδηλώσεις έξω από τους κινηματογράφους
Ο «Τελευταίος πειρασμός» του Νίκου Καζαντζάκη προκάλεσε έντονες αντιπαραθέσεις αρχικά ακόμα και ως βιβλίο. Η πλευρά της εκκλησίας ουσιαστικά απαγόρευσε εκείνη την εποχή την κυκλοφορία του βιβλίου στην Ελλάδα. Στην πραγματικότητα, όμως, αποδείχθηκε απομονωμένη καθώς όλοι στάθηκαν τότε στο πλευρό του συγγραφέα. Οι φανατικοί χριστιανοί τότε, το χαρακτήρισαν «πρόστυχο», «αντιχριστιανικό», «αμαρτωλό», «έργο του διαβόλου», ενώ οι λάτρεις της λογοτεχνίας το χαρακτήρισαν «σπάνιο διαμάντι». Δύο θεωρίες που, σε κάποιο βαθμό, υπάρχουν και μέχρι σήμερα.
Το 1942, ενώ βρισκόταν στην Αίγινα, ο Νίκος Καζαντζάκης αρχίζει να γράφει το αρχικό κείμενο του βιβλίου, με τον προσωρινό τίτλο «Τ’ απομνημονεύματα του Χριστού». Σχεδόν μια δεκαετία αργότερα, κατά την περίοδο 1950-1951 και ενώ ζει στην Αντίμπ της Γαλλίας, ολοκληρώνει το έργο, δίνοντάς του τη μορφή με την οποία το γνωρίζουμε σήμερα. Η πρώτη του έκδοση πραγματοποιείται στη Νορβηγία και στη Σουηδία, ενώ στην Ελλάδα κυκλοφορεί για πρώτη φορά το 1955 από τις εκδόσεις Δίφρος.
Κεντρικό πρόσωπο της αφήγησης είναι ένας Άνθρωπος που ζει διαρκώς βασανισμένος, αλλά δεν σταματά να παλεύει. Στο τέλος θυσιάζεται, επιδιώκοντας να κατακτήσει μια μορφή ελευθερίας — είτε αυτή είναι πνευματική, σωματική, ιδεολογική, κοινωνική, πολιτική ή άλλη.
Μέσα από αυτόν τον ήρωα, ο Καζαντζάκης επιχειρεί έναν βαθύ στοχασμό γύρω από την ανθρώπινη φύση του Ιησού. Η Εκκλησία τον βλέπει ως Θεάνθρωπο, αδιαίρετο. Ο Καζαντζάκης, ωστόσο, διαχωρίζει τα δύο συστατικά αυτής της έννοιας. Ο πρωταγωνιστής του «Τελευταίου Πειρασμού» δεν χάνει ποτέ τη δυαδικότητά του. Αντιθέτως, αναδεικνύεται με έντονο τρόπο τόσο η ανθρώπινη αδυναμία όσο και η θεϊκή του αποστολή.
Έναν χρόνο πριν κυκλοφορήσει το βιβλίο στην Ελλάδα, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος φροντίζει να πάρει ξεκάθαρη και απόλυτα αρνητική θέση απέναντί του. Σε επίσημη ανακοίνωσή της, το καταδικάζει ως έργο που, όπως αναφέρει, «διαστρέφει και κακοποιεί την θεόπνευστη ευαγγελική αφήγηση» και «προσβάλλει με ανίερο και προκλητικά ασεβή τρόπο το θεανδρικό πρόσωπο του Κυρίου», ιδίως κατά τις ώρες του πάθους Του επάνω στον Σταυρό.
Η Σύνοδος καλεί τους πιστούς να απορρίψουν το βιβλίο, χαρακτηρίζοντάς το όχι μόνο ακατάλληλο για πνευματική οικοδομή, αλλά και επικίνδυνο, καθώς –όπως σημειώνει– «μέσα από τη γοητεία της τέχνης δηλητηριάζει τις ψυχές». Παράλληλα, ασκεί έντονες πιέσεις προς την πολιτική ηγεσία της χώρας, απαιτώντας την απαγόρευση της κυκλοφορίας του.
Η κυβέρνηση αρνείται να προχωρήσει στην απαγόρευση του βιβλίου. Ωστόσο, ορισμένοι ιερείς – με τη σιωπηρή ανοχή της Ιεράς Συνόδου – φτάνουν στο σημείο να αναθεματίσουν τον συγγραφέα, ένα ανάθεμα που παραμένει σε ισχύ μέχρι και σήμερα. Άλλοι ζητούν ανοιχτά τον αφορισμό του. Παράλληλα, διάφορα θρησκευτικά σωματεία εκφράζουν την οργή τους, καταγγέλλοντας πως ο Καζαντζάκης, μέσω των έργων του, «επιδιώκει να κάνει τους αναγνώστες του να ζουν ζωή πιο άθλια κι από αυτή των ζώων».
Η απάντηση του μεγάλου Κρητικού λογοτέχνη δεν άργησε να έρθει και ήταν αποστομωτική:
«Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι Πατέρες. Σας δίνω μια ευχή: Σας εύχομαι να ’ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή όσο η δική μου και να ’στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ.»
Για την ιστορία, να αναφέρουμε πως επίσημα ουδέποτε έθεσε θέμα αφορισμού του συγγραφέα, παρά την γενικότερη αίσθηση που επικρατεί πως αφορίστηκε από την εκκλησία. Μάλιστα, στην πραγματικότητα η επιτροπή που συστάθηκε τότε για να «ερευνήσει το θέμα» του αφορισμού, είπε πως καλύτερα θα είναι να απαγορευτεί το βιβλίο. Εκείνη την εποχή μάλιστα, πολλοί πολιτικοί αντέδρασαν έντονα στην προοπτική του αφορισμού. Ο νεαρός τότε βουλευτής Κωνσταντίνος Μητσοτάκης επέκρινε την «επιχειρούμενη δίωξη του πνεύματος». Ο δήμος Αθηναίων ζήτησε την αποτροπή οποιασδήποτε δίωξης των έργων του συγγραφέα ενώ οι δημοτικοί σύμβουλοι Θεσσαλονίκης χαρακτήρισαν την απαγόρευση «πλήγμα για τον πολιτισμό». Το… τελικό «χτύπημα» σύμφωνα με την ιστορία, ήρθε από τον Πατριάρχη Αθηναγόρα, όπου δεν ήθελε ούτε καν να ακούσει για τα περί αφορισμού του Καζαντζάκη ενώ όταν πολλά χρόνια μετά πήγε επίσκεψη στην Κρήτη σε σχετική ερώτηση δημοσιογράφου απάντησε πως: «τα βιβλία του Καζαντζάκη κοσμούν την πατριαρχική βιβλιοθήκη»!
Παρότι τελικά δεν αφορίστηκε, όταν ο Καζαντζάκης πέθανε στις 26 Οκτωβρίου 1957 από λευχαιμία, η Εκκλησία αρνήθηκε να του αποδώσει χριστιανική κηδεία. Ο Αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος δεν έδωσε την άδεια να τεθεί η σορός του σε λαϊκό προσκύνημα, ενώ ο νεαρός τότε αρχιμανδρίτης Αυγουστίνος Καντιώτης, μετέπειτα Μητροπολίτης Φλώρινας, δήλωνε πως θα μεταβεί ο ίδιος στην Κρήτη για να εμποδίσει την τέλεση της νεκρώσιμης ακολουθίας.
Κι όμως, χιλιάδες άνθρωποι ανηφόρισαν στον Προμαχώνα του Μαρτινέγκο, στο Ηράκλειο, για να του πουν το τελευταίο αντίο. Χωρίς ψαλμούς και τελετές, αλλά με σιωπή, δάκρυα και βαθύ σεβασμό. Εκεί, στον τάφο του, χαράχτηκαν οι δικές του λέξεις — ένας επίλογος που συνοψίζει ολόκληρη τη ζωή και το έργο του:
«Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα, είμαι λεύτερος.»
«αυτή η νύχτα είναι του Σκορσέζε»
Οι έντονες αντιδράσεις όμως, επαναλήφθηκαν (με μεγαλύτερη ένταση) περίπου τρεις δεκαετίες αργότερα και αφού είχε πεθάνει πλέον ο Καζαντζάκης, όταν το 1988 ο Μάρτιν Σκορσέζε αποφάσισε να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το βιβλίο του κρητικού συγγραφέα. Τον ρόλο του Ιησού ενσαρκώνει ο σπουδαίος αμερικανός ηθοποιός Γουίλιαμ Νταφόε. Η προβολή της ταινίας στους ελληνικούς κινηματογράφους, ξυπνάει πάθη και μίση που πολλοί θεωρούσαν πια ξεχασμένα. Κανείς, άλλωστε, από αυτούς που αντιδρούσαν δεν είχε ξεχάσει πως ο Καζαντζάκης είχε… αφοριστεί!
Μέλη χριστιανικών οργανώσεων, κληρικοί και ρασοφόροι μοναχοί στέκονταν στις εισόδους των κινηματογράφων και απαγόρευαν την προσέλευση του κόσμου, ενώ δημιουργήθηκαν εκτεταμένα επεισόδια με τραυματισμούς και μεγάλες διαδηλώσεις. Στις ΗΠΑ η ταινία έκανε πρεμιέρα και σε εννέα μεγάλες πόλεις της χώρας, 10.000 φανατικοί χριστιανοί πραγματοποίησαν πορεία διαμαρτυρίας στα στούντιο της εταιρείας Universal, ενώ η Σύνοδος των Καθολικών Επισκόπων των ΗΠΑ κάλεσε με ανακοίνωσή της τα 53 εκατ. των Αμερικανών καθολικών να μποϊκοτάρουν το φιλμ και τον Σκορσέζε.
Από την άλλη, στην Ιταλία, οι χριστιανοδημοκράτες προσπαθούν να εμποδίσουν την προβολή του «Τελευταίου Πειρασμού» στο Φεστιβάλ Βενετίας και ο σκηνοθέτης του εμβληματικού «Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ», Φράνκο Τζεφιρέλι αποκάλεσε την ταινία «επιβλαβή για το πρόσωπο του Χριστού, που δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο φθηνής φαντασίας». Μάλιστα σε ένδειξη διαμαρτυρίας απέσυρε από το φεστιβάλ τη δική του ταινία, «Il Giovane Toscanini».
Στην Ελλάδα η ταινία ήρθε τον Οκτώβρη εκείνης της χρονιάς και τα πράγματα ήταν ακόμα πιο έντονα. Η Ιερά Σύνοδος ζήτησε την απαγόρευση της προβολής της ταινίας, για να εισπράξει τότε την άρνηση της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ με την επική ατάκα του τότε κυβερνητικού εκπροσώπου Σωτήρη Κωστόπουλου ο οποίος τόνισε πως «Σοσιαλισμός και λογοκρισία δεν συμβιβάζονται».
Η ταινία τελικά, αποφασίζεται να προβληθεί ως «ακατάλληλη για τους κάτω των 17 ετών» σε 7 και όχι 13 αίθουσες. Αιτία ήταν το γεγονός πως στην Αθήνα είχαν φτάσει 7 κόπιες του έργου και κρίθηκε φρόνιμο οι κόπιες αυτές να παραμένουν στους (φρουρούμενους από τα ΜΑΤ κινηματογράφους) και να μην μεταφέρονται έξω από αυτούς για… λόγους ασφαλείας. Έξω από αυτούς τους κινηματογράφους που θα πρόβαλαν την ταινία, πραγματοποιήθηκαν συγκεντρώσεις με βίαια επεισόδια. Εντός των κινηματογράφων, μέλη θρησκευτικών οργανώσεων που είχαν αγοράσει κανονικά εισιτήρια, περίμεναν να ξεκινήσει η προβολή και όταν αυτό έγινε σηκώθηκαν από τη θέση τους και με μαχαίρια και ψαλίδια έσκιζαν την πάνινη οθόνη. Αστεία κατάσταση, ήταν όταν μετά τα «ντου» σε κινηματογράφους, οι θεατές που ήθελαν να δουν την ταινία πήραν σειρά φωνάζοντας εκείνοι συνθήματα, όπως… «Δεν αποχωρούμε αν δεν αφοριστούμε», «αυτή η νύχτα είναι του Σκορσέζε», «6-6-6, Ιούδα είσαι σέξι» και άλλα τέτοιου τύπου.
Εντυπωσιακή ωστόσο είναι και η πορεία της ταινίας μέχρι τις μέρες μας, αν σκεφτούμε πως μετά την κινηματογραφική της περιπέτεια, απαγορεύτηκε και η διάθεσή της με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, δηλαδή ως βιντεοκασέτα, με πολλά βιντεοκλάμπ να διαθέτουν παράνομα τη βιντεοκασέτα προς ενοικίαση. Μόλις το 2003 κυκλοφόρησε η ταινία σε DVD στην Ευρώπη και σύντομα έγινε διαθέσιμη προς αγορά ή ενοικίαση και στη χώρα μας.
Αξιοσημείωτο γεγονός για τη χώρα μας, είναι ο προγραμματισμός του Star στις 8 Ιουλίου 2004 να προβάλει την ταινία για πρώτη φορά στην ελληνική τηλεόραση. Κάτι που όμως, δεν έγινε τελικά ποτέ, ύστερα από παρέμβαση – όπως αναφέρεται σε αρχεία – του τότε Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου ο οποίος ήταν από τους μεγαλύτερους πολέμιους της ταινίας.
Απόψε πάντως, Μεγάλη Τετάρτη, η ταινία θα προβληθεί στον ΣΚΑΪ στις 22.00