Η ξεχωριστή κυρία Σωτηρία
Η Σωτηρία Τσιμπερά θυμάται όλη τη ζωή της και τους λόγους που έφτασε σήμερα να τραγουδάει Σταμάτη Κραουνάκη
Φωτογραφίες: Μηνας Τσιτσής
Την Σωτηρία Τσιμπερά την γνωρίσαμε οι πιο πολλοί τις τελευταίες μέρες, όταν τραγούδησε το «Υποβρύχιο» του Σταμάτη Κραουνάκη. Οι πιο τυχεροί θα έτυχε να την ακούσετε να τραγουδάει με κάποιον μπουζουξή στα πεζοδρόμια της Αριστοτέλους, όταν περαστική νιώθει ακόμα την επιθυμία να κάνει μία στάση και να πει ένα τραγούδι του Τσιτσάνη ή παλιότερα σε ένα ταβερνάκι στο Μοδιάνο που, επίσης, περνούσε συχνά για να δώσει λίγη χαρά στον κόσμο, όπως χαρακτηριστικά μου λέει.
«Έχει δύο χρόνια που ο Μανώλης, ο γιος μου, απολύθηκε, εγώ ήμουν τότε στο φυτώριο. Του λέω, σου αρέσει αυτή η δουλειά; Μου λέει ναι. Ε άμα σου αρέσει, πρέπει και εγώ να κάτσω στο σπίτι. Γιατί φτάνει τόσα χρόνια, δεν είναι εύκολο να δουλεύεις μία ολόκληρη ζωή, σαν τον λέλεκα στο κομμωτήριο χρόνια ολόκληρα, με τις απαιτήσεις της καθεμιάς…»
Το ραντεβού μου με την κυρία Σωτηρία, ήταν ένα μεσημέρι Τετάρτης απέναντι από το άγαλμα του Βενιζέλου. Θα ερχόταν να με βρει, μετά από μία ηχογράφηση που θα έκανε στο στούντιο που συνεργάζεται τον τελευταίο καιρό, για να τα πούμε επιτέλους και από κοντά μετά από τις πρόσφατες τηλεφωνικές συνομιλίες μας. Ο αέρας εκείνη τη μέρα έδειχνε ξεκάθαρα τις διαθέσεις του χειμώνα που ακόμα καλά κρατούσε. Το χαμόγελο της, από την πρώτη στιγμή που βρεθήκαμε, έδειχνε μία γυναίκα που νιώθει ευτυχισμένη. Μία γυναίκα που κάνει όσα αγαπάει και έζησε μία ζωή που ήθελε.
Η πρόσφατη συνεργασία της με τον Σταμάτη Κραουνάκη στην επανεκτέλεση του τραγουδιού «Υποβρύχιο» που πρώτος είπε ο Δημήτρης Μητροπάνος, της πρόσφερε την εκτίμηση πολλών ανθρώπων του χώρου αλλά και των εκτός. Μία γυναίκα που, όπως μου είπε, άρχισε να τραγουδάει στο ξεκίνημα της πανδημίας, με μία ζωή (μπορεί και δύο ή και τρεις αν διαβάσεις παρακάτω πόσα διαφορετικά επαγγέλματα έκανε) που ήξερε τι θέλει να κάνει και το πετύχαινε πάντα.
H Σωτηρία δεν μασάει τα λόγια της:
«Είχα πελάτισσες πολύ απαιτητικές, επώνυμες αλλά και πολλές από αυτές φραγκοφονούδες. Τις έλουζες πρώτα και μετά στο ταμείο σου έλεγαν άφησε το λούσιμο… Τέλος πάντων να είναι καλά οι καημένες, με στήριξαν πολλά χρόνια.
Όταν ήταν να γεννήσω το τέταρτο παιδί μου, πριν από 20 χρόνια, απέναντι από το μαγαζί ήταν η Παναγιά η Δέξια. Εκεί είναι ο πάτερ Κωνσταντίνος που ήταν και ο πνευματικός μου κι εγώ πήγαινα και έψελνα. Δεν ήξερα εγώ αν η φωνή μου κάτι μπορεί παραπάνω να κάνει. Απλά αγαπούσα να πηγαίνω να ψέλνω τις Δευτέρες. Μία μέρα μου λέει ο πάτερ, παιδάκι μου μέχρι πότε θα κατεβαίνεις από το Αγγελοχώρι στη Θεσσαλονίκη για να χτενίζεις τις πλούσιες; Θυμάμαι ήταν και αρχές του μήνα, είχα δώσει ήδη το ενοίκιο αλλά τον άκουσα. Τα έβαλα κάτω και είπα δεν γίνεται Σωτηρία, ή θα δεις την οικογένειά σου ή θα συνεχίσεις να χτενίζεις. Φτάνει, έκανα και ένσημα, αρκετά χρόνια δούλεψα, τέλος. Έτσι λοιπόν κλείνει αυτή η σελίδα.»
«Το φυτώριο μετά, είχε μία κούραση αλλιώτικη, καμία σχέση με το κομμωτήριο και την πολυτέλεια. Εκεί έπρεπε να είμαι καλοντυμένη και φτιαγμένη με όλες τις επώνυμες πελάτισσες. Το φυτώριο ήταν άλλο πράγμα, ερχόταν ο θείος και σου έλεγε 10 λεπτά μαρούλι; Πολλά λεφτά και έλεγες εσύ τι μου λες τώρα; Εγώ όμως συμβιβάστηκα σε αυτό τον τρόπο ζωής.
Συμβιβάστηκα στο φυτώριο με τον σύζυγο. Κάναμε και συντηρήσεις σε κήπους. Μπήκα στα πιο πλούσια σπίτια. Θυμάμαι πήγαμε σε ένα σπίτι ενός μεγάλου προπονητή. Όποιος και να ήταν, ήταν ένα ρεμάλι. Συμφωνήσαμε από πριν ένα συγκεκριμένο ποσό. Πάμε στο σπίτι και όπως ανοίγουμε την πόρτα του κήπου, η πόρτα ήταν ξεχαρβαλωμένη. Έσπασε. Μας κράτησε τότε 50 ευρώ επειδή δήθεν εμείς τη χαλάσαμε την πόρτα του. Δεν θα το ξεχάσω. Τότε ήταν και τα παιδιά μας μικρά και δεν είπε ούτε ένα πάρε για μία πορτοκαλάδα στα παιδιά. Τους έζησα τους πλούσιους, μη μου πεις για αυτούς. Χαίρετε, δεν θέλω.
Στους κήπους ήμουν κανονικά ένα εργατικό χέρι. Κλάδευε ο σύζυγος και εγώ τα μάζευα. Είχα μπει για τα καλά σε αυτή τη δουλειά, ξέχασα τι ήμουν.
Είναι σαν άλλη ζωή, καμία σχέση με την προηγούμενη. Εκεί βγάζαμε και καλά λεφτά. Αλλά δουλειά ρε συ. Και καθόλου ωράρια, ούτε εδώ ούτε στο κομμωτήριο. Θυμάμαι όταν χτίζαμε το σπίτι έλεγα θεέ μου, να πάω και τα βράδια να χτενίζω για να μαζέψουμε τα φράγκα να πληρώσουμε τον έναν και τον άλλον. Δόξα τω θεώ, κάναμε το σπίτι, ούτε δάνεια ούτε τίποτα. Όλα καλά αλλά με πολύ αγώνα. Πολύ…»
Η σχέση της κυρίας Σωτηρίας με το τραγούδι, ξεκινάει από τα παιδικά της ακόμα χρόνια, κι ας το θυμήθηκε όπως μου λέει τώρα τελευταία, αφού η ταχύτητα της ζωής της δεν την άφηνε να έχει τέτοιες αναμνήσεις
«Το χωριό μου είναι έξω από τα Γιαννιτσά. Τελείωσα ένα δημοτικό. Εκεί ο διευθυντής που είχαμε, πολύ καλός δάσκαλος, με αγαπούσε. Με έβαζε και τραγουδούσα και έπαιζε μία κιθάρα. Το ’χω καημό και μεράκι μου, να φύγω απ’ το χωριουδάκι μου…
Εμένα δεν με ένοιαζε τότε η μουσική. Δεν ήταν κάτι που αγαπούσα. Στο σπίτι βέβαια τραγουδούσα όταν έκανα δουλειές. Έμπαινα, έβγαινα και πάντα κάτι έλεγα. Μου άρεσε ο Νταλάρας. Αλλά δεν είχα ποτέ μυαλό ότι αυτό το πράγμα θα το κάνω μία μέρα. Με έβαζε στο δημοτικό μία δασκάλα και πήγαινα στη δίπλα τάξη να μάθω στα παιδιά το τραγούδι που ήθελε. «Η Τσιμπερά έχει καλή φωνή» έλεγε. Αυτά όλα εγώ τα είχα ξεχάσει και τα θυμήθηκα όταν πήγα στη χορωδία. Τότε θυμήθηκα ότι μου χουν ξαναπεί κάποτε ότι έχω καλή φωνή και ότι έχω τραγουδήσει.
Ο μπαμπάς μου είχε μηλιές. Όταν λοιπόν ερχόταν συσκευάστριες και σταματούσαν για να κάνουν διάλειμμα να φάνε, εγώ ήμουν ας πούμε δευτέρα τάξη δημοτικού τότε, ανέβαινα λοιπόν πάνω στο δέντρο και έλεγα «τώρα θα σας τραγουδήσει η Σοφία Σιδέρη»
«Μάθε πρώτα ποια είμαι εγώ, μάθε κι από που που κρατώ, και όταν πληροφορηθεί, έλα να με βρεις»
Όταν φτάσαμε σε αυτά τα χρόνια, σήμερα, έβαλα στο YouTube να δω αν είναι πράγματι η Σοφία Σιδέρη αυτή που έλεγα τότε εγώ. Και πράγματι ήταν! Άρα, εγώ φαίνεται το είχα ακούσει κάπου και μου είχε αρέσει η Σιδέρη χωρίς να την ξέρω και το κράτησα στο μυαλό μου. Το θυμήθηκα όταν έφτασα στη χορωδία.»
«Τη σχολή κομμωτικής την τελείωσα το ‘74. Κατέβηκε η μάνα μου η καημένη, Θεός σχωρέστην, με μία μηχανή, ένα τραπέζι, ένα κρεβάτι, μία βαλίτσα ρούχα και μία πετρογκάζ. Άφησε τότε το σπίτι της και ήρθαμε Θεσσαλονίκη. Μου άρεσε η κομμωτική. Ήταν το όνειρό μου. Η μάνα μου είπε «μη στεναχωριέσαι παιδάκι μου, θα έρθω εγώ στη Θεσσαλονίκη σαν μοδίστρα που είμαι, θα ράβω όλη μέρα και θα τα πληρώνεις τα δίδακτρα». Αφήνει το σπίτι της, τον άντρα της και την άλλη της την κόρη και έκανε τη θυσία τότε. Δεν θα έκανα ποτέ εγώ κομμωτήριο, όλα η μάνα μου. Κατέβηκα λοιπόν στη σχολή, έμαθα και όταν πήρα το πτυχίο μου, πήγαμε στο χωριό. Πάλι με τη δουλειά της εκείνη, μάζεψε λεφτά και μου πήρε μία κάσκα και δούλευα από το σπίτι που είναι μεγάλο και είχε και εσωτερική σκάλα και ερχόταν ο κόσμος σε ένα δωμάτιο που το είχα κάνει κομμωτήριο. Αυτό κάπου μέχρι τα 20 μου. Μετά έκανα την επανάστασή μου. Ήταν το όνειρό μου να έρθω στη Θεσσαλονίκη να δω πώς δουλεύουν οι μεγάλοι κομμωτές και να κάνω μετά ένα κομμωτήριο δικό μου. Έρχομαι λοιπόν στη Θεσσαλονίκη για να κάνω το κομμωτήριο, αυτή τη φορά μόνη μου. Νοικιάζω ένα δωμάτιο. Για να εμπιστευτούν οι δικοί μου ότι εγώ θα είμαι σε καλά χέρια, η αδερφή μου είχε μία φίλη. Αυτή λοιπόν είχε ένα διαμέρισμα και έμενε εδώ. Παίρνω τον μπαμπά μου και πάμε στην Καλλίπολη που ερχόταν τα σαββατοκύριακα εκεί. Την παρακάλεσα και της είπα να μου νοικιάσει το ένα δωμάτιο. Και όπως μου το νοίκιασε. Ο μπαμπάς μου τότε πείστηκε, γιατί δεν ήθελε με τίποτα να φύγω. «Θα παρασυρθεί το παιδί γυναίκα, θα κάνει αυτό το παιδί γυναίκα, θα κάνει το άλλο…», της είχε αλλάξει τα φώτα της μάνας μου. Πήγα σε ένα μεγάλο κομμωτήριο τότε, είδα πώς δουλεύουν για ένα μήνα, δύο. Τότε η μάνα μου πούλησε το χωράφι, την προίκα μου, και έκανα το κομμωτήριο. Γιατί αλλιώς δεν είχαμε. Ο μπαμπάς μου, δεν πουλούσε χωράφια ποτέ. Παρ’ όλες τις δυσκολίες του. Που είχε όλο κι όλο 40 στρέμματα, μη φανταστείς. Ήταν πολύ δύσκολα χρόνια τότε.
Ό ,τι ήθελα να πάρω το έπαιρνα με δόσεις. Δραματικά χρόνια. Ξαφνικά βρέθηκα με πελάτισσες. Με άλλο κόσμο. Προσαρμόστηκα. Ήμουν προσαρμοσμένο παιδί. Ξεχνάω δηλαδή αυτό που ήμουν και σήμερα είμαι εδώ. Έβλεπα τη μόδα έβλεπα το σχέδιο. Το μελετούσα. Έπαιρνα περιοδικά. Έδινα δηλαδή λεφτά για να μάθω. Αυτό με βοηθούσε πάντα και ήμουν ανανεωμένη. Έτσι και είχα δουλειά.
Είχα δεν είχα λεφτά, κοίταζα να μαζεύω για να πηγαίνω σε σεμινάρια. Κι επειδή πάντα ήμουν πολύ ηθικό παιδί, είχα πάντα μαζί μου το σύζυγο σε όλα αυτά. Καμία δεν έπαιρνε τον άντρα της, εγώ όμως έλεγα στην εταιρεία ότι αν δεν έρθει ο σύζυγος, δεν έρχομαι ούτε εγώ. Και επειδή είχα μεγάλη κατανάλωση στα προϊόντα μπορούσα να το επιβάλλω.
Στο χωριό όσο ήμουν, ό ,τι λεφτά έβγαζα, τα διέθετα στο σπίτι. Τι, δεν έχουμε μία βιβλιοθήκη; Γιατί να μην έχουμε και εμείς; Μία φορά θυμάμαι μία θεία μου, μου λέει κοίταξε, εσύ βγάζεις πολλά λεφτά στο χωριό, να τα μαζεύεις και όταν φτάσεις 20 χρονών, να αγοράσεις ένα διαμέρισμα. Και λέω «μωρ’ τι λέει η χαμένη;». Ξέρεις γιατί; Γιατί εμείς δεν είχαμε να φάμε. Δηλαδή, δεν έχει η μάνα μου να φάει, δεν έχουμε το λάδι μας, και θα βάλω εγώ στην άκρη λεφτά για να πάρω διαμέρισμα; Όχι. Αυτό το παιδί ήμουν. Όταν είπα ότι φεύγω, του μπαμπά μου δεν του ήρθε καλά. Πέρα από τη σκέψη που είχε μήπως κάτι μου συμβεί, είχε κι άλλο λόγο. Όταν γυρνούσε στο σπίτι κουρασμένος έλεγε στην μάνα να του βάλει κανένα ούζο να ζεσταθεί. Τότε μου έλεγε εμένα: «άντε παιδάκι μου Σωτηρία, πες τα καβουράκια». Εγώ τότε, ακόμα με το παιδικό μου μυαλό, τα καβουράκια τα έβλεπα σαν παιδικό τραγούδι. Του άρεσε όμως να με ακούει να το λέω. Ξέρεις τι μου είπε όταν θα έφευγα; «παιδάκι μου τώρα θα φύγεις, αλλά σε αυτό το σπίτι ποιος θα τραγουδάει τον Τσιτσάνη;». Αυτό εγώ, το θυμήθηκα όταν πήγα στη χορωδία. Πριν τα είχα ξεχάσει όλα αυτά. Μετά από τόσα χρόνια γάμου, παιδιά, δουλειά, πάω στη χορωδία και μου λένε άντε ρε Σωτηρία μέχρι και ο Τσιτσάνης θα σε ήθελε. Τότε θυμήθηκα τα λόγια του μπαμπά μου.
Το είχα αφήσει λοιπόν το τραγούδι για πάρα πολλά χρόνια και δεν είχα σκεφτεί καν ποτέ ότι αυτό μου αρέσει…»
Η κυρία Σωτηρία έχει πάντα δίπλα της τον σύζυγο και τα τέσσερα αγόρια της. Όπως μου λέει, ήταν ωραία τα χρόνια και η γνωριμία της με το «στήριγμα» της, μια ωραία και… περίεργη ιστορία.
«Όταν ήρθα στη Θεσσαλονίκη και νοίκιασα το δωμάτιο, ο σύζυγος μου είχε κατέβει από ένα χωριό του Κιλκίς για να μάθει λογιστικά. Ένα βράδυ τυχαία κατέβηκα εγώ να πάω να ψωνίσω, θυμάμαι ήμουν τόσο πολύ συγχυσμένη από το κομμωτήριο που δούλευα τότε. Χωρίς να το καταλάβω, περπάτησα περίπου μέχρι το θέατρο αυλαία. Εκεί συνειδητοποίησα πόσο πολύ περπάτησα και είπα να γυρίσω πίσω. Όταν γύρισα που λες, μου κόλλησε ένας. Στην αρχή σκέφτηκα πως κάποιος παλαβός θα είναι. «φοιτήτρια είστε;». Εγώ ήμουν συγχυσμένη πάρα πολύ. Αν σου πω τώρα ότι δεν ξέρω πως δεν του είχα ανάψει καμιά… Εγώ είμαι στο δικό μου κόσμο, στη δική μου στεναχώρια. Αυτός τώρα γιατί με κόλλησε δεν ξέρω με είδε ωραία; Με είδε ότι περπατάω μοναχή και σου λέει εδώ είμαστε; Τέλος πάντων, με κολλάει σε όλη τη διαδρομή από το αυλαία μέχρι τη Βασιλίσσης Όλγας πού τότε έμενα. Δεν φοβήθηκα. Επειδή περνούσε κόσμος έλεγα ότι δεν θα γίνει κάτι. Τέλος πάντων φτάσαμε που λες στην είσοδο, και λίγο πριν με καληνυχτίσει άρχισε να μου λέει από πού είναι. Επειδή η αδερφή μου είναι παντρεμένη σε εκείνα τα μέρη άρχισα εγώ να τον βλέπω σαν δικό μου άνθρωπο σαν έμπιστο. Δεν ξέρω πώς έγινε, Θεού δουλειές είναι;, Τι μου είπε πως μου τα είπε δεν ξέρω, τελικά με φίλησε! Μου είπε κιόλας να βρεθούμε αύριο σε ένα σημείο. Μετά που με φίλησε αυτό ήταν κάτι άλλαξε μέσα μου. Την άλλη μέρα στο ραντεβού πήγα. Ξέρεις εγώ τι ανάποδο ήμουν; Αντάρτικο! Πώς με κατάφερε αυτός ο άνθρωπος, δε ξέρω. Ήταν θέλημα Θεού να τον γνωρίσω. Αυτό λοιπόν ήταν. Στην αρχή είχαμε δεσμό ένα χρόνο, όταν ήμασταν αρραβωνιασμένοι ακόμη εγώ έκανα το κομμωτήριο μετά παντρευτήκαμε και κάναμε τέσσερα παιδιά. Αγοράσαμε αυτό το χωράφι στο Αγγελοχώρι, το φτιάξαμε. Με γραμμάτια. Πολύ δουλειά αλλά όλα πήγαν καλά.»
Η πρώτη πιο “επαγγελματική” επαφή της κυρίας Σωτηρίας με το τραγούδι, γίνεται όταν φίλη της, την προτρέπει να πάει μαζί της σε μία χορωδία.
«Αυτή ήθελε πιο πολύ παρέα γιατί δεν είχε κάποια μαζί της για τις εκδρομές και για όλα αυτά. Πάω που λες στην πρώτη μέρα στη χορωδία και επειδή μάζευα πριν τα αυγά στο κοτέτσι, δεν είχα τινάξει καλά τα μαλλιά και είχα ένα άχυρο. Πρώτη μέρα ρε στη χορωδία. Με λέει μία «κυρία Σωτηρία στα μαλλιά σας έχετε ένα αχυράκι». Μου το είπε όμως με τέτοια πονηριά… Εμένα αυτό δεν μου άρεσε καθόλου. Άντε καλέ λέω έχω κότες, μετά έγινε και πελάτης αυτή και της έδινα και για τα εγγόνια. Νομίζω όμως ότι δεν με πήρανε με καλό μάτι γιατί ο Σωτήρης ο χοράρχης μας από την πρώτη ώρα που πήγα με έβαζε παντού. Σε πολλές εκδηλώσεις. Από εκεί πήρα το θάρρος. Την πρώτη φορά θυμάμαι που με έβαλε τα πόδια μου έτρεμαν που είδα τον κόσμο.
Με τον Τσιτσάνη είμαι ερωτευμένη. Του έχω μία αγάπη παράξενη. Όχι για το ύψος του αλλά τον αγαπάω για τη μελέτη του για το έργο του για το σβήσε γράψε που αγωνίστηκε και έδωσε ένα έργο στον τόπο μας. Ένα μεγάλο έργο. Βγήκε Από την ταλαιπωρία αυτό το έργο δεν βγήκε από το σαλόνι.
Υπήρξαν και αυτοί που μου είπαν ότι δεν κάνω για μικρόφωνο. Ότι δεν μπορούν να με βάλουν να τραγουδήσω. Τότε όταν γινόταν αυτό εγώ ένιωθα σαν να πέφτω από κάπου. Όμως αυτό μου έδωσε πείσμα και συνέχισα. Κάποια στιγμή είπα ότι ρε συ καλά στα είπαν, έκλαψες στεναχωρήθηκες αλλά κάτσε να πάω να ρωτήσω και τον χοράρχη μου, τον Σωτήρη. Αυτή ήταν η δική μου επανάσταση, είπα όχι, θα ψαχτώ. Μου έκανε καλό τελικά.
Μετά πήγα και σε δασκάλα φωνητικής, την Μαρία Νικολοπούλου στην Περαία. Την πήγα και λουλούδια. Εγώ ήθελα να ακούσω τη γνώμη ενός ανθρώπου που είναι μορφωμένος να ακούσει τη φωνή μου. Ήταν τόσο ειλικρινής αυτή η γυναίκα να ‘ναι καλά. Χρωστάω και σε αυτήν δηλαδή. Μου μίλησε για πράγματα που εγώ μέχρι τότε δεν τα ήξερα. Άκουσα όμως. Μετά θυμάμαι πήγα έξω, κοντά σε ένα δεντράκι και τα έγραψα όσα μου είχε πει. Ακόμα το τεφτέρι το έχω. «και στο Μέγαρο να πας εσύ Σωτηρία θα τραγουδήσεις» μου είχε πει. «Εσύ το τραγούδι το πας όπως θέλεις εσύ. Έχεις τον δικό σου τρόπο να το ταιριάζεις. Δεν μπορείς αυτό τον τρόπο να του βάλεις καλούπια. Έχεις μία ρεμπέτικη χροιά αλλά μπορείς να τραγουδήσεις και παραδοσιακά, νησιώτικα.». έφυγα σαν να ήμουν ένα άλλο πλάσμα. Θυμάμαι είπα ότι ναι, τώρα μπορώ να τραγουδήσω τον Τσιτσάνη μου.
Για αρκετά χρόνια πήγαινα και στο χορευτικό. Εκεί μία, επέμενε να κάνω facebook. «καν’το Σωτηρία αφού πηγαίνει στο χορό θα βλέπεις τραγούδια, θα ακούς, θα βλέπεις χορούς, θα σε βοηθήσει». Εγώ δεν ήθελα. Περνούσαν δυο-τρεις μήνες, πάλι αυτή το ίδιο. Μετά από καιρό τελικά το έκανα. Να ‘ναι καλά τελικά, βοηθήθηκα από αυτό. Η πορεία μετά ήταν χορωδία και ο τεκές που λέω εγώ.»
Ο «τεκές»
«Να, σαν σήμερα μία μέρα είχα κατέβει για να ψωνίσω. Αυτό είναι μέσα στο Μοδιάνο, ένα ταβερνάκι. Εγώ το λέω τεκέ. Εκεί άκουσα το μπουζουξή τον Λάκη Φοινικιωτη και έπαιζε Τσιτσάνη. Περνούσα με τα ψώνια, έχω εκεί πιο κάτω τον κρεοπώλη μου και παίρνω τον πατσά χρόνια. Από τον καιρό που ήμουν στη χορωδία είχα ξεφύγει ποια από τις ντροπές μου. Βλέπω γύρω μου, δεν ήταν κανένας. Λέω του μπουζουξή, να πω και εγώ ένα τραγούδι; Τότε το μαγαζί είχε ένα τραγουδιστή, που στα νιάτα του ήταν και πολύ γνωστός, ο οποίος μόλις με άκουσε και πριν ακόμα απαντήσει ο μπουζουξής αυτός πετάχτηκε «κυρία μου πολύ ευχαρίστως αλλά όταν τελειώσω εγώ τα τραγούδια μου καθίστε αν θέλετε και περιμένετε να πείτε και εσείς». Του λέω άστο, με περιμένει ο σύζυγος και δεν γίνεται να περιμένω οπότε θα φύγω. Εκεί ήταν που ο μπουζουξής μου λέει όχι, έλα εδώ. Τότε ήταν η πρώτη φορά που άκουσα τη φωνή μου με τη συνοδεία μπουζουκιού. Όταν τραγούδησα μου λέει ο μπουζουξής «α εσύ είσαι η Μπέλλου, έχω δουλέψει μαζί της. Όταν κατεβαίνεις κάτω να έρχεσαι να τραγουδάς όσο θέλεις.» Σαν να μου είπε αυτό εγώ όποτε κατέβαινα ήμουν εκεί. Αυτό που έμαθα από αυτόν, εγώ τον έλεγα θείο, ήταν οι τόνοι. Εγώ μέχρι τότε δεν ήξερα από αυτά και όταν μου τα έλεγε τα έγραφα σε ένα ντοσιέ και τα μελετούσα. Και αυτά τα κάναμε μέσα στον κόσμο. Αυτό με βοήθησε πολύ και έκανα και ένα ρεπερτόριο με πολλά τραγούδια. Ερχόταν κόσμος τότε και άφηνε πολλά λεφτά. Εγώ ποτέ δεν πήρα λεφτά όμως, ούτε ένα ευρώ. Εκτίμησα ότι περνούσε πολύς κόσμος τυχαία και καθόταν να πιει ένα ούζο για να με ακούσει.»
Κάπου εκεί μπαίνει για πρώτη φορά σε στούντιο για να ακούσει τη φωνή της ηχογραφημένη.
«Μία μέρα μου λέει ο Σωτήρης πώς οπουδήποτε αλλού η φωνή μου αχρηστεύεται και είναι καλό να πάω σε ένα στούντιο να κάνω μερικά τραγούδια. Συνεννοούμαι εγώ τότε εκεί στην Περαία στο Ηχόραμα και κάναμε ένα CD για εμάς. Ο Κενανίδης τότε ήταν στο ακορντεόν. Μου λέει αυτός, θα το πάρω εγώ και θα το πάω στο δικό μου τον Κρικέλη να το ακούσει, και μπορεί λέει να σε βάλει και στην τηλεόραση. Αν του αρέσει. Να ναι καλά, το συμπαθώ πολύ τον Κρικέλη. Με δέχτηκε δεν είναι εύκολο. Και βγήκαμε στο TV100 στα «Ανοιχτά μικρόφωνα».
«Κάποια στιγμή επειδή είχα και πολλές δουλειές με το φυτώριο και όλα αυτά, σταμάτησα και τη χορωδία και το χορό. Είχα κουραστεί δεν μπορούσα. Ας πούμε στο χορευτικό ήθελε πολλή δουλειά για να μάθεις όλους αυτούς τους χορούς. Κάπου είπα λοιπόν ότι πρέπει να βάλω ένα τέλος. Έχω οικογένεια, έχω το φυτώριο, δεν μπορώ να συμμετέχω άλλο και να πηγαίνω σε εκδηλώσεις. Έτσι σταμάτησα. Ο Σωτήρης μου έδωσε τα φτερά. Στην πορεία απολύθηκε και το παιδί οπότε είπα τέλος. Πρέπει να έχω λίγο κουράγιο για να μπορώ να τραγουδάω τον Τσιτσάνη.
Εκτός από εκείνη την ηχογράφηση που μου είπε ο Σωτήρης να κάνω, έκανα ακόμα μία ηχογράφηση. Θυμάμαι, είχα πάει σε μία εκδήλωση των πολυτέκνων στο λιμάνι και είχα πει ένα, δύο τραγούδια για να δώσω χαρά στον κόσμο. Τότε με άκουσε ένας και έρχεται και μου λέει «Εσείς κυρία μου, αδικηθήκατε στη φωνή». Με στέλνει λοιπόν τότε στον Ίκαρο τον Μπράβο, τον συνθέτη. Με βάζει και λέω ένα τραγούδι δικό του. Τότε ήταν που μου είπε ότι θα κάνουμε μαζί ένα CD με δικά του τραγούδια. Όχι για να κυκλοφορήσει αλλά για να ακούσω καλύτερα τη φωνή μου. Μου έκανε δηλαδή ένα δώρο ο άνθρωπος αυτός και να είναι καλά. Το εκτιμώ και το σέβομαι. Έχει και ένα τραγούδι που είναι σε μουσική και στίχους δικά του και μου άρεσε πάρα πολύ, το είχα πει θυμάμαι και στην TV100.
“Θα τραγουδάς και τα δικά μου τραγούδια”
«Είχα κάνει ένα τραγούδι από αυτά που μου δίνει ο Δημήτρης ο Χιονάς από την Αθήνα. Μου τα στέλνει ο Δημήτρης στο messenger και εγώ τα τραγουδάω. Αυτός είχε ακούσει τη φωνή μου και του άρεσε και μου πρότεινε να λέω τα τραγούδια του. Να μου στέλνει, να τα ηχογραφούμε στο στούντιο και να τα ανεβάζουμε στο YouTube. Ήταν λοιπόν ένα τραγούδι που ήταν αφιερωμένο στην Μπέλλου, αυτοί το γράψαν κι εγώ το είπα. Ένας Κύπριος, ο Χρυσάνθου, πολύ καλός μουσικός που έχει και σταθμό δικό του, έγραψε το στίχο και ο δάσκαλός μου ο Χιονάς έγραψε τη μουσική. Αυτό το τραγούδι λοιπόν το πήρε ο Χρυσάνθου και το έβαλε να παίξει στην εκπομπή του.
Από κει το είδε ο Σταμάτης Κραουνάκης. Όπως το είδε λοιπόν, έγραψε σε σχόλιο ένα μπράβο. Ενθουσιάστηκαν όλοι με αυτό το μπράβο! Με παίρνει ο δάσκαλος και μου το λέει. Χάρηκαν πάρα πολύ. Εγώ θεώρησα ότι θα πρέπει να τον ευχαριστήσω, οπότε του έκανα αίτημα φιλίας και του έστειλα ένα ευχαριστώ. Ο Κραουνάκης τότε, μου λέει δεν θα τραγουδάς μόνο του Χιονά τα τραγούδια, θα τραγουδάς και τα δικά μου! Εγώ μέχρι τότε δεν είχα τραγουδήσει ποτέ ξανά Κραουνάκη. Όμως ήξερα και μου άρεσαν τα τραγούδια του από την Άλκηστη Πρωτοψάλτη και όλα αυτά. Ξέρω πως είναι μία μεγάλη κορυφή. Διαβάζω λοιπόν αυτό που γράφει και λέω, μήπως δεν ξύπνησα και βλέπω κάποιο όνειρο; Μου έγραψε ότι έχω ωραία στάση σώματος όπως είδε το βίντεο, μου έγραψε δηλαδή κάποια καλά λόγια που εγώ απόρησα. Μου έστειλε και κάποια τραγούδια και μου είπε ότι από αυτά να διαλέξω οποία μου αρέσουν για να τα πω. Εγώ διάλεξα τότε αυτό το τραγούδι του Μητροπάνου. Μεγάλος τραγουδιστής ο Μητροπάνος! Έτσι μετά ήρθαν οι μουσικοί του στο στούντιο, στη Μηχανιώνα με τον ενορχηστρωτή, τον Πάνο τον Κοσμίδη. Τότε είδα εγώ πώς είναι να ηχογραφείται ένα τραγούδι επίσημα. Δεν το φανταζόμουν αυτό. Να κάθεται μία ώρα η κιθάρα, άλλη μία ώρα τα ντραμς… Του είχα πει για το στούντιο που πηγαίνω και το ήξερε αυτός, είχανε κάνει ήδη δουλειές με τον Πάνο τον Δόβα και έτσι βρεθήκαμε όλοι μαζί σαν μία οικογένεια. Τότε πίστεψα πως γίνεται το τραγούδι. Δεν είναι εύκολη ιστορία… Το τραγούδι του άρεσε αμέσως, Απλά κάποια στιγμή μου είπε ότι ήθελε έναν τόνο περισσότερο και εγώ το έκανα, δεν μου είναι και τίποτε… Πήγαμε ξανά στο στούντιο και το κάναμε.»
«Το βίντεο το κάναμε έτσι όπως το ήθελε. Θυμάμαι ήταν καλοκαίρι και εγώ φορούσα ένα κίτρινο φόρεμα. Δεν του άρεσε και μου είπε να φορέσω ένα άλλο, μαύρο φόρεμα. Με σκηνοθέτησε. Μου είπε να κάθομαι, πού να έχω τα χέρια μου, χωρίς κινήσεις να λέω μόνο το τραγούδι σαν ένα ποίημα. Ήσυχα χωρίς περιττά. Ήθελε δηλαδή μόνο έκφραση στο πρόσωπο. Εγώ αμέσως κατάλαβα τι είναι αυτό που θέλει. Είναι ακριβώς όπως το τραγούδι. Και ο δάσκαλος όταν μου στέλνει κάτι εγώ κάθομαι και το μελετάω. Θέλω να αισθάνομαι τις λέξεις. Θέλω να καταλαβαίνω τι είναι αυτό που θέλει να μεταφέρει ο άλλος. Αν θέλει να μεταφέρει έναν πόνο δεν γίνεται εγώ να έχω χαρά. Έτσι γνωριστήκαμε με τον Κραουνάκη. Το αγάπησα αυτό το τραγούδι.
Να είναι καλά, εγώ ένιωσα πάρα πολύ συγκινημένη όταν μου είπε κάποια καλά λόγια. Έκλαψα. Θέλω πάρα πολύ μία μέρα να τραγουδήσουμε μαζί. Να έρθει κάποια στιγμή στη Θεσσαλονίκη και να παίζει αυτός στο πιάνο και εγώ να είμαι κάπου εκεί και να τραγουδάω. Να είναι και ρομαντικά τραγούδια… αλλά να είναι και κανένα αναρχικό!»
Τι είναι αυτό που σήμερα κάνει την κυρία Σωτηρία να είναι ευτυχισμένη; «Δεν ήταν εμένα το ζητούμενο μου ποτέ τα λεφτά, εμένα το ζητούμενό μου ήταν να δώσω με το τραγούδι μου χαρά στον κόσμο. Κι αν συνεχίσω να το κάνω, αλήθεια σου λέω δεν με ενδιαφέρουν τα λεφτά. Γιατί καλά είναι και οι οικογένειες και το φυτώριο και οι δουλειές αλλά, πώς είναι που πάω και δίνω αίμα, έτσι και με το τραγούδι. Νιώθω ότι κάτι προσφέρω.»