84-χρόνια-παντελής-βούλγαρης-με-ψυχή-βα-1232342

Κινηματογράφος

84 χρόνια Παντελής Βούλγαρης: Με ψυχή (βαθιά) στο σινεμά

Ένα αφιέρωμα στον θρυλικό Έλληνα σκηνοθέτη, με αφορμή τα 84α του γενέθλια

Ιωάννα Μπαντή
Ιωάννα Μπαντή

Οι πολλές ώρες μοναξιάς είναι ένας διάλογος με τη φαντασία“, είχε αναφέρει ο Παντελής Βούλγαρης, σε μια ομιλία του το 2017, αναφερόμενος στη μοναχικότητα που βίωνε σε μικρή ηλικία.

Αρκετά χρόνια και θρυλικές ταινίες αργότερα, ο Έλληνας σκηνοθέτης έχει καταφέρει να “μπει” σε κάθε σπίτι και να συζητηθεί, αλλά και να αγαπηθεί βαθιά από όλους όσοι αγαπούν την ουσιαστική υπόσταση και πυρήνα του κινηματογράφου.

Ο Παντελής Βούλγαρης γεννήθηκε στα Πατήσια, στις 23 Οκτωβρίου 1940, με νησιώτικη καταγωγή από τη Σάμο και τη Νάξο. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο αποπνικτικό και δυστοπικό κλίμα του Εμφυλίου Πολέμου, ο οποίος σημάδεψε ανεξίτηλα, τόσο την προσωπικότητά του, όσο και τη φιλμογραφία του. Από “Το Προξενιό της Άννας”, μέχρι “Το τελευταίο σημείωμα”, αντιλαμβάνεται κανείς την ευαισθησία που παρουσιάζει απέναντι στους ηθοποιούς του, τις ιστορίες τους, τις “πληγές”, αλλά και τη θλιμμένη αισιοδοξία τους.

Το 1960, γράφτηκε στη Σχολή Σταυράκου, με σκοπό να σπουδάσει την τέχνη του κινηματογράφου. Καθηγητές του, ήταν ο Γρηγόρης Γρηγορίου, ο Ντίνος Δημόπουλος, ο θεωρητικός Γιάννης Μπακογιαννόπουλος, ενώ συμμαθητές του, οι Θεόδωρος Αγγελόπουλος, ο Κώστας Φέρρης, η Τώνια Μαρκετάκη και ο Δήμος Θέο, οι οποίοι αργότερα θα αποτελούσαν το “νέο αίμα” του ελληνικού κινηματογράφου.

Από το 1961 μέχρι το 1965, εργάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτη σε 35 ταινίες της Finos Film. To 1965, παρουσίασε την πρώτη του ταινία με τίτλο “Κλέφτης” και ένα χρόνο αργότερα, τη δεύτερη ταινία του, “Τζίμης ο Τίγρης“, στην οποία, όπως έχει δηλώσει, δέχτηκε σημαντική βοήθεια από τον φίλο του, Θεόδωρο Αγγελόπουλο. Το 1971 γύρισε το ντοκιμαντέρ “Ο χορός των τράγων “και την ίδια χρονιά μοντάρισε στο Παρίσι την αντιδικτατορική ταινία “Ce n’est qu’ un debut…“. Το 1972 ολοκλήρωσε την ταινία μεγάλου μήκους “Το προξενιό της Άννας“, που σημείωσε μεγάλη καλλιτεχνική επιτυχία, τόσο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όσο και στο εξωτερικό.

Ένα χρόνο αργότερα, το 1973, δέχεται πρόταση από τον Μάνο Χατζιδάκι, να γυρίσει τον “Μεγάλο Ερωτικό“, μια ποιητική μεταφορά, του ομώνυμου δίσκου, στη μεγάλη οθόνη, κάτι που συνέβη.

Το 1974, εξορίστηκε από τη χούντα, στο νησί της Γυάρου για οχτώ μήνες, επειδή κινηματογραφούσε παράνομα, τα γεγονότα που λάμβαναν χώρα την περίοδο της δικτατορίας. “Αυτό ήταν ένα γεγονός που με σημάδεψε, ως πολιτικό κρατούμενο“, ανέφερε σε συνέντευξή του πριν έξι χρόνια. Όταν ρωτήθηκε για το επάγγελμα του σκηνοθέτη, στην ίδια συνέντευξη, δήλωσε: “Αφηγητής, παραμυθάς, μάγος, ταχυδακτυλουργός….αυτή είναι η ιδιότητα του σκηνοθέτη“.

Το 1975, σκηνοθέτησε το πρώτο τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ με τίτλο “Οι ψάλτες“, ενώ το 1976 συμμετείχε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με την ταινία “Χάππυ Νταίη“.  Στην τελευταία, απεικονίζεται η εικόνα της μεταπολεμικής ελληνικής κοινωνίας, με τα σημάδια του Εμφυλίου να είναι φανερά και ανεπούλωτα. Θύτες και θύματα, βρίσκονται σε ένα ξερονήσι, λαμβάνοντας μέρος σε ένα “παιχνίδι” εξουσίας. Την ίδια χρονιά, γύρισε ένα τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ με τίτλο “Κάρολος Κουν” και την επόμενη χρονιά, μια σειρά έξι επεισοδίων, “Κείμενα της Μεγάλης Εβδομάδας“, με την Έλλη Λαμπέτη.

Έλλη Λαμπέτη

(Η Έλλη Λαμπέτη στην παραγωγή “Κείμενα της Μεγάλης Εβδομάδας”)

Το 1978, ξεκίνησε να προετοιμάζει τα γυρίσματα της ταινίας “Ελευθέριος Βενιζέλος 1910-1927”, η οποία επικεντρωνόταν σε μια από τις σημαντικότερες πολιτικές φιγούρες της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής σκηνής, τον Ελευθέριο Βενιζέλο, αναφερόμενη στο έργο και τις μέρες του.

Η ταινία απέσπασε πολυποίκιλες κριτικές εκείνη την εποχή και δίχασε το κοινό, με αποτέλεσμα να τον απομακρύνει για ένα χρονικό διάστημα από τον κινηματογράφο και να επικεντρωθεί στην τηλεόραση. Όταν επέστρεψε, επέστρεψε διθυραμβικά με τα “Πέτρινα Χρόνια“, μια ταινία η οποία για πολλούς αποτελεί την κορωνίδα των έργων του. Όπως έχει αναφέρει και ο ίδιος, αυτή ήταν η δεύτερη ταινία, μετά το “Ελευθέριος Βενιζέλος 1910-1927”, στα γυρίσματα της οποίας, γύρισε πρώτα το φινάλε της.

Είχε βρει μαζί με τη γυναίκα του και σεναριογράφο, Ιωάννα Καρυστιάνη, το ζεύγος Γκολεμά, του οποίου η ιστορία συντάραξε τόσο πολύ τον Παντελή Βούλγαρη, που αποφάσισε σχεδόν κατ’ ευθείαν, να γυρίσει ταινία βασισμένη στη ζωή τους.

Τα “Πέτρινα χρόνια”, κέρδισαν το βραβείο καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας και γυναικείας ερμηνείας (Θέμις Μπαζάκα), στο 26ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, ενώ μουσικά έντυσε την ταινία, η ξεχωριστή και βαθιά συγκινητική σύνθεση του Σταμάτη Σπανουδάκη.

Το 1988, γύρισε την ταινία “Η φανέλα με το 9“. Το όνειρο ενός ανερχόμενου ποδοσφαιριστή, που παλεύει με σαράντα κύματα, προκειμένου να διακριθεί και να πετύχει, αλλά και η αέναη πάλη με τη μοναξιά και τη ματαίωση.

Η ταινία είναι βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Μένη Κουμανταρέα, ενώ συμμετείχε στο 39ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου στο Βερολίνο, αλλά και σε αυτό της Θεσσαλονίκης. Τρία χρόνια αργότερα, το 1991, ο Παντελής Βούλγαρης, παρουσίασε τις “Ήσυχες ημέρες του Αυγούστου“, με τον Θανάση Βέγγο, τη Θέμις Μπαζάκα, τη Χρυσούλα Διαβάτη κ.α, ενώ για ακόμη μια φορά, τη μουσική επιμέλεια ανέλαβε ο Μάνος Χατζιδάκις.

Η ταινία “Ακροπόλ” έρχεται τέσσερα χρόνια αργότερα, όπου παρουσιάζεται το αθηναϊκό θέατρο, όπως δεν το είχε ξαναδεί το κοινό. Εμφανίζονται στην επιφάνεια αντιζηλίες, διαπλοκή, αλλά και η πρόθεση για εκδίκηση, η οποία “σκεπάζει” την γοητεία του θεάματος. Σταθμός στην καριέρα του, υπήρξε και η ταινία “Όλα είναι δρόμος“. Η σπονδυλωτή δραματική ταινία, που πραγματεύεται το ανθρώπινο πόνο, μέσα από τη ματιά τριών, εντελώς αταίριαστων μεταξύ τους, χαρακτήρων. Ένας αρχαιολόγος που μόλις έχει χάσει τον αυτόχειρα γιο του, ένας ηλικιωμένος θηροφύλακας, ο οποίος παίρνει εκδίκηση από ένα κυνηγό που σκότωσε την τελευταία νανόνηχα της περιοχής και ένας φρεσκοχωρισμένος μεσήλικας μεγαλέμπορος, ο οποίος κατεδαφίζει ένα ολόκληρο νυχτερινό κέντρο, ορμώμενος από τον εγωισμό και την πικρία του για τον πρόσφατο χωρισμό του, συναντήθηκαν στη μεγάλη οθόνη, μέσα από τη σκηνοθετική ματιά του Παντελή Βούλγαρη.

Νύφες“, 2004. 700 γυναίκες ταξιδεύουν με προορισμό τη Νέα Υόρκη, όπου θα συναντήσουν τους μέλλοντες συζύγους τους. Στο ταξίδι τους, θα συναντήσουν ένα Αμερικανό φωτογράφο, ο οποίος θα ερωτευθεί την πρωταγωνίστρια “Νίκη”, τα συναισθήματα θα είναι αμοιβαία και η λογική του προξενιού, θα έρθει σε σύγκρουση με το αβίαστο συναίσθημα.

Σε συνέντευξή του στην parallaxi το 2013, είχε εκμυστηρευτεί: “Είναι μια ιδέα που ξεκίνησε από ένα ταξίδι στο Έλις Άιλαντ, μετά από ένα δημοσίευμα των Τάιμς της Νέας Υόρκης. Μας συγκίνησε πολύ, εμένα σαν σκηνοθέτη και τη γυναίκα μου (Ιωάννα Καρυστιάνη) σαν συγγραφέα. Εκείνη έγραψε την προσωπική της ιστορία, που είναι ένα πολύ δυνατό υλικό, ένας μεγάλος όγκος δουλειάς, που δεν ξανάγινε στην Ελλάδα και συγκίνησε τον Σκορτσέζε, που μας διέθεσε το μηχανισμό του δικού του γραφείου παραγωγής στην εξεύρεση των χρημάτων. Το σενάριο το περιμένουν τέσσερις μεγάλες εταιρείες. Είναι μεγάλο πρόγραμμα που έτσι και γίνει έχει καλώς. Είναι ένα όνειρο μεγάλο”. Η ταινία παρουσιάστηκε στο 45ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, όπου απέσπασε 10 Κρατικά Βραβεία Ποιότητας:

Πρώτο Βραβείο ταινίας Μυθοπλασίας Βραβείο Ερμηνείας 1ου Γυναικείου Ρόλου, ύψους 11.740 ευρώ στη Βικτώρια Χαραλαμπίδου Βραβείο Ερμηνείας 2ου Γυναικείου Ρόλου, ύψους 5.870 στην Εύη Σαουλίδου Βραβείο Φωτογραφίας, ύψους 8.805 ευρώ στον Γιώργο Αρβανίτη Βραβείο Σκηνογραφίας, ύψους 5.870 ευρώ στον Δημήτρη Κατσίκη Βραβείο Μουσικής, ύψους 5.870 ευρώ στον Σταμάτη Σπανουδάκη Βραβείο Ήχου, ύψους 5.870 ευρώ στο Νίκο Παπαδημητρίου και τον Θύμιο Κολοκούση Βραβείο Μοντάζ, ύψους 5.870 ευρώ στον Τάκη Γιαννόπουλο Βραβείο Ενδυματολογίας, ύψους 5.870 ευρώ στον Δαμιανό Ζαρίφη και την Εύα Νάθενα Βραβείο Μακιγιάζ, ύψους 2.935 ευρώ στη Φανή Αλεξάκη Ειδικό βραβείο τεχνικής-καλλιτεχνικής αρτιότητας από την Ένωση Τεχνικών Ελλάδος Κινηματογράφου Τηλεόρασης.

Πέντε χρόνια αργότερα, το 2009, κινηματογραφείται η ταινία “Ψυχή Βαθιά“. Ενα συνταρακτικό φιλμ για την περίοδο του Εμφύλιου Πολέμου, κατά την περίοδο του οποίου, δύο αδέρφια καλούνται να πολεμήσουν σε αντίθετα στρατόπεδα και καταφέρνουν μέσα από δυσκολίες να συναντηθούν τρεις μονάχα φορές. Με την εθνική συμφιλίωση στο προσκήνιο και την ανάγκη παρουσίασης των σκοτεινών εποχών του Εμφυλίου, ο Παντελής Βούλγαρης, για ακόμη μια φορά καταπιάστηκε με τα δεινά του τόπου. Η ταινία, ήταν υποψήφια για 10 βραβεία στα Βραβεία Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου για το 2010, κερδίζοντας τελικά δύο, το βραβείο πρωτότυπης μουσικής, το οποίο απονεμήθηκε στον Γιάννη Αγγελάκα, και το βραβείο ήχου.

Τον Δεκέμβριο του 2013, κάνει πρεμιέρα η “Μικρά Αγγλία“. Βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη, περιστρέφεται γύρω από δύο αδελφές, την Όρσα και τη Μόσχα, από την Άνδρο, γνωστή και ως Μικρά Αγγλία λόγω του πλούτου της, οι οποίες αγαπούν και οι δύο, τον Σπύρο. Η “Μικρά Αγγλία”, ήταν υποψήφια για 13 βραβεία στα Βραβεία Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου για το 2014, κερδίζοντας τελικά έξι, τα βραβεία Καλύτερης Ταινίας, Φωτογραφίας, Ήχου, Σκηνογραφίας, Ενδυματολογίας και Μακιγιάζ, τα περισσότερα από οποιαδήποτε άλλη ταινία της χρονιάς. Επίσης, διαγωνίστηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Σαγκάης το 2014, κερδίζοντας τα βραβεία καλύτερης ταινίας, καλύτερου σκηνοθέτη και καλύτερης ηθοποιού, για την Πηνελόπη Τσιλίκα. Ήταν επίσης υποψήφια για Βραβείο Satellite Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας, αλλά και η πρόταση της Ελλάδας για καλύτερη ξενόγλωσση ταινία στα 87α βραβεία της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, αλλά δεν ήταν υποψήφια.

Ο Παντελής Βούλγαρης, από το 2015, είναι ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Φεστιβάλ Άνδρου. Ο ίδιος έχει σημειώσει μεταξύ άλλων: ” Η Άνδρος αγαπιέται, αγαπιέται πολύ. Από τους ντόπιους, από τους επισκέπτες. Προσωπικά νιώθω και ντόπιος και επισκέπτης. Εδώ και 35 χρόνια, χειμώνες και καλοκαίρια, αγαπώ το νησί όλο και πιο πολύ, όλο και πιο βαθιά, για λόγους προφανείς, οι ενδιαφέροντες άνθρωποι, η σπουδαία ναυτική ιστορία αλλά και παράξενους και μυστήριους, αυτούς που λαχταρά και ορίζει η καρδιά(…). Αλλά πως να μη νιώθω ευγνωμοσύνη με τόσους πολλούς σημαντικούς καλλιτέχνες που τίμησαν το πέτρινο θέατρο, που μας πρόσφεραν υπέροχα κείμενα, μελωδίες, συναισθήματα και για να παίρνουμε ανάσες και να ξεδίνουμε από την πίεση και την τρεχάλα της καθημερινότητας και για να στοχαζόμαστε πιο σοβαρά, πιο ουσιαστικά τα της ανθρώπινης περιπέτειας.

Η πιο πρόσφατη κινηματογραφική του δουλειά, ήταν “Το τελευταίο σημείωμα“, το 2017. Η ταινία πραγματεύτηκε την εκτέλεση των 200 κομμουνιστών, πολιτικών κρατούμενων, ως αντίποινα για το θάνατο ενός Γερμανού στρατηγού, από Έλληνες αντάρτες, το 1944. Απέσπασε βραβείο πρώτου αντρικού ρόλου (Ανδρέας Κωνσταντίνου), κοστουμιών, ήχου και μακιγιάζ στα βραβεία Ίρις. Ακόμη, ήταν υποψήφια για καλύτερη ταινία, σενάριο, δεύτερο αντρικό ρόλο (Hennicke Andre), μουσική, φωτογραφία, μοντάζ, σκηνικά και ειδικά εφέ.

Τα γυρίσματα για “Το τελευταίο σημείωμα”, πραγματοποιήθηκαν στα Χανιά, με επίκεντρο το ιστορικό φρούριο-φυλακές Ιτζεδίν. Ο Παντελής Βούλγαρης γνώριζε τον χώρο ήδη από τα γυρίσματα των Πέτρινων Χρόνων. Διόλου τυχαία, πρόκειται για τη γενέτειρα της Ιωάννας Καρυστιάνη, συζύγου του σκηνοθέτη και συν-σεναριογράφος.

Ο Παντελής Βούλγαρης ανήκει στη σπάνια κάστα των σκηνοθετών, που αγαπούν τον κινηματογράφο, ως καλλιτεχνικό αλλά και εκπαιδευτικό μέσο, χωρίς ταυτόχρονα, καμία δογματική και κατηχητική χροιά. Πιστός στο έργο δεκαετιών του και “υπηρέτης” της 7ης Τέχνης, κατάφερε μέσα από τη σημαντική του πορεία, να ξεχωρίσει και να αγαπηθεί, όσο λίγοι μπόρεσαν.

Όταν είχε ρωτηθεί από τον Γιώργο Τούλα: ” Τι κέρδισες όλα αυτά τα χρόνια στο σινεμά;”, ο ίδιος αποκρίθηκε: “Κέρδισα μία ψυχική ισορροπία, μια ηρεμία. Στις ταινίες μου έβαλα όλη μου την ψυχή, τις ικανότητες, τη ζωή μου την ίδια, χρήματα που ρισκάρισα. Δεν σταμάτησα μπροστά σε κάτι που ήθελα να κάνω. Αυτή η δουλειά σε ένα πολύ μεγάλο κοινό βρίσκει αποδοχή πολύ θετική. Το συνάντησα αυτό, τώρα με την ευκαιρία της ζωής εδώ, των ταξιδιών στην επαρχία. Συνάντησα πολύ μεγάλη αγάπη. Αισθάνομαι ήσυχος με τη συνείδησή μου, αυτό είναι το κέρδος. Κατάφερα, παρότι ζούσα από αυτή τη δουλειά χωρίς να έχω άλλα εισοδήματα, να μην κάνω μεγάλες αμαρτίες που να μου χρεωθούν στη συνείδηση μου.”

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα