Η επιστροφή του συντηρητισμού στην Ευρώπη, οι ακροδεξιοί της γραβάτας και οι ευνοημένοι της παγκοσμιοποίησης
Ο Νίκος Παναγιώτου μιλάει στην Parallaxi για τον συντηρητισμό στην Ευρώπη, τα χαρακτηριστικά του σήμερα αλλά και τι πήγε λάθος
Οι εξελίξεις που συντελούνται στον ευρωπαϊκό χώρο αποτελούν ένα ζήτημα κρίσιμο για το κατά πόσο τηρούνται οι αρχές του ευρωπαϊκού ιδεώδους.
Η μεγάλη άνοδος της ακροδεξιάς που παρατηρήθηκε στις Ευρωεκλογές του Ιουνίου, η αποχή από την εκλογική διαδικασία, η επικράτηση του AfD σε κρατίδιο της Γερμανίας στις πρόσφατες εκλογές και η συζήτηση που έχει ανοίξει για τα κλειστά σύνορα- πάλι από μεριάς της Γερμανίας- δείχνουν μια κοινωνικοπολιτική κατάσταση πολύ διαφορετική από το όραμα που νοηματοδότησε την ύπαρξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η στροφή στα άκρα της Δεξιάς είναι ένα ζήτημα που έχουμε θέσει πολλές φορές. Αλλά και πλην του ακροδεξιού κύματος, παρατηρείται μια γενικότερη τάση προς τον συντηρητισμό.
Το παράδειγμα Μελόνι
Η Τζόρτζια Μελόνι είχε αναδειχθεί στην προηγούμενη σύνθεση της Ευρωβουλής ως ένας βασικός παίκτης, ρυθμιστής της θητείας που βρίσκεται σε εξέλιξη. Η Τζόρτζια Μελόνι έχει κατακτήσει τον «τίτλο» της αξιόπιστης εταίρου, από τις Βρυξέλλες και το Παρίσι έως την Ουάσιγκτον και το Κίεβο. Μοιάζουν πλέον μακρινά τα δημοσιεύματα στον ξένο Τύπο που προειδοποιούσαν τις Βρυξέλλες για ευθεία ρήξη με τη Ρώμη, λόγω της ανόδου στην εξουσία της νεοφασίστριας, ακροδεξιάς πολιτικού. Η Μελόνι κέρδισε τις εκλογές το 2022 υποσχόμενη «πραγματική σύγκρουση» με τους παγκόσμιους θεσμούς, όπως η Ε.Ε., αλλά και ότι «η φωνή της Ιταλίας θα εισακουστεί δυνατά στις Βρυξέλλες». Η 46χρονη Ιταλίδα πρωθυπουργός είναι να «υπαγορεύει» την πολιτική της Ε.Ε. στο μεταναστευτικό.
Ιταλοί αναλυτές κάνουν λόγο για μια έξυπνη πολιτική της ικανής πλέον- και όχι νεοφασίστριας- πρωθυπουργού. “Όχι μόνο δεν συγκρούστηκε με τους θεσμούς, αλλά έπαιξε «σωστά όλα τα ευρωπαϊκά χαρτιά της»”.
Η Μελόνι, Πρόεδρος των Ευρωπαίων Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών στην Ευρώπη, έχει καταφέρει να θεωρείται ρεαλιστική και μετριοπαθής. Η ραγδαία άνοδος της ακροδεξιάς φαίνεται πως έχει καταστήσει την Μελόνι ως ένα πιο μετριοπαθές κόμμα, που διαχωρίζει την θέση του από τη ρητορική μίσους της ακροδεξιάς και που απλά υπερασπίζεται λίγο πιο συντηρητικές αρχές με μεγάλη έμφαση στο μεταναστευτικό.
Η εμφάνιση ακροδεξιών κομμάτων που νοούνται ως αντισυστημικά αλλά και κομμάτων φαινομενικά αριστερών αλλά με συγκλίνουσες απόψεις με τα κόμματα της πιο πέρα από τα δεξιά πτέρυγας, η απήχηση που έχουν στους νέους, οι συζητήσεις για αυστηρότερους ελέγχους στα σύνορα, είναι πράγματα που δεν συνάδουν ακριβώς με αυτά που ευαγγελίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Τα “κλειστά” σύνορα
Στα δυτικά και βόρεια σύνορα της Γερμανίας επεκτάθηκαν τη Δευτέρα, 16/09 και για έξι μήνες οι έλεγχοι, μετά την απόφαση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης να περιορίσει την μετανάστευση.
Η υπουργός Εσωτερικών Νάνσι Φέζερ έκανε λόγο για «στοχευμένους» και «έξυπνους» σταθερούς και κινητούς ενώ καθησυχάζει όσους εκφράζουν ανησυχίες για μεγάλες καθυστερήσεις στα σύνορα. Η αντιπολίτευση εξακολουθεί να ζητά αυστηρότερα μέτρα. Για «πολύ μεγάλο αριθμό» ανθρώπων που φθάνουν στην Γερμανία και «ανάγκη να τεθεί η κατάσταση υπό έλεγχο» μίλησε ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς από το Ουζμπεκιστάν.
Για να πετύχει κάποιος, έχει αποτύχει κάποιος άλλος
Όλα αυτά τα ζητήματα απαιτούν απαντήσεις. Πως φτάσαμε εδώ; Τι συμβαίνει στην Ευρώπη;
Ο Νίκος Παναγιώτου, Καθηγητής του τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ με κύρια ερευνητικά ενδιαφέροντα τη Διεθνή Δημοσιογραφία, τον Γραμματισμό στα ΜΜΕ, τη Διαχείριση Κρίσεων και Διεθνών Ειδησεογραφικών Οργανισμών, σχολιάζει στην Parallaxi σχετικά με την στροφή στον συντηρητισμό και δίνει μια πολύ σημαντική διάσταση, διαχωρίζοντας τον συντηρητισμό του σήμερα με αυτόν παλαιότερων ετών.
“Για να πετύχει κάποιος, νομίζω έχει αποτύχει κάποιος άλλος. Άρα σε τι απέτυχαν οι ανοικτές κοινωνίες; Σε τι απέτυχε όλο αυτό το μοντέλο φιλελευθεροποίησης; Και υπάρχουν συγκεκριμένες ευθύνες και απαντήσεις. Αποτύχαμε στο γεγονός ότι καταργήθηκε αυτό που υπήρχε, το περιώνυμο δίκτυο ασφαλείας γιa ένα σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού που ένιωσε απροστάτευτο μπροστά σε πολλές και καταιγιστικές εξελίξεις.
Ένα δεύτερο είναι ότι, πιθανώς το παρακάναμε με όλο αυτό το φιλελευθερισμό- όχι από την οικονομική άποψη- το παρακάναμε με την έννοια ότι δε λάβαμε υπόψιν μπροστά σε αυτό το κύμα που έφερε η παγκοσμιοποίηση, των συναλλαγών, των ταξιδιών, των ανταλλαγών, των κοινών πολιτιστικών βιωμάτων, ότι η έννοια της εθνικής ταυτότητας σε πολλές κοινωνίες, όπως είναι το παράδειγμα της Ανατολικής Γερμανίας, ήταν ένα σοκ. Αν θέλουμε να επικεντρώσουμε όλα αυτά σε έναν γεωγραφικό χώρο, είναι η Ανατολική Γερμανία. Οι περιοχές αυτές αμέσως μετά την κατάρρευση του τείχους, απέτυχαν να γίνουν κομμάτι της ενιαίας πλέον Γερμανίας, πολλές πολιτικές δεν ευνόησαν σε αυτό και αντιθέτως ,μπροστά σε αυτό το σοκ των αλλαγών, είναι εδώ και δεκαετίες τα κομμάτια αυτά του πληθυσμού που εξακολουθούν να ψηφίζουν και να αναδεικνύουν ακραία κόμματα και ακραίες εκφράσεις.
Εδώ πρέπει να προσέξουμε το εξής: δε μιλάμε για τον συντηρητισμό όπως τον συναντούσαμε τα παλιότερα χρόνια. Εδώ μιλάμε για ακραία, αντισυστημική εκδοχή. Και με αυτή την έννοια είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση. Δηλαδή, εμπεριέχει στοιχεία στα οποία συγκλίνουν κόμματα τα οποία υιοθετούν μια ρητορικά αριστερή πολιτική, όπως το BSW που εμφανίστηκε τώρα, το οποίο στην ουσία πρεσβεύει ένα ποτ- πουρί θέσεων: λίγο αριστερή ρητορική και λίγο ακραίο συντηρητισμό, όπως ακριβώς η Σάρα Βάγκενκνεχτ. Οπότε νομίζω αυτό είναι μεγάλο ζήτημα.
Ένα άλλο ζήτημα είναι ότι η κοινωνία αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε μια πολύ μεγάλη αλλαγή παραδείγματος με την πλέον χαρακτηριστική περίπτωση αυτό που γίνεται- πάλι στη Γερμανία- με την Volkswagen. Καταρρέει ένα μετα- πολεμικό οικονομικό θαύμα, από τι θα αντικατασταθεί; Άρα, κατά συνέπεια, σε αυτό πρέπει να απαντήσουμε. Έπειτα, η Ευρώπη δεν απάντησε στο θέμα της μετανάστευσης. Ναι, θέλω την μετανάστευση αλλά και δεν την θέλω, το μοντέλο της πολυπολιτισμικότητας δοκιμάστηκε και δε λειτούργησε σε κάποιες κοινωνίες και δεν έγιναν οι απαραίτητες διορθωτικές κινήσεις γρήγορα, άμεσα και αποτελεσματικά, με συνέπεια να κυριαρχήσουν αυτές οι εκφράσεις των ακραίων στοιχείων, τα οποία συνιστούν αυτό που ονομάζουμε την ακροδεξιά της γραβάτας. Δεν είναι η ακροδεξιά που φαντάζει ή είναι χίμαιρα απέναντι στα κομμάτια και στα στελέχη του πληθυσμού, αντιθέτως είναι πολύ ελκυστική.
Απουσιάζει μια πολιτειακή αγωγή
Συζητήσαμε επίσης την αίσθηση που υπάρχει ότι και αριστερά κόμματα φαίνεται να υιοθετούν πιο μετριοπαθείς, πιο “συντηρητικές” θέσεις και στάσεις και στο ερώτημα αν ο συντηρητισμός είναι η απάντηση στα άκρα, απαντά:
“Ναι αλλά, γιατί είναι αυτό το κομμάτι ελκυστικό για την νεολαία; Εδώ μπαίνουμε σε μια άλλη συζήτηση η οποία κατά τη γνώμη μου αγγίζει ιδιαίτερα και την πατρίδα μας. Θεωρώ ότι είναι- ανάμεσα στα άλλα- και έκφραση αποτυχίας του εκπαιδευτικού συστήματος, το οποίο έχει αποτύχει να συζητήσει θέματα πολιτειακά και να συζητήσει ζητήματα εκπαίδευσης – αγωγής του πολίτη, με αποτέλεσμα να έχεις νέο κόσμο που έλκεται από αυτές τις αντισυστημικές εκφράσεις και υπάρχει μια θολούρα, ας πούμε, στην οποία κυριαρχούν πολύ εύκολα τέτοιες, ακραίες φωνές.
Απουσιάζει, λοιπόν, μια πολιτειακή αγωγή. Γιατί βλέπουμε ότι η νεολαία στρέφεται αυτή τη στιγμή πολύ σε αυτές τις ακραίες, αντιστυστημικές επιλογές. Δεν είναι ο κλασικός συντηρητισμός που υπήρχε πριν. Και δεν πρέπει να το συγκρίνουμε με την Βαϊμάρη, η Βαϊμάρη δεν είχε τόσα ακραία αντισυστημικά στοιχεία τα οποία ήταν εντός του συστήματος.
Οι περισσότεροι από αυτούς είναι αυτοί οι ακροδεξιοί της γραβάτας, έχουν καλές θέσεις- τα λευκά κολάρα ας πούμε- οι ευνοημένοι της παγκοσμιοποίησης, οι οποίοι υιοθετούν, όμως, μια τέτοια ακραία αντισυστημική ρητορική ή έλκονται από αυτή. Στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, αυτοί που συγκέντρωναν τα ναζιστικά στοιχεία ήταν άνεργοι κλπ. Εδώ δεν έχουμε αυτό το πράγμα, εδώ έχουμε ισχυρά τα μεσαία στρώματα, το οποίο μπορεί κάποιος να πει ότι είναι εξαιτίας της ακρίβειας που νιώθουν. Αλλά σίγουρα είναι εξαιτίας της κατάρρευσης του μετά- πολεμικού μοντέλου ασφάλειας το οποίο οικοδόμησε η Ευρώπη με πολύ αίμα, κόπο και θυσίες. Αυτό καταρρέει, σε αυτό δεν έχουμε απάντηση, αντιθέτως η Ευρώπη έρχεται και ασχολείται με το να απαγορεύσει το κάπνισμα στους δημόσιους χώρους.
Μιλάμε, λοιπόν, για αποτυχία του μοντέλου ανάπτυξης να γίνει συμπεριληπτικό και ταυτόχρονα να μπορέσει να ενισχύσει την αγωγή του πολίτη και να απαντήσει τέτοια κρίσιμα ζητήματα”.