Οι τηγανητές πατάτες, είδος πολυτελείας στη μαζική εστίαση;
Οι αυξήσεις τιμών στο ηλιέλαιο, δημιουργούν σκέψεις στα καταστήματα, να αφαιρέσουν από το μενού τους γνωστά πιάτα για να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν στα έξοδα
Το καμπανάκι χτυπάει ο κλάδος της εστίασης που βλέπει από τη μία τα έξοδα να ανάβουν κόκκινο από τις αυξήσεις σε ενέργεια και πρώτες ύλες και από την άλλη, το καταναλωτικό κοινό που παραδοσιακά αγόραζε από τα μαγαζιά, να μειώνει την κατανάλωση με αποτέλεσμα τη μείωση των ημερήσιων τζίρων. Βέβαια υπάρχουν και αυτοί που ακόμα αντιστέκονται… Κι αυτό είναι καλό!
Το πρόβλημα της οικονομίας και οι αυξήσεις φωτιά που γίνανε ορατές μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, φέρνουν ανησυχία στα ελληνικά νοικοκυριά και κατά προέκταση και σε όλους εκείνους τους κλάδους που συνδέουν την λειτουργία τους με την καταναλωτική συμπεριφορά του ανθρώπων. Μεγάλο μερίδιο ανασφάλειας, προκαλείται στην εστίαση και ειδικά στην μαζική εστίαση και τον κλάδο του fast food, όπου τα έξοδα πρώτων υλών έχουν πάρει την ανηφόρα και σε συνδυασμό με την αύξηση σε λογαριασμούς, κάνουν δύσκολη την λειτουργία ενός ολόκληρου επιχειρηματικού κλάδου.
Χαρακτηριστική είναι η ραγδαία αύξηση στην τιμή του ηλιέλαιου που προβληματίζει τα καταστήματα εστίασης, αφού αυτό καθιστά αποτρεπτική την διάθεση της τηγανιτής πατάτας και την σκέψη για αφαίρεση όλων των τηγανητών από τους καταλόγους τους.
«Η τιμή του ηλιέλαιου δεν είναι κάτι απλό. Σίγουρα δε θα μπορούμε να πουλάμε πατάτα μετά από λίγο χρονικό διάστημα. Πολλά προϊόντα δε ξέρω αν θα μπορούμε να πουλάμε σε λίγο καιρό βασικά. Όπως ας πούμε, το κοτόπουλο που έχει ξεφύγει. Είναι δυσθεώρητα τα ύψη που έχει φτάσει η τιμή του. Τα περιθώρια κέρδους για όσους δουλεύουμε στη μαζική εστίαση, είναι μηδαμινά. Παρά τα όσα ο κόσμος μπορεί να φαντάζεται, υπάρχουν πλέον μηδαμινά περιθώρια κέρδους.» επισημαίνει ο Σάββας Μελλιάδης, ιδιοκτήτης της αλυσίδας «Σαββίκος», ενώ τονίζει την ανάγκη της κυβέρνησης να σταθεί δίπλα στην εστίαση:
«Το κύμα ανατιμήσεων ξεκίνησε από τον περασμένο Οκτώβριο. Άρχισε από την ενέργεια, από το ρεύμα και το αέριο, πέρασε σταδιακά στις πρώτες ύλες, ανέβηκε η συσκευασία, τα τυροκομικά, τα λάδια, οι πατάτες, τα χοιρινά, τα μοσχάρια και πάρα πολύ τα κοτόπουλα. Ουσιαστικά το 80% των πρώτων υλών μας, ανατιμάται μηνιαίων και εβδομαδιαίως σε κάποιες περιπτώσεις. Είναι πολύ πιο δύσκολο αυτό που περνάμε τώρα, από αυτό που περάσαμε στα δύο χρόνια covid κατά την άποψη μου. Είμαστε μόνοι μας. Η κυβέρνηση δε φαίνεται να θέλει να κάνει κάτι. Ο κόσμος δεν έχει χρήματα, δεν μπορούμε να περάσουμε όλες αυτές τις ανατιμήσεις στον καταναλωτή και δεν θα το κάνουμε. Εμείς κάναμε μικρές ανατιμήσεις πριν από δύο εβδομάδες και για αρκετό διάστημα θα κινηθούμε με αυτές τις τιμές και παρ’ όλα αυτά βλέπουμε πως ο κόσμος δεν μπορεί να καταναλώσει.»
Το ηλιέλαιο παράχθηκε για πρώτη φορά βιομηχανικά στη ρωσική αυτοκρατορία το 1835, ενώ σήμερα οι μεγαλύτεροι παραγωγοί παγκοσμίως είναι η Ουκρανία, η Ρωσία και η Αργεντινή. Σύμφωνα μάλιστα με τους γενικούς δείκτες, η Ρωσία και η Ουκρανία αντιπροσωπεύουν περίπου το 50% της παγκόσμιας παραγωγής καλαμποκιού, ενώ κατέχουν το 25% της παγκόσμιας εξαγωγής σιτηρών και το 30% των εξαγωγών σε σιτάρι, το οποίο διοχετεύουν σε παραπάνω από πενήντα χώρες.
Το τηγανητό κοτόπουλο, φαίνεται πως προβληματίζει την εστίαση αυτή την περίοδο, που δείχνει να εξελίσσεται σε ακόμα ένα… είδος πολυτελείας μαζί με τις τηγανητές πατάτες, αφού όλη η διαδικασία μέχρι να φτάσει στον καταναλωτή, δείχνει να ανεβάζει το κόστος του σε μεγάλα ύψη, όταν οι ζωοτροφές που χρειάζονται για να τραφεί, το αλεύρι για το πανάρισμα αλλά και το ηλιέλαιο που απαιτείται για το τηγάνισμα του, έχουν πλέον ιδιαίτερα απλησίαστες τιμές και σε πολλές περιπτώσεις και ελλείψεις στα σούπερ μάρκετ.
Ρίχνοντας μία ματιά σε άλλες αγορές, όπως είναι για παράδειγμα εκείνη της (τεράστιας σε μέγεθος) Ινδίας, βλέπουμε πως έχουν αναγκαστεί, ακριβώς λόγω αυτών των προβλημάτων στις ουκρανικές και ρωσικές εξαγωγές, να στραφούν από την κατανάλωση ηλιελαίου στην κατανάλωση φοινικελαίου με αποτέλεσμα όμως έτσι να ενταθεί ακόμη περισσότερο η άνοδος των σχετικών τιμών και να δημιουργηθούν φόβοι για ελλείψεις.
Σύμφωνα με τα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης φυτικών ελαίων, Fediol, άμεση λύση για τον κίνδυνο ελλείψεων στο ηλιέλαιο δεν υπάρχει, ενώ ως έναν βαθμό η ζήτηση μπορεί να καλυφθεί από άλλα έλαια, όπως το λάδι ελαιοκράμβης, το σογιέλαιο και τα τροπικά λάδια, όπως το φοινικέλαιο.
Χώρες που εξάγουν φοινικέλαιο, όπως για παράδειγμα η Ινδονησία, έσπευσαν να εξασφαλίσουν ότι θα μπορούν να συνεχίσουν να καλύπτουν αρχικά τις δικές τους ανάγκες επιβάλλοντας περιορισμούς στις εξαγωγές τους, ενώ παράλληλα, περιορισμούς στις εξαγωγές μαγειρικών λαδιών και άλλων προϊόντων έχουν επιβάλει τις τελευταίες ημέρες και πολλές άλλες χώρες, μεταξύ αυτών η Σερβία, η Βουλγαρία, η Ουγγαρία κ.ά.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση εισάγει από την Ουκρανία περίπου 200.000 τόνους ηλιέλαιο κάθε χρόνο. Η αυξημένη ζήτηση του, έχει οδηγήσει την τιμή στην Ελλάδα από τα 8.5 ευρώ, να φτάνει σε κάποιες περιπτώσεις και τα 38 ευρώ το δεκάλιτρο και, όπως καταλαβαίνουμε, αυτή είναι μία αύξηση που ενδεχομένως να μην έχει απαραίτητα, άμεση σχέση με τον πόλεμο στην Ουκρανία, αφού μιλάμε κατά κύριο λόγο για μία σοδειά σε ηλιέλαιο, αλεύρι, καλαμπόκι και τα συναφή, που αποτελεί προϊόν της περσινής καλλιεργητικής περιόδου που υπήρχε ήδη από καιρό σε αποθήκες, σε περιόδους δηλαδή που οι τιμές δεν είχαν ακόμα επηρεαστεί από τον πόλεμο. Ελλείψεις και άνοδος των τιμών, θα μπορούσαν να προκύψουν, ίσως μετά την παρέλευση αρκετών εβδομάδων ακόμα και με την προϋπόθεση, ότι για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο, τα σιτηρά παραμένουν σε αποθήκες των χωρών εξαγωγής και δεν έχουν κατευθυνθεί στους τόπους αγοράς τους. Αυτό, ανοίγει μία συζήτηση που έχει ως στόχο τον εντοπισμό μαυραγορίτικων πρακτικών ενδεχομένως, που χρησιμοποιούν οι εισαγωγικές εταιρίες και οι έμποροι, με αποτέλεσμα το μεγαλύτερο δυνατόν κέρδος τους, εις βάρος όμως των καταστημάτων εστίασης και των καταναλωτών που βλέπουν το πορτοφόλι τους να αδειάζει μέσα σε λίγες μέρες.
«Ο κόσμος ζορίζεται. Έχει μειώσει τη συχνότητα παραγγελιών του στο ντελίβερι και προσέχει πάρα πολύ τι θα ξοδέψει. Μετράει και τα δέκα λεπτά, μετράει και το μισό ευρώ. Βλέπω πως έρχεται κάτι πολύ δύσκολο. Πιστεύω πως πολλοί δε θα αντέξουμε. Ειδικά στη κατηγορία τη δική μας, τη μαζική εστίαση, το fast food, οι ανατιμήσεις είναι ακραίες και δεν μπορούμε, γιατί απευθυνόμαστε σε όλο τον κόσμο. Είμαστε η φθηνή κατηγορία της εστίασης, δε μπορούμε να πουλάμε τα προϊόντα μας σε τιμές ταβέρνας ή εστιατορίου. Βλέπω ένα ζοφερό κλίμα, μία πάρα πολύ δύσκολη κατάσταση. Το τελευταίο τρίμηνο, είδαμε τον χειρότερο τζίρο που έχει γίνει. Δε μας ευνόησε ούτε ο καιρός. Δυστυχώς όλο αυτό μόνο με μελανά χρώματα μπορώ να το περιγράψω.» περιγράφει ο Σάββας Μελλιάδης.
Από την άλλη, υπάρχει και η άποψη που μιλάει για βιώσιμες ανατιμήσεις και μία διαφορετική διαχείριση που έχει άμεση σχέση με την συνεργασία που μπορεί να έχει ένα κατάστημα εστίασης με τους προμηθευτές του, τουλάχιστον μέχρι τώρα, μη μπορώντας βέβαια να αποκλείσει μία διαφορετική επόμενη μέρα…
«Βλέποντας και κάνοντας»
Το εστιατόριο Λάδι και Ρίγανη, αλλά και το Patafritas που εμπορεύεται κυρίως τηγανητές πατάτες, μπορεί να τα προβλημάτισε η αύξηση των τιμών, όμως μετά από συζήτηση, όπως χαρακτηριστικά λένε στην Parallaxi, αποφάσισαν να συνεχίσουν την πώληση της πατάτας, χωρίς μάλιστα να κάνουν και κάποια ιδιαίτερη αύξηση στις τιμές τους: «Εμείς, αυτό που αποφασίσαμε είναι ότι η τηγανητή πατάτα δε θα βγει από το τραπέζι. Θα προσπαθήσουμε να κρατήσουμε την τηγανητή πατάτα στο μενού. Θα κάνουμε ο, τι μπορούμε γι’ αυτό. Σχετικά με τις ανατιμήσεις, προσπαθούμε όσο μπορούμε να τις ελέγξουμε. Από την άλλη, παρατηρούμε ότι ο κόσμος έχει μεγάλη κατανόηση συγκριτικά με προηγούμενες ανατιμήσεις. Είναι πρωτόγνωρο για όλους και δεν ξέρουμε και για πόσο θα κρατήσει. Δηλαδή, αν μιλάμε για λίγους μήνες, ίσως κάποιοι έχουν τη δυνατότητα να το απορροφήσουν, αλλά αν κρατήσει πολύ, κανείς δε ξέρει την επόμενη μέρα. Βλέποντας και κάνοντας… Η αλήθεια είναι πως σε όλους τους δικούς μας τομείς, από αυτούς που εξυπηρετούν τον πελάτη στο κατάστημα μέχρι τον πελάτη στο σπίτι του, οι ανατιμήσεις γίνονται ημερησίως πια. Δηλαδή και οι προμηθευτές μας δέχονται τηλέφωνα τρεις φορές τη μέρα με νέες τιμές. Ευτυχώς επειδή έχουμε χρόνια συνεργάτες προμηθευτές, υπάρχει και μία βοήθεια από εκεί όσον αφορά τις ανατιμήσεις.»
Οι αυξήσεις, επηρέασαν τον καταναλωτή;
Στο “Λάδι και Ρίγανη” βλέπουν πως οι πελάτες τους δεν έχουν μειώσει τις επισκέψεις τους, «Ακόμα δεν έχουμε δει διαφορά στη συχνότητα που έρχονται οι πελάτες μας στο μαγαζί, επειδή μετράει όλο αυτό περίπου ένα μήνα, αλλά το feedback που έρχεται από τα μαγαζιά είναι πως ακόμα δεν υπάρχει καμία αντίδραση ούτε στο σουβλάκι, ούτε στα Patafritas που είναι εξ’ ολοκλήρου με πατάτες.», ενώ ο κ. Μελιάδης του “Σαββίκος” φοβάται πως ο πελάτης μπορεί να ψάξει αλλού εύκολα για καλύτερες τιμές
«Δεν είμαστε από τα μαγαζιά εκείνα που ο πελάτης έρχεται και ξοδεύει 35 και 40 ευρώ, εμείς σουβλάκια πουλάμε και burger. Οπότε, δε μπορούμε να αντέξουμε αυτές τις ανατιμήσεις και να τις περάσουμε στον πελάτη. Ξέρετε ένα ακριβό εστιατόριο, αν αντί για 45 χρεώσει 50 ευρώ κατά κεφαλήν, δε χάνει πελατεία. Εμείς, αν ο πελάτης ξοδέψει αντί για δέκα, έντεκα ευρώ, δεν έρχεται ξανά. Ψάχνει κάτι άλλο.» και συνεχίζει «Ο καταναλωτής καταλαβαίνει την κατάσταση μας, αλλά δεν έχει τη δυνατότητα να βοηθήσει, να πληρώσει. Όταν έχουν αυξηθεί τόσο οι λογαριασμοί ενέργειας, όταν στοχοποιείται τόσο ραγδαία το κοινωνικό σύνολο, σίγουρα πρώτα θα κόψει από τη διασκέδαση, από την ψυχαγωγία, από τα εμπορικά μαγαζιά και μετά θα κόψει τις βασικές του ανάγκες.»
Τα πράγματα σίγουρα δεν είναι εύκολα και αυτό ξεκινάει από τα καταστήματα εστίασης και φτάνει μέχρι τον τελικό αποδέκτη που είναι ο καταναλωτής. Ανεξάρτητα από την ξεχωριστή περίπτωση για τον καθένα, η κοινή αποδοχή μίας νέας κατάστασης που καθιστά δύσκολη την επόμενη περίοδο στη χώρα λόγω οικονομικών ασταθειών, είναι εμφανής σε κάθε συζήτηση που γίνεται σχετικά με προϊόντα και ανατιμήσεις. Η τηγανητή πατάτα μπορεί να απέχει τελικά ακόμα από την αφαίρεση της από τα μενού των καταστημάτων, τουλάχιστον στα μεγαλύτερα καταστήματα που ακόμα αντέχουν, δεν είναι όμως σίγουρα ένα προϊόν που θα μπορεί να παραμείνει στις τιμές που ήταν πριν μερικούς μήνες, μαζί με αρκετά άλλα προϊόντα. Κι αυτό σίγουρα προβληματίζει…