Ένα παιδικό πάρτυ ως καθρέφτης του κόσμου μικρών και μεγάλων
Η σερβικής παραγωγής ταινία Κέλτες μας φέρνει ένα βήμα πιο κοντά στη κινηματογραφική ματιά των γειτόνων μας και μας συστήνει την πιο εύστοχη μικρογραφία της κοινωνίας. Προβάλλεται στο 62ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Βαλκάνια ρε φίλε εκεί ανήκουμε, ακούς να λένε με περισσή χαρά πολλοί Έλληνες και ειδικά Θεσσαλονικείς και άλλοι, επίσης, αρκετοί να προσπαθούν μάταια να πειστούν και να πείσουν ότι είμαστε κάτι πρωτοκλασάτο δυτικό, αναγεννησιακό ή συγγενικό με το κάλλος της αρχαίας Ελλάδας, ”λίκνο του πολιτισμού” που τοποθετεί σωστά τα μαχαιροπίρουνα, Ευρώπη μέχρι το κόκαλο.
Και στις δυο περιπτώσεις ανθρώπων και ανάγκης ένταξης κάπου, οπουδήποτε, υπάρχει ένα μεγάλο κενό. Γιατί είναι κακό να είσαι Βαλκάνια, αν όντως είσαι, γιατί να ζήσεις προσποιούμενος μιαν άλλη και απαρνούμενος μια ταυτότητα που φέρεις, που τη βλέπεις κάθε μέρα στη ζωή και τους ιδιωματισμούς σου, ατομικούς και κοινωνικούς. Πρωτίστως και κυρίως, όμως, τι είναι Βαλκάνια; Ξέρουμε; Ή απλά αναπαράγουμε την φτωχή, επιδερμική, ψευδή κοινοτοπία και το κοινότοπο ψέμα ότι Βαλκάνια είναι κάτι καημένοι που τώρα τελευταία αναθαρρούν επειδή πέρασαν κομμουνισμό και αναγκαστικά επειδή έφτασαν σε έναν ”πάτο” τώρα αναθαρρούν, αφού ”προφανώς έπαθαν κι έμαθαν” και τώρα βρίσκονται σε ανάπτυξη, αλλά ποτέ δεν θα φτάσουν την Ελλαδάρα μας;
Το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκη κάθε χρόνο αποδεικνύει το μεγαλείο του, τόσο ποιοτικά, αναφορικά με την τέχνη του κινηματογράφου, τις επιλογές των προβολών και τη διαμόρφωση ενός αξιόλογου προγράμματος που πάντα προσφέρει και μας αφήνει πιο γεμάτους, από τις εδικές προβολές μέχρι τα αφιερώματα και τα masterclasses, αλλά φέρει επίσης πάντα μια ταυτότητα σημαντική, επίκαιρη με το βλέμμα στραμμένο πάντα στην ανθρωπιά, τη σύσφιξη σχέσεων, το συνταίριασμα διαφορετικών ματιών, τη διαφορετικότητα, την ανοιχτότητα, τη διάνοιξη της κινηματογραφικής μας ματιάς…
Σινεμά δεν είναι μόνο ο Ταρκόφσκι, ο Λίντς, ο Κισλόφσκι, ο Λόουτς και πολλά άλλα μεγαθήρια της τέχνης και γνωστές ελληνικές που σημάδεψαν την ιστορία ή άλλες που τις γνωρίζουμε επειδή απλά μένουμε εδώ. Σινεμά είναι και ότι συνέβη ή συμβαίνει γύρω μας, από ανθρώπους που μερικά διόδια και χιλιόμετρα παραπάνω παιδεύονται με το μυαλό, τις κάμερες και τις πένες του να αποτυπώσουν, να μεταφέρουν στην οθόνη το καθημερινό βίωμά τους, αυτά που γίνονται εκεί έξω και ο προβολέας των ματιών και της ψυχής τους επιλέγει να φωτίσει και να αναδείξει. Αυτό που ξεχωρίζω και θεωρώ σπουδαίο στο φετινό, το 62ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης είναι δίχως αμφιβολία οι Ματιές στα Βαλκάνια. Και ναι ο κινηματογράφος που συμβαίνει σε κάθε χώρα σε κάνει να τη μαθαίνεις καλύτερα, να μπαίνεις μέσα της και να διαμορφώσεις μια γνώση για την ταυτότητα που φέρει και εν τέλει φέρεις κι εσύ. Η ταυτότητα των γειτόνων μας μέσα από το φακό των γειτόνων μας.
Είδα χθες βράδυ την ταινία Κέλτες της Μίλιτσα Τομάσοβιτς φετινής σοδειάς και σερβικής παραγωγής. Μεταφερόμαστε στο 1993, οπότε και ήδη έχει ξεκινήσει η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας με τις κυβερνήσεις των σοσιαλιστών ( τέως κομμουνιστών) να χάνουν τις εκλογές πλην του Μιλόσεβιτς στη Σερβία. Βέβαια οι εθνικιστικές απόψεις και αντιλήψεις κερδίζουν όλο και περισσότερο έδαφος. Βρισκόμαστε στο Βελιγράδι, όπου επικρατεί η φτώχεια και τα προβλήματα μέσα στα σπίτια.
Στους δρόμους επικρατεί η μιζέρια που προκαλούν οι οικονομικές δυσκολίες και οι κοινωνικές εξελίξεις που τρέχουν δημιουργώντας έναν ανταγωνισμό σε παγκόσμια επίπεδο με το Βελιγράδι μάλλον να μην κατορθώνει να τρέξει πίσω του. Φασαρίες για την ποιότητα ενός κομματιού κρέατος, μια γυναίκα στο ταξί που δεν της φτάνουν τα λεφτά για φτάσει τον προορισμό της και ζητά να σταματήσει πιο πριν ενώ βρέχει. Ένας πατέρας, ο οδηγός του ταξί, που προσπαθεί να μαζέψει ό,τι μπορεί από χρήματα, τρόφιμα και δώρα για το πάρτυ γενεθλίων της κόρης του, που πλέον γίνεται 8 χρόνων. Βέβαια τα γενέθλια ήταν πριν 10 μέρες, δεν ξέρω αν αυτό συμβολίζει την οικονομική δυσκολία το να στηθεί ένα πάρτυ ή απλά επειδή ήταν τη χειμερινή περίοδο δεν θα μπορούσε να καλέσει τους συμμαθητές της.
Η γυναίκα, η Μαριάννα, επιστρέφει στο σπίτι έχοντας μαζέψει από το σχολείο τη μεγαλύτερη κόρη της, η οποία περνά την αντιδραστική εφηβεία και έχει λερώσει το παντελόνι της με τα γυναικολογικά της. Η Μαριάννα γυρνά στο σπίτι της και την υποδέχεται η γεροντοπαρέα της μάνας της, μια παρέα που μιλά για θανάτους και κάνει σαχλά γεροξεκούτικα αστεία. Αδειάζει τα ψώνια και εδώ υπάρχει μια ακόμη σημειολογία της φτώχειας που αντιμετωπίζει η οικογένεια και γενικώς υπάρχει. Δεν έχει αγοράσει ενόψει του πάρτυ τους ”αυθεντικούς” χυμούς, τη μάρκα, αλλά υποκατάστατα γευστικής και αρωματικής σκόνης που θα διαλυθεί στο νερό.
Όλα στη ζωή είναι lato sensu πολιτική και πολιτικά. Αν και θα μπορούσε να επικεντρώνεται η ανάλυση σε αυτόν το τομέα και πώς επηρεάζει τα πάντα στη ζωή, στη Γιουγκοσλαβία που σιγά-σιγά διαλύεται και μπαίνει στα καλούπια ενός κόσμου που αλλάζει όλο και πιο γρήγορα αφήνοντας πίσω με σκληρό τρόπο όποιον δεν τον ακολουθεί στα ταχύτητα χορευτικά του βήματα, νομίζω ότι αξίζει να στρέψουμε τον προβολέα στην ανθρωπολογική και κοινωνιολογική μικροπαρουσίαση των ανθρώπων και των ρόλων τους γενικά. Την παιδική ψυχή, τον σκληρό κόσμο των παιδιών, το ρόλο της γυναίκας και του άνδρα, τον έρωτα που χάνεται μέσα στην καθημερινότητα, αλλά και την ανθρώπινη ψυχή που πάντα επικρατεί μέσα σε όλα και ξεσπά.
Ο πατέρας δουλεύει και είναι πάντα γλυκός με τα μικρά του παιδιά, αλλά υπάρχει ένα ορατό κενό με την μεγαλύτερη του κόρη που διάγει την εφηβεία της και πλέον ψάχνει εκ νέου τα πατήματά της. Η μητέρα προσπαθεί να αντεπεξέλθει σε όλα, στις ανάγκες των παιδιών της με το βλέμμα στραμμένο στην αγάπη και τη χαρά που θέλει να τους δώσει, όμως δεν παύει ποτέ να είναι γυναίκα. Μια γυναίκα μάλιστα που δεν ικανοποιείται πια σεξουαλικά από το σύζυγό της κι αυτό φαίνεται να την επηρεάζει και την κάνει να ζει πια μια ζωή που δεν δοξάζει, αφήνει στο περιθώριο την σεξουαλική της ζωή, μια επιθυμία και ανάγκη που ποτέ δεν παύει και είναι απολύτως συνυφασμένη με την ανθρώπινη υπόσταση.
Με αφορμή το παιδικό πάρτυ της Μίνια μαζεύονται στο σπίτι συμμαθήτριες και συμμαθητές της, οι γονείς τους, αλλά και συγγενείς και φίλοι της οικογένειας. Η συγκυρία αυτή αποτελεί και μια ευκαιρία για τη συνάντησή τους και έτσι οι ενήλικοι στο παράλληλο σύμπαν της κουζίνας που δημιουργείται ξεκινούν να πίνουν με τη σέσουλα, καπνίζουν αρειμανίως, μιλάνε για σεξ και πολιτικά, ενώ τα παιδιά μεταξύ τους παίζουν και παρατηρούν το ένα τη στολή του άλλου. Κατακεραυνώνουν ακόμα κι αν κάτι από το μπουφέ και τα κεράσματα δεν είναι ωραίο, σχολιάζοντας σκληρά και ψιθυριστά τη μικρή εορτάζουσα.
Όλη η παρουσίαση, τα πλάνα και η αποτύπωση του πάρτυ είναι μαι ευκαιρία που ποτέ καμιά μεριά δεν είχε να δει. Κάποιοι έχουμε βιώσει αυτή την κατάσταση μόνον ως παιδιά και ποτέ δεν μπορούσαμε να φανταστούμε πόσο έντονη είναι αυτή η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε εμάς και τους ενήλικες. Οι δε γονείς μας δύσκολο μπορούν να αντιληφθούν τους ιδιωματισμούς μιας ομάδας παιδιών που έρχεται να γιορτάσει, κουβαλώντας μαζί το ανά πάσα στιγμή έτοιμο να στάξει φαρμάκι για την παραμικρή ατέλεια και να στιγματίσει το παιδί που πρέπει να τους ικανοποιεί όλους, χωρίς να περνά βέβαια τίποτα από το χέρι του.
Μέσα στην κουζίνα επικρατεί ένα χάος, θα μπορούσε να πει κανείς ότι αντιστοιχεί σε αυτό που επικρατεί στη Γιουγκοσλαβία. Καπνοί από παντού και ποτήρια που αδειάζουν και ξαναγεμίζουν. Η θεία μεθάει, η μαμά ακροβατεί μεταξύ του να δει αδέρφια και συγγενείς, να φροντίζει το τραπέζι και τα παιδιά, ο ”μορφωμένος” γιατρός κάνει αναλύσει για τα τείχη του Βερολίνου, μια άλλη θεία-γνωστή έρχεται με τη νέα της σύντροφο, ενώ μια άλλη μόνη της που εμφανώς δεν μπορεί να ξεπεράσει την πρώτη. Ο μπαμπάς χαμένος στην αφοσίωσή του στο σπίτι και τα παιδιά βράχος άχρωμος απέναντι στην τρυφερότητα και την προσοχή που ζητά η σύντροφός του. Η γιαγιά, απομονωμένη, σε ένα δωμάτιο μακριά τόσο από το σύμπαν της κουζίνας, όσο και του πάρτυ. Ανάμεσα σε αυτούς τους παράλληλους, αλλά με κάποιο τρόπο συγκοινωνούντες κόσμους σουλατσάρει ο μικρός Φίτσα που δεν μπορεί να στεριώσει σε κανέναν, τα μεγαλύτερα παιδιά τον λοξοκοιτάζουν (ποιο παιδί δημοτικού δεν έχει αλαζονεία για την ηλικία του μπροστά στα μικρότερα), επειδή μάλιστα δεν είναι και ντυμένος με στολή (το πάρτυ είναι μασκέ) και οι μεγάλοι έχουν κι αυτοί να ζήσουν τα δικά τους.
Όλοι οι ”μεγάλοι” θέλουν να κάνουν ένα ξέσπασμα. Η Μαριάννα να φύγει, να ζήσει πράγματα και επιτέλους οργασμό και μάλιστα το κάνει και εδώ βλέπουμε ωραίες σκηνές της αναγκαίας περιπλάνησης με την οργή απέναντι στα πάντα, που ξεσπά αλλόκοτα με τη σειρά της, ο σύζυγος να εξομολογηθεί γιατί έχει παραμελήσει τη γυναίκα του σεξουαλικά, δυο άνδρες επιτέλους να δώσουν το φιλί που τόσο τους έχει λείψει, οι δυο γυναίκες να πουν επιτέλους η μια στην άλλη ότι δεν μπορούν χώρια. Αυτό επικρατεί μέσα στη ζωή ακόμα κι αν καταστρέφεται ο κόσμος, το μεγαλύτερο απωθημένο των ανθρώπων και η βασική συνισταμένη στη ζωή για να βγάζουν πέρα και να πορεύονται είναι ο έρωτας.
Αυτό που ξεχωρίζω στη σκηνοθεσία είναι ότι αν και αυτά τα ξεσπάσματα είναι μια αλληλουχία απελπισμένων και στιγμιαία λυτρωτικών ”επιτέλους” που ξετυλίγεται, η πορεία της ταινίας δεν έχει αυτές τις εντυπωσιακές εντάσεις που σε ανασκουμπώνουν, αλλά συνίσταται σε μια καλά δομημένη και παραστατική με όρους καθημερινής ζωής παρουσίαση καταστάσεων και προσώπων. Πάντα υπό το φως και το σκοτάδι της νοσταλγικής ανάμνησης.
Στα παιδιά, τώρα, δεν λέγεται τυχαία ότι ο κόσμος τους είναι σκληρός. Η μικρή εορτάζουσα ενθουσιασμένη για τη στολή του Ραφαέλο (πορτοκαλί χελονονιντζάκι) που έφτιαξε μόνη της ανυπομονεί για τα γενέθλιά της, έχοντας πάντα ζωγραφισμένη εκείνη την αγωνία του παιδιού που φοβάται πως κάτι θα πάει λίγο λάθος και θα εκτεθεί στους συμμαθητές της. Ένα κορίτσι απλό που νιώθει ασφάλεια στην αγκαλιά του μπαμπά της. Η απλότητά της φαίνεται τόσο στη στολή της, που εν τέλει θα της στοιχίσει γιατί η απλότητα θα χάσει από την εμπορική στολή ενός άλλου αγοριού, που φαίνεται η γνήσια, όσο και στο δώρο που της κάνει ο μπαμπάς της που της φέρνει ένα άδειο πακέτο τσιγάρων που λείπει από τη συλλογή της. Ο τρόπος που το βρίσκει ο τελευταίος δείχνει και την αληθινή αγάπη, την τρυφερότητα του πατέρα, αλλά και τη δική του απλότητα, που ίσως να σπάει όταν κάνει το μικρό του ξέσπασμα, που λέγαμε παραπάνω.
Ο πιο μικρός, ξένος πια, από όλα όσα συμβαίνουν γύρω του λερώνει τα ρούχα του και μόνος του ψάχνει λύσεις, αφού όλοι είναι απασχολημένοι στα δικά τους σύμπαντα και αυτός εκτός τροχιάς. Μιας τροχιάς που ίσως τον λυτρώνει, τον προστατεύει σαν σφαίρα γύρω του. Όσα κι αν γίνονται γύρω του και γύρω μας, πάντα αυτό που θα μας κάνει να γελάμε και να επιβιώνουμε απέναντι στη σκληρότητα του κόσμου των εγνοιών, των αδιεξόδεων, των απωθημένων είναι η παιδικότητα που κουβαλάμε και κρατάμε αναλλοίωτη. Βρίσκει την ασφάλεια και τη ζεστασιά που περιμένει η αίσθηση του ότι έμεινε μόνος στην αγκαλιά της γιαγιάς του. Όλοι μας ώρες-ώρες αυτήν ψάχνουμε.
Η Τομάσοβιτς καταλαβαίνω πως βάζει την υφή της δικής της παιδικότητας, πράγματα που θυμάται και έζησε όντας αυτή μια μικρή περιπλανώμενη στο σπίτι, όταν η Γιουγκοσλαβία κατέρρεε, όταν τα παιδιά είδαν τα χελονονιντζάκια να εμφανίζονται. Σαν να θυμάται με συγκίνηση τους δικούς της ανθρώπους με τα μάτια του παιδιού και τώρα να μπορεί να μιλήσει εκ μέρους τους μπαίνοντας στα δικά τους παπούτσια.
Οι Κέλτες είναι οι γείτονές μας και είναι μια ταινία συγκλονιστική που όλοι έχουμε βιώσει, γιατί όλοι σβήσαμε κεριά κάνοντας πάρτυ στο σπίτι.
Διαβάστε επίσης:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ