Μαρμαρινός: «Στην Επίδαυρο η σιωπή είναι σιωπή, στο Θέατρο Δάσους άμα κάνεις σιωπή ακούς κουδούνια»
Οι αντιδράσεις για την ηχορύπανση που πλήττει την ακουστική των θερινών θεάτρων της Θεσσαλονίκης, επιστρέφουν σχεδόν κάθε καλοκαίρι - Το διαχρονικό πρόβλημα
Για ακόμα ένα καλοκαίρι, οι νύχτες στο Θέατρο Δάσους στη Θεσσαλονίκη συνοδεύονται όχι μόνο από τους ήχους του αρχαίου δράματος ή της σύγχρονης σκηνικής τέχνης, αλλά και από… μουσικές μπαρ, φωνές και ήχους που κανείς δεν θα ήθελε να ακούσει μέσα σε μια παράσταση.
Το θέμα δεν είναι καινούργιο και στην Parallaxi έχουμε ασχοληθεί πολλές φορές και στο παρελθόν. Οι αντιδράσεις για την ηχορύπανση που πλήττει την ακουστική των θερινών θεάτρων της πόλης, όπως το Θέατρο Δάσους και το Θέατρο Κήπου, επιστρέφουν σχεδόν κάθε καλοκαίρι — αλλά λύσεις δεν έρχονται.
Χαρακτηριστική η άποψη του Μιχαήλ Μαρμαρινού που αυτό το καλοκαίρι συνεργάζεται με το ΚΘΒΕ και μεταξύ άλλων που λέει για το Δάσους, προέτρεψε τους θεατές αν θέλουν να δουν το «ζ – η – θ – ο ξένος» να πάνε στην Επίδαυρο στις 11 και 12 Ιουλίου που έκανε πρεμιέρα (και καταχειροκροτήθηκε) και όχι στο Θέατρο Δάσους, όπου θα έρθει την Κυριακή 31 Αυγούστου ακριβώς λόγω των ήχων που μπορεί να ακούγονται – Πρόβλημα που δυστυχώς γνωρίζουν όλοι πως υπάρχει, τόσο οι θεατές που πηγαίνουμε κάθε καλοκαίρι, όσο και οι καλλιτέχνες που έρχονται να παίξουν σε αυτό.
Μαρμαρινός: «Η Επίδαυρος έχει τη νύχτα της φύσης. Το Δάσους, όχι.»
Μιλώντας στη συνέντευξη Τύπου του ΚΘΒΕ στις 25 Ιουνίου για την παράσταση «ζ-η-θ- ο ξένος», ο σκηνοθέτης Μιχαήλ Μαρμαρινός δεν έκρυψε τη λύπη του για την κατάσταση στο Θέατρο Δάσους, συγκρίνοντάς το ευθέως με την Επίδαυρο:
«Υπάρχει μία στιγμή (στην παράσταση) που έχει διάρκεια και δεν ακούγεται τίποτα παρά μόνο η νύχτα της Επιδαύρου. Δεν ξέρω αν το Θέατρο Δάσους έχει τη δυνατότητα να την προσφέρει… Στο Δάσους, άμα κάνεις σιωπή, ακούς κουδούνια ή και άλλα πράγματα».
Ο ίδιος υπογράμμισε ότι δεν προτείνει λύσεις – «δεν είναι η δουλειά μου» είπε – αλλά επισήμανε ότι η συνολική πολιτιστική αντιμετώπιση του θεάτρου είναι υποβαθμισμένη.
Αναλυτικά, όσα είπε στο καφέ του Βασιλικού Θεάτρου πριν λίγες μέρες:
«Η τεχνολογία, μας έχει δώσει τη δυνατότητα σε ένα γκρο πλαν του αισθήματος και της σκέψης. Δηλαδή, δε χρειάζεται διαρκώς να γκαρίξω το αίσθημα, αλλά μπορεί η τεχνολογία να το κλέψει αυτό και να το μοιραστεί. Αυτή την τεχνολογία, την χρησιμοποιούμε. Θα μπορούσα να πω πως υπάρχει μία στιγμή που έχει μία διάρκεια και που δεν ακούγεται τίποτα παρά μόνο η νύχτα της Επιδαύρου. Αλλά η Επίδαυρος έχει μία νύχτα να προσφέρει που δε ξέρω αν το Θέατρο Δάσους έχει τη δυνατότητα να την προσφέρει. Στο Δάσους, άμα κάνεις σιωπή ακούς κουδούνια ή και άλλα πράγματα. Κι αυτό, το ξαναλέω, είναι κρίμα γιατί υπάρχει ένα ενδιαφέρον θέατρο πάνω, το οποίο είναι απόλυτα υποβαθμισμένο από την πολιτιστική αντιμετώπιση του πράγματος. Δε θέλω να προτείνω λύσεις, δεν είναι δική μου δουλειά, εγώ το επισημαίνω μόνο. Αλλά στην Επίδαυρο, η σιωπή είναι σιωπή. Είναι η σιωπή της φύσης. Η νύχτα είναι η νύχτα της φύσης και αυτά μπαίνουν εντελώς μέσα στη δραματουργία γι’ αυτό αν θέλετε να δείτε την παράσταση, πρέπει να έρθετε στην Επίδαυρο. Λυπάμαι που το λέω».
Δυστυχώς, όσο περνούν τα χρόνια, όλο και πιο έντονες είναι αυτές οι καλλιτεχνικές φωνές που ζητούν κάτι να αλλάξει στο Θέατρο Δάσους και να μπορούν τόσο οι ηθοποιοί, όσο και οι θεατές να απολαμβάνουν τις θεατρικές δουλειές που έρχονται, χωρίς καμία παρεμβολή. Δεν είναι πολυτέλεια να θέλεις να αφοσιωθείς σε αυτό το θέαμα που επιλέγεις να δεις. Είναι δικαίωμα και αυτό κάποια φορά πρέπει να αλλάξει διορθώνοντας ίσως αρκετά πράγματα στον χώρο.
Για όσους ασχολούμαστε με το πρόβλημα και ζούμε στη Θεσσαλονίκη, ξέρουμε πολύ καλά για τι μιλάμε. Χαρακτηριστικό ήταν και το ξέσπασμα του Ιεροκλή Μιχαηλίδη πριν μερτικά χρόνια – δεν ξεχνιέται – που επί σκηνής, παίζοντας «Αντιγόνη» έδειξε την ενόχληση του για συναυλία του Στέλιου Ρόκκου που γινόταν λίγα χιλιόμετρα πιο μακριά και εμπόδιζε στην διεξαγωγή της παράστασης. «Δεν γίνεται να παίζει μια συναυλία, σε μια άλλη ατμόσφαιρα, μιας άλλης παράστασης. Και το θέατρο είναι ευαίσθητο σε αυτά. Δεν μπορείς να ακούς ταυτόχρονα τη μουσική από αλλού. Ήταν όμως τόσο έντονο, ήταν σαν να ήταν ακριβώς μέσα στο θέατρο η συναυλία. Ακούγαμε τους στίχους από τα τραγούδια, είναι αδιανόητο αυτό και δεν το έχουμε συναντήσει πουθενά» είχε πει λίγες ώρες μετά, μιλώντας βέβαια και για καφέ μπαρ που δυανμώνουν τη μουσική τους και ακούγονται κι αυτά την ώρα των παραστάσεων «Δύο θέατρα έχει η πόλη, πρέπει να φροντίσουν ακόμη και τα διπλανά καταστήματα. Γιατί έχει συμβεί και αυτό, κάποιες φορές ενοχλούν παίζοντας μουσική», συμπλήρωσε.
Μπουρδούμης: «Ηχορύπανση που έχει παγιωθεί – και τη συνηθίσαμε»
Χαρακτηριστική ήταν η άποψη του Αλέξανδρου Μπουρδούμη σε σχετικό θέμα της Parallaxi το 2023, όπου μίλησε για το πρόβλημα του Θεάτρου Δάσους, χωρίς να έχουν αλλάξει πολλά από τότε.
«Η ηχορύπανση στην περιοχή είναι φαινόμενο παγιωμένο εδώ και πολλά χρόνια. Είναι λυπηρό που δεν έχει βρεθεί τρόπος ώστε να συνεννοηθούν τα μαγαζιά με το φεστιβάλ. Ο κόσμος πληρώνει εισιτήριο για να ακούσει την παράσταση – όχι τον ήχο ενός κοντινού μπαρ.»
Η Θεσσαλονίκη του πολιτισμού ή της παράλληλης φασαρίας;
Το ζήτημα ξεπερνά πια την ενόχληση. Αγγίζει τον ίδιο τον τρόπο που μια πόλη αντιλαμβάνεται την πολιτιστική της ταυτότητα. Αν η εμπειρία μιας παράστασης αλλοιώνεται από εξωγενείς ήχους, αν η σιωπή δεν μπορεί να είναι δραματουργικό εργαλείο, τότε ο πολιτισμός γίνεται συμβιβασμός.
Και το ερώτημα παραμένει:
Θα συνεχίσει η Θεσσαλονίκη να «συνηθίζει» το θόρυβο — ή θα βρει τρόπο να του βάλει όρια όταν το απαιτεί η τέχνη;
Ιστορικά στοιχεία
Το Θέατρο Δάσους ξεκίνησε να λειτουργεί το 1965. Η αρχική του μορφή, μια κατασκευή με μεταλλικές στηρίξεις και ξύλινες κερκίδες, σχεδιασμένη από τον αρχιτέκτονα Πάτροκλο Καραντινό, υλοποιήθηκε με τη συμβολή του ΕΟΤ. Η πρώτη παράσταση του ΚΘΒΕ που παρουσιάστηκε στο Θέατρο Δάσους ήταν η «Σίβυλλα» του Α. Σικελιανού σε σκηνοθεσία Σωκράτη Καραντινού τον Σεπτέμβριο του 1965.
Το 1976 το Θέατρο Δάσους ανακατασκευάζεται, νοτιοδυτικά της πρώτης κατασκευής και με μπετόν αυτή τη φορά, σε σχέδια του καθηγητή του Τμήματος Αρχιτεκτόνων Νικολάου Μουτσόπουλου. Η ανακατασκευή εγκαινιάζεται με τη «Μήδεια» σε σκηνοθεσία Μίνου Βολανάκη με τη Μελίνα Μερκούρη και τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ στους κεντρικούς ρόλους. Την περίοδο της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης − Θεσσαλονίκη 1997, το Θέατρο Δάσους αναδιαμορφώνεται και η χωρητικότητά του αυξάνεται στις 3.894 θέσεις. (από το site του ΚΘΒΕ).
Από το βιβλίο «Μετασχηματισμοί του αστικού τοπίου – Αρχιτεκτονικές μελέτες και έργα του Οργανισμού Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης Θεσσαλονίκη 1997»
Το αντικείμενο της μελέτης περιλαμβάνει τον εκσυγχρονισμό και την επέκταση των εγκαταστάσεων του Θεάτρου Δάσους στο Σέιχ Σου, την ακουστική διόρθωση του κοίλου, την αύξηση της χωρητικότητάς του και την αναβάθμιση του περιβάλλοντος χώρου (προσπελάσεις και στάθμευση).
Η μελέτη αναβάθμισης του κοίλου του Θεάτρου Δάσους επικεντρώθηκε σε τρία σημεία:
- στην εκ νέου χάραξη του κοίλου, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η άρτια ορατότητα προς τη σκηνή και προς την πόλη,
- στη βελτίωση των ηχητικών συνθηκών τόσο για τους θεατές όσο και για τους ηθοποιούς – μουσικούς
- στην επεξεργασία των εμφανών επιφανειών του θεάτρου, με τρόπο ώστε να επιτευχθεί μια συνεκτική αρχιτεκτονική εικόνα με τη μεγαλύτερη δυνατή κατασκευαστική οικονομία.
Η ανάλυση του κυκλικού τμήματος που περιέχει ο κοίλο στην πολυγωνική περίμετρο ενός εικοσάγωνου επιδιώκει την καλύτερη διάχυση του ήχου.
Η σκόπιμα μη κανονική γεωμετρία του κοίλου, σύμφωνη και με τις απαιτήσεις της ακουστικής μελέτης οδήγησε στην αναζήτησή διαφορετικού αριθμού κερκίδων στους διάφορους κυκλικούς τομείς του κοίλου στο Α (κάτω) και στο Β (πάνω) διάζωμα. Η μορφή του λόφου, τα υπάρχοντα δέντρα και η προϋπάρχουσα εκσκαφή συνεισέφεραν αποφασιστικά στη διατύπωση της νέας πρότασης.
Οι προκατασκευασμένες κερκίδες δεν είναι στο κάτω και στο άνω διάζωμα όμοιες στο μήκος και τη διατομή τους. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της πρόθεσης των μελετητών να διαφοροποιηθεί η κλίση του Α, για να βελτιωθεί η ακουστική και η οπτική σχέση με τη σκηνή.



Πρέπει να σημειωθεί ότι, χάρη στο διαφορετικό τύπο κερκίδας που χρησιμοποιήθηκε, η διαφορετική κλίση των διαζωμάτων δε μεταβάλει το ύψος του καθίσματος που παραμένει σε όλες τις θέσεις σταθερό (36 εκ.).
Η κίνηση των θεατών στο χώρο έχει οργανωθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να καλύπτει τις απαιτήσεις των κανονισμών πυρασφάλειας, ταυτόχρονα όμως να ερμηνεύει και τη λειτουργία του χώρου.
Τρεις, σχεδόν οριζόντιοι, δακτύλιοι περιβάλλουν τα δυο διαζώματα: ο πρώτος γύρω από τη σκηνή, ο δεύτερος στο μέσο της απόστασης μεταξύ του άνω και του κάτω διαζώματος και ο τρίτος στο τέρμα του άνω διαζώματος.
Ο πρώτος συγκλίνει με τον κεντρικό άξονα του θεάτρου, όπου συγκεντρώνονται και τα όμβρια. Ο δεύτερος αποκλίνει δεξιά και αριστερά προς τα άκρα, από όπου οι θεατές εξέρχονται του θεάτρου. Ο τρίτος συναντά στην περίμετρο του θεάτρου τέσσερις κατακόρυφους κόμβους – σκάλες, οι οποίοι εκβάλλουν σε ένα διάδρομο διαφυγής σε χαμηλότερη στάθμη.
Όπως είχε διαπιστωθεί από την προμελέτη, η στάθμη της σκηνής έπρεπε να ανυψωθεί για πολλούς λόγους. Με την ευκαιρία αυτής της αλλαγής στάθμης, στην περίμετρο της ορχήστρας προβλέφθηκε ένα κανάλι για τις ηλεκτρολογικές και μηχανολογικές εγκαταστάσεις. Ο μηχανικός σκηνής έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί αυτό το κανάλι ως εργαλείο πολλών δυνατοτήτων, ακόμη και για τη μηχανική ενίσχυση του ήχου.
Η σκηνή έχει σχεδιαστεί με ευελιξία εξυπηρέτησης θεαμάτων εντελώς διαφορετικών μεταξύ τους (θέατρο, συναυλίες, χορός κλπ).
Οι δυο όροφοι του υποσκήνιου κτιρίου, καλύπτουν, από άποψη προγράμματος, απολύτως διακεκριμένες δραστηριότητες.
Στην ανώτερη στάθμη επιλύονται τα καμαρίνια των ηθοποιών καθώς και η στοά αναμονής και επίσκεψης των ηθοποιών, πριν και μετά την παράσταση. Οι χώροι των καμαρινιών υπερυψώθηκαν κατά 60 εκ πάνω από το υπάρχον δάπεδο, ώστε τα παράθυρα τους να βρίσκονται ψηλότερα από το χώρο αναμονής και επίσκεψης. Έτσι εξασφαλίστηκε η ιδιωτικότητα των κλειστών χώρων σε σχέση με τον εξώστη, χωρίς να περιοριστεί η άμεση σχέση των καμαρινιών με τον υπαίθριο χώρο. Η στάθμη αυτή επικοινωνεί με την περίμετρο της σκηνής σε πέντε σημεία της, επίλυση που διευκολύνει την κίνηση ηθοποιών και τεχνικών.
Στην χαμηλότερη στάθμη του υποσκηνίου επιλύθηκε η λειτουργία της Σχολής Χορού του ΚΘΒΕ. Για τον σκοπό αυτό προβλέπονται ένα γραφείο υποδοχής και γραμματείας, μία μεγάλη αίθουσα ασκήσεων μπαλέτου, δύο μικρές αίθουσες προθέρμανσης και γυμναστικής και χώροι αποδυτηρίων με βοηθητικούς χώρους ντους και WC.


Το εντευκτήριο έχει μελετηθεί ως ένα σύνολο ημιυπαίθριων ή ανοιχτών χώρων, οι οποίοι οργανώνονται κάτω από ένα βατό δώμα – πλατεία. Η πλατεία επικοινωνεί άμεσα με τον κεντρικό δρόμο της προσπέλασης στο θέατρο μέσα από πλατώματα – σκαλιά που παρακολουθούν την κλήση του δρόμου.
Η πλατεία – δώμα συνδέεται άμεσα, μέσω μίας γέφυρας, με την άνω στάθμη του υποσκήνιου κτιρίου, όπου βρίσκονται και τα καμαρίνια των ηθοποιών.
Η κλιμακωτή διαμόρφωση της πλατείας την κάνει εύκολα προσπελάσιμη από το κοινό στις ώρες του διαλείμματος ή πριν και μετά την παράσταση.
Η ράμπα προσπέλασης, η οποία αποτελεί ένα σημαντικό στοιχείο της σύνθεσης, κινείται από την σκεπαστή πλατεία εισόδου στον κλειστό χώρο του εντευκτηρίου και καταλήγει στην σκεπαστή ταράτσα (στάθμη +4,95). Η χάραξη της έγινε με τρόπο ώστε να διασωθούν όλα τα σημαντικά δέντρα της περιοχής, τα οποία προσδίδουν ιδιαίτερο χαρακτήρα στο βαθμιδωτό κτίριο. Αριστερά από τη ράμπα διαμορφώνονται μικρά πλατώματα – κήποι, τα οποία ουσιαστικά αποτελούν επεκτάσεις του ημιυπαίθριου αναψυκτηρίου κατά μήκος της ράμπας.
Η ανοιχτή αυλή στην βορειοδυτική πλευρά του συγκροτήματος συνδέεται άμεσα με την είσοδο του ισογείου χώρου του υποσκήνιου κτιρίου.
Το έργο παραμένει ημιτελές, εφόσον δεν έχει ολοκληρωθεί η κατασκευή του εντευκτηρίου, το οποίο ορίζει το φόντο της ανατολικής πλευράς της σκηνής και οργανώνει την είσοδο προς το θέατρο.
Οι μελετητές υπογραμμίζουν ότι η επίτευξη ενός ρεκόρ ταχείας περαίωσης του έργου (εγκατάσταση εργολάβου: 7 Ιανουαρίου 1997, πραγματοποίηση της πρώτης συναυλίας: 15 Ιουνίου 1997) καθώς και η επιλεγείσα μέθοδος δημοπράτησης επέφερε σοβαρές αποκλίσεις από την αρχική μελέτη.
Κάτοψη – Πλάνο – Χάρτης




