Ο Μπερτολούτσι της Χαλκιδικής
Μια γλυκιά ιστορία στο “Σινε Φούλα”.
Λέξεις: Κώστας Παπαδόπουλος
Οικογενειακώς πηγαίναμε συχνά στην Ιερισσό, στο τρίτο πόδι της Χαλκιδικής. Όμορφο και ήσυχο μέρος. Ένα ζεστό μεσημέρι γυρνώντας ο πατέρας μου από μια βόλτα με το αμάξι στην περιοχή μας είπε στο μεσημεριανό τραπέζι. “Νομίζω ότι κάτι πήρε το μάτι μου εκεί κάτω στην παραλία στα Νέα Ρόδα”, το διπλανό χωριό, δέκα λεπτά απόσταση από το σπίτι.
Πρωί πρωί την άλλη μέρα ήμασταν εκεί, στην άκρη της “βόλτας” του χωριού. Απ’ έξω ένας ψηλός τοίχος, καλά κρυμμένος από αγριολούλουδα και δύο μεγάλα δέντρα. Οι ιδιοκτήτες του σπιτιού, ντόπιοι, η κυρά Παρθένα και ο κύριος Αριστείδης, ψαράς στο επάγγελμα, ήρθαν κοντά μας να ρωτήσουν ευγενικά τι ψάχνουμε.
Η διαίσθησή του μπαμπά και κυρίως η αγάπη του, όχι λάθος, η λατρεία του για τον κινηματογράφο τον είχαν οδηγήσει σωστά. Πίσω από τον εξωτερικό τοίχο και περνώντας σκυφτοί από μία χαμηλή ξύλινη πορτούλα που ήταν ανέγγιχτη για πολλά χρόνια, κρυβόταν ο παράδεισος. Η μεγάλη αυλή της κυρά Παρθένας ήταν κάποτε σινεμά!
Μπροστά ορθώνονταν η μαγική οθόνη, ρημαγμένη στις άκρες από τον καιρό, ο κρυμμένος από τα φυτά τοίχος ήταν κάποτε η καμπίνα προβολής και η μεγάλη αυλή-αίθουσα είχε μετατραπεί σε κοτέτσι, γεμάτο κότες, πάπιες και λαγουδάκια.
“Άμα συμφωνήσουμε θα δεις, κούκλα θα στο κάνω”. Κι έτσι άρχισε η ιστορία ενός ακόμα κινηματογράφου στις επιχειρήσεις του, του “Σινε Φούλα”.
Όχι μόνο χάριν λογοπαίγνιου, ούτε μόνο προς τιμήν του ονόματος της μητέρας μου. Αλλά και γιατί μόλις είχαμε κλείσει το σινέ “Κωτούλα” στη Μπότσαρη με Κωνσταντινουπόλεως και είχε σωθεί η μισή φωτεινή επιγραφή, οπότε τα υψηλά τότε έξοδα κατασκευής φωτεινής επιγραφής είχαν ήδη μειωθεί στο μισό.
Κάπως έτσι άρχισε η εικοσαετής γλυκιά ιστορία του “Σινε Φούλα”, εκεί στο 1979. Κάθε μέρα κι άλλη ταινία, γιατί το μέρος ήταν μικρό κι ο τουρισμός δεν ήταν ακόμα στα φόρτε του. Κάθε βράδυ πακέτο οι μπομπίνες πίσω στη Σαλονίκη και αγώνας να προλάβει να έρθει η αυριανή μπομπίνα. Τρέχα κυρ-Γιώργο στο ΚΤΕΛ να τη στείλεις, εμείς πάμε να προλάβουμε να αλλάξουμε τα ταμπλό. “Μην ξεχάσεις το 2 ΕΡΓΑ 2” και το “2 ταινίες με ένα εισιτήριο”.
Ταινίες κυρίως πρώτης προβολής του χειμώνα, αλλά και Ψάλτης, και Ξανθόπουλος. Και όταν βρίσκονταν στη διανομή κάνα τούρκικο το χωριό ερήμωνε, κρέμονταν από τα κάγκελα σαν σταφύλια τα εγγόνια. Κι οι γιαγιάδες, χωριό προσφύγων κατά 90%, με τις καρέκλες απ’ το σπίτι για να χωρέσουν όλοι. Και τα μαντήλια όλο και βγαίναν από το μανίκι να σκουπίσουν τα δάκρυα. Και στο τέλος που παντρεύονταν το παλικάρι στο Βόσπορο, πριν ακόμα πέσουν τα γράμματα όρθιοι με χειροκροτήματα. “Γιώργο άνοιξε τα φώτα να διαφημίσουμε από το μεγάφωνο το αυριανό έργο”.
Κάπου στα μέσα του ’80 βλέπουμε στο πρόγραμμα ότι μεθαύριο παίζουμε τον “Τελευταίο αυτοκράτορα”. “Βρε Βασίλη” λέει ο κυρ Γιώργος ο μηχανικός “ποιος θα ρθει στα Ρόδα να δει τον τελευταίο αυτοκράτορα; Κλείσε κάτι άλλο”.
“Μα Μπερτολούτσι είναι αυτός! Δες τα εισιτήρια, έξι εβδομάδες έπαιζε στη Θεσσαλονίκη, χαμός θα γίνει!”.
Κι έρχεται η μέρα του τελευταίου αυτοκράτορα. Πάει οκτώ η ώρα, τίποτα. Πάει οκτώμισι, τίποτα. Η πολύβουη βόλτα σταματάει πριν το σινεμά. Ψυχή. Ούτε ένας.
“Να περιμένουμε λίγο, να δεις, θα ‘ρθούνε”. Νύχτωσε για τα καλά, πήγε εννιά και τέταρτο.
“Γιώργο κλείσε, τι να κάνουμε, πάμε…” με την απογοήτευση ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του.
Και εκεί, γίνεται το θαύμα! Μια τσακαλοπαρέα από έξι παιδιά, 13-14 χρονών, εμφανίζεται από το πουθενά και τρέχοντας προς το ταμείο αλαφιασμένοι ρωτάνε με αγωνία
“Προλάβαμε;” “Εσάς περιμέναμε να αρχίσουμε, άντε μπείτε, αυτή η προβολή θα είναι ιδιωτική! Γιώργο ξανάνοιξε, ξεκινάμε!”
Σβήνουν τα φώτα και η εισαγωγή του Sakamoto πλημμύρισε τα αυτιά όλων κάτω απ΄τον έναστρο ουρανό.
Ξαφνικά, γύρω στο μισάωρο, με έκπληξη βλέπουμε όλη την παρέα να σηκώνεται και να έρχεται προς το μέρος μας στην έξοδο.
“Μα τι έγινε; δεν σας άρεσε;” “Μα περιμένουμε περιμένουμε κι αυτό δεν έχει καθόλου καράτε!!”
Είχαν δει στα ταμπλό τις φωτογραφίες, σου λέει όλοι Κινέζοι είναι, καράτε θα είναι, μην το χάσουμε…
Κι έτσι, αφού τους επιστράφηκαν τα χρήματα, κλειδώσαμε και όπως πολλά βράδια μετά το σινεμά πήγαμε δίπλα στο Θανάση για σουβλάκια.
Συζητώντας και γελώντας για το συμβάν, αλλά και προβληματισμένοι για το πρόγραμμα.
Όχι ο μπαμπάς όμως. Ήταν σίγουρος, ότι είχε κάνει το σωστό.