Ο Κεν Λόουτς και η βροντερή φωνή των αδύναμων
Ο Λόουτς δεν είναι αλάνθαστος κινηματογραφικά. Κανένας μεγάλος σκηνοθέτης δεν είναι. Είναι παράλογο παρόλα αυτά να θεωρείς το σινεμά του εκμεταλλευτικό, ξεπερασμένο ή ρηχό.
Υπάρχει μια σκηνή στο αξέχαστο «O άνεμος χορεύει το κριθάρι», στην οποία ο νεαρός και αμύητος στα βάσανα του αγώνα της ιρλανδικής ανεξαρτησίας πρωταγωνιστής (Κίλιαν Μέρφι) μπαίνει στο σπίτι ενός δολοφονημένου από τους Βρετανούς παιδιού, για να αποτίσει τον δικό του φόρο τιμής.
Υποφωτισμένο, φτωχικό, αλλά αξιοπρεπές το σπιτικό, είναι γεμάτο από φίλους και συντρόφους, ακουμπισμένους στις γωνιές, θαρρείς κομμάτια του ίδιου του φόντου, αντηχώντας παράξενα τους στίχους από τους «Μοιραίους» του Κώστα Βάρναλη.
Από την αρχή της σκηνής όμως, τη σιωπή σπάει ένα μοιρολόι, μια παραδοσιακή μπαλάντα που τραγουδά κάποια από τις Ιρλανδές μανάδες.
Μια μπαλάντα πόνου, απώλειας και χαμού, αλλά ταυτόχρονα μια μπαλάντα για τον έρωτα, τη συντροφικότητα, την ομορφιά της φύσης, την ορμή της επανάστασης, την άσβεστη φλόγα της εξέγερσης. Μέσα στον συλλογικό μυστικισμό της σκηνής, η ταυτότητα ενός από τους τελευταίους μεγάλους πολιτικούς σκηνοθέτες του παγκόσμιου σινεμά ξεπροβάλλει, γιγαντώνεται, εμπνέει και εμπνέεται.
Πιστός στη δύναμη των ανθρώπων, της αλληλεγγύης και της δημοκρατίας, των αγώνων για τα δικαιώματα των μικρών και των αδυνάτων, αλλά και επικριτικός ταυτόχρονα απέναντι σε οποιαδήποτε μορφής εξουσία και κοινωνική διάκριση, ο Κεν Λόουτς φαντάζει μόνος και απομονωμένος, μπροστά στο εμπορευματοποιημένο, εύπεπτο σινεμά των καιρών μας. Μπροστά στο ακίνδυνο, πολιτικά ορθό και βολικό αφήγημα που δεν αφήνει τίποτε στην καρδιά.
Έχοντας επιλέξει συνειδητά «με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει», ο 87χρονος πια Βρετανός σκηνοθέτης έχει κατηγορηθεί πολλές φορές για στρατευμένη (και ενίοτε μελοδραματικά εκμεταλλευτική) τέχνη. Για μια παράλογη εμμονή στα σοσιαλιστικά ιδανικά, για αγιοποίηση της εργατικής τάξης και ταυτόχρονη δαιμονοποίηση του κεφαλαίου, των κρατικών μηχανισμών και της εργοδοσίας. Όμως, εδώ θα ήταν προτιμότερο κάποιος να αναγνωρίσει τη συνέπεια του δημιουργού απέναντι στο ίδιο του το σινεμά ως αντανάκλαση μιας πραγματικότητας (συγκεκριμένης μεν, πραγματικότητας δε).
Δεν είναι δυνατόν όλη αυτή η δεδομένη κάποτε εκτίμηση στο έργο και την προσωπικότητα δημιουργών που υπηρέτησαν και υπηρετούν το σινεμά του κοινωνικού ρεαλισμού να έχει γυρίσει πια μπούμερανγκ εναντίον τους, με μια δόση εξίσου υπερβολής, οδηγώντας στην πλήρη απαξίωση μιας αλήθειας που δυστυχώς επιβεβαιώνεται μέρα με την ημέρα όλο και περισσότερο.
Ο Λόουτς μπορεί να ακολουθεί μια δημιουργική μανιέρα, μπορεί οι ταινίες του να πραγματεύονται πολλές φορές τα ίδια ιστορικά γεγονότα και να αφηγούνται παρόμοιες καταστάσεις, είναι όμως αδύνατο να μην αναγνωρίζεις (και τελικά να εκτιμάς) την στέρεα θέση ενός κινηματογραφιστή απέναντι στην κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα ενός αδίστακτου νεοφιλελευθερισμού που έχει δώσει (και συνεχίζει να δίνει) εξουσία σε ηγέτες τύπου Τραμπ, Μπολσονάρου, Τζόνσον, Μελόνι, Λε Πεν.
Ίσως τελικά αυτή η συστηματική ισοπέδωση να εξυπηρετεί άλλους σκοπούς, τους ίδιους που μετέτρεψαν τους ανθρωπιστές σε «δικαιωματιστές», τοποθετώντας τους βολικά στο άλλο άκρο της ζυγαριάς, απέναντι από τον ακραίο φασισμό.
Ο Λόουτς δεν είναι αλάνθαστος κινηματογραφικά. Κανένας μεγάλος σκηνοθέτης δεν είναι. Είναι παράλογο παρόλα αυτά να θεωρείς το σινεμά του εκμεταλλευτικό, ξεπερασμένο ή ρηχό.
Οι σπαρακτικές ερμηνείες των ηρώων του, η εξαίσια χρήση των ήχων και της χρωματικής παλέτας, η αγάπη για οτιδήποτε “λαϊκό” (από το ποδόσφαιρο μέχρι την μπίρα στην παμπ) και η κατάθεση ψυχής που αναδύεται μέσα από κάθε του φιλμ αποδεικνύουν διαρκώς το αντίθετο. Γιατί τελικά είναι πανέμορφο να προσφέρεις, αλλά είναι υπερβατικό να δίνεις από το υστέρημά σου. Να σκέφτεσαι πρώτα τους πολλούς, τους φτωχούς, τους έσχατους αυτού του κόσμου. Και να μην περιμένεις τίποτε σε αντάλλαγμα.
*Η Ταινιοθήκη της Θεσσαλονίκης φιλοξενεί το μεγάλο αφιέρωμα στον Κεν Λόουτς («Κεν Λόουτς: Ηρωικά Χαμένοι») από τις 28 Νοέμβρη έως τις 4 Δεκέμβρη στην αίθουσα Σταύρος Τορνές.