Επιτέλους Βίρα
Μια πραγματικά μεγάλη νύχτα για την απαξιωμένη, τη σχεδόν ξεχασμένη ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ
Μια παράσταση αντάξια του ονόματος του ΚΘΒΕ. Μια παράσταση που μόνο ένας μεγάλος θεατρικός οργανισμός μπορεί να φέρει εις πέρας. Μια πραγματικά μεγάλη νύχτα για την απαξιωμένη, τη σχεδόν ξεχασμένη ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ.
ΒΙΡΑ ΤΙΣ ΑΓΚΥΡΕΣ: μια ευκαιρία να εκτιμήσουν και οι νεότεροι τις αρετές του είδους, που είναι πολλές και που αξίζει να τις επαναφέρουν.
Δεν είναι εύκολο είδος η Επιθεώρηση. Δεν είναι δοκιμασία του τύπου παίξε, χόρεψε, γέλασε. Είναι πολύ πιο σύνθετη, επιτελεστικά, από το δραματικό θέατρο. Είναι από μόνη της μια ολάκερη σχολή. Θα είναι κέρδος για όλους (καλλιτέχνες και κοινό) να επιστρέψει και να ξανακερδίσει τη δυναμική και το κοινωνικό/καλλιτεχνικό εκτόπισμα που είχε κάποτε. Και η αρχή πρέπει φυσικά να γίνει από τις ίδιες τις δραματικές σχολές.
Ιδίως η εποχή μας με τις τεράστιες αλλαγές, τα διάφορα κινήματα (βλ. Metoo, κουλτουρα της ακύρωσης), τα φλέγοντα κοινωνικά θέματα όπως ο ρατσισμός, η έμφυλη βία, ο συντηρητισμός, η απαξίωση της πολιτικής ζωής, οι ασήμαντοι ηγέτες κ.λπ. είναι βούτυρο στο ψωμί της επιθεώρησης. Το θέμα είναι κατά πόσο υπάρχουν ικανοί συγγραφείς που να μπορούν να συμπυκνώνουν όλα όσα γίνονται, σύμφωνα με τους επιθεωρησιακούς κώδικες. Για την ώρα το βλέπω δύσκολο, γιατί σε μια εποχή μελαγχολική, σε μια εποχή σκοτεινή και απροσδιόριστη, σε μια εποχή όπου άνθρωπος βιώνει συνεχείς “ήττες”, σε μια εποχή όπου οι ρόλοι, οι τύποι, οι θύτες και τα θύματα έχουν αλλάξει, η επιθεώρηση, για να είναι κοντά σε όλα όσα συμβαίνουν, καλείται να ανακαλύψει ξανά τα εργαλεία της, και κυρίως τα εργαλεία της πολιτικής σάτιρας.
Πιστεύω ότι πέτυχε έναν άθλο ο Αστέρης Πελτέκης στην πρώτη του μεγάλη σκηνοθεσία. Προς τιμήν του δεν κατέφυγε στην εύκολη λύση της απλής συρραφής επεισοδίων, τραγουδιών και ονομάτων, αλλά βρήκε λειτουργικούς αρμούς επάνω στους οποίους έβαλε να κυλήσουν όλες οι επιθεωρησιακές ψηφίδες 130 ετών, όγκος σχεδόν φοβιστικός που πάρα πολύ εύκολα θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα πανηγυριώτικο και σαματατζίδικο χάος. Κι όμως δεν οδήγησε εκεί, αλλά σε μια παράσταση καλά κεντημένη και πελεκημένη, μια παράσταση που είχε πυκνότητα (κι ας διήρκεσε τρεις ώρες), είχε ρυθμό, ατμόσφαιρα, συναίσθημα και μια ολόκληρη Ελλάδα, τη μοντέρνα Ελλάδα, με τα λίγα πάνω της και τα πολλά κάτω της.
Άπειρα και πολύ εντυπωσιακά τα κουστούμια του Χαρλαύτη (ένα πολύ σύνθετο ενδυματολόγιο που απαιτούσε, μεταξύ άλλων, ακρίβεια και απίστευτη ταχύτητα στο βάλε-βγάλε). Δυσκολεύομαι να υπολογίσω πόσα κουστούμια χρειάστηκαν. Πρέπει να δει κανείς ξανά την παράσταση καρέ-καρέ και να υπολογίσει τις αλλαγές ρόλων. Να πω 400; 500 μήπως; Πέφτω πολύ έξω; Δεν ξέρω. Σε κάθε περίπτωση, όσα και να ήταν, το αποτέλεσμα ήταν θαυμαστό.
Εξαιρετικά στη λειτουργικότητά τους τα δεκάδες σκηνικά του Παντελιδάκη, τα οποία, σε συνδυασμό με τις πολύ καλά ενσωματωμένες βιντεοπροβολές της Βαλεντίνας Κόπτη, κράτησαν την παράσταση σε μια συνεχή και απρόσκοπτη ροή και εναλλαγή ερεθισμάτων.
Ένας κυλιόμενος σκηνικός κόσμος με μίση, αγάπες, εκβιασμούς, τσιλιμπουρδίσματα, όνειρα, ακύρωση ονείρων, ιστορίες αληθινές και ιστορίες ψεύτικες, ονόματα αληθινά και ονόματα “κατασκευασμένα” για τη μαρκίζα (Ροζαλία Κανδύλη, Τζένη Μάγιο). Προσκήνια, παρασκήνια, κρεβατοκάμαρες, γραφεία, νοσοκομεία, σταθμοί τρένων, ταβέρνες, δρόμοι με διαδηλωτές, μια Ελλάδα ολόκληρη σε αυτή τη σπουδαία πανοραμική δουλειά των Ρέππα/Παπαθανασίου.
Μέσα στο πνεύμα κάθε επεισοδίου οι δηλωτικές χορογραφίες του Δημήτρη Παπάζογλου.
Και φυσικά και πάνω από όλα οι φωνές (φωνάρες) και οι ερμηνείες των 27 ηθοποιών (με δυο και τρεις ρόλους ο καθένας). Όλοι ένας κι ένας. Όλες μία και μία. Δεν θέλω να απομονώσω ονόματα, γιατί σε μια δουλειά καλοκουρδισμένου συνόλου όλοι έβαλαν το καλό τους λιθαράκι. Και παλαιότεροι και νεότεροι έπαιξαν με κέφι, με την ψυχή τους. Πίστεψαν ότι έκαναν κάτι ωραίο και μας το παρέδωσαν ωραίο να το χαρούμε όπως το χάρηκαν κι αυτοί. Είχαν μια άνεση, ένα μπρίο, λες και ήταν όλοι μεγαλωμένοι μέσα στην επιθεώρηση. Μας ταξίδεψαν, μας γοήτευσαν, μας συγκίνησαν, ξύπνησαν διαβάσματα, αφηγήσεις εκείνων που έζησαν τα πιο γόνιμα χρόνια της επιθεώρησης.
Μια παράσταση που απευθύνεται στον “ιδεατό” μέσο θεατή ενός κρατικού θεάτρου.
Μια “λαίκή” παράσταση που δεν “λαϊκίζει”. Δεν συμβαίνει συχνά αυτό.
Μια παράσταση που συνδυάζει το μεγάλο θέαμα με την ποιότητα. Δηλαδή, μια παράσταση ευεργετική που ξέρει να ψυχαγωγεί και παράλληλα να βελτιώνει τον κόσμο στον οποίο απευθύνεται.
Μια παράσταση που δείχνει ότι το δυναμικό υπάρχει και με το παραπάνω στις τάξεις του Κρατικού, αρκεί να υπάρχει καλή στόχευση και όραμα.