Το θέατρο γίνεται η νέα αγάπη της πόλης
Το νέο θεατρικό τοπίο της Θεσσαλονίκης είναι εντυπωσιακό καθώς περιλαμβάνει νέες σκηνές, αλλεπάλληλα sold out, μια νέα γενιά που αγκαλιάζει τις σκηνές και τοπικές παραγωγές που δημιουργούν αισιοδοξία
Η Θεσσαλονίκη αλλάζει θεατρικά. Το φετινό φθινόπωρο και ο χειμώνας που έρχεται διαμορφώνουν μια σεζόν με εξαιρετικό ενδιαφέρον, με νέα θέατρα που άνοιξαν τις πόρτες τους, αλλεπάλληλα sold out που παρατηρούνται εβδομάδες πριν από μία πρεμιέρα πολλές φορές, και το κοινό, ιδίως το νεανικό, να δείχνει πως έχει εντάξει το θέατρο στο πλαίσιο της διασκέδασής του. Παράλληλα ένα νέο φαινόμενο, ο θεατρικός τουρισμός, κάνει πιο δυναμικά από ποτέ την εμφάνισή του, με θεατές που ταξιδεύουν από άλλες πόλεις, συχνά γειτονικές αλλά όχι απαραίτητα, για να παρακολουθήσουν μία θεατρική παράσταση!
Το νέο θεατρικό τοπίο της Θεσσαλονίκης διαμορφώνεται μέσα από τους ίδιους τους ανθρώπους του, οι οποίοι εντοπίζουν και σχολιάζουν την σημερινή πραγματικότητα μίας καινούργιας εποχής.
Από τα ανατολικά της πόλης μέχρι τα ιστορικά θέατρα του κέντρου, νέοι και παλαιότεροι δημιουργοί πλάθουν μια σκηνή που δεν περιορίζεται σε παραστάσεις, αλλά καλλιεργεί κοινότητες, φέρνει κοντά διαφορετικά κοινά και διαμορφώνει το μέλλον της πολιτιστικής ζωής της πόλης. Είναι ένα θέατρο που ονειρεύεται, που προσελκύει, που μαθαίνει και που προσκαλεί τους θεατές να γίνουν μέρος του. Ένα μέλλον ελπιδοφόρο, όπου η σκηνή και η πόλη συνυφαίνονται, δίνοντας νέα πνοή στο πολιτιστικό τοπίο της Θεσσαλονίκης.
Στις σελίδες αυτού του τεύχους της Parallaxi επιχειρούμε να αποτυπώσουμε το πώς αλλάζει το θεατρικό πρόσωπο της Θεσσαλονίκης. Από τη ραγδαία αύξηση του θεατρικού τουρισμού, μέχρι τη γέννηση νέων σκηνών και την εντυπωσιακή συμμετοχή του νεανικού κοινού, το νέο τοπίο δεν είναι απλώς πιο δραστήριο, αλλά είναι πιο αισιόδοξο, πιο εξωστρεφές και πιο έτοιμο από ποτέ να συστηθεί ξανά στο κοινό του.
Η νέα θεατρική γειτονιά στα ανατολικά της Θεσσαλονίκης
Τα τελευταία χρόνια, ένας νέος χάρτης της θεατρικής Θεσσαλονίκης αρχίζει να σχηματίζεται στα ανατολικά της πόλης. Εδώ, σε δρόμους που παλιά μπορεί να περνούσες χωρίς να τους προσέξεις ιδιαίτερα, τώρα βλέπεις φώτα, αφίσες και κόσμο να περιμένει να μπει σε μια παράσταση. Θέατρα όπως το Θέατρο Τ και το Metropolitan στην Φλέμινγκ, το νέο Θέατρο Αμαλία στην Αμαλίας, το Θέατρο Τεχνών στην Κωνσταντινουπόλεως, το Κολοσσαίον στην Βας. Όλγας και ίσως και το Ράδιο Σίτυ στην Παρασκευοπούλου, έχουν αρχίσει να δημιουργούν μια συνεκτική, ζωντανή θεατρική γειτονιά. Σε αυτά Βέβαια, δε θα παραλείψουμε και το δημοτικό Θέατρο Άνετον που μπορεί να ανοίγει μικρά διαστήματα, ωστόσο με το Φεστιβάλ «Ανοιχτή σκηνή» προσελκύει κάθε χρόνο μεγάλο αριθμό θεατών συμβάλλοντας σε αυτό που αναφέρουμε.
Η περιοχή αποκτά ξεκάθαρα πλέον δική της ταυτότητα και μια γειτονιά όπου το θέατρο γίνεται καθημερινότητα, συζήτηση και κίνητρο για βόλτα, φαγητό ή ποτό πριν ή μετά την παράσταση. Δεν είναι τυχαίο ότι οι δρόμοι γεμίζουν ανθρώπους που περιμένουν, συζητούν και ανακαλύπτουν ένα νέο πολιτιστικό προορισμό της πόλης. Η απόσταση από το κέντρο έχει τα πλεονεκτήματά της.
Μέσα σε αυτό το σκηνικό, το Μετρό Θεσσαλονίκης έρχεται να αλλάξει όχι μόνο τον τρόπο που κινούνται οι θεατές, αλλά και τον τρόπο που ζουν τον πολιτισμό. Η γρήγορη και άνετη πρόσβαση σε θεατρικούς χώρους, που μέχρι πρότινος θεωρούνταν “μακριά”, διευκολύνει την έξοδο στο θέατρο και ενώνει θεατές που μέχρι τώρα θα έπρεπε να πάρουν αυτοκίνητο ή κάποιο άλλο μέσο μεταφοράς. Η ίδια η ύπαρξή του φαίνεται να συμβάλλει χωρίς να το καταλάβουμε στη διαμόρφωση μιας νέας “θεατρικής γειτονιάς” στα ανατολικά, μιας περιοχής που αρχίζει να συγκεντρώνει γύρω της θέατρα, εργαστήρια, ομάδες, καλλιτέχνες, δημιουργούς και κοινό, δημιουργώντας μια καινούργια πολιτιστική εστία.
Όμως η γειτονιά αυτή φέρνει μαζί της και προκλήσεις. Η στοχευμένη επιλογή σημαίνει ότι οι θεατές πρέπει να ανακαλύψουν την περιοχή, να προγραμματίσουν την επίσκεψή τους και να αφιερώσουν χρόνο και προσοχή για να παρακολουθήσουν μια παράσταση. Δεν υπάρχει η μαγεία της τυχαίας περατζάδας που μπορεί να φέρει νέο κοινό στο κέντρο. Οι χώροι πρέπει να επικοινωνήσουν την ταυτότητά τους, να δημιουργήσουν δίκτυα συνεργασίας μεταξύ τους και να κάνουν τον θεατή να αισθανθεί ότι η ανατολική γειτονιά είναι ένας προορισμός που αξίζει να επισκεφθεί.
Οι ιδιοκτήτες και οι παραγωγοί των νέων αυτών θεάτρων βλέπουν ξεκάθαρα ότι η γειτονιά έχει μέλλον, αν επενδύσει στην εμπειρία του θεατή, στη συνεργασία και στη δημιουργία ενός κοινού που θα συνδέεται όχι μόνο με τις παραστάσεις αλλά και με τον ίδιο τον χώρο. Το Αμαλία, για παράδειγμα, έχει ήδη ξεκινήσει να μοιράζεται φυλλάδια με άλλες παραγωγές και να δίνει στίγμα μιας συλλογικής ταυτότητας. Το Θέατρο Τ και το Θέατρο Τεχνών το ίδιο.
Η σκηνοθέτρια Γλυκερία Καλαϊτζή, συνιδιοκτήτρια του Θεάτρου Τ στη Φλέμινγκ, λέει: «Η φετινή χρονιά ξεκίνησε για τη Θεσσαλονίκη με πολλές υποσχέσεις, δύο νέοι θεατρικοί χώροι, το Θέατρο Αμαλία και το Θέατρο των Τεχνών, άνοιξαν με πρόθεση να στηρίξουν και την τοπική δημιουργία, όχι απλώς να λειτουργήσουν ως αίθουσες φιλοξενίας. Η προοπτική της γειτονιάς είναι κάτι που το στηρίζω και στο θέατρό μας έχουμε και φυλλάδια του Θεάτρου Αμαλία. Είναι πολύ ελπιδοφόρες οι κινήσεις των παιδιών στο Θέατρο Τεχνών αλλά και στο νέο Αμαλία. Αυτά τα νέα παιδιά θα καταφέρουν να φτιάξουν κάτι ωραίο στη γειτονιά μαζί με όλους εμάς που είμαστε χρόνια στον χώρο».
Από την άλλη, ο Βασίλης Αραμπατζής, ένας από τους δύο δημιουργούς του ολοκαίνουργιου Θεάτρου Τεχνών στην Κωνσταντινουπόλεως, αναφέρει: «Όταν βρέθηκε ο κατάλληλος χώρος στην Κωνσταντινουπόλεως για εμάς, όλα τα στοιχεία έδεσαν. Είχε ιστορία, σωστές συνθήκες, καλή θέση στη γειτονιά. Ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόμασταν. Σκεφτήκαμε ότι τα ανατολικά της Θεσσαλονίκης έχουν ανάγκη από έναν θεατρικό πυρήνα. Το μετρό θα βοηθήσει ακόμη περισσότερο. Θα κάνει πιο εύκολη την πρόσβαση και θα φέρει περισσότερο κόσμο. Θέλουμε ο Θεσσαλονικιός να ξέρει ότι εδώ θα βρει να δει θέατρο».
Μαζί με άλλους χώρους που έχουν ανοίξει στην ίδια περιοχή, διαμορφώνεται πλέον μια νέα θεατρική «γειτονιά» με δυναμική συνεργασίας. «Είναι ένα από τα αγαπημένα μας πράγματα αυτό που συμβαίνει εδώ. Είμαστε ήδη σε συζητήσεις με τους γείτονές μας για τη δημιουργία ενός θεατρικού φεστιβάλ στα ανατολικά. Μακάρι να ευδοκιμήσει, γιατί αν γίνει έτσι, το θεατρικό μέλλον της Θεσσαλονίκης προβλέπεται λαμπρό». Για τον ίδιο, αυτή η άνθηση σηματοδοτεί και μια βαθύτερη αλλαγή στην κουλτούρα του κοινού. «Πάντα ζήλευα την Αθήνα που μπορεί να έχει μια παράσταση χωρίς “όνομα” και να είναι sold out. Πιστεύω ότι αυτό σιγά-σιγά θα αρχίσει να γίνεται και στη Θεσσαλονίκη και να πηγαίνει ο κόσμος στο θέατρο για το ίδιο το θέατρο, όχι μόνο για να δει κάποιον γνωστό ηθοποιό».
Ο Νίκος Μαυράκης, ιδιοκτήτης του ανακαινισμένου Θεάτρου Αμαλία, βλέπει το ίδιο φαινόμενο μέσα από τη δική του οπτική: «Το πρώτο μας feedback ήρθε ήδη από την περίοδο της ανακαίνισης, την άνοιξη. Ο κόσμος της γειτονιάς περνούσε, ρωτούσε, ανησυχούσε για το τι θα γίνει με το θέατρο. Μόλις μάθαιναν ότι θα παραμείνει θέατρο, χαμογελούσαν. Αυτή η χαρά έδειξε πολλά για το ποιοι είναι οι άνθρωποι αυτής της περιοχής. Θέλουν το θέατρο, το αγαπούν, το θεωρούν κομμάτι της ταυτότητάς τους».
Η ίδια η λειτουργία του Αμαλία άλλαξε και την καθημερινότητα του δρόμου. «Από τότε που ανοίξαμε, ο κόσμος γεμίζει το πεζοδρόμιο, περιμένει να μπει, υπάρχει μια ζωντάνια. Οι ένοικοι της πολυκατοικίας από πάνω μας στήριξαν πολύ, νιώθουν κι αυτοί περηφάνεια. Δεν είναι ένα τυπικό στενό η Αμαλίας, έχει κάτι μοναδικό». Και, όπως τονίζει, «Δεν μπορεί να υπάρχει η λογική “να μην πας εσύ καλά για να πάω εγώ”. Στο σύγχρονο θέατρο δεν γίνεται να λειτουργούμε ανταγωνιστικά, γιατί είμαστε ένα οικοσύστημα: ή όλοι μαζί θα πάμε πάνω ή όλοι μαζί θα πάμε κάτω». Το Αμαλία έχει ήδη αναπτύξει δεσμούς με τα γύρω θέατρα, αλλά προτείνει και τι άλλο μπορεί να γίνει στην περιοχή: «Έχουμε φυλλάδια του Θεάτρου Τ στο φουαγιέ μας, γνωριστήκαμε με τα παιδιά του Τεχνών και νιώθουμε ότι κάτι ωραίο δημιουργείται εδώ. Υπάρχει μια συγγένεια, μια κοινή διάθεση». Ο ιδιοκτήτης του Αμαλία πιστεύει ότι υπάρχει μεγάλο περιθώριο ανάπτυξης και συνεργασίας: «Θα μπορούσε να γίνει ένα κοινό πρόγραμμα των θεάτρων της περιοχής ή ένα φεστιβάλ που να τα ενώνει, σε συνεργασία με τον Δήμο Θεσσαλονίκης. Η “Ανοιχτή Σκηνή” θα μπορούσε να επεκταθεί εδώ, με δράσεις στους δρόμους, άλλωστε τα στενά μας προσφέρονται».
Ενώ συνεχίζει, λέγοντας: «Θα μπορούσε ο Δήμος Θεσσαλονίκης να αναδείξει αυτή τη γειτονιά ως τη «θεατρική γειτονιά» της πόλης. Πρόσφατα που βρέθηκα στο Ελσίνκι, με εντυπωσίασε πως με το που έβγαινε κάποιος στη στάση του Μετρό που βρισκόταν κοντά σε ένα θέατρο της γειτονιάς, υπήρχαν ταμπέλες που υποδείκνυαν κατευθείαν ότι εκεί βρίσκεσαι για το θέατρο. Έτσι, η περιοχή αναγνωριζόταν ως σημαντικό μέρος της γειτονιάς, με βάρος και αξία, και κάτι αντίστοιχο θα μπορούσε να εφαρμοστεί και στη Θεσσαλονίκη και στην περιοχή αυτή».
Η νέα ανατολική θεατρική ζώνη της Θεσσαλονίκης δεν είναι ακόμα πλήρως χαρτογραφημένη βέβαια, αλλά ήδη δείχνει ότι μπορεί να αποτελέσει μια εναλλακτική καρδιά της θεατρικής ζωής της πόλης, φέρνοντας κοινό, νέους θεατές και, φυσικά, μια νέα αίσθηση για το πώς η πόλη ζει τον πολιτισμό της. Η πρόκληση και η ομορφιά αυτής της αλλαγής είναι ότι χρειάζεται συμμετοχή, πρόθεση και περιέργεια για να μπορέσει να μεγαλώσει αυτό που ήδη δημιουργήθηκε και έχει προορισμό και στόχο. Παράλληλα με τα θέατρα οι γειτονιές αυτές μπορούν να αναπτυχθούν σαν καλλιτεχνικές πιάτσες με στέκια που θα ευδοκιμήσουν όπου το κοινό θα πηγαίνει μετά τις παραστάσεις για ποτό, φαγητό και κουβέντα, δημιουργώντας νέες γειτονιές εξόδου με καλλιτεχνικό προφίλ.
Το θέατρο αλλάζει… και το γεμίζουν οι νέοι
Τα τελευταία δύο χρόνια, τα θέατρα της Θεσσαλονίκης βιώνουν όμως και μια εντυπωσιακή αλλαγή στο κοινό τους. Οι νέοι επισκέπτες γεμίζουν τις αίθουσες, φέρνοντας μια φρέσκια ενέργεια και μία νέα προσδοκία στη σκηνή. Η Ρίτα Σίσιου, θεατρική παραγωγός και υπεύθυνη επικοινωνίας σε μεγάλες θεατρικές παραστάσεις που έρχονται στην πόλη, σημειώνει ότι η πανδημία λειτούργησε ως καταλύτης: «Εκείνη η περίοδος είχε δύο όψεις. Από τη μία, δεν ήμασταν με τους άλλους. Από την άλλη, νιώθαμε την ανάγκη να κοινωνούμε κάτι μαζί τους… Το θέατρο έγινε ένας τόπος όπου μπορούμε να νιώσουμε ότι ‘ανήκουμε’ σε κάτι».
Η νέα γενιά σκηνοθετών φαίνεται να κατανοεί και να αξιοποιεί αυτή την ανάγκη, όπως αναφέρει. Χρησιμοποιώντας σύγχρονα εργαλεία επικοινωνίας, social media και ψηφιακές πλατφόρμες πώλησης εισιτηρίων, προσεγγίζουν απευθείας το νεανικό κοινό που είναι πια περισσότερο εξοικειωμένο. Όπως τονίζει η Σίσιου, «Το νέο κοινό νιώθει ότι αυτό που γίνεται στη σκηνή το αφορά πραγματικά. Δημιουργήθηκαν ανησυχίες, ερωτήματα και η τέχνη έγινε ένας τρόπος να τα εκφράσουμε ή έστω να τα μοιραστούμε».
Το ενδιαφέρον είναι ότι οι νέοι δεν περιορίζονται σε εύκολες επιλογές ή εμπορικές παραστάσεις. Αντίθετα, επιλέγουν έργα με βάθος και κοινωνικό ή πολιτικό περιεχόμενο. Παρατηρεί η Ρίτα Σίσιου πως οι νέοι καλλιτέχνες καταπιάνονται με πιο σύγχρονα, απαιτητικά έργα: «Δες, για παράδειγμα, το “Μια άλλη Θήβα” ή τον “Τυχαίο θάνατο ενός αναρχικού”. Τα αγκάλιασε κυρίως η νεολαία. Οι αίθουσες είναι γεμάτες από τον Covid και μετά και αυτό δεν είναι τυχαίο» αναφέρει. Η ψηφιακή ευκολία στην ανακάλυψη και κράτηση εισιτηρίων ενισχύει αυτή την τάση, δίνοντας στους νέους πλήρη αυτονομία στην επιλογή των παραστάσεων, «Οι πλατφόρμες πώλησης εισιτηρίων είναι πια ένα εργαλείο που οι νέοι χρησιμοποιούν φυσικά. Μπαίνουν, πλοηγούνται, ανακαλύπτουν μόνοι τους τι τους ενδιαφέρει. Είναι κοντά στη νοοτροπία τους: “το είδα, μου άρεσε, το έκλεισα”» λέει.
Οι ιδιοκτήτες των θεάτρων βλέπουν την ευθύνη αλλά και τη δυνατότητα που φέρνει αυτό το κοινό. Ο Νίκος Μαυράκης λέει: «Τα τελευταία δύο με τρία χρόνια δεν μπορώ να μιλήσω για τη Θεσσαλονίκη, γιατί δεν ήμουν εδώ, αλλά μπορώ να μιλήσω για την Αθήνα, όπου τα θέατρα είναι όντως γεμάτα από νέους. Νιώθω κι εγώ ότι η νεολαία στρέφεται πλέον στο θέατρο ως μορφή ψυχαγωγίας. Ειδικά σήμερα, που περνάμε ώρες μπροστά στις οθόνες, η ανάγκη να δεις κάτι ζωντανό γίνεται μεγαλύτερη. Είναι πολύ ενθαρρυντικό να βλέπεις νέα άτομα να μπαίνουν στο θέατρο· είναι μια επόμενη γενιά που εκπαιδεύεται τώρα για το μέλλον. Φυσικά, υπάρχει και μια ευθύνη από όσους δουλεύουν στα θέατρα να δημιουργούν προτάσεις που θα προσελκύουν τους νέους. Οι ιδέες υπάρχουν, χρειάζονται όμως εργαλεία και χρόνο για να δούμε πώς θα λειτουργήσουν στην πράξη».
Ο Βασίλης Αραμπατζής τονίζει: «Βλέπουμε πλέον πολλούς νέους ανθρώπους στο θέατρο. Δημιουργούνται παραστάσεις που ενδιαφέρουν πραγματικά τους νέους, όπως ο ‘Ριχάρδος στη Γάζα’ που απευθύνεται ακριβώς σε αυτούς. Είναι σπουδαίο γιατί έτσι φτιάχνεται το πολιτιστικό μέλλον της πόλης». Η αλλαγή αυτή δεν είναι απλώς αριθμητική, αλλά είναι η αρχή μιας νέας σχέσης μεταξύ νεολαίας και θεάτρου, που υπόσχεται να μεταμορφώσει τη σκηνή της Θεσσαλονίκης για τα επόμενα χρόνια. Είναι στην πραγματικότητα, ένα νέο φαινόμενο που παρατηρείται τα τελευταία δύο χρόνια πιο έντονα, φέρνοντας στα θέατρα της Θεσσαλονίκης ένα νέο κοινό που ενδεχομένως αυτή τη στιγμή καλλιεργείται και εκπαιδεύεται προσθέτοντας έτσι μία επιπλέον ευθύνη στους ιδιοκτήτες των θεάτρων της πόλης αλλά και στους καλλιτέχνες που φτιάχνουν παραστάσεις.
Κλείνοντας, η Ρίτα Σίσιου επισημαίνει ότι οι παραστάσεις που κέρδισαν τη νεολαία δεν ήταν ακριβές υπερπαραγωγές, αλλά ουσιαστικές, φροντισμένες και με κάτι να πουν: «Οι νέοι δεν αναζητούν θεάματα επίδειξης. Θέλουν περιεχόμενο, ειλικρίνεια, επικοινωνία. Και μέσα από το θέατρο, τα ξαναβρίσκουν. Παράδειγμα το “Λεωφορείο ο Πόθος” του Δημήτρη Καραντζά που χωρίς να έχει κάποιο πολύ μεγάλο όνομα στους πρωταγωνιστές, ήταν πάντα γεμάτο από κόσμο».
Οι άνθρωποι που κάνουν χιλιόμετρα για να δουν μία παράσταση
Κάθε Σαββατόβραδο, μπροστά από τα θέατρα της Θεσσαλονίκης, η ίδια σκηνή επαναλαμβάνεται. Λεωφορεία από Κατερίνη, Σέρρες, Δράμα ή Βόλο σταματούν στην είσοδο, οι επιβάτες κατεβαίνουν με ενθουσιασμό, κρατώντας στα χέρια τους τα εισιτήρια για την παράσταση που είχαν κλείσει εδώ και εβδομάδες. Κάποιοι θα πουν ότι ήρθαν «για το θέατρο», άλλοι θα χαμογελάσουν λέγοντας «το κάναμε εκδρομή». Όλοι όμως μοιράζονται την ίδια ανάγκη να ζήσουν από κοντά τη μαγεία μιας παράστασης που δεν θα έφτανε ενδεχομένως ποτέ στη δική τους πόλη.
Το φαινόμενο του θεατρικού τουρισμού έχει αρχίσει να αποκτά όνομα στη Θεσσαλονίκη. Όπως μας εξηγεί η Τίτι Καραμανλή από το Τμήμα Ομαδικών Κρατήσεων του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, «υπάρχουν άνθρωποι που ταξιδεύουν κάθε χρόνο, οργανωμένα ή μόνοι τους, απλώς για να δουν θέατρο. Σύλλογοι, ΚΑΠΗ, σχολεία, παρέες, ακόμη και τουριστικά γραφεία που εντάσσουν μια παράσταση στο πρόγραμμα μιας εκδρομής». Η εικόνα όμως δεν περιορίζεται μόνο στο ΚΘΒΕ. Από το Αμαλία και το Ράδιο Σίτυ μέχρι το Αριστοτέλειον και το Θέατρο της Μονής Λαζαριστών, οι θεατρικές αίθουσες της πόλης έχουν πια κοινό που δεν κατοικεί απαραίτητα στη Θεσσαλονίκη. «Το βλέπουμε όλο και πιο συχνά», λένε οι παραγωγοί. «Παρέες που έρχονται από μακριά, κλείνουν εισιτήρια μήνες πριν, συνδυάζουν την παράσταση με ένα δείπνο στην πόλη, μένουν το βράδυ και επιστρέφουν την επόμενη μέρα. Είναι ένα μικρό ταξίδι με αφορμή το θέατρο.»
Η Ρεβέκκα Ρουμελιώτη, υπεύθυνη επικοινωνίας του Θεάτρου Αυλαία, εξηγεί έναν από τους λόγους που το φαινόμενο αυτό έχει ενισχυθεί τα τελευταία χρόνια: «Στο να γίνεται γνωστή μία παράσταση γρήγορα πλέον και σε άλλες πόλεις εκτός από τη Θεσσαλονίκη, συμβάλλει το διαδίκτυο και τα social media. Με μία στοχευμένη χορηγούμενη μπορείς να διαφημίσεις μια παράσταση παντού και γρήγορα, από τις Σέρρες και το Κιλκίς, μέχρι την Καβάλα και την Αθήνα. Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά από παλιά, ότι δηλαδή το θέατρο δεν απευθύνεται μόνο στο κοινό της πόλης του».
Την ίδια εικόνα επιβεβαιώνει και η Ρίτα Σίσιου: «Πλέον, οργανώνονται ολόκληρες εκδρομές για να έρθουν θεατές από άλλες πόλεις να δουν μια παράσταση. Άνθρωποι που θέλουν να περάσουν ποιοτικά τη μέρα τους, να πιουν έναν καφέ, να δουν θέατρο και να επιστρέψουν. Και δεν περιορίζονται στις εμπορικές παραστάσεις, αλλά επιλέγουν και πιο “δύσκολα” έργα». Η ίδια θυμάται μια χαρακτηριστική στιγμή: «Σε ένα Q&A μετά από παράσταση, ρώτησα φοιτητές αν έχουν πάει ποτέ στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Με έκπληξη διαπίστωσα ότι πολλά παιδιά της Θεσσαλονίκης δεν είχαν επισκεφτεί το θέατρο της πόλης τους, ενώ φοιτητές από την επαρχία είχαν παρακολουθήσει» αναφέρει χαρακτηριστικά.
Ο χειμώνας είναι η πιο δυνατή περίοδος αυτού του φαινομένου, όπου μεγάλες παραγωγές, γνωστά ονόματα και παραστάσεις κάνουν στάση συνήθως μόνο σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Όμως και το καλοκαίρι, με τα φεστιβάλ και τις περιοδεύουσες παραστάσεις που μένουν για λίγες μέρες στα θέατρα της πόλης, το ρεύμα συνεχίζεται. Οι ταξιδιώτες του θεάτρου δεν πτοούνται ούτε από την απόσταση ούτε από το πρόγραμμα, οργανώνοντας τη διαδρομή τους σαν μικρή πολιτιστική απόδραση.
Η Καραμανλή το περιγράφει απλά: «Είναι εντυπωσιακό να βλέπεις ανθρώπους να κάνουν χιλιόμετρα για να δουν μια παράσταση. Από τη Βέροια, την Ξάνθη, την Καβάλα ή ακόμα και από το Ηράκλειο της Κρήτης, έχουμε σχολεία που έρχονται κάθε χρόνο και πια είμαστε γνωστοί. Αυτό σημαίνει ότι το θέατρο έχει γίνει λόγος να ταξιδεύεις».
Και πράγματι, η Θεσσαλονίκη φαίνεται να κερδίζει κάτι πολύ περισσότερο από ένα κοινό που γεμίζει τις πλατείες των θεάτρων. Κερδίζει ζωή, τουρισμό και μια πολιτιστική ταυτότητα που απλώνεται πέρα από τα όρια της πόλης.
Η εικόνα που διαμορφώνεται είναι ενθαρρυντική και γεμάτη ελπίδα. Η Θεσσαλονίκη δεν αλλάζει μόνο γεωγραφικά, με νέες σκηνές να ανθίζουν στα ανατολικά, αλλά και κοινωνικά, με το κοινό της να αποκτά νέες συνήθειες και τη νεολαία να αγκαλιάζει το θέατρο ως μέρος της διασκέδασης και της καθημερινότητάς της. Το ενδιαφέρον για παραστάσεις απαιτητικές, ουσιαστικές και ζωντανές, μαζί με το φαινόμενο του θεατρικού τουρισμού, δείχνουν ότι η πόλη χτίζει μια νέα, δυνατή ταυτότητα στον πολιτισμό. Θα θέλαμε κάτι αντίστοιχο να συμβεί και σε άλλα σημεία της πόλης, ενδεχομένως στα δυτικά, όπου ήδη υπάρχει μια βάση με τις σκηνές της Μονής Λαζαριστών και τα θεατρικά εργαστήρια που ανοίγουν σιγά σιγά, δημιουργώντας έτσι τις προϋποθέσεις για ακόμη μια ζωντανή, συλλογική θεατρική γειτονιά που ελπίζουμε να αναλύσουμε σύντομα.
Τελευταίο, αλλά όχι αμελητέο στοιχείο, είναι η τόλμη σε τοπικούς θεατρώνηδες, όπως ο Πέτρος Παλάκας του Αυλαία και ο Γιάννης Ζαφειρίου του Φαργκάνη και του Κολοσσαίον προχωρούν με γενναιότητα σε δικές τους παραγωγές που ανεβαίνουν για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη, κάνουν πρεμιέρες εδώ και μετά ταξιδεύουν στην υπόλοιπη Ελλάδα. Στην περίπτωση δε του Ζαφειρίου έχουμε ταυτόχρονα και την δημιουργία για πρώτη φορά ενός εργοταξίου κατασκευής σκηνικών για τις ανάγκες των παραστάσεων.
Όλα αυτά συνιστούν ένα αισιόδοξο σκηνικό για το μέλλον του θεάτρου της Θεσσαλονίκης. Θυμίζει έντονα την εποχή του 2000 όπου με τις Νέες Μορφές, το θέατρο Ακτίς Αελίου και την Πειραματική γινόταν μια κοσμογονία. Μακάρι να προχωρήσει στο μέλλον με δύναμη…





