Μουσική

Διονύση Σαββόπουλε Καλό Παράδεισο!

Ο Σαββόπουλος, με τη σιωπή και τη φωνή του, απέδειξε ότι ο άνθρωπος μπορεί ακόμη να σταθεί απέναντι στο χάος με το μόνο του όπλο: τον ρυθμό.

Parallaxi
διονύση-σαββόπουλε-καλό-παράδεισο-1391713
Parallaxi

Λέξεις: Μάνος Λαμπράκης

Το πρώτο τραγούδι που θυμάμαι να τραγουδώ —και που ακόμη, παράδοξα, υπάρχει ηχογραφημένο με την φωνή μου από τον πατέρα μου σε μια κασέτα, τεκμήριο παιδικής αφωνίας που μεταμορφώνεται σε ρυθμό— είναι το «Ντιρλαντά» του Διονύση Σαββόπουλου. Ένα παραδοσιακό τραγούδι που μέσα του κατοικούσε όλη η ουσία της νεοελληνικής συνείδησης: η γλώσσα που δεν παριστάνει, αλλά παράγει ζωή. Εκεί, στο απλό παιχνίδι των συλλαβών, αρχίζει για μένα η κατανόηση του τραγουδιού ως μορφής που συγκρατεί τον κόσμο λίγο πριν διαλυθεί.

Από τα «σκουπίδια της οδού Φωκιανού», εκεί όπου φυλάσσεται το γράμμα του Σαββόπουλου προς τον Μάνο Χατζιδάκι, αναδύεται μια άλλη, βαθύτερη σκηνή: η στιγμή που ο μεταπολιτευτικός άνθρωπος στρέφεται προς τον πατέρα του, όχι για να ζητήσει αποδοχή, αλλά συμμετοχή στο άθλημα της συνέχειας. Το χαρτί αυτό, με τις κομψές διορθώσεις, το προσεκτικό «με ιδιαίτερη τιμή», την ορατή αγωνία της γραφής, δεν είναι απλώς μια πρόσκληση για μια συναυλία, είναι ένα εκκλησιαστικό τεκμήριο της νεοελληνικής γλώσσας. Στην κίνηση αυτής της πένας αποτυπώνεται ολόκληρη η μεταφυσική ένταση του νεοελληνικού πολιτισμού: το πώς, μέσα στην εκκοσμίκευση της μεταπολίτευσης, ο άνθρωπος αναζητεί ξανά την ιερότητα όχι στον ναό, αλλά στην επικοινωνία.

Αυτό υπήρξε πάντοτε το υπόστρωμα του Σαββόπουλου — μια διαρκής λειτουργία (χωρίς Θεό;), μια μορφή προσευχής μέσα στον θόρυβο. Αν ο Χατζιδάκις νοηματοδότησε την ελληνικότητα ως κάλλος, ο Σαββόπουλος την επανανοηματοδότησε ως πληγή. Εκείνος που μίλησε πρώτος για την αμφισημία του ωραίου στη μεταπολιτευτική δημοκρατία, για τη μετατόπιση της φωνής από την αρμονία στην παραφωνία, για το ιερό που δεν ενοικεί πια στο ύψος, αλλά στο βάθος του καθημερινού.

Στο έργο του, η φωνή γίνεται το τελευταίο σώμα του ανθρώπου. Είναι αυτό που μένει όταν όλα τα άλλα υποχωρούν: ιδεολογίες, πολιτικές, κινήματα. Το τραγούδι του δεν είναι μήνυμα, είναι ένταση μορφής, η στιγμή όπου η διαφάνεια της ψυχής σπάει και από τη ρωγμή γεννιέται το πραγματικό. Ο Σαββόπουλος υπήρξε ο στοχαστής της αδιαφάνειας: έδειξε πως το νόημα δεν αποκαλύπτεται με καθαρότητα, αλλά με την πάλη του εσωτερικού θορύβου. Η μουσική του δεν υπόσχεται λύτρωση, υπόσχεται μόνο παρουσία — κι αυτή η παρουσία, έστω κι εύθραυστη, είναι η μόνη μορφή αλήθειας.

Είναι χαρακτηριστικό πως κάθε δεκαετία επιχειρούσε έναν απολογισμό, όχι ως ανασκόπηση, αλλά ως αυτοθεσμοθέτηση του χρόνου. «Δέκα χρόνια κομμάτια», «Είκοσι χρόνια δρόμος», «Αναδρομή», «Χρονοποιός»: τίτλοι που διαγράφουν μια φιλοσοφία του χρόνου ως έργου. Ο άνθρωπος δεν είναι ό,τι θυμάται, αλλά ό,τι μπορεί να μετασχηματίσει σε ρυθμό. Και ο Σαββόπουλος, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, έδειξε ότι η μνήμη είναι μορφή δημιουργίας. Η φωνή του δεν αναπαριστά παρά μόνο επαν-ενσαρκώνει. Σε αυτή τη διαδικασία, το τραγούδι μετατρέπεται σε ηθική κατηγορία. Όχι ηθική της συμπεριφοράς, αλλά της ακρόασης: ο τρόπος που ακούμε γίνεται ο τρόπος που υπάρχουμε. Στον κόσμο του Σαββόπουλου, ο ακροατής δεν είναι θεατής, είναι συμμετέχων στην κοινή ανάσα μιας φράσης. Εκεί συναντά τη «νέα ορθοδοξία» του Ράμφου και του Γιανναρά: το πρόσωπο δεν είναι πια έννοια θεολογική, αλλά γεγονός συνάντησης. Το τραγούδι του Σαββόπουλου είναι αυτή η συνάντηση. Ένα πεδίο όπου ο άνθρωπος αναγνωρίζει στον άλλον το τραύμα του και αναγνωρίζοντάς το, σώζεται.

Υπήρξε ο τελευταίος που μετέτρεψε την τέχνη σε φιλοσοφία του κοινού βιώματος, ο τελευταίος που απέδειξε ότι η Ελλάδα μπορεί να σκεφτεί τον εαυτό της μελωδικά. Η μουσική του δεν υπήρξε ποτέ έντεχνη, με τη στενή έννοια γιατί υπήρξε εννοιολογική: ένα σύστημα σκέψης που, μέσα από τον ρυθμό, αναζητά την ισορροπία ανάμεσα στο τραύμα και στη χάρη.

Στο τέλος, πίσω από τις δεκαετίες, τους χαρακτηρισμούς, τις πολιτικές παρεξηγήσεις, μένει η πιο βαθιά του φράση: «Τα χρόνια τρέχουν χύμα, κι εμείς τους δίνουμε ένα σχήμα.»

Αυτό το «σχήμα» είναι το τελευταίο του δώρο. Γιατί, η μορφή δεν είναι διακόσμηση του κενού. Είναι η ίδια η αντίσταση στο μηδέν. Ο Σαββόπουλος, με τη σιωπή και τη φωνή του, απέδειξε ότι ο άνθρωπος μπορεί ακόμη να σταθεί απέναντι στο χάος με το μόνο του όπλο: τον ρυθμό.

Αν η Ελλάδα έχει ακόμη ψυχή, είναι γιατί μέσα της επιμένει ένα «Ντιρλαντά» — ένας αρχέγονος ήχος που δεν σημαίνει τίποτα και γι’ αυτό τα σημαίνει όλα. Ένας ήχος που θυμίζει πως κάθε πολιτισμός αρχίζει με ένα τραγούδι, και κάθε τραγούδι, όταν σωπαίνει, αφήνει πίσω του τη σιωπή της προσευχής.

Διονύση Σαββόπουλε Καλό Παράδεισο!

*Ο Μάνος Λαμπράκης είναι θεατρικός συγγραφέας, δραματουργός και μεταφραστής.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα