Μουσική

Γιατί δεν βλέπει πια μεγάλες συναυλίες η Θεσσαλονίκη;

Ποιοι είναι οι λόγοι για τους οποίους δεν γίνονται μεγάλες συναυλίες στην πόλη

Χρυσάνθη Αρχοντίδου
γιατί-δεν-βλέπει-πια-μεγάλες-συναυλίε-1141303
Χρυσάνθη Αρχοντίδου

Ήταν το 1997 όταν οι U2 «βούλιαξαν» το λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Τρία χρόνια αργότερα, οι RadioHead γέμισαν με ενθουσιασμό και φωνές το Θέατρο Γης. Αλλά και ο Ντίλαν, οι Massive Attack, ο Nick Cave ήταν εδώ. Μεγάλα και θρυλικά διεθνή ονόματα έχουν περάσει από την πόλη μας, που σημάδεψαν με τις συναυλίες τους, την μουσική της ιστορία.

Ο συναυλιακός και πολιτιστικός τουρισμός εμφανίζεται να έχει μία φανερή πτώση τα τελευταία χρόνια, κυρίως λόγω της οικονομικής κρίσης, εξαιρώντας πολλές φορές την Ελλάδα από τον χάρτη των διεθνών παραγωγών. Ωστόσο, τα περιορισμένα μεγάλα events και τις συναυλίες διεθνών καλλιτεχνών που φιλοξενούνται στη χώρα μας, τις βλέπουμε αποκλειστικά και μόνο στην Αθήνα.

Τη στιγμή που η πρωτεύουσα φιλοξένησε τη Rosalia και τους Arctic Monkeys το περσινό καλοκαίρι και ο χρόνος μετράει αντίστροφα για τις πολυαναμενόμενες συναυλίες των Coldplay, στη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Ελλάδας, φαίνεται να επικρατεί μία συναυλιακή “ξηρασία”, με τις διοργανώσεις των ξένων καλλιτεχνών να προτιμούν μόνο την πρωτεύουσα και να… ξεχνούν τη Θεσσαλονίκη από τον μουσικό χάρτη της χώρας.

Κάθε καλοκαίρι, τα ανοιχτά θέατρα και οι συναυλιακοί χώροι της πόλης μας κατακλύζονται από το κοινό εγχώριων καλλιτεχνών, οι οποίοι περιοδεύουν από Αλεξανδρούπολη μέχρι Κρήτη. Το ερώτημα όμως, είναι τι συμβαίνει με την απουσία των διεθνών καλλιτεχνών και των μεγάλων μουσικών events από την πόλη μας; Τι συμβαίνει με τις υποδομές της πόλης και τον τεχνικό εξοπλισμό; Ποιο είναι το μερίδιο ευθύνης του κοινού και ποιο των διοργανώσεων για τον “θάνατο” των συναυλιών στη Θεσσαλονίκη;

Ο Νίκος Στεφανίδης, ως διοργανωτής συναυλιών και πολιτιστικών event, εξηγεί στην Parallaxi την αλλαγή του κοινού της πόλης, αλλά και τις διαφορές της Θεσσαλονίκης με την Αθήνα, αναφορικά με τις μεγάλες συναυλίες: 

«Για μία μεγάλη διεθνή οργάνωση είτε ως συναυλία, είτε ως φεστιβάλ χρειάζονται υποδομές για την διοργάνωση, χορηγική υποστήριξη από δημόσιους φορείς και ιδιώτες, επιδραστικά ραδιοφωνικά, τηλεοπτικά και ψηφιακά μέσα για επικοινωνία και φυσικά ένα κοινό με οικονομική δυνατότητα και διάθεση να στήριξη αυτού του είδους τα θεάματα.

 Η Θεσσαλονίκη από την δεκαετία του 1990 είχε ένα συναυλιακό (και όχι μόνο) κοινό με υψηλά ποιοτικά χαρακτηριστικά που στήριζε ό,τι πρωτοποριακό του προτείνονταν. Τότε, οι διεθνείς συναυλίες και στις δυο πόλεις είχαν περίπου τον ίδιο αριθμό εισιτηρίων, παρόλες τις διαφορές σε πληθυσμό και βιοτικό επίπεδο, που έγερναν πάντα υπέρ Αθηνών. Στο διάστημα που μεσολάβησε η Θεσσαλονίκη έγινε φτωχότερη και η Αθήνα πλουσιότερη. 

Όταν άνοιξαν τα σύνορα με τις Βαλκανικές χώρες, ξεκίνησαν να έρχονται θεατές, από εκείνες τις περιοχές που διψούσαν για συναυλίες. Όμως οι κρατικές και τοπικές αρχές των γειτονικών χωρών κατάλαβαν γρήγορα τη δυναμική του πολιτιστικού τουρισμού στην οικονομία και φρόντισαν, αφενός να δημιουργήσουν σύγχρονες υποδομές που τις διέθεσαν στους διοργανωτές και αφετέρου διευκόλυναν με κάθε τρόπο και οικονομική στήριξη τη δημιουργία μεγάλων γεγονότων … Και τότε τα νοικιασμένα τουριστικά λεωφορεία άρχισαν να κινούνται αντίθετα … από την Θεσσαλονίκη και Βόρεια Ελλάδα προς τις γειτονικές πρωτεύουσες προκειμένου να δουν συναυλίες πολύ πιο οικονομικά και από την Αθήνα. 

Η Αθήνα έχει υποδομές τα ολυμπιακά ακίνητα, κληρονομιά από το 2004  – όλα πληρωμένα από τον κρατικό προϋπολογισμό  (χρήματα και της υπόλοιπης Ελλάδας), όπως και κάθε νέα επένδυση που συμβαίνει στον αστικό ιστό της. Σε αυτά προσθέστε όλη τη διευκόλυνση που παρέχει η εκσυγχρονισμένη δημόσια συγκοινωνία, ενώ η Θεσσαλονίκη είναι αποκομμένη τελείως για λίγα μόνο χιλιόμετρα στα σύνορα,  με σιδηροδρομική  και οδική σύνδεση με τα γειτονικά κράτη, που είναι η  φυσική ενδοχώρα της, αλλά και  με την υπόλοιπη Ευρώπη. Η δε αεροπορική διασύνδεση της δεύτερης μεγαλύτερης πόλης της χώρας, είναι εποχική για το τουριστικό φιλέτο, χωρίς ανταποδοτικότητα για τους υπόλοιπους μήνες.  

Το υπουργείο Πολιτισμού είναι πολύ κοντά στην Αθήνα και αρκετά μακριά από την υπόλοιπη Ελλάδα. Τα χρήματα που διατίθενται στην Αττική δεν έχουν καμία αναλογική σχέση με αυτά της Θεσσαλονίκης και της περιφερειακής Ελλάδας. Το ίδιο και τα χρήματα που χορηγούνται μέσω ιδρυμάτων. Όλα αυτά συμβάλλουν στη δημιουργία ενός πολιτιστικού και συναυλιακού κοινού στην Αθήνα που συμμετέχει και στηρίζει όλα τα μεγάλα χρηματοδοτούμενα event, ενώ οι φορείς της πόλης μας,  που θα έπρεπε να πρωτοστατήσουν στην διεκδίκηση της αναλογικότητας, αρέσκονται στον έλεγχο του μικρόκοσμου τους , αγνοώντας το διεθνές παράδειγμα που στηρίζει τις δραστηριότητες και παραγωγές των τοπικών διοργανωτών, γιατί η ενδυνάμωση τους θα είναι αυτή που θα φέρει τα μεγάλα γεγονότα».

συναυλίες
φωτογραφία: Unsplash

Ο κ. Στεφανίδης αναλύει τον αναγκαίο ρόλο της οικονομικής υποστήριξης από εταιρείες και φορείς, για τη διοργάνωση μεγάλων πολιτιστικών γεγονότων στη Θεσσαλονίκη, αλλά και την σημασία ύπαρξης ισχυρών τοπικών ΜΜΕ.

«Οι διαφημιστικές και μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες δαπανούν το 90% των χορηγικών και επικοινωνιακών δαπανών τους  στις εκδηλώσεις της Αθήνας, με αποτέλεσμα οι αντίστοιχες χορηγίες για Θεσσαλονίκη να είναι πενιχρές και ανύπαρκτες για να στηρίξουν την πολιτιστική ζωή της πόλης μας. Εταιρίες επικοινωνίας δεν αποδίδουν σε εμάς το αντίστοιχο ποσοστό για χορηγίες και διαφήμιση που αναλογεί στα ποσά που εισπράττουν από εμάς, όπως φυσικά και υπερκερδοφόρες εταιρίες ενέργειας, τυχερών παιχνιδιών, μεταφορών, αλλά και μεγάλες εταιρείες ποτών και αναψυκτικών, που κατευθύνουν όλα τα χορηγικά budget στην Αθήνα και εμάς μας στηρίζουν με μερικές κάσες προϊόντων…

Με τέτοια πρωτόγονη ανταλλακτική οικονομία, δεν είναι δυνατόν να διοργανωθούν με οικονομική ασφάλεια συναυλίες. Για αυτό ενώ έχουμε πολλές προσπάθειες τοπικών διοργανωτών, οι περισσότεροι απομακρύνονται απογοητευμένοι και οικονομικά κατεστραμμένοι.Να προσθέσουμε ακόμη ότι τα εξαφανίστηκαν  τα τελευταία χρόνια και τα μέσα επικοινωνίας που ενεργοποιούσαν τους θεατές, χτυπημένα από την οικονομική κρίση και την αδιαφορία του κεντρικού κράτους για όλους τους παραπάνω λόγους.

Ενώ η Θεσσαλονίκη πρωτοπορούσε σε χώρους ιδιωτικούς, μετά την οικονομική κρίση ο… ασθενής “απεβίωσε”. Επιβίωσαν μόνο εταιρίες οικονομίας προμηθευτών και κατασκευαστών δημοσίου, που με ειδικές νομοθετικές διατάξεις υπέρ του κέντρου, κατέπνιξαν την περιφερειακή οικονομία, καθιστώντας την πάλι φτωχομάνα.

Αν θέλουμε μεγάλες συναυλίες και πολιτιστικά γεγονότα, μπορούμε να τα έχουμε μόνο αν οι διοργανωτές της Θεσσαλονίκης ενώσουν τις δυνάμεις τους και με συμμάχους το ενημερωμένο κοινό, απαιτήσουμε αυτά που μας αναλογούν από το κράτος (χορηγίες -ενίσχυση και αυτοτέλεια της ΕΡΤ3), αλλά και από τις ιδιωτικές εταιρίες που δεν ανταποδίδουν τοπικά το μερίδιο που μας αναλογεί και με διαφήμιση για τα μέσα επικοινωνίας της Θεσσαλονίκης, αλλά και με την δυναμική χορηγία των event της πόλης μας, ώστε να συμβούν τα μεγαλύτερα διεθνή συναυλιακά και καλλιτεχνικά γεγονότα».

Η Δήμητρα Ματζούκα, διοργανώτρια πολιτιστικών events, αναλύει στην Parallaxi πώς το εκλεκτικό κοινό της Θεσσαλονίκης συμβάλλει στην έλλειψη μεγάλων συναυλιών στην πόλη: 

«Πέρα από την αγάπη που έχουμε όλοι στη μουσική και η οποία πολλές φορές συγκεντρώνεται σε συγκεκριμένα πρόσωπα ή σχήματα, η βασικότερη παράμετρος για την εμπορική επιτυχία μίας παραγωγής, είναι να προσελκύσει τόσο κόσμο, έτσι ώστε τουλάχιστον να αποσβέσει τα έξοδά της. Είναι φανερό ότι δεν υπάρχει κάποια “συνωμοσία” πίσω από αυτό, απλά δεν υπάρχουν ικανοποιητικές πηγές στη Θεσσαλονίκη για να μπορέσουμε να έχουμε μεγάλα και επιτυχημένα events στην πόλη. Κατά καιρούς, κάνουμε προσπάθειες που σπανίως τρέφονται από επιτυχία. Υπάρχουν οι συναυλιακοί χώροι και ο τεχνικός εξοπλισμός μπορεί να βρεθεί. Αυτό που λείπει από την εξίσωση, είναι τα χρήματα που μπορεί να δώσει το κοινό, για να παρακολουθήσει μία συναυλία. Από την άλλη μεριά, όλως περιέργως, έχει επικρατήσει μία αντίληψη να κινούνται οι συναυλίες στη Θεσσαλονίκη, σε μικρά ποσά σχετικά με την τιμή του εισιτηρίου, κάτι το οποίο είναι συγκλονιστικά παράλογο. Το κοινό της πόλης, θεωρείται κατά κάποιον τρόπο, εκλεκτικό. Όταν είναι δεδομένο από τους τοπικούς συνεργάτες ότι πρέπει να βάλουμε χαμηλό εισιτήριο, τότε δεν αξίζει το ρίσκο να μπούμε στη διαδικασία της παραγωγής».

«Ο κόσμος της Θεσσαλονίκης πρέπει να μάθει να πληρώνει εισιτήρια και να έρχεται σε συναυλίες. Με αυτόν τον τρόπο θα έρχονται και οι συναυλίες στον κόσμο». 

Η κ. Ματζούκα τονίζει από την πλευρά της, ότι η οικονομική κρίση και η έλλειψη οικονομικής υποστήριξης έχουν συμβάλλει στη συναυλιακή “ξηρασία” της Θεσσαλονίκης: 

«Οι U2 έκαναν μία συναυλία στη Θεσσαλονίκη, η οποία είχε υποστηριχθεί με κρατική επιχορήγηση. Στο παρελθόν παίρναμε την απόφαση και προχωρούσαμε σε ένα τέτοιο μεγάλο βήμα, έχοντας ένα κοινό το οποίο είχε δημιουργηθεί γύρω από την καλή προσπάθεια του “Μύλου”, ο οποίος ήταν μοναδικός και πρωτοποριακός. Είναι πολύ λίγα τα ονόματα τα οποία έχουν επιτυχία στη Θεσσαλονίκη. Πολύ δύσκολα μπορεί να ανταποκριθεί η τοπική αγορά σε μεγάλες παραγωγές και στις αντίστοιχες τιμές εισιτηρίων.

Είναι μεγάλη και βαθιά η οικονομική κρίση αυτή τη στιγμή και εθελοτυφλούμε αν πούμε το αντίθετο. Αυτή τη στιγμή, με δύο πολέμους στη γειτονιά μας, ο κόσμος έχει αποφασίσει να κρατήσει τα χρήματα του και δεν είναι διατεθειμένος να τα δώσει σε συναυλίες. Στο παρελθόν βοηθούσε και πάρα πολύ ο δήμος Θεσσαλονίκης, με τα Δημήτρια και με υποστήριξη σε συγκεκριμένες παραγωγές, κάτι το οποίο δεν υπάρχει πια. Συνήθως η αντιδημαρχία Πολιτισμού βοηθούσε στο να οργανωθούν συναυλίες, παρέχοντας είτε χρήματα είτε ανταλλακτική υποστήριξη. Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει ούτε αυτό».

Θυμηθείτε ορισμένες στιγμές από τη μεγάλη συναυλία των U2 στο Λιμάνι της Θεσσαλονίκης, στις 26 Σεπτεμβρίου του 1997.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα