«Ποιος σκότωσε τον Λαμπράκη;»
Το ημερολόγιο έγραφε 7 Φεβρουαρίου του 1966. Εκείνη τη μέρα, εκδόθηκε το πόρισμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης για τη δολοφονία του Λαμπράκη
Το ημερολόγιο έγραφε 7 Φεβρουαρίου του 1966. Εκείνη τη μέρα, μετά από διαδικασία που κράτησε 33 μήνες, εκδόθηκε το πόρισμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης για τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη.
Παραπέμφθηκαν ως φυσικοί αυτουργοί σε «ανθρωποκτονία εκ προθέσεως» οι Σπύρος Γκοτζαμάνης και Μανώλης Εμμανουηλίδης, ως ηθικοί αυτουργοί ο υπομοίραρχος Εμμανουήλ Καπελώνης και ο Ξενοφών Γιοσμάς, για επικίνδυνες σωματικές βλάβες σε βάρος του Γιώργου Τσαρουχά οι Αντώναρος Πιτσάκος και Χρήστος Φωκάς, για παράβαση καθήκοντος οι αξιωματικοί της Χωροφυλακής Κωνσταντίνος Μήτσου, αντιστράτηγος, Ε. Καμουτσής συνταγματάρχης, Μιχαήλ Διαμαντόπουλος αντισυνταγματάρχης, Κωνσταντίνος Δόλκας και Δημήτριος Σέττας ταγματάρχες και Τρύφων Παπατριανταφύλλου μοίραρχος. Και για διατάραξη της κοινής ησυχίας 23 άτομα, παρακρατικοί, χωροφύλακες κ.α.
Ο Γρηγόρης Λαμπράκης άφησε την τελευταία του πνοή στις 27 Μαΐου 1963, πέντε ημέρες μετά τη δολοφονική επίθεση εις βάρος του από παρακρατικούς στη Θεσσαλονίκη.
Οι Γκοτζαμάνης και Εμμανουηλίδης, επιβαίνοντες σε τρίκυκλο όχημα με καρότσα, πέφτουν εσκεμμένα πάνω στον Λαμπράκη, ενώ ο Εμμανουηλίδης τον χτυπάει και με μεταλλικό λοστό. Όλα αυτά μπροστά στα μάτια των αστυνομικών που παρακολουθούν σαν απλοί θεατές το περιστατικό.
Η δολοφονία του προκάλεσε διεθνή κατακραυγή για τις αυταρχικές πρακτικές της κυβέρνησης Καραμανλή και των Σωμάτων Ασφαλείας, που αποδείχθηκε ότι όχι μόνο ανέχονταν, αλλά και εξέθρεψαν τον ανεξέλεγκτο παρακρατικό μηχανισμό.
Τον Ιούλιο του 1963 ο ανακριτής Χρήστος Σαρτζετάκης απήγγειλε κατηγορίες για ηθική αυτουργία στην ανθρωποκτονία εκ προθέσεως του Γρ. Λαμπράκη εναντίον του υπομοίραρχου Εμμανουήλ Καπελώνη, διοικητή του αστυνομικού τμήματος Τριανδρίας, και του Ξενοφώντα Γιοσμά (που, λόγω της δράσης του στην Κατοχή, είχε καταδικαστεί ως δωσίλογος και, ακριβώς για τον λόγο αυτό, αποκαλούνταν συχνά κοροϊδευτικά Φον Γιοσμάς). Στις 14 Σεπτεμβρίου, με ομοφωνία ανακριτή και εισαγγελέως κρίθηκαν προφυλακιστέοι ο υποστράτηγος Κωνσταντίνος Μήτσου, επιθεωρητής Βορείου Ελλάδος, οι συνταγματάρχες Ευθύμιος Καμουτσής, διευθυντής αστυνομίας, και Μιχαήλ Διαμαντόπουλος και ο μοίραρχος Τρύφων Παπατριανταφύλλου.
Στο απυρόβλητο της δικαιοσύνης έμεινε ο υπομοίραρχος της Ασφάλειας Δημήτριος Κατσούλης, του τμήματος «Δίωξης Κομμουνιστών». Όπως ισχυρίστηκε ο υπομοίραρχος Εμμανουήλ Καπελώνης, ο Κατσούλης της Ασφαλείας Θεσσαλονίκης ειδοποίησε όλα τα παραρτήματα να στείλουν τους άνδρες τους στον τόπο της συγκέντρωσης και να πάρουν μαζί τους «εθνικόφρονες πολίτες» για ν’ αποδοκιμάσουν τους οπαδούς της ειρήνης. Επειδή όμως στο μεταξύ άλλαξε ο τόπος της συγκέντρωσης όπου θα μιλούσε ο βουλευτής, οι περί ων ο λόγος πολίτες εκλήθησαν να μαζευτούν στο Ε΄ Αστυνομικό Τμήμα. Εκεί τους έβγαλε λόγο ο υπομοίραρχος Κατσούλης, ο οποίος, μεταξύ άλλων, τους τόνισε ότι «στόχος μας είναι ο Λαμπράκης». Στο υπόμνημά του ο υπομοίραρχος Καπελώνης ισχυρίστηκε ότι προ των επεισοδίων και της συγκέντρωσης, ο Κατσούλης πέρασε από τα γραφεία της Γενικής Ασφαλείας και δήλωσε κομπορρημονών στους αξιωματικούς: «Σήμερα θα δείτε τι θα γίνει…».
Η δίκη
Στις 6 Οκτωβρίου 1966 άρχισε στο Μικρό Ορκωτό Κακουργιοδικείο Θεσσαλονίκης, η δίκη για την στυγερή δολοφονία του Λαμπράκη.
Η δίκη, θα διαρκέσει 67 ημέρες και στη διάρκειά της θα αποκαλυφτεί όλο το όργιο του παρακράτους και των σχέσεών του με τους κρατικούς μηχανισμούς.
Όμως οι εγκέφαλοι της συνωμοσίας κατά του Λαμπράκη και της Δημοκρατίας θα μείνουν στο απυρόβλητο, ενώ στα «μαλακά» θα πέσουν οι ηθικοί και οι φυσικοί αυτουργοί του εγκλήματος.
H δίκη κράτησε 65.550 ώρες, οι μάρτυρες ήταν 165, οι συνήγοροι ήταν 20, η δικογραφία ζύγιζε 11 κιλά.
Οι δικαστές
Δικαστές στην υπόθεση Λαμπράκη, ήταν οι:
-Ιωάννης Γραφανάκης, εφέτης, Πρόεδρος του δικαστηρίου
-Βασίλειος Λαμπρίδης, σύνεδρος
-Ερμής Χριστοφορίδης, σύνεδρος.
Εισαγγελέας στην έδρα ήταν ο αντιεισαγγελέας Εφετών, Παύλος Δελαπόρτας
Οι ένορκοι
Οι ένορκοι στην υπόθεση Λαμπράκη, στο Μικτό Ορκωτό Κακουργιοδικείο Θεσσαλονίκης, δέκα τακτικοί και δύο αναπληρωματικοί, ήταν οι:
Τακτικοί
-Αντωνιάδης Βύρων, βιομήχανος
-Αργυρίου Θ., καθηγητής μαθηματικών
-Αρτακιανού Μαρία, υπάλληλος του δήμου Θεσσαλονίκης
-Αστερίου Ιωάννης, συμβολαιογράφος
-Βαλαγεώργη Μαρία, καθηγήτρια μέσης εκπαίδευσης
-Γραικός Αχιλλέας, υπάλληλος της Εθνικής Τράπεζας
-Καρύδα Αλίκη, οικοκυρά, Λύκειο Ελληνίδων
-Οικονόμου Νικόλαος, δικηγόρος
-Σαββίδης Στ, έμπορος
-Τούσας Δημήτριος, έμπορος
Αναπληρωματικοί
-Λιάτσης Ι., συμβολαιογράφος
-Σέμπης Ε., οδοντίατρος
Πρωτοφανής αδιαφορία για τα ενοχοποιητικά στοιχεία από τους ενόρκους
Σε όλη τη διάρκεια της δίκης, οι μάρτυρες άλλαζαν τις καταθέσεις τους, ενώ πολλοί παραδέχτηκαν ότι είχαν δεχτεί απειλές πριν εμφανιστούν στο δικαστήριο. Πολλά αποδεικτικά στοιχεία «εξαφανίστηκαν» μυστηριωδώς, όπως ο λοστός που χρησιμοποίησε ο Εμμανουηλίδης για να χτυπήσει τον βουλευτή.
Επικρατούσε ένταση, η οποία κορυφώθηκε όταν ο Γκοτζαμάνης δήλωσε ότι ήταν ο Χατζηαποστόλου αυτός που χτύπησε τον Λαμπράκη. Μάρτυρες αποκάλυψαν ότι πριν από την έξοδο του Λαμπράκη απ’ το κτίριο, το τρίκυκλο κυκλοφορούσε ανενόχλητο στους δρόμους που είχε κλείσει η αστυνομία.
Ο δικηγόρος Γιάννης Πάτσας, από τους οργανωτές της συγκέντρωσης των φίλων της ειρήνης, κατήγγειλε στο δικαστήριο ότι πολλοί από τους άνδρες της ειδικής «για την δίωξιν του κομμουνισμού» Εθνικής Ασφάλειας, βρίσκονταν με πολιτικά ανάμεσα στους «αντιφρονούντες». Διατύπωσε μάλιστα την απορία του για το πώς βρέθηκε στο σημείο του τραυματισμού του Λαμπράκη, το αυτοκίνητο που τον μετέφερε στη συνέχεια στο σταθμό Α΄ βοηθειών, αφού η κυκλοφορία τροχοφόρων είχε διακοπεί λόγω της συγκέντρωσης.
Στο σημείο εκείνο, αποκαλύπτεται ότι το αυτοκίνητο ήταν νοικιασμένο και πως ο οδηγός του ήταν αστυνομικός με πολιτική περιβολή. Την άλλη μέρα θα δει το φως δημοσίευμα που αναφέρει ότι υπήρχε σχέδιο εξαφάνισης του πτώματος του Λαμπράκη, μετά το χτύπημά του από το τρίκυκλο των δολοφόνων.
«Έδιναν την εντύπωση ότι τους είχαν κάνει ένεση που ναρκώνει το νευρικό σύστημα» ανέφερε στη δικιά του κατάθεση για τον ρόλο των αστυνομικών το βράδυ της επίθεσης στον Λαμπράκη, ο βουλευτής Καβάλας της ΕΔΑ, Γιώργης Τσαρουχάς.
Ο υπομοίραρχος Καπελώνης, μαζί με τον Γιοσμά κατηγορούμενος για ηθική αυτουργία στη δολοφονία, αποκαλύπτει ότι ο προϊστάμενός του στην Εθνική Ασφάλεια, ταγματάρχης Δόλκας, που επίσης είναι κατηγορούμενος για παράβαση καθήκοντος, του έστησε παγίδα.
Όσο η δίκη συνεχίζεται ένα ακόμη στοιχείο έρχεται στο φως.
Όταν συνελήφθησαν χωριστά ο Γκοτζαμάνης και ο Εμμανουηλίδης και οδηγήθηκαν στο Ε΄ αστυνομικό τμήμα, δεν συντάχθηκε έκθεση σύλληψης αλλά… αυθόρμητης παρουσίασης και μάλιστα στις 6 π.μ. της Πέμπτης 23 Μαϊου 1963. Επίσης, ότι το κλομπ, που είχε μαζί του ο Γκοτζαμάνης όταν συνελήφθη, είχε μυστηριωδώς «χαθεί» και δεν υπήρχε ανάμεσα στα πειστήρια της δικογραφίας.
Λίγες ημέρες μετά, όταν ο ανακριτής ζήτησε από την Εθνική Ασφάλεια ονομαστική κατάσταση των αστυνομικών που εκείνη την ημέρα ήταν σε υπηρεσία, το όνομα του Καπελώνη δεν υπήρχε μέσα.
Στη διάρκεια της διαδικασίας, ο Καπελώνης κατηγορεί τον ταγματάρχη Δόλκα ότι τον διέταξε να εξαφανίσει το αρχείο της παρακρατικής-φασιστικής οργάνωσης του Γιοσμά, μέλος της οποίας ήταν και ο Γκοτζαμάνης.
Παρά τις πιέσεις, υπήρχαν και μάρτυρες οι οποίοι δεν φοβήθηκαν από τις απειλές και περιέγραψαν τα όσα είδαν με τα μάτια τους να συμβαίνουν εκείνο το βράδυ.
Όπως για παράδειγμα το ότι είδαν χωροφύλακες δίπλα στο τρίκυκλο, όπως και το γεγονός ότι παρά την απαγόρευση κυκλοφορίας το τρίκυκλο έκοβε βόλτες στους δρόμους της Θεσσαλονίκης.
Το βιβλίο του Σπύρου Κουζινόπουλου «Οι μεγάλες πολιτικές δολοφονίες στη Θεσσαλονίκη του 20ου αιώνα», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΙΑΝΟS, αναφέρεται και στις διαφωνίες μεταξύ των γιατρών που είχαν γνωματεύσει για τον θανάσιμο τραυματισμό του Γρηγόρη Λαμπράκη.
Δύο καθηγητές, οι Συμεωνίδης και Καβαζαράκης, καθώς και ο ιατροδικαστής Ροβίθης, είχαν βεβαιώσει ότι ο Λαμπράκης είχε χτυπηθεί όρθιος. Όμως ο ιατροδικαστής Σπύρος Καψάσκης, που κλήθηκε από την Αθήνα, γνωμάτευσε ότι ο θανάσιμος τραυματισμός του βουλευτή της αριστεράς, οφείλονταν στην πτώση του στο έδαφος από το χτύπημα του τρικύκλου.
Κατά μία σατανική περίπτωση, το όνομα του Καψάσκη το συναντάμε να γνωματεύει, πάντα βεβαίως υπέρ των αρχών ασφαλείας, σε όλες τις «δύσκολες» περιπτώσεις δολοφονιών και θανάτων που σημάδεψαν τη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Έτσι, στην υπόθεση του στρατηγού Στέφανου Σαράφη, που παρασύρθηκε τον Μάϊο του 1957 από αυτοκίνητο το οποίο οδηγούσε αμερικανός υποσμηνίας, θα διαγνώσει «τροχαίο», το ίδιο στην υπόθεση Λαμπράκη, όπως επίσης και τον θάνατο του Νικηφόρου Μανδηλαρά, τον Μάϊο του 1967, θα τον αποδώσει σε «πνιγμό» παρά τα στοιχεία ότι είχε χτυπηθεί στο κεφάλι και το στήθος. Τέλος, τους θανάτους δύο Αθηναίων, του Παντελεάκη και του Καραγεώργη, που θερίστηκαν από τα τανκς της χούντας το πρωϊ της 17 Νοεμβρίου 1973, κατά την κατάπνιξη της εξέγερσης στο Πολυτεχνείο, θα την αποδώσει σε «αποστρακισθέν βλήμα».
Όταν την Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 1966 προβάλλονται στο δικαστήριο σλάϊτς που δείχνουν από τα τραύματα του Λαμπράκη ότι επιβεβαιώνουν τις εκτιμήσεις των δύο καθηγητών και του ιατροδικαστή Ροβίθη, ο έκθετος πλέον Καψάσκης, για να μην παρεξηγηθεί και άλλο, αναγκάζεται να δηλώσει ότι «δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για εγκληματική ενέργεια». Ωστόσο, κατά την έκδοση αργότερα της απόφασης του δικαστηρίου, αποδεικνύεται ότι οι ένορκοι αποδέχτηκαν την άποψη του Καψάσκη!
Οι αστείες δικαιολογίες των Γκοτζαμάνη, Εμμανουηλίδη
«Πέρασα από εκεί, αλλά δεν παραδέχομαι ότι χτύπησα άνθρωπο… Φοβήθηκα από τις φωνές και γιαυτό πάτησα ταχύτητα στο τρίκυκλο για να φύγω», θα πει απολογούμενος ο Γκοτζαμάνης. Που πάντως θα παραδεχτεί ότι ήταν στην αντισυγκέντρωση, θα αρνηθεί όμως ότι έχει σχέση με τα υπόλοιπα. Και όταν θα ερωτηθεί σχετικά, παραδέχεται ότι έφαγε μπουγάτσα με τον Καπελώνη το πρωί της δολοφονίας Λαμπράκη, αλλά αυτό ήταν… «μία από τις συνηθισμένες συναντήσεις μας», όπως θα πει.
Ο Εμμανουηλίδης, με τη σειρά του, θα ισχυριστεί ότι «τυχαία» πέρασε από το σημείο της αντισυγκέντρωσης των παρακρατικών, «τυχαία» επίσης, βρέθηκε δίπλα στο τρίκυκλο του Γκοτζαμάνη
-«Με είδε ο Γκοτζαμάνης να στέκομαι δίπλα στο τρίκυκλο και μου είπε “ξάπλωσε στην καρότσα για να μην δίνουμε στόχο. Σε λίγο θα φύγω κι εγώ και θα σε πάω σπίτι σου”. Έτσι και έγινε. Μέχρι που κάποιος πήδηξε στην καρότσα, μόλις ξεκίνησε το τρίκυκλο, και άρχισε να με χτυπάει», είπε ο Εμμανουηλίδης.
Καγχασμούς στο ακροατήριο, αλλά και στους παράγοντες της δίκης, προκαλεί και ο ισχυρισμός που διατυπώνουν τόσο ο Γκοτζαμάνης, όσο και ο Εμμανουηλίδης, ότι ο «Τίγρης» Χατζηαποστόλου ήταν αυτός που χτύπησε τον Λαμπράκη, για λόγους προβοκάτσιας και μετά πήδηξε στο τρίκυκλο για να τους ενοχοποιήσει.
Η απόφαση του δικαστηρίου
Στις τελευταίες μέρες του Δεκεμβρίου 1966, λίγους μόλις μήνες πριν η Χούντα των Συνταγματαρχών καταλάβει την εξουσία και καταλύσει το Σύνταγμα, ολοκληρώνεται η δίκη της πολύκροτης αυτής υπόθεσης.
Πριν την ανακοίνωση της ετυμηγορίας, ο εισαγγελέας Παύλος Δελλαπόρτας, πεπεισμένος για την ενοχή των κατηγορουμένων, όχι μόνο των φυσικών αυτουργών αλλά και άλλων εμπλεκομένων είχε πει απευθυνόμενος στους ενόρκους
« “Πρέπει να προσέξετε διότι έχετε να επιτελέσετε ιστορικόν έργον έναντι του τόπου και της δικαιοσύνης.
»Η κοινή γνώμη έχει εκδώσει ήδη καταδικαστική απόφαση για τους κατηγορουμένους και πρέπει η ετυμηγορία σας να είναι ευθυγραμμισμένη προς την απόφασιν αυτή.
»Εάν είναι διάφορος, η κοινή γνώμη δεν πρόκειται να πεισθή από την ετυμηγορία σας».
Ο εισαγγελέας Παύλος Δελαπόρτας πρότεινε την ενοχή των 18 από τους 31 κατηγορούμενους (μεταξύ των οποίων τριών από τους έξι αξιωματικούς). Στην αγόρευσή του, είχε ζητήσει την ενοχή των ανώτατων αξιωματικών, λέγοντας:
Σήμερα, εδώ, ένα σύμφυρμα κλεφτών, βιαστών, δωσίλογων και κάθε είδους κακοποιών, εμφανίζεται -προς εθνοκαπηλεία και ανομολόγητους ιδιοτελείς σκοπούς- ως προστάτης κοινωνικών καθεστώτων, ως φύλακας ιερών και οσίων και ως Κέρβερος του νόμου και της τάξης. Τι άλλο έπρεπε να περιμένει κανείς απ’ αυτό πλην του ότι θα εξελισσόταν σε κακοήθη νεοπλασία της κοινωνίας;
Στις 28 Δεκεμβρίου, έπειτα από 12ωρη σύσκεψη των 10 ενόρκων που διήρκεσε από τις 10:45 το πρωί ως τις 10:45 τη νύχτα, ο προϊστάμενος των ενόρκων Δ. Τούσας διάβασε την απόφασή τους:
Όχι. Δεν είναι ένοχοι οι Σπ. Γκοτζαμάνης και Εμμ. Εμμανουηλίδης ότι την 22αν Μαΐου 1963 εκ προθέσεως απέκτειναν τον βουλευτήν Γρ. Λαμπράκην, επιβαίνοντες τρικύκλου, με οδηγόν τον πρώτον, το οποίον επέπεσε κατ’ αυτού και ότι δι’ αμβλέος οργάνου έπληξαν τούτον εις την κεφαλήν. Δια παμψηφίας οι ένορκοι απεφάνθησαν ότι: Όχι. Δεν είναι ένοχοι οι Εμμ. Καπελώνης και Ξεν. Γιοσμάς δι’ ηθικήν αυτουργίαν εις την προαναφερθείσαν πράξιν. Δια της νομίμου πλειοψηφίας εγένετο δεκτόν ότι: Ναι. Είναι ένοχος ο Σπ. Γκοτζαμάνης διότι εκ προθέσεως επροξένησε σωματικήν κάκωσιν δια τρικύκλου που ωδήγει ο ίδιος και επέπεσε κατά του Λαμπράκη και του επροξένησε τραύμα -ουχί δι’ αμβλέος οργάνου, αλλά δια του τρικύκλου- εις την κεφαλήν, εκδοράς εις τους πόδας και εκχυμώσεις εις τους οφθαλμούς, τον περιήγαγεν εις πλήρη αφασίαν και του προεκάλεσε σωματικήν βλάβην, η οποία επέφερε τον θάνατον. Ναι. Εσκόπει ο Γκοτζαμάνης να προκαλέση βαρείαν σωματικήν βλάβην εις τον Λαμπράκην… Όχι. Οι αξιωματικοί Κ. Μήτσου, αντιστράτηγος ε.α., Ευθ. Καμουτσής, συνταγματάρχης ε.α., Μ. Διαμαντόπουλος, αντισυνταγματάρχης ε.α., Κ. Δόλκας, αντισυνταγματάρχης ε.α., Δ. Σέττας, ταγματάρχης και Τρ. Παπατριανταφύλλου, μοίραρχος, δεν είναι ένοχοι δια παράβασιν καθήκοντος…
«Η ετυμηγορία εις ωρισμένα σημεία ομοιάζει με φως που δίδει εξηντλημένη στήλη ηλεκτρικού φακού», χαρακτήρισε την απόφαση των ενόρκων ο εισαγγελέας Παύλος Δελαπόρτας.
Με βάση αυτή την ετυμηγορία των ενόρκων το δικαστήριο επέβαλε τις ακόλουθες ποινές: στον Γκοτζαμάνη κάθειρξη 11 ετών, στον Εμμανουηλίδη κάθειρξη 8½ ετών, στον Χρ. Φωκά φυλάκιση 15 μηνών, στον Ξ. Γιοσμά φυλάκιση ενός έτους. Μικρότερες ποινές -για «διατάραξιν οικιακής ειρήνης»- στους Γ. Λεονάρδο, Γ. Ντόγκα, Κ. Παραπάρα, Ο. Κοντουλέα και Ν. Παπαδόπουλο.
Τελικά, δεν πέρασαν ούτε μία μέρα στη φυλακή, γιατί η ποινή τους μετατράπηκε σε καταβολή 100 δραχμών ημερησίως.
“Την απόφαση τη δέχθηκε με χαμόγελα”, έγραφαν “ΝΕΑ” της 30ης Δεκεμβρίου 1963. Ο Εμμανουηλίδης καταδικάστηκε σε 8 χρόνια, αλλά έκλαιγε με λυγμούς όταν του το ανακοίνωσαν.
Στους Γκοτζαμάνη και Εμμανουηλίδη αναγνωρίστηκε το ελαφρυντικό του “προτέρου έντιμου βίου” και ότι δεν “ενήργησαν από ταπεινά αίτια”.
Ο εισαγγελέας Δελαπόρτας σχολίασε: “Τουλάχιστον αυτό το ελαφρυντικόν είναι ελαφρώς προσβλητικόν”.
Και οι δύο αμνηστεύτηκαν και αφέθηκαν ελεύθεροι από τη δικτατορία των Συνταγματαρχών.
Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος σε μακρές δηλώσεις του, στις 30 Δεκεμβρίου του 1966, ανέφερε μεταξύ άλλων: «Επί τρία έτη και επτά μήνας διεσύρθη το όνομα της Ελλάδος. Και τώρα έρχεται, μάλιστα, η Ελληνική Δικαιοσύνη και αποκρούει, εις την περίπτωσιν του Λαμπράκη, τον εκ προθέσεως φόνον; Τι να είπω δια την ανίερον εκμετάλλευσιν του τραγικού τέλους ενός ατυχούς συναδέλφου (…) προς τον εθνικώς και ηθικώς απαράδεκτον σκοπόν της ενσταλάξεως εις τας αθώας ψυχάς ανίδεων Ελληνοπαίδων του δηλητηρίου του μίσους κατά του Κράτους, κατά των Σωμάτων Ασφαλείας και κατά παντός θεσμού;»
Μετά τη δίκη
-Οι δύο βασικοί μάρτυρες κατηγορίας, Μανώλης Χατζηαποστόλου και Γιώργος Σωτηρχόπουλος, λίγο μετά, καταδικάστηκαν για… συκοφαντική δυσφήμηση του συνταγματάρχη Καμουτσή. Ο Σωτηρχόπουλος πέθανε το 1996 σε ηλικία 65 ετών και ο «Τίγρης» Μανώλης Χατζηαποστόλου πέθανε την πρωτομαγιά του 2001 από καρκίνο, σε ηλικία 72 ετών.
-Ο απλός τροχονόμος Χαράλαμπος Ασπιώτης, που κατά σύμπτωση βρέθηκε στη γωνία των οδών Τσιμισκή και Καρόλου Ντηλ, όπου είχε ακινητοποιηθεί το τρίκυκλο του παρακράτους, συλλαμβάνοντας τους Γκοτζαμάνη και Εμμανουηλίδη, θα μετατεθεί δυσμενώς στην Ηλεία. Δεν υπάκουσε στα κελεύσματα των δολοφόνων να κάνει τα στραβά μάτια, κι έτσι χάλασε το σκηνικό του σκηνοθετημένου «τροχαίου ατυχήματος».
-Ο βουλευτής της αριστεράς, Γιώργης Τσαρουχάς, θα δολοφονηθεί κάτω από φριχτά βασανιστήρια, στις 9 Μαϊου 1968 στον θάλαμο βασανιστηρίων της ΚΥΠ Θεσσαλονίκης.
-Οι δύο θαρραλέοι δικαστικοί, ο ανακριτής Χρήστος Σαρτζετάκης και ο εισαγγελέας Παύλος Δελαπόρτας, θα αποπεμφθούν από το δικαστικό σώμα το 1968.
-Οι τρεις δημοσιογράφοι που συνέβαλαν στην διαλεύκανση της υπόθεσης, θα γνωρίσουν για τη δραστηριότητά τους αυτή τις διώξεις της χούντας. Ο Γιώργος Μπέρτσος θα καταδικαστεί από στρατοδικείο της δικτατορίας και θα κλειστεί στις φυλακές Επταπυργίου, ενώ ο Γιώργος Ρωμαίος θα συναντήσει τον Σαρτζετάκη στις φυλακές Κορυδαλλού. Και ο Γιάννης Βούλτεψης θα αναγκαστεί να αυτοεξοριστεί στη Ρώμη, αφού προηγουμένως διαγραφεί από την ΕΣΗΕΑ στις 24 Απριλίου 1967.
-Ο πρόεδρος του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνος Κόλλιας, που καταγγέλθηκε για μεθόδευση και παρεμβάσεις στην υπόθεση Λαμπράκη, θα ορκιστεί πρωθυπουργός από τους πραξικοπηματίες την 21η Απριλίου 1967
– Ο σύνδεσμος κράτους και παρακράτους στο υπουργείο Βορείου Ελλάδος, Ιωάννης Χολέβας, μόλις γίνει το πραξικόπημα και επιβληθεί η δικτατορία θα τοποθετηθεί υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας.
-Τέλος, κι επειδή στην μετεμφυλιακή Ελλάδα κανείς δεν χάνεται, ο πρόεδρος των ενόρκων στη δίκη Λαμπράκη, Βύρων Αντωνιάδης, λίγες εβδομάδες μετά την κατάλυση της δημοκρατίας και την επιβολή του χουντικού καθεστώτος θα τοποθετηθεί δήμαρχος Θεσσαλονίκης και θα του απονεμηθεί το ανώτατο κρατικό παράσημο του βασιλιά Γεωργίου του Α’.
Καραμανλής: «Η πολιτική ευθύνη δια το έγκλημα λογικώς απεκλείετο»
Ως «ιστορικό ψεύδος, το μεγαλύτερο ψεύδος της νεοελληνικής ιστορίας» χαρακτήρισε χρόνια αργότερα την υπόθεση Λαμπράκη ο Κ. Καραμανλής, απαντώντας σε γραπτό ερώτημα του δημοσιογράφου Γ. Ρούσσου και προσθέτοντας:
«Το θλιβερόν δια την πολιτικήν ζωήν αυτού του τόπου είναι ότι οι αντίπαλοί μου εχρησιμοποίησαν εν πλήρει γνώσει της τερατώδους αναληθείας και του παραλογισμού των ισχυρισμών των, την υπόθεσιν αυτήν εντός και εκτός της Ελλάδος, δια να τρομοκρατήσουν το Στέμμα και να με δυσφημήσουν προσωπικά, μη αναλογιζόμενοι ότι με τον τρόπον αυτόν δυσφημούσαν την χώρα».
Σε σημείωμα που συμπεριλαμβάνεται στο αρχείο του, υπαγορευμένο κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Παρίσι, ο Κ. Καραμανλής αναφέρει μεταξύ άλλων:
«Η πολιτική ευθύνη δια το έγκλημα λογικώς απεκλείετο: Πρώτον, διότι η κυβέρνησίς μου μόνον ζημία ηδύνατο να αναμένη εξ αυτού. Δεύτερον, διότι ο Λαμπράκης, ως πολιτικός παράγων, ήτο ασήμαντος, δια να μην είπω ανύπαρκτος. Και τρίτον και σπουδαιότερον, διότι μόνον οι ηλίθιοι θα ηδύναντο να οργανώσουν μιαν επισφαλή δολοφονίαν με τρίκυκλον και εν μέσω Αγοράς… Ο ανακριτής και εισαγγελεύς, οι οποίοι εχειρίζοντο την υπόθεσιν, απελάμβανον της εμπιστοσύνης της Ενώσεως Κέντρου. Και μολονότι τούτο ήταν γνωστόν εξ αρχής, απέφυγα από ευθυξίαν να τους απομακρύνω από την υπόθεσιν αυτήν. Παρά ταύτα, αμφότεροι απεφάνθησαν ότι εκ της διενεργηθείσης προσθέτου ανακρίσεως ουδεμία προέκυψε ευθύνη δια τα πολιτικά πρόσωπα. Επί τη βάσει δε των προτάσεών των εξεδόθησαν το υπ’ αριθμ. 1126/64 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών και το υπ’ αριθμ. 133/65 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, δια των οποίων απερρίπτοντο ομοφώνως αι κατηγορίαι. Τέλος, τον Δεκέμβριον του 1966 και μετά ακροαματικήν διαδικασίαν 66 ημερών, το Κακουργιοδικείον Θεσσαλονίκης απεφάνθη παμψηφεί ότι δεν επρόκειτο περί ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως, αλλά απλώς περί θανατηφόρων τραυμάτων και ότι ουδείς ηθικός αυτουργός υπήρχε… Όταν δε και μετά την κατά τα ανωτέρω διαλεύκανσιν της θλιβεράς αυτής υποθέσεως έβλεπα να επιβιώνη και να καλλιεργήται η αρχική συκοφαντία, εσκεπτόμουν πόσον ανίσχυρος είναι η ιστορική αλήθεια μπροστά στην προκατάληψιν που δημιουργεί η πολιτική σκοπιμότης».
Είναι αλήθεια ότι στο ίδιο σημείωμά του ο Κ. Καραμανλής παραδέχεται, έμμεσα, σχέδια ακροδεξιών και ευθύνες αστυνομικών οργάνων, όταν αναφέρει:
«Κατά την διάρκειαν της ομιλίας του Λαμπράκη συνεκεντρώθησαν εις τον δρόμον εξτρεμιστικά στοιχεία της δεξιάς με πρόθεσιν να τον αποδοκιμάσουν. Φαίνεται ότι μεταξύ αυτών υπήρχαν και μερικοί ωργανωμένοι, που είχαν ως σκοπόν, όχι να δολοφονήσουν, αλλά να ‘στραπατσάρουν’, όπως έλεγαν, τον Λαμπράκη και να προκαλέσουν σύγχυσιν μεταξύ των κομμουνιστών. Φαίνεται δε, επίσης, ότι ορισμένα αστυνομικά όργανα ηνέχθησαν τα σχέδια αυτά, πιστεύοντας ότι με τον τρόπον αυτόν εκπληρούν την αντικομμουνιστικήν αποστολή των».
Άλλοι παράγοντες προέβαλαν ισχυρισμούς μεγαλύτερων ευθυνών του παλατιού, της αστυνομίας και του στρατού. Ο γραμματέας των Ανακτόρων, Γερ. Τσιγάντες, έγραψε ότι μετά τα πρώτα επεισόδια στο Λονδίνο με τη βασίλισσα και την Αμπατιέλου και τις πιέσεις του Λαμπράκη, η Φρειδερίκη είχε αναφωνήσει οργισμένη: «Δεν θα με απαλλάξει κανείς απ’ αυτόν τον άνθρωπο;». Αργότερα, ο Γεώργιος Παπανδρέου, όταν έγινε πρωθυπουργός, είχε δείξει στον γιο του, τον Ανδρέα Παπανδρέου, έγγραφα που ενοχοποιούσαν για τον φόνο του Λαμπράκη πρόσωπα που βρίσκονταν πολύ κοντά στο παλάτι. Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε αφηγηθεί: «Ο στρατηγός Βαρδουλάκης, αρχηγός τότε της Χωροφυλακής, σε κάποια συζήτηση, είπε: “Κατά λάθος σκοτώθηκε ο Λαμπράκης. Είχε απλώς δοθεί η εντολή από τη βασίλισσα Φρειδερίκη να τον στραπατσάρουν…”».
Ο στρατηγός Βαρδουλάκης, ο οποίος μετέβη εσπευσμένα στη Θεσσαλονίκη τη νύχτα της δολοφονίας, όταν αργότερα δέχτηκε παρατήρηση από τον Σοφοκλή Βενιζέλο, γιατί δεν προχώρησε σε βάθος την έρευνα για τη δολοφονία του Λαμπράκη, απάντησε: «Τι να σου κάνω, κ. πρόεδρε, που μου έκλεισε την πόρτα το Α2;».
Η υπόθεση της δολοφονίας Λαμπράκη έχει καταγραφεί στο μυθιστορηματικό «Ζ» (από το «Ζει») του Βασίλη Βασιλικού. Το βιβλίο έγινε το 1969 ταινία Ζ από τον Κώστα Γαβρά, με τον Υβ Μοντάν στο ρόλο του Λαμπράκη, τον Ζαν Λουί Τρεντινιάν στο ρόλο του Σαρτζετάκη και την Ειρήνη Παππά στο ρόλο της συζύγου του Λαμπράκη.
Πηγές:
Μηχανή του χρόνου – Η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη από το παρακράτος
Χρονικά της δολοφονίας και των ενόχων μπορεί κανείς να βρει στα βιβλία:
Κώστα Παπαϊωάννου «Πολιτική δολοφονία. Θεσσαλονίκη ’48 – Θεσσαλονίκη ’63», 2 τόμοι, Αθήνα 1993, εκδ. Το Ποντίκι Γιάννη Βούλτεψη «Υπόθεση Λαμπράκη», Αθήνα 1988, εκδ. Αλκυών Παύλου Πετρίδη (επιμ), «Δολοφονία Λαμπράκη. Ανέκδοτα ντοκουμέντα (1963-1966)», Αθήνα 1995, εκδ. Προσκήνιο