Agenda

Καπουτζίδης και Σαρλότ Γκενσμπούρ λίγο πριν πέσει η αυλαία στο 63ο ΦΚΘ

Συζητήσεις, παρουσιάσεις και masterclass λίγο πριν το κλείσιμο του αγαπημένου Φεστιβάλ της πόλης.

Parallaxi
καπουτζίδης-και-σαρλότ-γκενσμπούρ-λί-934741
Parallaxi

Λίγο πριν πέσει η αυλαία του 63ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, η διάσημη ηθοποιός Σαρλότ Γκενσμπούρ βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη για την παρουσίαση της ταινίας της Νυχτερινοί Επισκέπτες. Ταυτόχρονα, ο αγαπημένος σεναριογράφος, ηθοποιός και ambassador της Αγοράς Γιώργος Καπουτζίδης και ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Πατρών Κωνσταντίνος Κυριακός συμμετείχαν σε συζήτηση για την αναπαράσταση της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας στον ελληνικό κινηματογράφο και την τηλεόραση. Η συζήτηση πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με τη Mastercard.

Η αναπαράσταση της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας σε ελληνικό σινεμά και τηλεόραση, με τους Γιώργο Καπουτζίδη και Κωνσταντίνο Κυριακό, σε συνεργασία με τη Mastercard

Στο πλαίσιο του 63ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, o ηθοποιός, σεναριογράφος και Ambassador της Αγοράς, Γιώργος Καπουτζίδης, και ο Καθηγητής Ιστορίας Θεάτρου και Ελληνικού Κινηματογράφου του Πανεπιστημίου Πατρών, Κωνσταντίνος Κυριακός, ήταν οι ομιλητές στη συζήτηση «Η αναπαράσταση της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας στον ελληνικό κινηματογράφο και την τηλεόραση», που πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με τη Mastercard. Φέτος, για πρώτη φορά, η Mastercard υποστηρίζει το βραβείο Mermaid για την καλύτερη ταινία ΛΟΑΤΚΙ+ θεματικής του επίσημου προγράμματος με χρηματικό έπαθλο 3.000 ευρώ.

Την εκδήλωση προλόγισε ο Ορέστης Ανδρεαδάκης, Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης: «Σας καλωσορίζουμε σε μια συζήτηση για την αναπαράσταση της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας στον ελληνικό κινηματογράφο και την τηλεόραση. Είναι μαζί μας ο Γιώργος Καπουτζίδης που είναι και ο φετινός Ambassador της Αγοράς και παρουσιαστής της τελετής έναρξης, και ο Κωνσταντίνος Κυριακός, συγγραφέας και καθηγητής της Ιστορίας Θεάτρου και Κινηματογράφου στο Πανεπιστήμιο Πατρών, ο οποίος είχε συμβάλει καθοριστικά και είχε επιμεληθεί το αφιέρωμα που είχαμε κάνει στον queer ελληνικό κινηματογράφο στο 59ο Φεστιβάλ. Τη συζήτηση υποστηρίζει η Mastercard, η οποία είναι εδώ και πολλά χρόνια ένας από τους βασικούς και πολύτιμους χορηγούς του Φεστιβάλ και φέτος για πρώτη φορά αποφάσισε να στηρίξει και το βραβείο Mermaid για την καλύτερη ταινία ΛΟΑΤΚΙ+ θεματικής του επίσημου προγράμματος, απονέμοντας χρηματικό έπαθλο 3.000 ευρώ. Καλώς ήρθατε και σας ευχαριστώ πάρα πολύ».

«Ευχαριστώ τον Ορέστη και τους ανθρώπους του», δήλωσε αρχικά ο κ. Κυριακός. «Το Φεστιβάλ πάντα συνοδοιπορεί με όλες τις καλλιτεχνικές ευαισθησίες και είμαστε εδώ για να συμβάλλουμε με τον τρόπο μας, συνδυάζοντας επιστήμη και ζωή, για να συζητήσουμε πράγματα που είναι επιτακτική ανάγκη να συζητηθούν. Θα μιλήσω πρώτος και θα υποστείτε κάθε ακαδημαϊκή νεύρωση. Θα σας πω το εξής όνομα: Ντιντής Τρεχαντήρης. Αυτό ήταν ένα ονοματεπώνυμο γύρω στον Μεσοπόλεμο, που χρησιμοποιήθηκε για να αποδώσει στοιχεία ταυτότητας στους τραυματικούς χαρακτήρες κάποιων θεατρικών έργων του μουσικού θεάτρου. Το αναφέρω γιατί σήμερα, που προσέχουμε πολύ πώς αποκαλούμε τους γύρω μας, συνεχίζει να ελλοχεύει η γλώσσα του μίσους και ταυτοχρόνως από την άλλη πλευρά ελλοχεύουν οι υπερβολές της πολιτικής ορθότητας. Με κάποιον τρόπο, ονοματίζοντας κάτι του δίνουμε μια ταυτότητα», δήλωσε σχετικά.

«Η συζήτηση αυτή επικεντρώνεται γύρω από το σινεμά και την τηλεόραση, που είναι ομόλογα οπτικοακουστικά μέσα. Πολλοί δημιουργοί συνυπήρξαν στην τηλεόραση και το σινεμά (Μπέργκμαν, Κισλόφσκι). Σήμερα, αυτή η ρευστότητα σ’ αυτή τη σχέση συγκοινωνούντων δοχείων είναι μια αναντίρρητη πραγματικότητα. Ποτέ στον ελληνικό χώρο η «υψηλή κουλτούρα» δεν ήταν ξένη προς τις ομοερωτικές αποτυπώσεις. Πριν συστηματοποιηθεί η κινηματογραφική παραγωγή στη δεκαετία του ’50 στην Ελλάδα, με τα διάφορα αναδυόμενα studios και την εδραίωσή τους, ήδη υπήρχαν στον χώρο της τέχνης ομοερωτικές αναπαραστάσεις: στη λογοτεχνία (Καβάφης, Λαπαθιώτης), στη ζωγραφική (Τσαρούχης, Διαμαντόπουλος), στο θέατρο (Κάρολος Κουν). Υπήρχαν πρόσωπα τα οποία, με υπόγειο τρόπο, εξέφραζαν τις ευαισθησίες, τα ενδιαφέροντα, τη θεματολογία, αυτό που αποκαλούμε γενεαλογία της queer κουλτούρας».

Στη συνέχεια, ο κ. Κυριακός αναφέρθηκε σε ορισμένες λέξεις-κλειδιά της αναπαράστασης της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας: • Αόρατος, σαν να μην υφίσταται. Στην τυπολογία και τη θεματολογία των ταινιών να απουσιάζει ο γκέι ή ο λεσβιακός χαρακτήρας • Με ποιον τρόπο θα παρουσιαστεί (όταν παρουσιάζεται) μέσω κυρίως της εικόνας: πώς στήνεται ένας χαρακτήρας (ρούχα, διάλεκτος, κάδρο, κινησιολογία) • Ποιο είναι το βλέμμα του ενδοφιλμικού χαρακτήρα με τον οποίο συνυπάρχει. Εμπαιγμός με τη συμμετοχή του κοινού που χαχανίζει. Έχουμε έτσι μια αναπαραγωγή μιας συνθήκης που έχει να κάνει με τον εμπαιγμό, την απαξίωση ή την υποτίμηση. • Πρωταγωνιστικός ή δευτερεύων χαρακτήρας; Αργήσαμε πάρα πολύ. Έπρεπε να φτάσουμε στη δεκαετία του ’70 και του ’80 για να έχουμε πρωταγωνιστικό γκέι χαρακτήρα. Και προγενέστερα είχαμε σημαντικές γκέι αναπαραστάσεις, ωστόσο: ορίζουμε κάτι ως ανοιχτά γκέι χαρακτήρα για να το διαφοροποιήσουμε από αυτό που, με μια σειρά από κωδικοποιημένες κινήσεις και εκφράσεις, υποψιαζόμαστε ότι με έναν υπόρρητο τρόπο, εξέφραζε αυτή την κοινότητα.

«Όλος ο κινηματογράφος των στούντιο της δεκαετίας του ’50 και του ’60 (Finos Film, Καραγιάννης-Καρατζόπουλος), με τη μαζική παραγωγή ταινιών της συγκεκριμένης περιόδου, αναπαρήγαγε αυτό το συγκεκριμένο σχήμα: απαξίωση, γελοιοποίηση, δαιμονοποίηση», υπογράμμισε σχετικά.

«Στη Μεταπολίτευση, άνθρωποι με κουλτούρα από την Εσπερία, με άλλη λογική, ενήμεροι για όσα συνέβαιναν στη Γαλλία κυρίως, φτιάχνουν για πρώτη φορά ταινίες μικρού μήκους και κοινωνούν τις ιδέες αυτές στις εικόνες. Διατηρούν, ωστόσο, πραγματικά ασήμαντη σχέση με την κοινωνική πραγματικότητα: παραμένουν φεστιβαλικές ταινίες για λίγους. Στη συνέχεια, ξεκίνησε μια συστηματοποίηση, με την κυκλοφορία του περιοδικού Αμφί και την δημιουργία του ΑΚΟΕ, και το πέρασμα στην κατάργηση της προληπτικής λογοκρισίας -έναν σταθμό στη διαδικασία. Κάθε σενάριο θα περνούσε από μία λογοκρισία που μπορούσε να είναι μεταμφιεσμένη. Υπάρχουν άλλωστε πολλοί τρόποι να μην αφήσεις μια ομάδα να μιλησει», δήλωσε σχετικά πριν περάσει στη δεκαετία του ’80 έως το σήμερα.

«Η δεκαετία του ’80 είναι μια αμφιθυμική δεκαετία. Παράγονται ταινίες που αποτυπώνουν ένα κοινωνιολογικό γίγνεσθαι, μέσα σε μια ομοφοβική ελληνική κοινωνία. Καθόλη τη δεκαετία του ’80, μεγάλου μήκους ταινίες φτάνουν στο κοινό και καθορίζουν το βλέμμα του Έλληνα, με όλη εκείνη την πολιτική την οποία αναγνωρίζουμε ως πολιτική του αυριανισμού, μια πολιτική λαϊκίστικη, ωστόσο δόθηκε ευκαιρία στους δημιουργούς να δημιουργήσουν ταινίες με σημασία. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και αρχές της δεκαετίας του ’90 έχουμε το New Queer Cinema, το οποίο περιλαμβάνει ανθρώπους όπως τον Αλέξη Μπίστικα και τον Κωνσταντίνο Γιάνναρη, τον Πάνο Χ. Κούτρα και τον Άγγελο Φραντζή. Τέλος, η τελευταία φάση ορίζεται με την κρίση, την άνοδο του αλλόκοτου ρεύματος, την περίοδο του κενού στις επιδοτήσεις των ελληνικών ταινιών. Ουσιαστικά, σηματοδοτείται από την προβολή της Στρέλλας. Οι περισσότεροι στην αίθουσα είστε παιδιά αυτής της περιόδου και έχετε μια άμεση εικόνα», ολοκλήρωσε και έδωσε τον λόγο στον κ. Καπουτζίδη.

«Είναι μεγάλη μου χαρά να βρίσκομαι εδώ», ξεκίνησε ο κ. Καπουτζίδης. «Πριν ξεκινήσουμε, θέλω να αναφερθώ στην Εθνική Ελλάδος, που ίσως είναι η πιο θαρραλέα σειρά που παίχτηκε στην ελληνική τηλεόραση, ιδίως αν λάβουμε υπόψη το πότε προβλήθηκε. Εκεί, έκανε μια εμφάνιση η Μίνα Αδαμάκη που έφυγε χθες από τη ζωή, μια εξαιρετική ηθοποιός και ένας υπέροχος άνθρωπος. Όλα τα ωραία τα σημερινά που θα ειπωθούν, τα γέλια και οι σοφίες μας, θέλω να είναι αφιερωμένα στη μνήμη της», δήλωσε συγκινημένος.

«Διάβασα σ’ ένα βιβλίο του Κωνσταντίνου όλους αυτούς τους χαρακτήρες, πώς αντιπροσωπεύτηκε η γκέι κοινότητα στην τηλεόραση όλα αυτά τα χρόνια. Είναι μια αντιπροσώπευση τόσο ελλιπής, όπως κι αυτοί οι χαρακτήρες. Οι άνθρωποι αυτοί είναι ανέστιοι. Δεν τους βλέπουμε ποτέ σπίτι τους, να καλούν κόσμο, να υποδέχονται γκέι φίλους τους. Θα τους δούμε να ασχολούνται μονάχα με τη σεξουαλικότητά τους, το σεξ είναι το νούμερο ένα πράγμα στη ζωή τους. Δεν τους βλέπουμε σχεδόν ποτέ να λένε «σ’ αγαπώ», και δεν θα τ’ ακούσουν και ποτέ. Είναι μια ελλιπέστατη αντιπροσώπευση. Στο σημείο αυτό θέλω να ξεκαθαρίσω πως όλοι μας εδώ, που ασχοληθήκαμε με την αναπαράσταση της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, είμαστε κι εμείς για cancel, θα ήθελα να φύγει ο δαίμων της κουλτούρας του cancel από πάνω μας. Όλοι έχουμε κάνει λάθη σ’ αυτή την αποτύπωση. Σημασία έχει να δούμε από ‘δω και πέρα, πώς θα τα πάμε καλύτερα. Ανάμεσά μας βρίσκεται και ο Σπύρος Μπιμπίλας, ένας άνθρωπος που έχει υποδυθεί τους περισσότερους γκέι χαρακτήρες στην ελληνική τηλεόραση, ο άνθρωπος που έχει τη διεστραμμένη ιδέα πως όλοι οι άνθρωποι είναι καλοί, αλλά δεν είναι. Σπύρο, ακόμη κι όταν πεθάνεις, μετά τα 100, δεν θα το μάθουμε ποτέ, γιατί δεν θα είσαι εκεί να το ποστάρεις!», αστειεύτηκε, αναφερόμενος σε ένα πρόσφατο περιστατικό.

Στο σημείο αυτό, ο κ. Κυριακός σχολίασε την επιδραστική εμφάνιση του Σπύρου Μπιμπίλα στην Κάθοδο του Γιώργου Μιχαηλίδη, μια σειρά τόσο επιδραστική που θεωρήθηκε από το κοινό πως οδηγεί τους νέους στα ναρκωτικά και την ομοφυλοφιλία. «Αναμείχθηκε τελικά και η κυβέρνηση για το πώς θα διαχειριστεί η ΕΡΤ τις ακρότητες της σειράς αυτής», δήλωσε σχετικά, πριν πάρει τον λόγο ο κ. Μπιμπίλας: «Δεχθήκαμε πραγματικά άγρια λογοκρισία. Άκουγα τότε πολλές φορές να μου φωνάζουν χυδαίους χαρακτηρισμούς στον δρόμο. Εγώ είμαι πολύ περήφανος για τους γκέι ρόλους που έχω παίξει. Στην πορεία, προσπάθησα πολύ να κάνω τον ρόλο να φαίνεται συμπαθής, γιατί πολλοί το κάνανε με αντιπαθητικό τρόπο», δήλωσε σχετικά.

«Βλέπω μπροστά μου πολλά νέα παιδιά, ελεύθερα με τη σεξουαλικότητά σας», σχολίασε ο κ. Καπουτζίδης, πριν αναρωτηθεί γιατί δεν μπόρεσαν ποτέ οι σεναριογράφοι, να αναπαραστήσουν καλύτερα την ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα στο σινεμά και την τηλεόραση. «Αν το σκεφτείτε, οι γκέι χαρακτήρες θα είναι είτε αστείοι, είτε θα τρώνε ξύλο, είτε θα πεθαίνουν από AIDS. Πιστεύω πως η πρόθεση δεν ήταν ποτέ κακή, ήταν απλώς μια προσπάθεια να φανούν συμπαθητικοί χαρακτήρες. Σκεφτείτε τον παχουλό κύριο που μπαίνει στο δωμάτιο -σαν εμένα, μετά από 10 μέρες στη Θεσσαλονίκη- και κάνει πρώτος αστείο για τα κιλά του, πριν κάνει κάποιος άλλος. Θέλει να νιώσει εντάξει και να γίνει συμπαθής. Το να γίνουμε συμπαθείς είναι η αιώνια προσπάθειά μας. Εσείς έχετε καταβάλλει λιγότερη προσπάθεια από εμάς και χαίρομαι γι’ αυτό. Σκέφτεσαι συνεχώς τι να βάλεις για να μην φας ξύλο, πώς θα αλλάξεις τη φωνή σου για να παραγγείλεις σουβλάκια. Όταν κάθεσαι μετά από αυτήν την προσπάθεια να γράψεις έναν γκέι χαρακτήρα, αναλώνεσαι στις εμπειρίες αυτές, και καταλήγεις να «φορτώνεις» αυτούς τους ανθρώπους με διάφορα στοιχεία», ανέφερε.

Ο κ. Καπουτζίδης τόνισε πως είναι ανάγκη να πάμε ένα βήμα παραπέρα, και να φτιάχνουμε χαρακτήρες που δεν χρειάζεται να είναι συμπαθείς. Σε αυτό, ο κ. Κυριακός απάντησε πως όταν γελάμε με τα ανθρώπινα ελαττώματα, σε καμία περίπτωση αυτό δεν μας υποβιβάζει. «Το μεγαλύτερο λάθος που έκανα ήταν να γράψω έναν γκέι χαρακτήρα, απευθυνόμενος σ’ ένα στρέιτ κοινό. Αλλά δεν θέλω να πονέσω έναν άνθρωπο που είναι σαν κι εμένα. Ένα θέατρο έχω να γεμίσω, 400 άτομα θα τα βρούμε, δεν μπορεί. Θα έρθουν όλοι μου οι φίλοι, γκέι και στρέιτ. Γιατί ξέρετε, έχω και φίλους στρέιτ, δεν με απασχολεί τι κάνουν στο κρεβάτι τους», αστειεύτηκε. «Ελπίζω να καταλαβαίνετε γιατί υπάρχει η καταπιεσμένη προσπάθεια από τους δημιουργούς: είμαστε ταλαιπωρημένοι. Αν θέλουμε να μιλήσουμε για το σήμερα, πρέπει να το αποτυπώσουμε ως έχει. Εσείς μπορείτε και περπατάτε χέρι με χέρι, αγόρι με αγόρι, κορίτσι με κορίτσι. Ξέρω, φυσικά, πως δεν είναι εύκολο. Δεν είμαι τρελός. Ακόμη και ο έρωτάς μας στις δραματικές σειρές αποτυπώνεται ως κάτι πολύ θλιβερό. Με έχετε δει εμένα ερωτευμένο; Ίπταμαι! Δεν έχω ερωτευτεί ποτέ στενάχωρος. Ο έρωτας είναι χαρά, κι αυτή η χαρά δεν έχει καταγραφεί ποτέ. Γενικά όμως, δεν είμαι ένας εκδηλωτικός άνθρωπος στην πρώτη προσέγγιση. Δεν ξέρω να φλερτάρω, είμαι πολύ συνεσταλμένος, κι αυτό φαίνεται και στο σενάριό μου. Η χαρά όμως αυτή του έρωτα στη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα πρέπει να αποτυπωθεί. Τα πράγματα αλλάζουν!», τόνισε.

«Όταν γράφουμε έναν τρανς χαρακτήρα, οφείλουμε να σκεφτόμαστε πρωτίστως τους τρανς ανθρώπους», δήλωσε. «Αυτό έχει αλλάξει μέσα μου, σκέφτομαι πρώτα αυτούς που τους αφορά πραγματικά». Σε ερώτηση του κοινού σχετικά με την παράσταση Στρέλλα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ο κ. Καπουτζίδης τοποθετήθηκε: «Χειροκρότημα στη Λυρική που ανεβάζει αυτό το έργο, ωστόσο δίνω δίκιο στην τρανς κοινότητα. Οι τρανς ηθοποιοί αντιμετωπίζουν απίστευτη δυσκολία για οποιονδήποτε ρόλο. Είναι πολύ λίγοι οι ρόλοι, κι όταν δεν σε επιλέγουν ούτε γι’ αυτούς είναι μεγάλο ζήτημα. Η τρανς κοινότητα θα ήθελε περισσότερο από εμάς να ανέβει η παράσταση. Εγώ συμμερίζομαι το “θέλω” της». Σε σχόλιο του Καλλιτεχνικού Διευθυντή, Ορέστη Ανδρεαδάκη, σχετικά με το θέμα του ερμηνευτή ενός γκέι χαρακτήρα, ο κ. Καπουτζίδης απάντησε: «Δεν πρέπει οι στρέιτ να παίζουν στρέιτ ρόλους και οι γκέι να παίζουν γκέι ρόλους, αποκλειστικά. Οι ρόλοι είναι πολύ λίγοι και πρέπει να επικεντρωνόμαστε στη δουλειά μας. Εγώ αυτό πιστεύω, με μια επιφύλαξη για τους τρανς χαρακτήρες, που είναι ελάχιστοι και αποτελούν εξαίρεση».

Σε άλλη ερώτηση του κοινού σχετική με τους στρέιτ δημιουργούς και κατά πόσο έχουν την ελευθερία να κάνουν queer ταινίες, χωρίς το βίωμα ο κ. Καπουτζίδης απάντησε: «Εγκλωβιζόμαστε πάρα πολύ. Αν ένας στρέιτ δημιουργός προσεγγίσει το θέμα με σεβασμό και εκτίμηση, γιατί να μη μπορεί να το κάνει; Εγώ δεν γράφω για στρέιτ και γυναίκες; Σκοπός είναι να είμαστε αγαπημένοι και αλληλέγγυοι. Θέλω να δείξω τον πραγματικό μου εαυτό μέσα από το δικό μου πρίσμα». Στο σημείο αυτό, ρώτησε τον κ. Κυριακό αν υπάρχει κάποια πρόοδος στο θέμα της αντιπροσώπευσης της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας: «Όλο το αίσθημα προόδου είναι μάλλον τεθλασμένο. Ίσως οι αναπαραστάσεις είναι πλέον πιο συνειδητές, αλλά όλη αυτή η ρευστότητα στην αντιμετώπιση του κοινού είναι προβληματική. Δεν είμαστε τέλειοι και δεν έχουμε υποδεκάμετρο στη ζωή μας».

Στο σημείο αυτό, ο κ. Καπουτζίδης μίλησε για την αντιμετώπιση του κοινού, σε αντιπαραβολή με την παράστασή του, 42497, που διαδραματίζεται σ’ ένα δυστοπικό μέλλον: «Έχει καταστραφεί όλος ο πλανήτης, στην επιφάνεια έχει -34 βαθμούς Κελσίου το βράδυ και 57 βαθμούς Κελσίου το πρωί, δεν ζει τίποτα, δεν έχει μείνει ούτε μια σαύρα ζωντανή, κι όταν, κάτω από τη γη, δυο αγόρια φιλιούνται, ένας φώναξε: “απαράδεκτο!”. Αυτόν τον άνθρωπο δεν τον ένοιαξε που πέθαναν όλοι! Φιλήθηκαν δυο αγόρια και ενδιαφέρθηκε. Αυτό έχεις να αντιμετωπίσεις. Αλλά συνεχίζω. Και γράφω. Και περνάω ωραία».

Σε άλλη ερώτηση του κοινού, σχετική με τη διαδικασία του coming out, ο κ. Καπουτζίδης σχολίασε πως πρόκειται για μια κατάσταση ιδιαίτερα προσωπική: «Έχουμε πολλές πληγές και πρέπει να τις καταγράφουμε. Αλλά εγώ θέλω να καταγράψω τη χαρά μου. Είμαστε άνθρωποι! Όταν έσπασα το χέρι μου και το πόδι μου, η μάνα μου δεν με ρώτησε στο τηλέφωνο αν εξακολουθώ να είμαι γκέι. Ο πρώην σύντροφός μου είπε πως έχει βαρεθεί να βλέπει γκέι χαρακτήρες που το βασικό πρόβλημά τους είναι πως είναι γκέι».

Στη συνέχεια, σε ερώτηση του κοινού για το camp ως αισθητική επιλογή, ο κ. Κυριακός ανέλυσε: «Με το camp πραγματοποιείται μια κατειρώνευση των έμφυλων ταυτοτήτων, με κώδικες συνωμοτικούς, πρόκειται για ανθρώπους με υποψιασμένο βλέμμα στην αντίληψη της διαφοράς. Υπ’ αυτή την έννοια, πρόκειται για ένα σιγοψιθύρισμα στ’ αυτί μέσα από μία υπερβολή, ως απεύθυνση σε μια κοινότητα ανθρώπων. Είναι ένα είδος χιούμορ, το οποίο οι μυημένοι καταλαβαίνουν περισσότερο. Αυτό το οικειοποιήθηκε το ελληνικό τηλεοπτικό κοινό και το αναγνωρίζει σε ρόλους όπως αυτόν της Ντένης Μαρκορά από τους Δυο Ξένους. Το camp μπορεί να προκύψει αθέλητα από κακοτεχνία, αλλά μπορεί να είναι μια καλοσχεδιασμένη αισθητική πρόταση».

Συμπερασματικά, ο κ. Καπουτζίδης τοποθετήθηκε επίσης: «Νομίζω πως έχω μεγαλώσει. Μετά από μια δύσκολη περίοδο στην τηλεόραση, με άνοδο του φασισμού και εγκληματικών οργανώσεων, σοκαρίστηκα και ένιωσα πως κάτι πρέπει να κάνω. Σήμερα, εδώ, στον Παύλο Ζάννα, μ’ αρέσει που γελάτε, αλλά δεν το κάνω για να με συμπαθήσετε. Είναι από την καλή μου διάθεση. Ξεκινάει από εμένα και χτυπά σ’ εσάς. Παλιότερα, ίσως γινόμουν camp για να με συμπαθήσετε. Τώρα, είμαι καλά μ’ αυτούς που με συμπαθούν. Επίσης, με συμπαθώ κι εγώ ο ίδιος πλέον».

Η Σαρλότ Γκενσμπούρ στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης

H χαρισματική και πολυτάλαντη Σαρλότ Γκενσμπούρ τίμησε με την παρουσία της το 63ο ΦΚΘ, καθώς παρευρέθηκε στην προβολή της Νυχτερινοί Επισκέπτες του Μικαέλ Ερς την Παρασκευή 11 Νοεμβρίου, στο κατάμεστο Ολύμπιον. Τη διάσημη ηθοποιό καλωσόρισε ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Ορέστης Ανδρεαδάκης. «Το Φεστιβάλ παρουσιάζει σήμερα ένα από τα πιο λαμπρά αστέρια του σύγχρονου κινηματογράφου. Η Σαρλότ έχει γυρίσει πολλές ταινίες με τους σημαντικότερους σκηνοθέτες των ημερών μας, όπως τον Αλεχάντρο Γκονσάλες Ινιάριτου, τον Φράνκο Τζεφιρέλι, τον Λαρς Φον Τρίερ, ενώ έχει σκηνοθετήσει ένα ντοκιμαντέρ για τη μητέρα της, την περίφημη Τζέιν Μπίρκιν, το οποίο προβλήθηκε πέρσι στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ. Υποδεχτείτε τη Σαρλότ Γκενσμπούρ».

Η Σαρλότ Γκενσμπούρ πήρε αμέσως μετά τον λόγο: «Βρίσκομαι για πρώτη φορά στην Ελλάδα και σας ευχαριστώ για την τόσο θερμή υποδοχή», δήλωσε αρχικά. Όσον αφορά τον χαρακτήρα που υποδύεται στην ταινία, ανέφερε σχετικά: «Η ταινία που θα δούμε είναι προέκταση του χαρακτήρα του σκηνοθέτη. Πολύ ξεχωριστή, ντροπαλή, εσωστρεφής και οικεία για μένα. Η ιστορία διαδραματίζεται τη δεκαετία του 1980, την εποχή της εκλογής του Φρανσουά Μιτεράν. Η γυναίκα που υποδύομαι είναι τώρα στην ηλικία μου οπότε δεν χρειάστηκε να αναζητήσω αναφορές από αλλού. Ο Μικαέλ προσπαθεί να αποκρυσταλλώσει και να αποδώσει το συναίσθημα λίγο πριν ή λίγο μετά τις κρίσιμες στιγμές στη ζωή των χαρακτήρων. Η ηρωίδα είναι μια μητέρα που πρέπει να δουλέψει για να συντηρήσει την οικογένειά της. Την έχει εγκαταλείψει ο σύζυγός της, οπότε ξεκινά τη δική της διαδρομή στη ζωή».

Μιλώντας για τη δεκαετία του ’80, ανέφερε πως τα βιώματα από εκείνη την εποχή βρίσκονται ακόμη στην καρδιά της. «Είναι η δεκαετία που έκανα τα πρώτα μου βήματα και όπως θα δούμε στην ταινία, είναι η εποχή όπου εξελέγη ο Μιτεράν, αφήνοντας υποσχέσεις για μια αλλαγή, αλλά και μια αίσθηση ελπίδας στην ατμόσφαιρα».

Πέρα, από ηθοποιός, η ίδια είναι μουσικός, συνθέτρια και τραγουδοποιός. Σε ερώτηση του κ. Ανδρεδάκη για το πώς τα συνδυάζει τη μουσική και το σινεμά, απάντησε: «Για μένα είναι δύο ξεχωριστοί κόσμοι. Μου αρέσει η ιδέα του να μπορώ να μετακινούμαι ανάμεσα στα δύο. Ενδεχομένως ο κόσμος της μόδας να είναι μια γέφυρα ανάμεσα στους δύο κόσμους, αλλά η μουσική αποτελεί μεγαλύτερη πρόσκληση για μένα γιατί εκεί είμαι 100% ο εαυτός μου, είναι οι δικές μου λέξεις και ο δικός μου κόσμος».

Η Σαρλότ Γκενσμπούρ μίλησε επίσης για το ντοκιμαντέρ που σκηνοθέτησε για τη μητέρα της, την Τζέιν Μπίρκιν, με τίτλο Jane by Charlotte. «Δεν το σκέφτηκα ως μια απόπειρα σκηνοθεσίας. Έκανα μια ταινία που η συνολική της παραγωγή διήρκησε τέσσερα χρόνια. Είχαμε μια παύση δύο ετών και μετά επέστρεψα στο υλικό που είχα γυρίσει. Στο στάδιο του μοντάζ, ένα στάδιο πολύ απαιτητικό, είναι που άρχισα να καταλαβαίνω τι ακριβώς κάνω. Αν υπάρχει κάτι που ανακάλυψα στην όλη διαδικασία είναι το θαύμα που συντελείται όταν ενώνεις τα κομμάτια. Πλέον, έχω στη διάθεσή μου ένα έργο, το οποίο μιλάει για τη σχέση μας».

Αφιέρωμα στην υποκριτική «Ποιος παίζει; / Time to Act» Masterclass Ντέμπι ΜακΓουίλιαμς & Τζεμάιμα ΜακΓουίλιαμς

Στο πλαίσιο του μεγάλου αφιερώματος του 63oυ Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης στην υποκριτική, με τίτλο “Ποιος παίζει; / Time to Act”, η διάσημη casting director Ντέμπι ΜακΓουίλιαμς, μαζί με την ανιψιά και συνεργάτιδά της Τζεμάιμα ΜακΓουίλιαμς, παρέδωσαν masterclass την Παρασκευή 11 Νοεμβρίου, στην αίθουσα Παύλος Ζάννας, μιλώντας για το παρελθόν, αλλά και για το μέλλον του κάστινγκ, τόσο στο Χόλιγουντ όσο και στις ευρωπαϊκές παραγωγές.

Την παρουσίαση έκανε ο Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος, Καθηγητής στη Σχολή Κινηματογράφου του ΑΠΘ: «Σας καλωσορίζω στο τελευταίο masterclass για την υποκριτική που οργανώνει το Φεστιβάλ, σε συνεργασία με τη Σχολή κινηματογράφου του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου. Το σημερινό masterclass νομίζω πως ολοκληρώνει με τον καλύτερο τρόπο τις τοποθετήσεις των ομιλητών των προηγούμενων ημερών σχετικά με την τέχνη της υποκριτικής και τη διαδικασία εύρεσης εργασίας των ηθοποιών στον οπτικοακουστικό χώρο. Οι κυρίες ΜακΓουίλιαμς εκπροσωπούν δύο διαφορετικές γενιές casting directors και θα κάνουν μια αναδρομή στο παρελθόν του κάστινγκ».

Η Ντέμπι ΜακΓουίλιαμς, που έχει διαγράψει εντυπωσιακή πορεία στον χώρο του σινεμά εδώ και σαράντα χρόνια, έχοντας κάνει κάστινγκ σε 14 ταινίες του Τζέιμς Μποντ, με αφετηρία το Για τα μάτια σου μόνο του 1981, πήρε τον λόγο: «Θα σας δώσουμε μια ιδέα για το τι κάνουμε και πώς φτάσαμε εδώ, γιατί πίσω από κάθε βιομηχανία υπάρχει ιστορία. Όσο θα υπάρχει ο κινηματογράφος και η ανάγκη για ηθοποιούς, θα χρειάζεται κάποιος να διαλέγει αυτούς τους ανθρώπους. Όσο περνούν τα χρόνια, ο χώρος αυτός αλλάζει δραματικά και έχω δει πολλές αλλαγές που δεν είναι πάντα καλές».

Στη συνέχεια, έκανε μια ιστορική αναδρομή. «Το κάστινγκ, απ’ όσο γνωρίζω, ξεκίνησε στα τέλη ’40 με αρχές ’50. Στην Αγγλία είχαμε δύο διευθυντές κάστινγκ που ξεχώρισαν. Τη Maude Spector που έκανε όλες τις ταινίες του Τζέιμς Μποντ πριν αναλάβω εγώ και συμμετείχε σε σπουδαίες ταινίες, όπως το αξέχαστο Ο Λόρενς της Αραβίας, ενώ ήταν και εκείνη που ανακάλυψε την Ελίζαμπεθ Τέιλορ. Η δεύτερη, η οποία γεννήθηκε και εκείνη το 1916, ήταν η Miriam Brickman, που ασχολήθηκε με ανεξάρτητα φιλμ και ήταν πολύ τολμηρή στις επιλογές της. Στην Αμερική τα πράγματα εξελίχθηκαν πιο αργά γιατί είχαν διαφορετικό σύστημα και όχι ιδιαίτερη έμπνευση. Όταν κάποιος έπαιζε μια φορά τον γιατρό τον υποδυόταν και στην συνέχεια. Ένας διευθυντής κάστινγκ που ξεχώρισε ήταν ο Lynn Stalmaster, με ταινίες όπως Η υπόθεση Τόμας Κράουν. Στην αμερικανική ορολογία του σινεμά, πέρα από τον σκηνοθέτη κανείς άλλος δεν μπορεί να ονομάζεται διευθυντής. Επομένως, εμείς αναφερόμαστε στους τίτλους τέλους ως «Casting by», γεγονός που οδήγησε στο ομώνυμο φιλμ του Netflix -αν σας ενδιαφέρει το κάστινγκ πρέπει να το δείτε. Τέτοια σχόλια μάς υποτιμούν και δείχνουν πως ακόμη και σήμερα οι άνθρωποι του χώρου δεν καταλαβαίνουν τι κάνουμε».

Όπως ανέφερε η Ντέμπι ΜακΓουίλιαμς, μια φράση που της έχει μείνει στο μυαλό είναι το: «Καταστρέφεις τα όνειρα, δεν τα υλοποιείς». H ίδια αναφέρει σχετικά: «Είναι τόσο άσχημο για μένα να το ακούω αυτό. Οι ηθοποιοί δεν μας θεωρούν φίλους τους, αλλά δίχως εκείνους δεν θα υπήρχε η δουλειά μας. Πολλοί ηθοποιοί νομίζουν πως μπορούν να τα παίξουν όλα, όμως δεν μπορούν, και εμείς πρέπει να κάνουμε τη σωστή επιλογή. Παλαιότερα, στην Αγγλία, κάθε θέατρο είχε και τη δική του ομάδα κάστινγκ. Δούλεψα στα πρώτα χρόνια της καριέρας μου στο Rocky Horror Show, που μάλιστα θα γιορτάσει τα 50 του χρόνια. Τώρα όλοι μας είμαστε ελεύθεροι επαγγελματίες. Επομένως, πληρωνόμαστε όταν δουλεύουμε. Στο ενδιάμεσο προσπαθούμε να εκπαιδευτούμε περισσότερο. Για να γίνει κάποιος διευθυντής κάστινγκ πρέπει να έχει τέλεια μνήμη, να έχει το δικό του γούστο, αλλά και ανοιχτό μυαλό για να μην απορρίπτει όποιον δεν του αρέσει. Φυσικά, πρέπει να διαθέτει και φαντασία. Όταν διαβάζει ένα σενάριο πρέπει να σκέφτεται με τη μία πρόσωπα».

Σύμφωνα με την ίδια, οι τάσεις αλλάζουν με τα χρόνια. «Ένα απαράδεκτο κάστινγκ ήταν στον Λόρενς της Αραβίας όπου ο Άλεκ Γκίνες έπαιζε έναν Άραβα. Ή το γεγονός ότι ο Ομάρ Σαρίφ έπαιξε τον Δόκτωρ Ζιβάγκο. Τότε επέλεγαν τους ίδιους ηθοποιούς για πολλές ταινίες. Η τάση τώρα είναι οι ηθοποιοί να ζουν την εμπειρία, αλλά αυτό μειώνει τη δουλειά του ηθοποιού, που είναι να υποδύεται έναν ρόλο μακριά από τον δικό του χαρακτήρα. Αυτό είναι η υποκριτική. Υπάρχει και μια τάση που υποστηρίζει ότι γκέι χαρακτήρες πρέπει να τους υποδύονται μόνο γκέι. Δεν θα ήθελα να πω, όμως, την άποψη μου για αυτό το θέμα. Για μένα σημασία έχει η υποκριτική. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τους μαύρους ηθοποιούς όπου το Bridgerton δημιούργησε τον δικό του κόσμο και έφερε αλλαγές σε αυτό θέμα. Ένας ηθοποιός που νομίζω ότι όλα αυτά τα χρόνια δεν είχε καλό κάστινγκ είναι ο Άντονι Χόπκινς. Δεν τον έχουμε δει ποτέ σε κωμωδία, ενώ συνεχώς έκανε τους πάντες να γελούν στα γυρίσματα με αστείες ιστορίες».

«Η Τζεμάιμα δουλεύει οκτώ χρόνια μαζί μου τώρα, οπότε έχει εκπαιδευτεί καλά και δουλέψαμε μαζί στην τελευταία ταινία του Τζέιμς Μποντ, No time to die» είπε η Ντέμπι ΜακΓουίλιαμς για την ανιψιά και συνεργάτιδά της. «Ήταν τιμή για μένα να δουλέψω σε κάτι τόσο μεγάλο. Αρχικά δεν είχαμε σενάριο γιατί τα κρατούσαν όλα μυστικά. Δεν είχαμε καλή σχέση με τον σκηνοθέτη Κάρι Φουκουνάγκα, που αντί να βλέπει τους ηθοποιούς που είχαμε διαλέξει κοιτούσε το κινητό του, οπότε ήταν δύσκολο για εμάς. Κοιτούσαμε πολλούς ηθοποιούς για τους ρόλους. Η Λασάνα Λιντς ήταν μια επιλογή που μας άρεσε εξ αρχής και δούλεψε τόσο πολύ και στις δύσκολες σκηνές. Αυτό που μου αρέσει σε εκείνη ήταν η δυναμικότητά της. Δυσκολευτήκαμε και στην επιλογή της μικρής, που ήταν η κόρη του Ντάνιελ Κρεγκ και της Λέα Σεϊντού – που έπρεπε να τους μοιάζει κιόλας στα εξωτερικά χαρακτηριστικά- και τη βρήκαμε ευτυχώς σε μια τετράχρονη Γαλλίδα, που ήταν φανταστική και μας εμπιστεύτηκε από την αρχή, ενώ λάτρεψε και τη Λέα», εξήγησε η Τζεμάιμα ΜακΓουίλιαμς.

«Περνάμε πολύ καιρό μιλώντας σε ατζέντηδες. Στο Spotlight, το site που μπαίνουμε για να βρούμε πληροφορίες για τους ηθοποιούς, υπάρχουν πλέον 70.000 ηθοποιοί. Είμαστε τυχερές γιατί ζούμε στο Λονδίνο και υπάρχουν πολλά shows για να δεις και να εμπνευστείς. Πολλοί διευθυντές κάστινγκ προέρχονται από τον χώρο της υποκριτικής» ανέφερε η Τζεμάιμα ΜακΓουίλιαμς. «Δεν μου αρέσει να βλέπω πολλά άτομα για έναν ρόλο. Προτιμώ να απογοητεύσω 5 αντί για 25, αλλά η τάση είναι τώρα να βλέπουμε τους πάντες. Είναι ένας διαφορετικός κόσμος από τότε που ξεκίνησα εγώ» συμπλήρωσε η Ντέμπι ΜακΓουίλιαμς.

Στη συνέχεια, η Τζεμάιμα ΜακΓουίλιαμς μίλησε για την παραγωγή των ανεξάρτητων ταινιών στη Μεγάλη Βρετανία. «Οι επενδύσεις είναι δύσκολες πλέον. Το να έχεις έναν νέο ηθοποιό και έναν νέο σκηνοθέτη είναι ένα πρότζεκτ που δύσκολα μπορεί κανείς να εμπιστευτεί. Οι πλατφόρμες έχουν αλλάξει τον τρόπο που βλέπουμε ταινίες. Όταν βλέπουμε μια ταινία στο σπίτι είναι εντελώς διαφορετικό. Τα στούντιο θέλουν γνωστούς ηθοποιούς ή σταρ του TikTok που όμως δεν ξέρουν να παίζουν. Επίσης, υπάρχει μεγάλος πλουραλισμός στις ταινίες, όπως έγινε στην ταινία Coda με την κοινότητα των κωφών. Χαιρόμαστε που η βιομηχανία ανοίγει για όλους και ίσως να χρειάζεται περισσότερη υπομονή από τους σκηνοθέτες –που δεν είναι η μεγαλύτερη αρετή τους– αλλά είναι εκπληκτικό ότι συμβαίνει. Οι ανεξάρτητες ταινίες πρωταγωνιστούν στα φεστιβάλ και οι παραγωγοί πληρώνουν για ταινίες που θα διεκδικήσουν τα βραβεία».

Πώς οι ηθοποιοί μπορούν να προετοιμαστούν για το μέλλον; «Με όλο αυτό το περιεχόμενο υπάρχουν περισσότερες ευκαιρίες. Περνάμε πολλές ώρες στο διαδίκτυο, οπότε καλό είναι να έχετε τις πληροφορίες σας ανεβασμένες στο IMDB –και να μη γράφετε ψέματα στο βιογραφικό σας. Κάντε την έρευνά σας πριν διεκδικήσετε έναν ρόλο. Και να κρίνετε τον εαυτό σας αυστηρά για να είστε οι καλύτεροι που μπορείτε να είστε. Να είστε ανοιχτοί και ενθουσιώδεις. Οι σκηνοθέτες θέλουν να δουλέψουν μαζί σας και εσείς μαζί τους. Και να προσέχετε τι ανεβάζετε στα social media, αλλά και με ποιον έρχεστε σε επαφή γιατί πολλοί θα υποδυθούν τον casting director. Αν σας φαίνεται πολύ καλό για να είναι αληθινό, τότε μάλλον είναι» τόνισε η Τζεμάιμα ΜακΓουίλιαμς.

Ακολούθησαν οι ερωτήσεις του κοινού. Η πρώτη αφορούσε το πώς διαχειρίζονται το άγχος στη διαδικασία του κάστινγκ οι ηθοποιοί. Η Τόνια Σωτηροπούλου ανέφερε τη δική της εμπειρία: «Ζούσα στο Λονδίνο και ήμουν 24 ετών όταν με κάλεσε ο ατζέντης μου για κάστιγνκ στην ταινία του Τζέιμς Μποντ. Είχα πολύ άγχος, αλλά η Ντέμπι ήταν πολύ γλυκιά. Ξαφνικά μπήκε ο σκύλος της μέσα –αγαπώ πολύ τους σκύλους– και σχεδόν ξέχασα για ποιον λόγο βρισκόμουν εκεί. Η Ντέμπι μού είπε να καθίσω στον καναπέ και να κοιτάξω την κάμερα με το βλέμμα που θα είχα αν έχανα τον αγαπημένο μου. Το έκανα και πήρα τον ρόλο».

«Και η Λέα Σεϊντού έτρεμε στην αρχή μέχρι που της είπα να σταματήσει γιατί είναι άσχημο τόσο για την ίδια όσο και για εμάς. Και μας πήρε τηλέφωνο μετά, για να ξαναπεράσει από οντισιόν. Και το έκανε» επισήμανε η Ντέμπι ΜακΓουίλιαμς. «Η πιο μεγάλη πρόκληση για μένα είναι να συνεχίσω να δουλεύω. Δεν θα καταφέρω ποτέ να κάνω την καριέρα της Ντέμπι, αλλά μέσα από τη δικτύωση θα ήθελα να γνωρίσω ανθρώπους και να συνεχίσω να δουλεύω», απάντησε η Τζεμάιμα ΜακΓουίλιαμς, σε ερώτηση για το ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζει στη δουλειά της.

Ποιος ήταν, όμως, ο πιο δύσκολος ρόλος για τον οποίο έκανε κάστινγκ στις ταινίες του Τζέιμς Μποντ; «Ήταν ο Ντάνιελ Κρεγκ. Δούλευε στο θέατρο και σε μικρούς ρόλους πριν. Δεν ήταν δημοφιλής επιλογή. Είχαμε και μια τραγική συνέντευξη τύπου όπου τον ρωτούσαν για την ερωτική του ζωή. Όλα αυτά νομίζω τον έκαναν πιο δυνατό και έδωσε τον καλύτερο εαυτό του. Είναι ένας από τους πιο αγαπημένους μου Μποντ. Όσο για τον επόμενο Μποντ, δεν θα είμαι εκεί για να δω τι θα συμβεί ακριβώς. Είναι δύσκολο όταν ερχόμαστε σε επαφή με τους ατζέντηδες στην Αμερική. Ψάχναμε τον Ράμι Μάλεκ για έναν ρόλο στον Τζέιμς Μποντ –τότε δεν ήταν ακόμη τόσο γνωστός – και παρά τα πολλά μηνύματα στον ατζέντη του δεν μπορούσαμε να έρθουμε σε επαφή μαζί του. Μέχρι που τον συνάντησα τυχαία σε μια εκδήλωση και την επόμενη μέρα ήταν στο γραφείο μου».

«Μετά το Brexit είναι δύσκολα τα πράγματα, καθώς θα πρέπει να έχετε δουλειά για να μείνετε στη Μεγάλη Βρετανία. Οπότε καλύτερα η βάση σας να είναι κάπου στην Ευρώπη. Το θέμα είναι πως αν σας θέλουμε, θα σας βρούμε εμείς, γιατί εμείς ξέρουμε τι ζητάμε. Το έκανε η Τόνια, άρα μπορείτε και εσείς», εξήγησε η Ντέμπι ΜακΓουίλιαμς σε ερώτηση για το πώς ένας Έλληνας ηθοποιός μπορεί να έρθει σε επαφή μαζί τους. Όσο για το γιατί οι περισσότεροι διευθυντές κάστινγκ είναι γυναίκες, η Ντέμπι ΜακΓουίλιαμς ήταν σαφής: «Γιατί είμαστε καλύτερες και με περισσότερη υπομονή».

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα