Αθλητισμός και αναπηρία όρασης: Είναι δικαίωμα, όχι προνόμιο
Θεσσαλονικείς αθλητές με αναπηρία όρασης αναλύουν στην Parallaxi την πραγματικότητα της συμπερίληψης στον αθλητισμό και τις δυσκολίες στην Ελλάδα
Κεντρική εικόνα: paralympic.org
Ο αθλητισμός είναι δικαίωμα για όλους και τα άτομα με αναπηρία όρασης δεν αποτελούν εξαίρεση.
Όταν ένα άτομο με προβλήματα όρασης πατήσει για πρώτη φορά σε ένα γήπεδο, αισθάνεται κάθε γωνιά του, ακούει κάθε κίνηση γύρω του, από τον ήχο της μπάλας στο πάτωμα μέχρι τα βήματα του προπονητή και για πολλούς παίρνει την μορφή ενός ασφαλούς χώρου, ενός τρόπου έκφρασης, μίας μορφής διεξόδου.
Εκεί, στο γήπεδο, τους δίνεται η ελευθερία να δοκιμάσουν τα όρια τους, να νιώσουν ένα με την ομάδα ή ικανοί μόνοι τους, αλλά πάνω από όλα και το πιο σημαντικό – να νιώσουν ίσοι.
Εκτός από τα προφανή – ενδυνάμωση του σώματος, βελτίωση της ισορροπίας και του προσανατολισμού, άσκηση – ο αθλητισμός βοηθά στην κοινωνικοποίηση, την ένταξη των ατόμων με προβλήματα όρασης σε μία ομάδα, καθώς και τη βελτίωση της ψυχικής υγείας. Η αυτοπεποίθηση των αθλητών ανεβαίνει, το άγχος μειώνεται και η γεννιέται η ελπίδα για κάτι μεγαλύτερο.
Στην χώρα που η καθημερινότητα των ατόμων με αναπηρία όρασης έρχεται με εμπόδια, από τις σπασμένες πλάκες στα πεζοδρόμια, μέχρι την προβληματική ηχητική σήμανση στα φανάρια, η συμπερίληψη στον αθλητισμό καθίσταται τουλάχιστον αναγκαία.
Η γνωστή σε όλους μας μπάλα του ποδοσφαίρου, ένα από τα πιο αγαπημένα αθλήματα στον κόσμο, από άνδρες και γυναίκες, μικρούς και μεγάλες απέκτησε άλλη σημασία, όταν δημιουργήθηκε η πρώτη ειδική μπάλα για τυφλά παιδιά.
Ο Θεσσαλονικιός Ηλίας Μάστορας, ιδρυτής της ΜΚΟ Youthorama, είναι ο άνθρωπος που δημιούργησε την πρώτη ειδική μπάλα ποδοσφαίρου για τυφλά παιδιά, μία ελαφριά μπάλα με ηχητικό σύστημα στο εσωτερικό της, η οποία δεν μπορεί να αγοραστεί σε κατάστημα. Μπορεί μόνο να δοθεί δωρεάν σε τυφλά παιδιά και νέους με οπτική αναπηρία, καθώς και στα σχολεία τους.
Στη συνέχεια δημιουργήθηκε η καμπάνια “Μία μπάλα για όλους” και λόγω της παγκόσμιας ανάγκης για τον διαμοιρασμό της ειδικής μπάλας σε όλες τις γωνιές της γης, κατάφεραν μέσα σε περίπου 8 χρόνια, οι ειδικές μπάλες να ταξιδέψουν σε 215 χώρες και περιοχές!
Ο Ηλίας Μάστορας αναλύει στην Parallaxi πώς προέκυψε η ιδέα της ειδικής μπάλας για τυφλά παιδιά:
«Τον Ιούλιο του 2016, με την Σχολή Τυφλών Θεσσαλονίκης προέκυψε η ιδέα να κάνουμε μία θεατρική αφήγηση παραμυθιού που είχα γράψει, απευθυνόμενοι στα μικρότερα παιδιά που δεν γνωρίζουν ακόμα την γραφή Braille. Στην αφήγηση παραβρέθηκε και ο μικρός Λέανδρος, που ήταν τότε 4 ετών, για να πει έναν γρίφο από το παραμύθι.
Του δώρισα την μπάλα ενηλίκων που υπήρχε μέχρι εκείνη τη στιγμή. Τότε συνειδητοποίησα πόσο μεγάλη ήταν η ανάγκη να δημιουργηθεί μία μπάλα για μικρά παιδιά με οπτική αναπηρία, καθώς η ήδη υπάρχουσα μπάλα ζύγιζε πάνω από μισό κιλό και ήταν αδύνατον να παίξει κάποιο παιδί με αυτήν. Χάρη στον Λέανδρο ο οποίος αποτέλεσε την έμπνευση μου, δημιουργήθηκε και η ιδέα της μπάλας».
«Αυτή η μπάλα είναι αγαπησιάρικη», τονίζει ο κ. Μάστορας: «Από τα παιδιά που έχουν πάρει τη μπάλα, ακούμε συχνά ότι το πρώτο βράδυ κοιμούνται αγκαλιά μαζί της. Επειδή υπάρχουν πολλές ωραίες ιστορίες από όλον τον κόσμο, έχουμε δημιουργήσει το ντοκιμαντέρ “Μία μπάλα για όλους: Κοινωνικό Ποδόσφαιρο” όπου πρωταγωνιστεί η 12χρονη Λουκία, η οποία γεννήθηκε με ολική τύφλωση στη Βέροια. Κάνουμε αυτό το ταξίδι και μεταφερόμαστε στις διάφορες χώρες, με τους ανθρώπους που έχουν την μπάλα, οι οποίοι μας στέλνουν τις ιστορίες τους».
«Κορυφαία στιγμή για το ποδόσφαιρο τυφλών στην Ελλάδα ήταν οι Παραολυμπιακοί Αγώνες στην Αθήνα το 2004, όπου για πρώτη φορά συμμετείχε η Εθνική ομάδα ποδοσφαίρου τυφλών και μάλιστα κατέλαβε την 4η θέση. Αυτό το γεγονός βοήθησε αρκετά, έτσι ώστε να αναπτυχθεί στη χώρα το κίνημα για άτομα με αναπηρία όρασης στον αθλητισμό», καταλήγει ο κ. Μάστορας.
Ο μικρός Λέανδρος πρεσβεύει τα δικαιώματα της ισότιμης προσβασιμότητας στην καθημερινότητα και εκτός από την κύρια πηγή έμπνευσης για την ειδική μπάλα για τυφλά παιδιά, έγινε και ένα από τα πρόσωπα της παγκόσμιας καμπάνιας «Μία μπάλα για όλους».
«Μέσα από αυτό βοήθησα με τον τρόπο μου να φτάσει αυτή η μπάλα στα παιδιά με αναπηρία όρασης σε όλον τον κόσμο. Από πολύ μικρός μπόρεσα και κλώτσησα την ειδική μπάλα με τα κουδουνάκια. Το ποδόσφαιρο μου αρέσει όπως όλα τα παιχνίδια και δεν έχει σημασία ποιος θα κερδίσει. Σημασία έχει να κάνεις φίλους, να γνωρίσεις νέο κόσμο, να γελάσεις με την καρδιά σου και να ευχαριστηθείς το παιχνίδι. Το ποδόσφαιρο τυφλών είναι ένα συμπεριληπτικό παιχνίδι στο οποίο αγωνίζονται και μη βλέποντες, κάτι που είναι πολύ σημαντικό», λέει ο ίδιος.
Ο Λέανδρος μαζί με τον πατέρα του, Φίλιππο Παπαχαραλαμπίδη, δημιούργησαν την Act Now, έναν οργανισμό που έχει ως αντικείμενο τη συμπερίληψη και την προσβασιμότητα. «Με την καμπάνια “Respect” ρίχνουμε “κίτρινη κάρτα” στην παράτυπη στάθμευση και διεκδικούμε ανοιχτές διαβάσεις και πεζοδρόμια για γονείς με καροτσάκια, άτομα τρίτης ηλικίας και άτομα με αναπηρία. Ξέρω ότι αν δράσουμε όλοι μαζί, θα κατορθώσουμε πολλά».
Τεράστιο ρόλο παίζουν οι σύλλογοι και οι ομάδες που κάνουν δυνατή την εμπειρία αυτή για τα άτομα με προβλήματα όρασης και ενισχύουν τη συμπερίληψή τους στον χώρο του αθλητισμού. Μία από αυτές τις ομάδες στη Θεσσαλονίκη, είναι η Αθλητική Ένωση Τυφλών «Πυρσός».
Ο Χαράλαμπος Τοκατλίδης, ένας από τους ιδρυτές της Ένωσης, αναλύει στην Parallaxi την ιδέα της ίδρυσής της, τα αθλήματα που περιλαμβάνει καθώς και τον ρόλο του αθλητισμού στις ζωές των παιδιών με οπτική αναπηρία:
«Η Αθλητική Ένωση Τυφλών “Πυρσός” ιδρύθηκε το 1997, στη Θεσσαλονίκη. Η ιδέα γεννήθηκε από μία παρέα 10 ατόμων, όλοι με αναπηρία όρασης, που παίζαμε ποδόσφαιρο και θέλαμε να δημιουργήσουμε μία δική μας ομάδα. Για να έχουμε υπόσταση και να μπορέσουμε να ενταχθούμε στις ομοσπονδίες, δημιουργήσαμε τον σύλλογο, ο οποίος μέχρι και σήμερα διοικείται αποκλειστικά με άτομα από οπτική αναπηρία και πρώην/ εν ενεργεία αθλητές. Είναι ένα δικό μας δημιούργημα με τα χρόνια άνθισε και εξελίχθηκε επειδή ο κόσμος το είχε ανάγκη. Θέλουμε να αφήσουμε αυτήν την αθλητική παρακαταθήκη για τα παιδιά με οπτική αναπηρία που θα την έχουν ανάγκη στο μέλλον, στη Θεσσαλονίκη.
Σήμερα στα ομαδικά αθλήματα συμπεριλαμβάνουμε το ποδόσφαιρο τυφλών και το goalball, ενώ στα ατομικά αθλήματα μπορεί κανείς να βρει judo, ποδηλασία, showdown, τοξοβολία και σκάκι. Έχουμε ένα ιδιόκτητο γυμναστήριο καθώς και οχήματα για να μεταφέρουμε τους αθλητές μας».
«Για ένα παιδί με αναπηρία όρασης που θα μεγαλώσει χωρίς τον αθλητισμό στη ζωή του, είναι αρκετά δύσκολο να ενταχθεί μετέπειτα μετά σε αυτόν», εξηγεί ο κ. Τοκατλίδης: «Προσπαθούμε όμως, όχι μόνο εμείς αλλά και τα υπόλοιπα σωματεία της Ελλάδας και της πόλης να τους εντάξουμε στον αθλητισμό, όχι μόνο για την υγεία τους αλλά και για την ψυχική υγεία και την κοινωνικοποίησή τους».
«Πρέπει να κάνουμε λόγο για δικαίωμα στον αθλητισμό, όχι για συμπερίληψη»
«Είναι ένα δικαίωμα το οποίο δεν είναι δεδομένο για εμάς, ειδικά στους χώρους άθλησης και παλεύουμε καθημερινά γι’ αυτό. Για εμάς, σε αυτό παίζει σημαντικό ρόλο και η χρηματοδότηση μιας και όλα είναι δωρεάν για τους αθλητές μας, όλα γίνονται με ιδίους πόρους. Τα πράγματα είναι σαφώς καλύτερα στον αθλητισμό σε σύγκριση με το παρελθόν. Βοήθησαν πολύ οι Παραολυμπιακοί του 2004 στην Ελλάδα, οι οποίοι έδωσαν “φως” στον αθλητισμό για τα άτομα με αναπηρία στη χώρα. Είναι όμως ένας αγώνας που ακόμα συνεχίζεται», σημειώνει ο ίδιος.
Η Δώρα Πασχαλίδου είναι Ελληνίδα Παραολυμπιονίκης στο τζούντο.
Στους Παραολυμπιακούς αγώνες του 2024, στους οποίους ήταν σημαιοφόρος στην τελετή έναρξης, έγραψε ιστορία και κέρδισε το χάλκινο μετάλλιο στην κατηγορία 70 κιλών J1. Ακόμα, έχει κατακτήσει το χάλκινο και το χρυσό μετάλλιο στα Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα του 2022 και του 2023 αντίστοιχα.
Η Δώρα ξεκίνησε πριν δέκα χρόνια, το 2015, την ενασχόληση με το τζούντο και με προπονητή τον Θεόκλητο Παπαχρήστος, συμμετείχε στους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Τόκιο, παρά τα κενά και τις πολλές ελλείψεις από βοήθεια. «Κυνηγούσαμε το άπιαστο σε σύγκριση με τους αθλητές του εξωτερικού. Το 2022 καταφέραμε να δούμε μία ανοδική πορεία με μετάλλια και διακρίσεις, με σημαντικές πρωτιές για την Ελλάδα, ώσπου έφτασα στους Παραολυμπιακούς αγώνες του 2024, κατακτώντας το πρώτο χάλκινο μετάλλιο για το άθλημα του τζούντο», όπως περιγράφει η ίδια την πορεία της.

Η Δώρα Πασχαλίδου αναλύει στην Parallaxi τις δυσκολίες του πρωταθλητισμού στην Ελλάδα για τα άτομα με οπτική αναπηρία:
«Για τους αρτιμελείς ο πρωταθλητισμός στην Ελλάδα είναι δύσκολος και δεν υπάρχει η απαραίτητη βοήθεια. Για τους ανθρώπους με αναπηρία, που ο πρωταθλητισμός θεωρείται δέκα κλάσεις κάτω, τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα. Ό,τι κάνεις γίνεται με προσωπικό κόπο και γνωριμίες. Είμαστε πολύ πίσω σε όλους τους τομείς. Κυρίως όμως είναι το οικονομικό κομμάτι, το οποίο αν δεν το δώσεις στον αθλητή, από ένα σημείο και μετά θα τα παρατήσει. Όχι γιατί δεν έχει κίνητρο, αλλά γιατί δεν έχει πλέον χρήματα για να πάει μπροστά.
Οι Έλληνες υστερούμε πολύ σε αθλητική παιδεία. Ως λαός έχουμε την τάση να υποβαθμίζουμε τα κατορθώματα των αθλητών μας. Σήμερα, αν κάποιος πάρει το χρυσό τον αποθεώνουμε, ενώ αύριο αν πάρει 4η θέση τον αγνοούμε».
Η 27χρονη τζουντόκα αναλύει από πλευρά της για την αναγκαιότητα της συμπερίληψης στον αθλητισμό:
«Δεν υπάρχει λόγος να γίνονται διακρίσεις, εάν δεν έγκειται στο ταλέντο και τις δεξιότητες του ανθρώπου. Όταν ένας άνθρωπος με ταλέντο και δεξιότητες δουλεύει για κάτι, η συμπερίληψη γίνεται απόλυτα σημαντική, σοβαρή και πολύτιμη. Κανένας δεν επέλεξε την αναπηρία του και επίσης είναι κάτι δεν αφορά τρίτους. Πολύ συχνά τα άτομα με αναπηρία αντιμετωπίζονται με κατωτερότητα και οίκτο. Η συμπερίληψη παίζει καθοριστικό παράγοντα για να μπορέσουμε όλοι οι άνθρωποι να συμπορευόμαστε και να αναπτυσσόμαστε ίσα και όμοια».
«Η Ελλάδα δεν έχει φτάσει σημείο να μπορούμε να πούμε ότι είναι συμπεριληπτική στον αθλητισμό. Υπάρχουν πέντε Ολυμπιακοί αθλητές που διαλέγονται κάθε εποχή και δέκα κλάσεις πιο κάτω βρίσκονται οι αθλητές των Παραολυμπιακών αγώνων που… “εντάξει, προσπαθούν τα παιδιά – έχουν δύναμη ψυχής”. Αυτό είναι ό,τι πιο άσχημο μπορούμε να ακούσουμε. Όλοι οι πρωταθλητές δουλεύουμε πάρα πολύ, ο καθένας για το άθλημά του ξεχωριστά. Μία τέτοια φράση αναιρεί κάθε μας προσπάθεια», καταλήγει η ίδια.
Ένα Παραολυμπιακό άθλημα ειδικά σχεδιασμένο για τα άτομα με προβλήματα όρασης είναι το Goalball.
Πρόκειται για ένα ομαδικό άθλημα, στο οποίο συμμετέχουν μόνο τυφλοί αθλητές ή αθλητές με μειωμένη όραση. Οι παίκτες για να ανταποκριθούν στο υψηλό επίπεδο ανταγωνισμού πρέπει να διαθέτουν υψηλή τεχνική, δύναμη, ταχύτητα, γρήγορη αντίδραση, ομαδικότητα, ευλυγισία και καλή αίσθηση του χώρου. Σε επίπεδο αναψυχής μπορούν να ασχοληθούν όλοι ανεξάρτητα από ηλικία, φυσική κατάσταση ή βαθμό απώλειας όρασης. Παίζεται από άνδρες και γυναίκες και κάθε ομάδα αποτελείται από τρεις βασικούς παίκτες και τρεις αναπληρωματικούς.
Σκοπός του παιχνιδιού είναι η μία ομάδα να κυλήσει τη μπάλα με το χέρι προς την αντίπαλη πλευρά και να σημειώσει γκολ, ενώ οι αντίπαλοι παίκτες προσπαθούν να την αποκρούσουν με οποιοδήποτε μέρος του σώματός τους. Νικήτρια αναδεικνύεται η ομάδα που θα πετύχει τα περισσότερα γκολ.
O Χάρης έμαθε για το άθλημα του goalball μέσα από τη Σχολή Τυφλών στη Θεσσαλονίκη και από τότε δεν το έχει βγάλει από τη ζωή του:
«Σήμερα, αρκετά χρόνια αφού ξεκίνησα να παίζω, έχω μία μοναδική αγάπη για το goalball. Δεν ασκώ το άθλημα επαγγελματικά, αλλά προσπαθώ να το βάζω στην καθημερινότητά μου και στην εβδομάδα μου όσες περισσότερες ημέρες μπορώ για να κάνω και τις προπονήσεις μου.
Κάθε φορά που παίζω σε έναν αγώνα, ανάμεσα στα άτομα της ομάδας μου αλλά και της αντίπαλης ομάδας, νιώθω πολλά συναισθήματα. Νιώθω αδρεναλίνη, έχω ένα αίσθημα αυτοπεποίθησης και σίγουρα το άγχος είναι πιο έντονο την προηγούμενη νύχτα, ενώ κατά τη διάρκεια υπάρχει η αγωνία. Το γεγονός ότι πρέπει να είμαι συγκεντρωμένος σε ένα πράγμα καθ’ όλη τη διάρκεια του αγώνα και να μην χρειάζεται να σκέφτομαι κάτι άλλο, μου διεγείρει το μυαλό».
Ο Χάρης σχολιάζει από την πλευρά του την κατάσταση του αθλητισμού για τα άτομα με οπτική αναπηρία στην Ελλάδα αλλά τη σημαντικότητα του αθλητισμού στη ζωή των ατόμων με προβλήματα όρασης:
«Τα Σωματεία που υπάρχουν στην Ελλάδα για τα άτομα με προβλήματα όρασης, όπως και οι προπονητές που βρίσκονται σε αυτά, θα μπορούσαν να είναι περισσότερα. Είναι δύσκολο για ένα παιδί με πρόβλημα όρασης να μπει στον αθλητισμό γιατί, ο αναπηρικός αθλητισμός στη χώρα μας, δεν είναι αρκετά διαδεδομένος. Υπάρχουν πολλοί γονείς οι οποίοι δεν γνωρίζουν πού να ψάξουν για να γράψουν τα παιδιά τους από μικρή ηλικία.
Παλαιότερα θα έλεγα ότι όσο σημαντικό είναι για τους αρτιμελείς ανθρώπους να έχουν τον αθλητισμό στη ζωή τους, άλλο τόσο σημαντικό είναι για τα άτομα με αναπηρία όρασης. Σήμερα, θα πω ότι ο αθλητισμός είναι αναγκαίος για ένα παιδί με πρόβλημα όρασης. Ένα αρτιμελές παιδί ακόμα και να μην αθληθεί, θα βρει διεξόδους για να παίξει, να κοινωνικοποιηθεί και να εξασκηθεί. Για ένα παιδί με πρόβλημα όρασης και δεν έχει τις ίδιες δυνατότητες για παιχνίδι, θέλοντας και μη, δεν θα μπορεί να ακολουθήσει.
Είναι πολύ σημαντικός ο αθλητισμός, όχι μόνο για την σωματική άσκηση, αλλά κυρίως για την κοινωνικοποίηση και την ψυχική υγεία ενός ατόμου με αναπηρία όρασης».