Πολιτισμός

Μελίνα Μερκούρη: Η αληθινή κληρονομιά

Ο Μάνος Λαμπράκης γράφει για τη Μελίνα Μερκούρη, με αφορμή την επέτειο της γέννησής της

Parallaxi
μελίνα-μερκούρη-η-αληθινή-κληρονομιά-707230
Parallaxi

Λέξεις: Μάνος Λαμπράκης 

Δεν υπάρχουν πια τέτοιες φωνές σαν την Μελίνα Μερκούρη, όχι γιατί οι εποχές άλλαξαν, αλλά γιατί ιδιαίτερα μια τέτοια φωνή έχασε το δικαίωμα να είναι σώμα. Η Μελίνα υπήρξε η τελευταία ελληνική φωνή που δεν διαμεσολαβήθηκε από το μικρόφωνο, αλλά από τον έρωτα, την απώλεια, την πολιτική. Ήταν μια φωνή που κουβαλούσε ολόκληρο το ασυνείδητο μιας χώρας που ποτέ δεν πίστεψε ότι μπορεί να ζήσει χωρίς δράμα. Γεννημένη μέσα σε μια αριστοκρατία που έλιωνε, έζησε σαν να της ανήκαν όλα και σαν να μην της ανήκε τίποτε. Το όνομά της έγινε σημείο αναφοράς όχι για την εξουσία του αλλά για τη ρωγμή του. Η Μελίνα υπήρξε η αντίφαση που έγινε σώμα, το βλέμμα που έμαθε να αυτοκαίγεται για να φωτίζει τους άλλους, η πολιτική πράξη που αρνείται τον θεσμικό της εαυτό και επιστρέφει στην πρωτογενή της ύλη: τη συγκίνηση.

Η Μερκούρη υπήρξε, βαθύτερα, η προσωποποίηση της ψυχανάλυσης του έθνους. Αν η Ελλάδα μετά τον πόλεμο ήταν μια συλλογική νεύρωση – διασπασμένη ανάμεσα στη φαντασίωση της δόξας και την ενοχή της ήττας – η Μελίνα υπήρξε το υποκείμενο που ανέλαβε αυτή τη νεύρωση και την έκανε τραγούδι, χειρονομία, πολιτική πρόταση. Όπως ο ερωτευμένος δεν επιδιώκει την κατοχή αλλά την επιστροφή στο αδύνατο, έτσι και η Μελίνα δεν αγωνίστηκε για μια Ελλάδα ρεαλιστική. Αγωνίστηκε για μια Ελλάδα ερωτική – μια χώρα ικανή να συγκινεί, να υποφέρει, να επιθυμεί, να καίγεται. Η πολιτική της στάση, η μάχη για τα Γλυπτά, η εξορία της, η θεατρική της υπόσταση, ακόμη και το πάθος της για το τσιγάρο ή τη σκηνή, ήταν μορφές ενός ίδιου πράγματος: της εμμονής να υπάρξει η επιθυμία εκεί όπου το κράτος ή η εξουσία απαιτεί πειθαρχία.

Σήμερα όπου η εικόνα έχει καταργήσει το μυστήριο και το βλέμμα έχει υποταχθεί στη λειτουργικότητα, η Μερκούρη εκπροσωπεί μιαν αισθητική αντίσταση. Η υπερβολή της, το πάθος της, η θεατρικότητά της, είναι μορφές του αρνητικού, εκείνη η δύναμη που επιμένει να μην εξημερώνεται. Όταν εμφανιζόταν στη σκηνή ή μιλούσε στη Βουλή, δεν έπαιζε απλά έναν ρόλο: τελούσε μια τελετουργία μνήμης. Η πολιτική της φωνή δεν προερχόταν από ιδεολογική ταυτότητα αλλά από σώμα που θυμάται. Η Μελίνα ήξερε ότι η ταυτότητα δεν οικοδομείται από αξίες αλλά από πληγές. Έτσι η Ελλάδα δεν την τίμησε επειδή υπήρξε πολιτικός· την τίμησε επειδή κατάλαβε πως ο πολιτισμός χωρίς τραύμα είναι απλή διακόσμηση.

Η Μελίνα έζησε τη ζωή της ως θεατρική δομή — όχι ως επινόηση αλλά ως υπαρξιακή μορφή. Ο μύθος είναι το σημείο όπου η πραγματικότητα γίνεται σημαινόμενο· η Μερκούρη υπήρξε το σημείο όπου ο μύθος ξαναγίνεται πραγματικότητα. Η σκηνική της υπερβολή, η φωνή της, το βλέμμα της, το σώμα της, δεν υπάκουαν σε κανένα κανόνα του ωραίου: ήταν η αισθητική της υπερφόρτισης, εκεί όπου το συναίσθημα υπερβαίνει την εικόνα και μεταμορφώνεται σε πολιτική ενέργεια. Όταν η Μελίνα χόρευε το συρτάκι στις Κάννες, δεν παρουσίαζε την Ελλάδα – την γεννούσε εκ νέου· μετέτρεπε τη λαϊκή χειρονομία σε οικουμενική γλώσσα του πάθους. Σ’ εκείνο το χορό ο ελληνικός λαός έπαυε να είναι αντικείμενο τουρισμού και γινόταν υποκείμενο αισθητικής αυτογνωσίας.

Στην πολιτική της περίοδο, η Μερκούρη επανέφερε τη σχέση πολιτισμού και κράτους στο επίπεδο του συμβολικού. Δεν ζήτησε απλώς την επιστροφή των Γλυπτών· ζήτησε να επιστραφεί στην Ελλάδα η αίσθηση του ιερού της απώλειας. Όταν είπε πως τα Γλυπτά «είναι η ψυχή μας», δεν εννοούσε ένα μεταφυσικό σώμα, αλλά την ίδια την απουσία, τη ρωγμή που καθιστά μια κοινωνία ικανή να επιθυμεί. Η πολιτική της, όπως και η τέχνη της, δεν υπηρετούσαν το ωραίο αλλά το έλλειμμα. Σε μια εποχή που η Δύση δόξαζε την κατανάλωση του παρόντος, η Μερκούρη προέβαλε τη μελαγχολία της επιστροφής: το δικαίωμα του λαού να πενθεί τα χαμένα του αντικείμενα. Εδώ συναντάται με τον Benjamin: η ιστορία δεν είναι πρόοδος αλλά σωτηρία των συντριμμάτων· και η Μελίνα τα περισυνέλεξε με τα ίδια της τα χέρια.

Η δημόσια της εικόνα, συχνά παρεξηγημένη ως ναρκισσιστική, ήταν στην πραγματικότητα μια τελετουργία διαφάνειας. Δεν προσποιήθηκε ποτέ την απλότητα, δεν υπήρξε ποτέ ταπεινή, αλλά η αλήθεια της ήταν βαθιά ταπεινωμένη, γιατί γνώριζε πως μόνο μέσα από την υπερβολή μπορεί να σωθεί η εσωτερικότητα. Το γέλιο της ήταν κραυγή ενάντια στην απόγνωση, και το πάθος της, μορφή άμυνας απέναντι στην εξουσία. Δεν επεδίωξε τη λαϊκή αποδοχή· την απέκτησε επειδή λειτούργησε ως καθρέφτης μιας κοινωνίας που επιθυμούσε να αγαπηθεί.

Η Μελίνα υπήρξε εκείνη η μητρική φιγούρα που δεν προσφέρει ασφάλεια αλλά επιθυμία. Δεν θέλησε να προστατεύσει το έθνος, αλλά να το ξυπνήσει και να του υπενθυμίσει πως χωρίς συγκίνηση δεν υπάρχει πολιτική. Γι’ αυτό και η Μελίνα δεν ήταν ποτέ μόνο ηθοποιός ή υπουργός· υπήρξε το ασυνείδητο της ελληνικής Μεταπολίτευσης, η τελευταία φορά που ο πολιτισμός υπήρξε μορφή συλλογικής ψυχής.

Σήμερα, 105 χρόνια από τη γέννησή της, ο λόγος της μοιάζει πιο επίκαιρος από ποτέ, γιατί ζούμε ξανά σε έναν πολιτισμό που φοβάται το συναίσθημα και εξορίζει την υπερβολή· γιατί κάθε χειρονομία μας ελέγχεται, κάθε πάθος μετριέται, κάθε πρόσωπο οφείλει να είναι χρήσιμο.

Η Μελίνα έρχεται να θυμίσει ότι η χρησιμότητα είναι η ακύρωση της ζωής.

Η Μελίνα είναι μια μορφή ερμηνευτικού έρωτα· δεν υπάρχει για να εξηγηθεί, αλλά για να αναπνέει μέσα στις αντιφάσεις της. Το πάθος της για τη σκηνή και την πολιτική, η μανία της να είναι παρούσα, η ανικανότητά της να αποσυρθεί, όλα αυτά την καθιστούν προφητική μορφή της υπερπαραγωγικής κόπωσης του σύγχρονου ανθρώπου. Μόνο που εκείνη δεν εξαντλήθηκε — εξαγνίστηκε. Είχε καταλάβει ότι η ζωή, για να έχει νόημα, πρέπει να καεί από μέσα. Γι’ αυτό και λίγο πριν πεθάνει σημείωσε πάνω σ’ ένα πακέτο τσιγάρα τη φράση «Θα ξαναγυρίσω»· όχι ως υπόσχεση μεταφυσικής, αλλά ως αναλαμπή μιας ψυχής που ήξερε ότι μόνο οι λέξεις που ειπώνονται στο όριο του θανάτου μπορούν να ζήσουν.

Η Μελίνα Μερκούρη δεν υπήρξε απλώς σύμβολο· υπήρξε μορφή πολιτικής γλώσσας που ακόμη δεν έχουμε μάθει να μιλάμε. Αν η σύγχρονη κοινωνία πάσχει από υπερβολική διαφάνεια, από έλλειψη μύθου, από πολιτική χωρίς συγκίνηση, τότε η μνήμη της λειτουργεί ως αντίδοτο.

Ενσάρκωσε τον έρωτα ως πολιτισμική δύναμη, τη θεατρικότητα ως μορφή αλήθειας, το πάθος ως μέτρο πολιτικής ηθικής. Δεν μας άφησε πρόγραμμα ούτε δόγμα· μας άφησε τον τρόπο: να υπάρχεις με ρίσκο, να εκτίθεσαι, να μην υποχωρείς μπροστά στην ευθραυστότητα της ψυχής. Στον 21ο αιώνα της αποστείρωσης και της τεχνητής ευφορίας, το βλέμμα της Μελίνας παραμένει το πιο επικίνδυνο πολιτικό όπλο: ένα βλέμμα που δεν ζητά απαντήσεις, αλλά εγείρει ερωτήσεις για το τι σημαίνει, ακόμη, να είσαι άνθρωπος μέσα στον πολιτισμό.

Σήμερα, η Μελίνα Μερκούρη δεν επιβιώνει ως μνημείο αλλά ως σύμπτωμα. Είναι το σημείο όπου η ελληνικότητα παραδέχεται την αδυναμία της να υπάρξει χωρίς πάθος και θεατρικότητα. Σε μια εποχή που το υποκείμενο τείνει να εξαφανιστεί μέσα στην αλγοριθμική διαχείριση των συναισθημάτων, η Μελίνα παραμένει η υπενθύμιση ότι η πολιτική δεν είναι διαχείριση αλλά έκσταση. Αντιστρέφοντας την παθολογία της διαφάνειας, διεκδίκησε την αδιαφάνεια της επιθυμίας· το δικαίωμα να μην εξηγεί τον εαυτό της. Έφτιαξε μια πολιτική γλώσσα που δεν υπακούει στη λογική του management αλλά στη μεταφυσική του βλέμματος.

Η Μελίνα υπήρξε το αντίθετο του τεχνοκρατικού πολιτισμού: ένα σώμα που διαρκώς διεκδικούσε το δικαίωμα της ατέλειας. Η επιθυμία της δεν ήταν να διοικήσει τον πολιτισμό, αλλά να του επιστρέψει το πάθος της συγκίνησης. Είχε καταλάβει, πριν από τον Bourdieu ή τον Debord, ότι η τέχνη μπορεί να απορροφηθεί από το θέαμα· αλλά αντί να το πολεμήσει, το διείσδυσε. Έγινε η ίδια το θέαμα για να του επιστρέψει εκείνη την ένταση που το θέαμα απορρίπτει: την αγωνία. Σε κάθε δημόσια εμφάνιση, από το βήμα της Βουλής ως το φως της σκηνής, έφερνε τη φωνή της ως ρητορική της πληγής. Δεν επιζητούσε τη συμφωνία· επιζητούσε τη συγκίνηση.

Η σημερινή πολιτική τάξη, απογυμνωμένη από ιδεολογία και αισθητική, δεν έχει καμία συνέχεια με αυτό το πάθος. Ο πολιτισμός, απομονωμένος στα όρια των επιχορηγήσεων και των επιτροπών, έχει χάσει το σπασμό του. Η Μελίνα δεν θα άντεχε αυτό το κλίμα· όχι γιατί θα διαφωνούσε πολιτικά, αλλά γιατί δεν θα άντεχε την έλλειψη πυρετού. Η ψυχή της πολιτικής της δεν ήταν ο έλεγχος αλλά η ανοιχτότητα· όχι η ασφάλεια αλλά η περιπέτεια του αισθήματος. Όταν έλεγε ότι τα Γλυπτά του Παρθενώνα είναι «η ψυχή μας», δεν μιλούσε εθνικιστικά· εννοούσε ότι το έθνος υπάρχει μόνο εφόσον έχει ψυχή· μια εσωτερική ακαθαρσία που το ωθεί να αγαπά, να ζητά, να ονειρεύεται. Η ψυχή είναι πάντα ακάθαρτη, όπως και η τέχνη.

Η Μελίνα δεν επεδίωξε να καταστεί μητρική μορφή που θρέφει, αλλά μητρική μορφή που εξάπτει. Η παρουσία της αφύπνιζε μια επιθυμία επιστροφής σε κάτι που δεν υπάρχει πια: την αίσθηση ότι η τέχνη είναι μορφή κοινότητας. Στην εποχή της κρίσης ταυτότητας, όπου το άτομο έχει αποκοπεί από τον συλλογικό μύθο, η Μελίνα θυμίζει ότι ο πολιτισμός είναι, πριν απ’ όλα, κοινός τρόμος. Δεν είναι η χαρά της προβολής αλλά ο φόβος της λήθης.

Η σύγχρονη Ελλάδα, παγιδευμένη ανάμεσα στην τουριστική της εικόνα και την εσωτερική της αδράνεια, χρειάζεται ξανά μια τέτοια μορφή έκθεσης· όχι ένα είδωλο, αλλά μια πληγή που μιλά. Η Μερκούρη υπήρξε το τελευταίο σώμα που λειτούργησε ως συλλογικός καθρέφτης. Και σήμερα, μέσα στην υπερπαραγωγή της ορθότητας και την εξουθένωση των αισθημάτων, η επιστροφή της δεν μπορεί να είναι μνημειακή· πρέπει να είναι ψυχική. Να ξαναθυμηθούμε τη δυνατότητα του πολιτισμού να συγκινεί, να προκαλεί, να θρηνεί, να ερωτεύεται.

Η Μελίνα μας κληροδότησε το αντίδοτο της διαφάνειας: τη θαμπάδα της παρουσίας. Ένα σώμα που δεν φαίνεται τέλεια, που κουβαλά τα ίχνη του χρόνου, που καπνίζει, που γελά, που δακρύζει, που φλέγεται. Είναι η πολιτική πράξη που ονομάζουμε συγκίνηση· η μόνη μορφή αντίστασης που απομένει. Γιατί μόνο η συγκίνηση μπορεί ακόμη να παράγει αλήθεια, ενώ όλα τα άλλα παράγουν απλώς πληροφορία.

Στην ύστερη νεωτερικότητα, εκεί όπου το υποκείμενο έχει χάσει τη βαρύτητά του και ο πολιτισμός έχει μετατραπεί σε δίκτυο εικόνων χωρίς πρόσωπο, η Μελίνα Μερκούρη επιστρέφει όχι ως ανάμνηση αλλά ως μορφή έλλειψης. Η παρουσία της διασώζει κάτι από την αρχαία λειτουργία του μύθου: όχι τη λατρεία του προσώπου, αλλά την επιθυμία για αφήγηση. Σήμερα, σε μια κοινωνία όπου η εικόνα έχει καταπιεί το βλέμμα, όπου το πρόσωπο λειτουργεί ως φίλτρο και όχι ως αποκάλυψη, η Μερκούρη γίνεται σύμβολο εκείνης της αδιαφάνειας που καθιστά την ύπαρξη βιώσιμη. Το πρόσωπό της δεν αποδίδει μήνυμα· αποδίδει ένταση. Δεν σημαίνει κάτι· συμβαίνει.

Η Ελλάδα της Μελίνας δεν είναι εθνική ιδέα, αλλά θεατρική σκηνή του εαυτού. Είναι μια χώρα που δεν υπάρχει παρά μόνο όταν παίζεται, όταν γίνεται ρόλος, όταν διακινδυνεύει τη σοβαρότητά της. Το ελληνικό δεν είναι γεωγραφία· είναι τρόπος ύπαρξης· μια ασταθής εναλλαγή ανάμεσα στην οδύνη και στο φως, στην έπαρση και στο αυτοσαρκασμό, στη λαϊκή θέρμη και στη μεταφυσική μελαγχολία. Το βλέμμα της εμπεριείχε όλη αυτή τη διπολική αρχιτεκτονική της ελληνικής ψυχής. Όταν χαμογελούσε, δεν ήταν αισιοδοξία· ήταν αντίσταση στο πένθος.

Όταν έκλαιγε, δεν ήταν αδυναμία· ήταν επιτέλεση του αισθήματος ως καθήκοντος.

Η Μελίνα ενσαρκώνει το τελευταίο πρόσωπο της μη-παραγωγικότητας· ένα υποκείμενο που δεν στοχεύει στην απόδοση αλλά στην ένταση του βίου. Σε έναν κόσμο που θεοποιεί την ταχύτητα, την απόδοση, την καθαρότητα, η Μελίνα παραμένει σκονισμένη, υπερβολική, καθυστερημένη — κι όμως, γι’ αυτό ακριβώς ζωντανή. Είναι η αισθητική του βραδέος, η επιμονή της φλόγας μέσα σε ένα τοπίο από λάμπες LED· η παρουσία που αντιστέκεται στο άψυχο φως της εποχής. Εκεί όπου το πολιτισμικό σύστημα παράγει εμπειρίες χωρίς μνήμη, η Μερκούρη ενσαρκώνει την ανάγκη του ίχνους: το χαμόγελό της δεν είναι επικοινωνία, είναι αποτύπωμα, σαν αρχαίο ανάγλυφο πάνω στο δέρμα της ιστορίας.

Έρχεται ως μητέρα που γνωρίζει τον ευνουχισμό της· εκείνη που δεν υπόσχεται πληρότητα αλλά δυνατότητα. Η παρουσία της υπενθυμίζει πως ο πολιτισμός δεν θεμελιώνεται στην κατοχή αλλά στο σχίσμα, όπως και η τέχνη που υπάρχει μόνο όταν πονά, μόνο όταν γνωρίζει πως δεν της ανήκει ο εαυτός της. Μέσα στη δόξα και στην κατάρρευσή της, η Μελίνα υπήρξε η πιο έντιμη μαρτυρία αυτού του πόνου. Δεν έκρυψε ποτέ την εξάρτησή της από την προσοχή του κοινού· όμως εκεί, στο εκτεθειμένο της πάθος, αναγνώρισε το κοινό της αίτημα: να αγαπηθεί χωρίς λόγο, να υπάρξει μέσα από το βλέμμα του άλλου.

Η Μερκούρη λειτουργεί έτσι ως μεταπολιτική αλληγορία: η μετάβαση από την πολιτική της ιδεολογίας στην πολιτική του αισθήματος. Στον μετανεωτερικό κόσμο της επικοινωνιακής εξουσίας, όπου οι θεσμοί αποσυντίθενται και οι ταυτότητες εμπορευματοποιούνται, η Μελίνα προσφέρει ένα πρότυπο συγκινησιακής εξουσίας. Δεν πείθει, συγκινεί· δεν διατάζει, αιφνιδιάζει. Η μορφή της δεν διατηρείται μέσω νόμων ή αρχείων αλλά μέσα μας: κάθε φορά που το συναίσθημα αποδεικνύεται ισχυρότερο από τη λογική, κάθε φορά που το σώμα προηγείται της σκέψης, κάθε φορά που μια κοινωνία θυμάται πως έχει ψυχή.

Κι εκεί ίσως βρίσκεται το βαθύτερο ίχνος της στον ελληνικό πολιτισμό. Η Μελίνα δεν υπήρξε ποτέ «εικόνα της Ελλάδας»· υπήρξε η ενοχή της. Η διαρκής υπενθύμιση ότι αυτή η χώρα δεν θα μπορέσει ποτέ να κατακτήσει τη μοντέρνα της ταυτότητα χωρίς να προδώσει την ευαισθησία της· ότι κάθε εκσυγχρονισμός χωρίς πάθος είναι απονεύρωση, κάθε πρόοδος χωρίς δάκρυ ψεύδος. Έζησε ανάμεσα στο δάκρυ και στο φως, στην επιθυμία και στην απώλεια· κι εκεί, στο μεταίχμιο όπου τίποτε δεν λύνεται, εγκαθίδρυσε τον δικό της αιώνα.

Ίσως, τελικά, αυτό να σημαίνει να είσαι Μελίνα: να ζεις σαν να σε διατρέχει μια υπερβολική ζωή· να πιστεύεις ακόμη ότι η τέχνη μπορεί να σώσει το βλέμμα, ότι η πολιτική μπορεί να γίνει πράξη τρυφερότητας, ότι η Ελλάδα — παρά τις εξαντλημένες της μορφές — μπορεί να ξαναγεννηθεί κάθε φορά που κάποιος τολμά να συγκινηθεί δημοσίως.

Και ίσως αυτό, στο τέλος, να είναι η αληθινή της κληρονομιά: όχι η λάμψη, αλλά το ρίγος· όχι η μνήμη, αλλά η επιθυμία να θυμόμαστε.

*Ο Μάνος Λαμπράκης είναι θεατρικός συγγραφέας, δραματουργός και μεταφραστής. 

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα