Κινηματογράφος

Σμιλεμένες ψυχές: Η ιστορία του Ζουλιέν και των ασθενών της Αγίας Βαρβάρας σε ένα μοναδικό ντοκιμαντέρ

Ο Σταύρος Ψυλλάκης μιλά στην parallaxi με αφορμή την προβολή του ταινίας του στο 27ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης

Γιάννης Γκροσδάνης
σμιλεμένες-ψυχές-η-ιστορία-του-ζουλιέ-1289150
Γιάννης Γκροσδάνης

Συνολικά 261 ντοκιμαντέρ μικρού και μεγάλου μήκους περιλαμβάνει το πρόγραμμα του 27ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, ωστόσο ένα από αυτά που ήδη ξεχωρίζουν, είναι το ντοκιμαντέρ «Σμιλεμένες ψυχές / Sculpted Souls» του Σταύρου Ψυλλάκη.

Πρόκειται για ένα ντοκιμαντέρ αφιερωμένο στον φιλέλληνα Ζουλιέν Γκριβέλ. «Υιοθετώντας τη γλώσσα των Ελλήνων υιοθέτησα ασυνείδητα και τη σκέψη τους», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Ελβετός οδοντίατρος που θεράπευε δωρεάν χανσενικούς στην Ελλάδα για 26 χρόνια.

Με αφορμή την προβολή του ντοκιμαντέρ ο Σταύρος Ψυλλάκης, Έλληνας σκηνοθέτης και παραγωγός ανθρωποκεντρικών ντοκιμαντέρ, μιλά στην Parallaxi και τον Γιάννη Γκροσδάνη.

Ο πρωταγωνιστής της ταινίας είναι ένας Ελβετός οδοντίατρος. Τι ήταν αυτό που σας άγγιξε περισσότερο στην ιστορία του ώστε να αποτελέσει το έναυσμα να ασχοληθείτε κινηματογραφικά μαζί του;

ΣΜΙΛΕΜΕΝΕΣ ΨΥΧΕΣ. Αρχικά λίγα λόγια για να καταλάβουμε περί τίνος πρόκειται.

Κεντρικά πρόσωπα της ταινίας μας είναι ο Ελβετός οδοντίατρος Julien Grivel που για 26 χρόνια (1972-1998) ερχόταν δύο φορές το χρόνο στην Αθήνα (συχνά με τη σύζυγό του Christiane) και φρόντιζαν, δωρεάν, τα δόντια των χανσενικών (λεπρών) στο Νοσοκομείο Λοιμωδών Νόσων «Η Αγία Βαρβάρα», στο Αιγάλεω Αττικής και ο πρώην χανσενικός Μανώλης Φουντουλάκης. Αυτός νοσηλεύτηκε στην «Αγία Βαρβάρα», γνωρίστηκαν με τον Julien όταν πρωτοήρθε και σύντομα ανέπτυξαν μακροχρόνια φιλία με αμοιβαία εκτίμηση. Στην ταινία, ο μπάρμπα Μανώλης, όπως αρέσει στον Julien να τον αποκαλεί, με την εμπειρία και τις αναμνήσεις του μας μεταφέρει στην περίοδο που οι λεπροί ήταν δημόσιος εχθρός και το κοινωνικό στίγμα που βίωναν πιο σκληρό ίσως από την ίδια τους την ασθένεια.

Όμως στη ταινία δεν εστιάζουμε ούτε στην ίδια την πράξη του Julien, παρά το μεγαλείο της, ούτε στην ιστορία της λέπρας και στον κοινωνικό αποκλεισμό που βίωναν οι ασθενείς. Αυτά είναι το πλαίσιο που μέσα του συντελείται το μεγάλο εσωτερικό ταξίδι του Julien προς τη δική του Ιθάκη και το περιγράφει στο βιβλίου του Ελλάδα, η δική μου Ιθάκη (έκδοση Περιφέρεια Κρήτης, επιμέλεια Κωστή Μαυρικάκη, 2022). Το βιβλίο βασίζεται σε ημερολόγια και σκέψεις που έγραφε την περίοδο της «Αγίας Βαρβάρας», αλλά και τα επόμενα χρόνια καθώς ανέπτυξε μια μεγάλη σχέση με την Ελλάδα και τους Έλληνες. Η ανάγνωση του βιβλίου και η επίμονη προτροπή της Μαρίνας Φουντουλάκη (εκπρόσωπος της Βιβλιοθήκης «Μανώλης Φουντουλάκης») με έφερε σε επαφή με τον Julien και με αυτή την ιστορία.

«Ανακάλυψα την Ελλάδα από μία εξωτερική πρόσκληση που μετατράπηκε σε εσωτερικό ταξίδι μιας διαρκούς αναζήτησης. Απέκτησα μια άλλη προοπτική για τη ζωή, νέα αρώματα… Η σχέση μου με αυτή τη χώρα είναι πλούσια, βαθιά, διανοητική. Παρατήρησα ότι υιοθετώντας τη γλώσσα των Ελλήνων, υιοθέτησα ασυνείδητα και τη σκέψη τους. Δεν είναι η έμπνευση που με καθοδήγησε σ’ αυτό το έργο αλλά μια εσωτερική κατάδυση σε μια χώρα που συνεχίζει να μου δίνει το «ωραίο ταξίδι». Γιατί η Ελλάδα είναι η δική μου Ιθάκη.» (οπισθόφυλλο του βιβλίου).

Και μέσα διαβάζουμε: «… οι ασθενείς των οποίων έφτιαξα τα δόντια ήταν η αρχή του τεράστιου δικτύου φιλικών σχέσεων που έχω χτίσει στην Ελλάδα. Κάτι σαν τον «μίτο της Αριάδνης» που με οδήγησε βαθιά στο πνεύμα, τη σκέψη και τους ανθρώπους αυτής της θαυμαστής χώρας. Ο πρώτος υπεύθυνος αυτής της υπέροχης αποκάλυψης για μένα ήταν ο Μανώλης Φουντουλάκης, ο μπάρμπα Μανώλης. Τον συνάντησα για πρώτη φορά στο νοσοκομείο το 1973 ενώ νοσηλευόταν για υποτροπή της νόσου.» … Αργότερα, στο σπίτι του στην Ελούντα, θα του εκμυστηρευτεί: «ξέρεις φίλε, από τις δοκιμασίες αυτές βγαίνει όμορφα σμιλεμένη η ψυχή του ανθρώπου».

Καθοριστική λοιπόν, υπήρξε η σχέση του Julien με τον μπάρμπα Μανώλη, μια φιλία πολλών χρόνων. Σε αυτά τα δύο πρόσωπα επικεντρώνεται η ταινία μας και παρακολουθεί το εσωτερικό ταξίδι του Julien με οδηγό τα λόγια του Σεφέρη: «Σ’ αυτό τον κόσμο που ολοένα στενεύει πρέπει να αναζητήσουμε τον Άνθρωπο όπου κι αν βρίσκεται».

Έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον ότι δεν εστιάζετε στην ίδια την ασθένεια των ηρώων αλλά στον ανθρώπινο παράγοντα, την αβεβαιότητα στην ζωή τους, την ευαισθησία που αναζητούν στις μικρές και μεγάλες στιγμές τους, τις δυσκολίες που βιώνουν και τις όποιες υπερβάσεις κάνουν με αφορμή την ασθένεια. Ήταν μια συνειδητή απόφαση αυτό;

Απολύτως και αυτό είναι επιλογή μας. Όπως θα έχετε παρατηρήσει και στις προηγούμενες ταινίες μας δεν είναι το «θέμα» το αρχικό κίνητρο. Το, ας το πούμε συμβατικά, «θέμα» είναι το πλαίσιο που μέσα του προσεγγίζω το κεντρικό ή τα κεντρικά πρόσωπα που μ’ ενδιαφέρουν και πάνω τους στήνεται όλη η αφηγηματική πλοκή της ταινίας. Δεν κάνω ταινίες για «θέματα» αλλά για πρόσωπα που για ένα, συχνά, ακαθόριστο λόγο με έχουν προσελκύσει, αλλά και είναι διαθέσιμα για ένα ταξίδι μαζί τους στη γεωγραφία της ψυχής τους. Στις τελευταίες μάλιστα ταινίες, η τριλογία ΩΔΕΣ ΣΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ (ΓΙΑ ΧΩΡΙΣ ΛΟΓΟΥΣ, ΟΦΕΙΛΗ, ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ) και οι ΣΜΙΛΕΜΕΝΕΣ ΨΥΧΕΣ, οι προσεγγίσεις των προσώπων επεξεργάζονται και μορφοποιούνται ακόμα περισσότερο και εστιάζουμε μόνο σε αυτά. Ανθρωποκεντρικές συνήθως λένε τις ταινίες μας. Ανθρωπογεωγραφίες τις χαρακτήρισε μια φίλη και μου άρεσε.

Πώς ήταν η αλληλεπίδρασή σας μαζί του κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων;

«Τα γυρίσματα με τον Julien και την σύζυγό του Christiane ήταν μια ονειρεμένη εμπειρία για όλους μας. Ιδιαίτερα στην Κρήτη όπου η σχεδόν ολοήμερη συνύπαρξη, στους χώρους που γυρίζαμε, στις διαδρομές με το βαν στα χωριά και στο ξενοδοχείο που μέναμε όλοι μαζί, μας ένωσαν πάρα πολύ. Παρά τα, επίπονα, ολοήμερα, γυρίσματα και το μεγάλο ηλικιακό εύρος των μελών του συνεργείου (29 ο μικρότερος, 80 ο μεγαλύτερος) είχαμε γίνει μια παρέα που μονίμως απολάμβανε αυτή την εμπειρία και το διασκέδαζε. Ξεχάστε όποιους συνειρμούς δημιουργούν οι λέξεις Ελβετοί, γιατρός, 80 χρονών και τρεις κρητικοί από την άλλη… (υπάρχει και συνέχεια)

Ο Julien σε όλη την ταινία μιλά άψογα και πολύ καλά ελληνικά. Παραδόξως (;) δεν υπάρχει καμιά αναφορά στο αρχαίο ελληνικό κλέος, και φαίνεται σαν ο άνθρωπος να είχε εμπεδώσει αυτό που γράφει: «…υιοθετώντας τη γλώσσα των Ελλήνων, υιοθέτησα ασυνείδητα και τη σκέψη τους».

Θυμάμαι τα βράδια στο ξενοδοχείο κουβεντιάζοντας με τον Κώστα και τον Μανώλη (έκαναν ήχο και φωτογραφία αντίστοιχα) νοιώθαμε ότι και μόνο που δώσαμε τόση χαρά σε αυτούς τους ανθρώπους και πήραμε κι εμείς βέβαια, είναι πάρα πολύ. Κι ας μην κάνουμε καμιά ταινία στο τέλος (παρεμπιπτόντως μέχρι τότε μας είχαν χρηματοδοτήσει μόνο με καλές προθέσεις). Η χαρά που ένοιωθαν ο Julien και η Christiane αισθανόμασταν να είναι το ελάχιστο «ευχαριστώ» εκ μέρους και των ασθενών τους για όλα αυτά τα χρόνια. Προσοχή δεν λέω και «εκ μέρους της χώρας». Δεν πιστεύω σε τέτοιες γενικότητες και τα πράγματα έχουν ονοματεπώνυμο. Και τα καλά και τα κακά».

Πώς δουλέψατε τη σχέση ανάμεσα στο αρχειακό υλικό της ταινίας και τις σύγχρονες λήψεις που κάνατε με τον Ζουλιέν;

Τον μπάρμπα Μανώλη εμείς δεν τον γνωρίσαμε. Πέθανε το 2010. Η παρουσία του στην ταινία είναι μέσω αρχειακού υλικού που πολύ γενναιόδωρα μας έδωσαν οι φίλοι και συνάδελφοι Θοδωρής Παπαδουλάκης και Σίλας Μιχάλακας. Τον είχαν τραβήξει για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, λίγο πριν πεθάνει, αλλά πολύ κοντά χρονικά μεταξύ τους.

Το σενάριο και η ταινία ουσιαστικά έγιναν στο μοντάζ. Εκεί, η σχέση του σύγχρονου (Julien) και του αρχειακού υλικού (μπάρμπα Μανώλης) μας απασχολούσε διαρκώς και μέχρι το τέλος. Και οι δύο τους είναι πολύ δυνατές παρουσίες, οι αφηγήσεις τους κάποιες φορές καθηλωτικές και συχνά τραβούσαν την ιστορία προς τη «λέπρα». Ήθελε μεγάλη προσοχή γιατί δεν ήταν αυτό το θέμα μας. Δεν κάναμε μια ιστορία για τη «λέπρα» και για τον κοινωνικό αποκλεισμό.

Εμείς στην ταινία σκιαγραφούμε το εσωτερικό ταξίδι του Julien, το σμίλεμα της ψυχής του μέσα από την εμπειρία που ζει και ο μπάρμπα Μανώλης σκιαγραφεί το πλαίσιο που συντελείται αυτό το σμίλεμα του Julien. Μέχρι εκεί. Στην αφήγησή μας έπρεπε ο καθένας τους να «φορτωθεί» μόνο το δικό του κομμάτι.

Επιπλέον όλα αυτά είναι σαν να τα θυμάται και να μας τα αφηγείται ο Julien από το αγαπημένο του safe place που τον βρίσκουμε στην αρχή, στο τέλος και άλλες δύο φορές, ενδιάμεσα, στην ταινία. Έτσι το safe place γίνεται ένα leitmotiv στο οποίο ο Julien επανέρχεται και μας αφηγείται τα ενδιάμεσα κομμάτια. Αυτά βέβαια έγιναν στο μοντάζ. Στα γυρίσματα δεν είχαμε ιδέα για ένα τέτοιο σενάριο. Κι εδώ ξαναθυμάμαι τον Μανιάτη να λέει: «Δεν ξέρω, δεν ξέρω και για αυτό γράφω. Γιατί δεν κάθεσαι να γράψεις αυτά που ξέρεις, αυτά που δεν ξέρεις κάθεσαι να γράψεις». (ΓΙΑ ΧΩΡΙΣ ΛΟΓΟΥΣ συναντήσεις με τον Γ. Μανιάτη)

Οι λέξεις “σμίλευση” και “ψυχές” παραπέμπουν σε μια διαδικασία μεταμόρφωσης. Πιστεύετε ότι ο πρωταγωνιστής και οι ασθενείς “σμιλεύτηκαν” μέσα από αυτή την εμπειρία;

Για τους ασθενείς δεν μπορώ να μιλήσω, αρκούμε στα λόγια του μπάρμπα Μανώλη που μας μεταφέρει ο Julien: «Ξέρεις φίλε, μέσα από αυτές τις δυσκολίες σμιλεύεται όμορφα η ψυχή του ανθρώπου».

Ο Julien, ο «πρωταγωνιστής» μας, λέει: «πέρασα με αυτούς τους ανθρώπους στιγμές αιωνιότητας. Πολύ βαθιά». Και προς το τέλος, χαμηλόφωνα, χωρίς βερμπαλισμούς, στα 80 του, συμπληρώνει: «Ο τρόπος που πέρασα τη ζωή μου συνδέεται με τον τρόπο που γερνάω. Και είναι γι’ αυτό που για μένα είναι τώρα μία αρμονική χορογραφία των γηρατειών». Πριν μιλά για τους «δασκάλους» του: «Γνώρισα ανθρώπους ανάπηρους, νέους χωρίς ρυτίδες, που είχαν ήδη κατακτήσει μία μεγάλη σοφία. Είχαν μία ζωή διαλυμένη με μία βάρβαρη μοίρα αλλά ωστόσο παρέμειναν όρθιοι…» ή θυμάται τα λόγια ενός ασθενή του: «Ξεχνάτε ότι δεν έχετε τίποτα, ότι είσαστε μόνο ενοικιαστές της ζωής».

Αυτό το σμίλεμα της ψυχής του «πρωταγωνιστή» μας είναι που παρακολουθούμε σε όλη την ταινία.

Αν υποθέσουμε ότι το γύρισμα κάθε ταινίας είναι μια μικρή περιπέτεια που διαμορφώνει (ή αν θέλετε σμιλεύει) μια νέα οπτική για τον δημιουργό της, υπήρξε κάποια προσωπική αλλαγή ή νέος τρόπος σκέψης μετά την ολοκλήρωση αυτού του ντοκιμαντέρ;

Αρχίζω με μια, κάπως, εκτενή εισαγωγή που θα κάνει πιο κατανοητή τη συνέχεια. Κάθε φορά ξεκινώντας δεν ξέρω τι θα κάνω. Υπάρχουν κάποιες αρχικές ιδέες αλλά στο γύρισμα, συνειδητά, δεν πηγαίνω με έτοιμο σενάριο ή ερωτήσεις. Αφήνω την πραγματικότητα να με τροφοδοτήσει με πολύ πιο πλούσιο υλικό. Μετά μπαίνω στο μοντάζ με ένα φορτηγό πέτρες, ό,τι καταφέραμε να εξορύξουμε στο γύρισμα. Η ποιότητα του μεταλλεύματος εξαρτάται από την «ποιότητα των συναντήσεων» με τους ανθρώπους που διασταυρωθήκαμε.

Έχεις μπροστά σου ένα ακατέργαστο υλικό και πρέπει κάτι να δημιουργήσεις με αυτό. Ατέλειωτες ώρες αφομοίωσης του υλικού και εσωτερικής σιωπής, με όρους αγρύπνιας, μπορεί κάπου να οδηγήσουν, να δεις λίγο φως. Είναι η ομορφιά της δημιουργίας. «Εγώ σκαλίζω και θα μου δείξει αυτό τι μορφή θα του δώσω» μου απάντησε ο Μιχάλης που σκάλιζε μια πέτρα στο Ψυχιατρείο Χανίων και τον ρώτησα τι κάνει (Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΕΝΟΧΛΗΣΕ ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ).

Είπα παραπάνω ότι δεν κάνω ταινίες για «θέματα» αλλά για πρόσωπα που με προσέλκυσαν και είναι διαθέσιμα για ένα ταξίδι στη γεωγραφία της ψυχής τους. Στις ΣΜΙΛΕΜΕΝΕΣ ΨΥΧΕΣ οι προσεγγίσεις των προσώπων, απαλλαγμένες από την ανάγκη προβολής κάποιου «θέματος», νομίζω επεξεργάζονται και μορφοποιούνται ακόμα περισσότερο.

Θυμάμαι, βλέποντας το υλικό, από την πρώτη μέρα, έκπληκτος, μονολογούσα: «μα, αυτός δεν είναι Ψυλλάκης. Με ξεπερνάει». Έπρεπε να συντονιστώ και να φτάσω στο ύψος αυτού που έβλεπα. Σε διάφορες φάσεις του μοντάζ καλούσα ανθρώπους που αγαπώ και εκτιμώ, τους έδειχνα που είμαστε και περίμενα αντιδράσεις και σχόλια. Αυτοί, γοητευμένοι από τους «πρωταγωνιστές» μας, έφευγαν με πολύ καλές εντυπώσεις κι εγώ μέσα μου να τρώγομαι και να λέω όχι, δεν είναι ακόμα αυτό που πρέπει, θέλει κι άλλο να ξεμπουκώσει… Αυτά ζούσα μήνες.

Ό,τι έγινε, έγινε και θα κριθεί. Δεν ξέρω αν βγήκα πιο σοφός. Η συνέχεια θα το δείξει. Σίγουρα πάντως λάτρεψα ακόμα περισσότερο το ντοκιμαντέρ ως μυθοπλασία.

Υπήρχαν συγκεκριμένες στιγμές ή περιστατικά που σας συγκίνησαν ιδιαίτερα;

Δεν θα ξεχάσω την Ελένη και τον Ηλία που στο καφενείο τους, κάπου στην Ομόνοια, γυρίσαμε δύο σκηνές της ταινίας. Πρόθυμα άκουσαν το αίτημά μας και μας έδωσαν την άδεια. Όσο ήμασταν εμείς εκεί ουσιαστικά είχαν κλείσει το μαγαζί, μην μας ενοχλήσει κάποιος. Τελειώνοντας ρώτησα τι οφείλαμε για τη χρήση του χώρου και την κατανάλωση που κάναμε. Αρνήθηκαν κατηγορηματικά οποιαδήποτε αμοιβή και δεν σήκωναν κουβέντα. Ήταν το δικό τους ελάχιστο ευχαριστώ προς τον Julien και την Christiane. Και ξαναλέω: ήταν το ευχαριστώ της Ελένης και του Ηλία και όχι της «χώρας». Τέτοιους ανθρώπους γνώρισαν και αγάπησαν και αυτοί ήταν το κίνητρο και οι αποδέκτες της προσφοράς τους.

Ξεχάστε όποιους συνειρμούς δημιουργούν οι λέξεις Ελβετοί, γιατρός, 80 χρονών και τρεις κρητικοί από την άλλη… (η συνέχεια)

Έχει βραδιάσει και φεύγουμε με το βαν από τα Ανώγεια για τα Χανιά. Αύριο γυρίζουμε τις σκηνές στο safe place. Προηγούμενα είχαμε απολαύσει τις μαντινάδες και την παρέα του Γιαλαύτη στο καφενείο της πλατείας και το οφτό με τις τσικουδιές λίγο παραπάνω. Σε μεγάλη ευθυμία όλοι μας πειραζόμαστε. Μπροστά οδηγεί ο Κώστας. Δίπλα του ο Μανώλης αγκαλιά με την κάμερα κάνει το GPS κι εγώ πίσω, στον κόσμο μου, κρατάω το ρυθμό στο κέφι. Κάποια στιγμή γυρνάω γελώντας και λέω του Julien: είσαστε με τρία ρεμάλια στο αμάξι. Νοιώθει ότι κάτι σημαντικό του είπα και ανοίγει αμέσως το λεξικό να βρει το «ρεμάλι». Τον σταματάω και αρχίζω να του εξηγώ σε απλά ελληνικά τι είναι το «ρεμάλι». Όταν έχει καταλάβει, εξηγεί και στην Christiane, και σε πλήρη ευθυμία γυρίζει και μας λέει: όχι, είμαστε πέντε ρεμάλια. Αυτοί είναι ο Julien και η Christiane. Η συνέχεια μια άλλη φορά…

Πώς πιστεύετε ότι η ιστορία του Ζουλιέν και των ασθενών της Αγίας Βαρβάρας συνδέεται με σημερινές καταστάσεις υγειονομικών κρίσεων και κοινωνικών αποκλεισμών; Πιστεύετε ότι η κοινωνία εξακολουθεί να στιγματίζει αρρώστιες όπως συνέβαινε με τη λέπρα στο παρελθόν;

Δυσκολεύομαι να πω κάτι που να μην είναι κοινότυπη συνθηματολογία. Στα χρόνια της ζωής μου αυτό που άλλαξε σημαντικά είναι ο χρόνος και η αποτελεσματικότητα της ιατρικής αντιμετώπισης τέτοιων θεμάτων. Για τη στάση της κοινωνίας απέναντι στους εκάστοτε «λεπρούς» δεν ξέρω αν έχει αλλάξει κάτι…

Θα ήταν ίσως πιο χρήσιμο να επαναλάβω τα λόγια του Julien που ακούμε στην ταινία όταν επισκέπτεται τη Βιβλιοθήκη «Μανώλης Φουντουλάκης»: «Πολύ μου αρέσει η βιβλιοθήκη επειδή ο κόσμος θα έπρεπε να είναι σαν βιβλιοθήκη, επειδή βλέπουμε τόσους πολλούς διαφορετικούς και αντιφατικούς τόμους που συνυπάρχουν και ανέχονται ο ένας τον άλλο, για την ομορφιά του κόσμου».

Info

*Η δημιουργία της ταινίας ήταν μια πρωτοβουλία της Βιβλιοθήκης «Μανώλης Φουντουλάκης» σε σκηνοθεσία Σταύρου Ψυλλάκη και παραγωγή του Ματθαίου Φραντζεσκάκη – ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΊΑ ΚΡΗΤΗΣ. Συμπαραγωγός είναι η COSMOTE TV, συμπαραγωγός προώθησης είναι η Φωτεινή Οικονομοπούλου / OhMyDog Productios και η παραγωγή έγινε με την υποστήριξη της Περιφέρειας Κρήτης και των Δήμων Αγίας Βαρβάρας Αττικής και Αγίου Νικολάου Κρήτης.

**Η ταινία έχει επιλεγεί και συμμετέχει στο Διεθνές Διαγωνιστικό Τμήμα του 27ου Διεθνούς Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και θα προβληθεί την Τετάρτη 12/3/2025 στις 20.00 στο ΟΛΥΜΠΙΟΝ (Πλατεία Αριστοτέλους) και την Πέμπτη 13/3/2025 στις 15.00 στην αίθουσα Τζον Κασαβέτης, Αποθήκη1, Λιμάνι.

ΔΕΗ φεστιβάλ ντοκιμαντέρ

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα