Οι διασκευές κι…εμείς (του ‘60, ’70 … οι εκδρομείς)
Δεν αισθάνομαι καμιά ενόχληση ακούγοντάς τον, δεν μου αφαιρεί τίποτε από τη διάθεση να ακούσω τα «πρώτα» και είναι ένας καταπληκτικός
Η μουσική έχει απεριόριστο τρόπο σύλληψης. Είναι μία Τέχνη ανεξήγητη λογικά. Είναι ταλέντο, έμπνευση, θεϊκό χάρισμα, συμπαντική επικοινωνία, δεν έχω ιδέα.
Το παγκόσμιο μουσικό έργο, ιδίως των μεγάλων διαχρονικά δημιουργών, έχει γνωρίσει χιλιάδες επανεκτελέσεις, μεταγραφές, διασκευές, από τότε που ο άνθρωπος χρησιμοποιεί τη μουσική γραφή και πρόσφατα όλη την τεράστια τεχνολογία, από τον Βιβάλντι και τον Μπετόβεν ως- για να το φέρουμε στα δικά μας- στο έργο των Βαμβακάρη, Τσιτσάνη, Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Μαρκόπουλου, Ξαρχάκου, Σαββόπουλου κι άλλων που ίσως λησμονώ…
Η αφορμή για το παρόν, προφανής: Η διασκευή τραγουδιών του Γιάννη Μαρκόπουλου σε σπουδαίους στιχουργούς, από τον Παύλο Παυλίδη στον δίσκο που κυκλοφόρησε τέλη Γενάρη 2023 με τον τίτλο «Πέρα από τη Θάλασσα». Τραγούδια που παρουσιάζονται για 5 βραδιές (1-5/2) στην κεντρική σκηνή της Στέγης, στην Αθήνα, ως «Ο Παύλος Παυλίδης συναντά τον Γιάννη Μαρκόπουλο», μια απρόσμενη μουσική συνάντηση. Απρόσμενη για όλες κι όλους εμάς μάλλον, καθώς η «συνάντηση» συνθέτη και τραγουδοποιού έχει γίνει από καιρό, μετά από πρόταση της κόρης του συνθέτη Λέγκας στον Παύλο να τραγουδήσει τραγούδια του πατέρα της.
Πολύς θόρυβος και «διαφωνίες» όλες αυτές τις μέρες με την κυκλοφορία στις διαδικτυακές πλατφόρμες 12 τραγουδιών και την γνωστοποίηση των συναυλιών (και μάλιστα στη Στέγη). «Σφοδρές» οι αρνητικές κριτικές για το ύφος ερμηνείας, τον τρόπο ενορχήστρωσης, τον χώρο παρουσίασης, εν ολίγοις…
«Πέφτει πολύ ξύλο, αλλά έχει και πλάκα…» μου έλεγε στο τηλέφωνο καθώς μιλούσαμε για την πρόσκλησή μου να τα πούμε στο ράδιο.
Συνέντευξη που έγινε και πιστεύω εκεί ο άνθρωπος πολλά εξήγησε και κυρίως τα πιο ουσιαστικά, ότι οι διασκευές του έγιναν με την συμφωνία του συνθέτη «κάνε ό,τι θέλεις, πάνε τα κομμάτια όσο πιο μακριά μπορείς» του έλεγε ο Γιάννης Μαρκόπουλος. Και την δική του πρόσληψη, καθώς από παιδί στη Γερμανία συνδέθηκε με τραγούδια για τους μετανάστες. Πολύς θόρυβος και «διαφωνίες» λοιπόν…
Ας αφήσουμε τις επανεκτελέσεις, που αποτελούν κι ένα «ευκολάκι» για τους εκάστοτε δημοφιλείς ερμηνευτές αλλά ακόμη και για τις ορχήστρες σήμερα στα μαγαζιά. (Χρήσιμος κι αυτός ο ρόλος αλλά δεν είναι εξέλιξη, είναι «διαιώνιση» ύφους,).
Να αφήσουμε και τις μεταγραφές για ένα- δύο όργανα, τύπου π.χ, τις πρόσφατες του Μάλαμα με τα «Σκέτα», που αποτελεί ένα (εξαιρετικό) είδος φόρου τιμής σε λαϊκούς συνθέτες που άρεσε και τον «έθρεψαν» κάποια παλιά χρόνια στο πάλκο, ή του αγαπημένου Μαυρουδή, που επί χρόνια έκανε μια δύσκολη σοβαρή, με ήθος και συνείδηση δουλειά. Να μείνουμε στις «διαμάχες» για τις διασκευές. Αλλά, γιατί; Γιατί κατά την άποψη κάποιων, δεν χωράνε όλα;
Για να επανέλθω σε μικρή ιστορική προσέγγιση, χωρίς να ασχοληθούμε με τη διεθνή σκηνή όπου π.χ, οι Dep Purple ή οι Doors διασκεύασαν- «έκλεψαν» Μπετόβεν και Αστούριας, ο ίδιος ο Μάνος Χατζιδάκις ανοίγει τον δρόμο για διασκευές στους δίσκους του», «Έξη Λαϊκές Ζωγραφιές» (1951) «ο σκληρός Απρίλης του ‘45» (1972), διασκευές ρεμπέτικων που τόσο αγαπούσε. Τον ίδιο τον Χατζιδάκι διασκευάζουν οι Raining Pleasure στα «Reflections» και ο Κωνσταντίνος Βήτα στο «Transformation».
Ο Σταύρος Ξαρχάκος στο δίσκο «Τσιτσάνη διάλογοι»(2004) κυριολεκτικά …«αλλάζει τα φώτα» στις τσιτσανέικες εκτελέσεις που ξέραμε, μπλέκοντας το έργο του λαΪκού δημιουργού με Χατζιδάκι, Παπαϊωάννου, Smetana, Sain Saens, Mussorgsky, Bach, Mahler, L.V. Beethoven, Dvorak, Chopin, Mozart, Liszt και Piazzolla!!!
Το ίδιο κάνουν και νεότεροι. Άλλοι επιτυχημένα, άλλοι όχι. Άλλοι με προθέσεις βασάνου κι αναζήτησης κι άλλοι απλώς της τρέχουσας ζήτησης. Να αναφέρω ένα παράδειγμα της πρώτης κατηγορίας. Το 2019 ένας μουσικός που υπηρετεί εδώ και χρόνια με γνώση και πάθος το λαϊκό μας τραγούδι και πρόσφατα διοργάνωσε τριήμερο συνέδριο για την αστική λαϊκή μουσική, ο Δημήτρης Μυστακίδης, κυκλοφόρησε τον δίσκο «Εδώ & εκεί» με διασκευές σε εμβληματικά ρεμπέτικα, όπως η «Αχάριστη», «Βεργούλες» κ. ά. Εμένα μου άρεσε πολύ, υπήρξαν, όμως, όπως έμαθα, αρνητικές κριτικές από λάτρεις της συντήρησης.
Δεν αισθάνομαι καμιά ενόχληση ακούγοντάς τον, δεν μου αφαιρεί τίποτε από τη διάθεση να ακούσω τα «πρώτα» και είναι ένας καταπληκτικός (μάλλον παραμελημένος στις ραδιοφωνικές μεταδόσεις) δίσκος, με μια λέξη υπέροχος. Το ίδιο κάνουν και νεότεροι. Άλλοι επιτυχημένα, άλλοι όχι. Άλλοι με προθέσεις βασάνου κι αναζήτησης κι άλλοι απλώς της τρέχουσας ζήτησης.
Στην προκείμενη περίπτωση του Παύλου Παυλίδη, εκτιμώ πως είναι μια βασανισμένη δουλειά, κατανόησης και σεβασμού στο παρελθόν. Αλλά και με ξεκάθαρα ριζοσπαστική πρόθεση που θέλει να παίξει και να τραγουδήσει με τον δικό του τρόπο τα παλιά μας «τρόπαια», να τα οικειοποιηθεί και να τα εξοικειώσει με γενιές «που δεν εγνώρισαν γενιά» και να τους χτυπήσει και πάλι (ίσως, λίγο; Τόσο δα;) «του καημού την πόρτα».
Κάνει και μικρές «αυθαιρεσίες» Προσθέτοντας κι αφαιρώντας στίχους. Ειδικά στο «Μιλώ για τα παιδιά μου» εκείνο το στιχάκι «Τα πλοία που ‘ναι στο γιαλό πού πάνε» σε αντιστοιχία με το κάποτε «τα τρένα που είναι στο σταθμό…» είναι τόσο αληθινό, σημερινό… Κάνει ροκ, ηλεκτρικό ήχο, μιλάει συχνά ψιθυριστά, «κατατονικά» που λένε κι οι κατήγοροι…
Όμως. Το αν θα το επιτύχει ή όχι, δεν αφορά τους ’60 plus. Αφορά νεότερους κι ας αφήσουμε αυτούς να το κρίνουν με την αποδοχή, την αδιαφορία ή την απόρριψη.
Έχω την αίσθηση ότι αυτό θέλουν κι οι ίδιοι οι μεγάλοι συνθέτες μας όταν προτείνουν ή αναθέτουν σε νεότερους την προβολή του έργου τους. Αν θυμηθούμε το πόσες επανεκτελέσεις και διασκευές έγιναν στο έργο του Μίκη Θεοδωράκη και πόσες από αυτές επέτυχαν να κρατηθούν στο χρόνο, έχουμε ένα καλό παράδειγμα προς σύγκριση.
Πριν 3 και κάτι χρόνια, έγραφα, πάλι εδώ, στην parallaxi, για τον δίσκο των Αγγελάκα- Βελιώτη «Οι Λύκοι στη Χώρα των Θαυμάτων»: «Κάτι συμβαίνει… Στις μικρές ηλικίες, που είναι μάλλον και οι πιο ανυποψίαστες κι ανενημέρωτες για τον πλούτο, το βάθος, την μουσική και στιχουργική αξία του ελληνικού τραγουδιού, είναι σίγουρα μια μεγάλη προσφορά….»
Το ίδιο πιστεύω και για τον δίσκο «Πέρα από τη Θάλασσα».
Κι ας αναρωτηθούμε και για κάτι ακόμη: Μήπως όλοι αυτοί οι ωραίοι ροκ τύποι, μέσα τους βαθιά, αγαπούν πολύ το ελληνικό τραγούδι του ιστορικού παρελθόντος τους; Και μήπως κάποια στιγμή, ο καθείς με τον τρόπο του, επιστρέφουν εκεί να ξαναενωθούν;
«Οι σολομοί επιστρέφουν στη κοίτη του ποταμού για να γεννήσουν…» Κι εμείς; Μα το απλούστατο, Προς τι τόση ένταση, διαφωνία, κριτική; Ακούμε, ό,τι μας αρέσει, στο κάτω κάτω, απλώς διασκευές είναι φίλε μου…