Μουσική

Από τον Καζαντζίδη μέχρι την Μπέλλου – Το λαϊκό τραγούδι τροφοδοτεί τη μυθοπλασία και γεμίζει αίθουσες

Η καινούρια ταινία που ανακοινώθηκε πως θα γίνει - Είναι μόδα τελικά ή κάτι βαθύτερο;

Γιώργος Σταυρακίδης
από-τον-καζαντζίδη-μέχρι-την-μπέλλου-1262832
Γιώργος Σταυρακίδης

Πηγαίνοντας κάποιος στην προβολή της ταινίας «Υπάρχω» του Γιώργου Τσεμπερόπουλου όπου αναφέρεται στη ζωή του Στέλιου Καζαντζίδη και στα πιο δημιουργικά χρόνια του στο τραγούδι, «πέφτει» πάνω σε εικόνες όπως γεμάτες αίθουσες στα σινεμά, τραγούδια που σιγοτραγουδούν (ή καμιά φορά και πιο δυνατά) οι θεατές ταυτόχρονα με την ταινία και ένα παρατεταμένο χειροκρότημα στο τέλος. Εικόνες, που συναντούσαν συχνά οι κινηματογράφοι τις δεκαετίες του  ’60, του ’70 και του ’80 και σίγουρα και ακόμα πιο παλιά. Σίγουρα όμως, δεν είναι εικόνες οικείες στις νεότερες γενιές όπου ο κινηματογράφος έχει πάψει να ενθουσιάζει το κοινό με τρόπο σχεδόν θεατρικό, που κατάφερε μία ταινία βαθειά λαϊκή για έναν άνθρωπο που σημάδεψε για πάντα το λαϊκό τραγούδι της χώρας.

Το εντυπωσιακό είναι, πως στην ταινία μπορεί να «έτρεξαν» χιλιάδες θεατές μεγαλύτερων ηλικιών, ωστόσο δεν έλειψαν οι νεότερες και νέες γενιές που από τη μία μπορεί να παρασύρθηκαν από έναν «χαμό» που προκλήθηκε για την ταινία, από την άλλη ένας Χρήστος Μάστορας ως άλλος «Δούρειος ίππος» έφερε στις αίθουσες παιδιά 14 και 15 ετών για να γνωρίσουν  από την αρχή έναν σπουδαίο εκπρόσωπο ενός είδους τραγουδιού που τα τελευταία χρόνια απουσιάζει όλο και περισσότερο από τις δημοφιλείς πίστες αλλά και τα ραδιόφωνα της πρώτης γραμμής.

Το λαϊκό τραγούδι, δεν περνάει την καλύτερη του φάση, με γνωστούς τραγουδιστές μάλιστα να υποστηρίζουν τελευταία, μέσα από εκστρατείες, την χρήση του μπουζουκιού και πάλι στα τραγούδια χτυπώντας «καμπανάκι» για το μέλλον του είδους που έβγαλε δεκάδες σπουδαίους δημιουργούς και ερμηνευτές τις προηγούμενες δεκαετίες.

Πώς όμως γίνεται, από τη μία να είναι το λαϊκό τραγούδι ένα είδος που χάνει τη δυναμική του στα μέσα και από την άλλη να γεμίζει αίθουσες κάθε φορά που η μυθοπλασία ασχολείται με έναν εκπρόσωπο του;

Υπάρχω, κι όσο υπάρχεις θα υπάρχω…

Το πιο πρόσφατο παράδειγμα του Στέλιου Καζαντζίδη έδειξε πως εκτός από το ότι ο κόσμος ζητάει καλές ελληνικές ταινίες στον κινηματογράφο, αναπολεί και εκείνες τις εποχές όπου οι άνθρωποι του λαϊκού τραγουδιού έγραφαν ιστορία για τους ίδιους αλλά και την Ελλάδα.

Θα είναι αυτή η νέα αρχή που αναζητά το λαϊκό τραγούδι για να μπει και πάλι στα σαλόνια των μεγαλύτερων καναλιών και ραδιοφώνων; Θα είναι αφορμή το «Υπάρχω» για να ακουστεί ξανά ο Καζαντζίδης στα προγράμματα των μεγάλων μαγαζιών και στις ραδιοφωνικές εκπομπές; «Με αυτόν τον τρόπο τα τραγούδια θα περάσουν στις επόμενες γενιές» είπε ο σπουδαίος συνθέτης Χρήστος Νικολόπουλος πριν λίγες μέρες σε συνέντευξη που έδωσε στην Parallaxi, μιλώντας για την ταινία του Τσεμπερόπουλου που έσπασε το φράγμα των 417.000 εισιτηρίων και συνεχίζει να γεμίζει αίθουσες. Το ότι αυτές τις μέρες είδα τον Χρήστο Μάστορα να τραγουδάει Στέλιο Καζαντζίδη στα προγράμματα του, με ένα κοινό που ξεκινάει από 12χρονα είναι σπουδαίο.

Μ’ ένα όνειρο τρελό, όνειρο απατηλό…

Όπως σπουδαίο ήταν όταν πριν λίγα χρόνια, ακούστηκαν και πάλι τα τραγούδια της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου με αφορμή την  επιτυχία της ταινίας «Ευτυχία» του Άγγελου Φραντζή. Ήταν η εποχή που όλοι τρέχαμε να δούμε την ζωή μίας γυναίκας που έγραψε αριστουργήματα για το ελληνικό τραγούδι και είδαμε στο πανί τον Τσιτσάνη, τον Χιώτη, τον Καλδάρα και άλλους μεγάλους δημιουργούς που οι νεότεροι αγνοούσαν ή γνώριζαν ελάχιστα, να ενσαρκώνονται από σημαντικούς ηθοποιούς νεότερων γενεών.

Η ταινία του Φραντζή και της Μπέη, σύμφωνα με τις επίσημες μετρήσεις, έκοψε πάνω από 600.000 εισιτήρια και απέσπασε 8 βραβεία από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου, μεταξύ των οποίων το βραβείο «Καλύτερης ταινίας» για μία γυναίκα που οι περισσότεροι πριν, δεν γνώριζαν πόσα και ποια τραγούδια είχε γράψει.

Ήταν η ταινία που αργότερα βέβαια απολαύσαμε και στην πλατφόρμα του Netflix και ακουγαμε από πολλούς να λένε «την είδα δύο ή τρεις φορές».

Πού θα πας και θέλεις να μ΄αφήσεις…

Αυτή την περίοδο βέβαια, μία μεγάλη θεατρική παράσταση για λογαριασμό του ΚΘΒΕ είναι στη Θεσσαλονίκη, στη Μονή Λαζαριστών, όπου η Ιόλη Ανδρεάδη και ο Άρης Ασπρούλης έφτιαξαν μία εξαιρετική δουλειά για τον Μανώλη Χιώτη!

Το «MANOLIS / καρδιά σε τέσσερις χορδές» είναι ένα νέο πρωτότυπο θεατρικό έργο που σκάβει βαθιά στην ψυχή του μεγαλοφυούς και πρωτοπόρου μουσικού, συνθέτη και περφόρμερ και επικοινωνεί απευθείας με την καρδιά του ερωτευμένου, του προδομένου, του παρατημένου ή μελαγχολικού ακροατή, γιατρεύοντάς την από τον πόνο της ανθρώπινης κατάστασης.

«Βάσει της έρευνάς μας, ο μεγάλος αυτός καλλιτέχνης υπήρξε μεν δέκτης του θαυμασμού των συγχρόνων του, και μάλιστα σε πολύ μεγάλο βαθμό, όσο ήταν εν ζωή, ενώ ταυτόχρονα μια σειρά από ιδεοληψίες ενδεχομένως και να του στέρησαν ένα επιπλέον κομμάτι αναγνώρισης που του άξιζε. Ευχή μου είναι πως μέσα από την παράσταση υπενθυμίζουμε στον κόσμο την μέγιστη αξία του έργου του Μανώλη Χιώτη» ανέφερε πριν λίγο καιρό η Ιόλη Ανδρεάδη που σκηνοθετεί την παράσταση.

Η παράσταση παρακολουθεί τη ζωή του Μανώλη Χιώτη από τη γέννηση μέχρι το θάνατό του, με σταθμούς-κλειδιά και μεγάλες στιγμές στην καλλιτεχνική του πορεία, αλλά και στην προσωπική του ζωή, εκεί όπου, ιδιωτικά, κρίνεται η επαφή του ανθρώπου με το θείο και το αν ο κάθε άνθρωπος πήρε και έδωσε εκείνο το μερίδιο αγάπης για το οποίο ήταν προορισμένος.

Μη μου ξαναφύγεις πια μάγκα μου…

Φωτο: Νίκος Τασούλας

Δε θα ξεχάσω βέβαια, όταν το 2017 είδα στο θέατρο την Έφη Σταμούλη να γίνεται η Σωτηρία Μπέλλου υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες της Χριστίνας Χατζηβασιλείου, στο θεατρικό έργο της Σοφίας Αδαμίδου, σε μία παράσταση που ξεκίνησε λίγα χρόνια πριν ενώ ακολούθησαν πολλές παραστάσεις για τα επόμενα χρόνια.

Ήταν το ίδιο έργο βέβαια, με την σκηνοθέτρια Αθανασία Καραγιαννοπούλου αυτή τη φορά, που ξεκίνησε το 2012 με την Ντίνα Κώνστα να υποδύεται την μεγάλη ρεμπέτισσα και κάνοντας σε όλες τις περιπτώσεις τεράστια επιτυχία. Ίσως να ήταν η αρχή μίας μεγάλης στροφής της μυθοπλασίας μέσα από αληθινά ντοκουμέντα και στιγμιότυπα των ζωών σημαντικών ανθρώπων του ελληνικού τραγουδιού.

Τελευταία που υποδύθηκε μέχρι τώρα την Σωτηρία Μπέλλου, είναι η Κάτια Γκουλιώνη «στη μνήμη της Σοφίας Αδαμίδου και της Ντίνας Κώνστα» όπως αναφερόταν και σε καινούρια σκηνοθεσία  του εξαιρετικού Γιώργου Παπαγεωργίου. Η εξαιρετική ηθοποιός που συνδέεται τόσο με την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου λόγω της ταινίας αλλά και με την Σωτηρία Μπέλλου λόγω της παραπάνω παράστασης, είχε πει παλιότερα σε συνέντευξη της στην Parallaxi: «Για εμένα είναι τιμητικό που μου προτείνουν αυτές τις ηρωίδες. Δεν υπάρχει απλός ρόλος, όπως δεν υπάρχουν και απλοί άνθρωποι. Καλείσαι σε μία διαδικασία να πλησιάσεις σιγά-σιγά και να αρχίσεις να γνωρίζεις έναν καινούριο άνθρωπο που γίνεται κομμάτι της ζωής σου για μία περίοδο[…] Κάποιες φορές αισθάνομαι πως κάποιες ηρωίδες με απασχολούν λίγο περισσότερο, έχω τρομερή αγωνία στο να μην κάνω κάτι ώστε να τις βγάλει λιγότερο σημαντικές από αυτό που ήταν, διότι ήταν πραγματικοί ογκόλιθοι στον πολιτισμό».

Τρεις διαφορετικές παραστάσεις λοιπόν σε μία δεκαετία, για την ίδια ερμηνεύτρια που σημάδεψε το ρεμπέτικο και λαϊκό τραγούδι και πλήθος θεατών στήθηκε στις ουρές για να το δει!

Τι μου τη χάρισες αυτή τη ταμπακέρα;

Μία άλλη επιτυχημένη περίπτωση, ήταν η περσινή παράσταση «Μαρίκα με είπανε – Μαρίκα με βγάλανε» στο Θέατρο της Μονής Λαζαριστών αρχικά και αργότερα σε περιοδεία, σε συμπαραγωγή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος και του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Σερρών σε σκηνοθεσία του Αστέρη Πελτέκη, κείμενο του Οδυσσέα Ιωάννου και μουσική του Γιώργου Ανδρέου, με την Ελένη Τσαλιγοπούλου και την Κορίνα Λεγάκη να «ζωντανεύουν» επί σκηνής την Μαρίκα Παπαγκίκα και τη Μαρίκα Νίνου – που αν και οι δρόμοι τους  δεν διασταυρώθηκαν ποτέ στην πραγματική ζωή- «συναντήθηκαν» θεατρικά, ζωντανεύοντας ιστορίες, μνήμες, εποχές, με αφορμή πραγματικά γεγονότα αλλά και   «πειραγμένες» παραμέτρους της ιστορίας, σε ένα νοσταλγικό ταξίδι στο χρόνο και στη διαδρομή του ελληνικού τραγουδιού του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα.

Το κοινό ανταποκρίθηκε σε αυτή την πλευρά της ιστορίας του ελληνικού τραγουδιού, που μπορεί μέσα από τη μυθοπλασία να συνέδεσε η ζωή των δύο τραγουδιστριών, ωστόσο γνώρισε ή θυμήθηκε τραγούδια τους, έμαθε στιγμές της ζωής τους και χειροκρότησε ένα κομμάτι του ελληνικού τραγουδιού που σχεδόν χάθηκε από τα ραδιόφωνα – πλην ενδεχομένως της ΕΡΑ – και από τις πίστες. Ένα κομμάτι γεμάτο άγνωστες ιστορίες. «Το ότι η Νίνου ήταν η πρώτη που σηκώθηκε από την καρέκλα, προκάλεσε τότε πολλές αντιδράσεις και μία από τις επιπτώσεις ήταν ότι πολλά από τα τραγούδια που τραγουδούσε τότε δεν της τα δώσανε να τα ηχογραφήσει ποτέ. Οι συνθέτες για το στούντιο επέλεγαν άλλες ποιος συντηρητικές τραγουδίστριες» αναφέρει εκείνη την εποχή της παράστασης στην Parallaxi ο Γιώργος Ανδρέου.

Ιστορίες λοιπόν που σε κάθε μία από τις παραπάνω περιπτώσεις, δημιουργοί και λοιποί συντελεστές θέλουν να φωτίσουν και να μαγνητίσουν το ενδιαφέρον του θεατή για καλλιτέχνες που μπορεί να έμειναν ως ιστορικά πρόσωπα του ελληνικού τραγουδιού, όμως όσο δεν ασχολείται κανείς μαζί τους ή δεν τους θυμούνται εκεί που παίζονται τραγούδια, δυστυχώς δεν περνούν εύκολα σε επόμενες γενιές.

Πέρυσι ήταν που η αναβίωση ολόκληρης της δεκαετίας του ’80 μέσα από την  τηλεοπτική σειρά «Αυτή η νύχτα μένει» που ήρθε να θυμίσει όσα γινόταν στα μπουζούκια της εποχής και κάνοντας «μόδα» ξανά τραγούδια που δεν ακούγαμε συχνά. Είχε προηγηθεί βέβαια και η σχετική κινηματογραφική ταινία.

Σε όλα αυτά, να προσθέσουμε και τα βιβλία που κυκλοφορούν τα τελευταία χρόνια για τις ζωές των μεγάλων τραγουδιστών του λαϊκού τραγουδιού, με τελευταίο αυτό του Γιάννη Ξανθούλη για την σπουδαία Μαρινέλλα που κυκλοφόρησε με τη συναίνεση της ερμηνεύτριας και σάρωσε σε πωλήσεις.

Εγώ που ήμουνα θεός, θα φύγω τώρα σαν τρελός

Τη φετινή θεατρική σεζόν, οι θεατές στην Αθήνα έχουν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν και άλλη μία δουλειά για ακόμα έναν «μεγάλο» του λαϊκού τραγουδιού. Αυτή με τη ζωή του Στράτου Διονυσίου με την ερμηνεία του Γιάννη Τσορτέκη και την σκηνοθεσία του  Βασίλη Μαυρογεωγίου! Η μουσικοθεατρική παράσταση – αφιέρωμα  στον εμβληματικό βάρδο της Θεσσαλονίκης έρχεται να προστεθεί σε μία ενδιαφέρουσα σειρά αφιερωμάτων τα τελευταία χρόνια σε σημαντικούς εκπροσώπους του λαϊκού τραγουδιού, γοητεύοντας τελικά το κοινό μέχρι και σήμερα, ίσως επειδή συνδέουν τα τραγούδια τους με συγκεκριμένες στιγμές της ζωής τους ή γιατί πρόκειται για προσωπικότητες που λόγω της εποχής που έζησαν δεν διαδόθηκαν τόσο εύκολα πτυχές της ζωής τους.

Το κέρδος σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, είναι να επιστρέψει στο σπίτι του ο θεατής και να ψάξει για όλους αυτούς τους μεγάλους καλλιτέχνες. Να πάρει στα χέρια του το κινητό και να αναζητήσει τραγούδια του Στέλιου, της Παπαγιαννοπούλου, της Μπέλλου, του Χιώτη, του Στράτου, της Νίνου και όσων άλλων θα «γνωρίσει» μέσα από σενάρια που στηρίζονται στις ζωές τους. Αυτό από μόνο του είναι ένα καινούριο έναυσμα για το λαϊκό τραγούδι και το μέλλον του σε μία χώρα που – κακά τα ψέματα – το έχει στο dna της. Κι ας μιλούν πολλοί για ένα «παλιακό» είδος, τα αχ που κρύβουν τραγούδια του Στέλιου, του Τόλη, του Στράτου, δεν θα τα βρούμε ποτέ στα τραγούδια που κυκλοφορούν σήμερα.

Η νέα ταινία

Κι επειδή ωραία αυτά που είδαμε, αλλά οι ειδήσεις τρέχουν και η «όρεξη» των παραγωγών άνοιξε μετά της επιτυχία του «Υπάρχω», το νέο πως θα γίνει ταινία και η ζωή του Τόλη Βοσκόπουλου για την μεγάλη οθόνη, αποτελεί την πιο hot είδηση των ημερών. Επειδή στο λαϊκό τραγούδι, θα υπάρχουν για πάντα οι πιο αυθεντικοί και ενδιαφέροντες χαρακτήρες…

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα