Μικρομεσαίες επιχειρήσεις: Γιατί κινδυνεύει να σπάσει η «ραχοκοκαλιά» της ελληνικής οικονομίας
Εκπρόσωποι επιχειρήσεων μιλούν για όλα όσα τους επιβαρύνουν καθημερινά, κάνοντας συνεχώς το ταμείον... μείον
Ολοένα αυξανόμενα λειτουργικά κόστη, υπερφορολόγηση, δυσκολία προσέλκυσης πελατών. Αυτή είναι μία σύνοψη της κατάστασης που επικρατεί στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, και ιδίως σε αυτές που δραστηριοποιούνται στον κλάδο του λιανεμπορίου.
Θελήσαμε να μάθουμε περισσότερα για τις χιλιάδες επιχειρήσεις που στερεοτυπικά αποκαλούνται η «ραχοκοκαλιά» της ελληνικής οικονομίας, αφού αυτές είναι που κυριαρχούν συντριπτικά στην ελληνική αγορά. Είναι ενδεικτικό ότι, σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το 2023 στην Ελλάδα λειτουργούσαν 739.378 πολύ μικρές επιχειρήσεις, με έως 10 εργαζόμενους (94,7%), 37.561 μικρές επιχειρήσεις, με έως 50 εργαζόμενους (4,8%), 3.691 μεσαίες επιχειρήσεις, με έως 250 εργαζόμενους (0,5%) και 476 μεγάλες επιχειρήσεις (0,1%).
Ενοίκια και ενέργεια «ροκανίζουν» το εισόδημα των νοικοκυριών
Ο πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, Παντελής Φιλιππίδης, κάνει λόγο για ένα πολύ κακό ξεκίνημα του έτους, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την τοπική αγορά. «Στις περασμένες εκπτώσεις πήγαμε άθλια. Ο κόσμος δεν μπορεί να ανταποκριθεί αγοραστικά. Κατευθύνει όλο του εισόδημα στην ενέργεια, τη βενζίνη, το σούπερ μάρκετ και τα ενοίκια», δηλώνει και παραπέμπει στην εμπορική «ναυαρχίδα» της Τσιμισκή, όπου υπάρχουν 14 κλειστά εμπορικά καταστήματα αυτήν τη στιγμή.
Βάσει των στοιχείων του Συλλόγου, τη μεγαλύτερη μείωση στους τζίρους καταγράφει ο κλάδος της ένδυσης-υπόδησης. «Πριν μερικά χρόνια, ο κόσμος είχε ένα περίσσευμα 100-200€ που μπορούσε να διαθέσει στο να αγοράσει ένα καινούργιο ρούχο ή ένα ζευγάρι παπούτσια. Πλέον τα βασικά έξοδα των νοικοκυριών έχουν εκτοξευθεί και αυτό θεωρείται πολυτέλεια», εξηγεί ο κ. Φιλιππίδης.
Ο Ηλίας Καπράλος, που διατηρεί το ομώνυμο κατάστημα ρούχων επί της Εγνατίας, χαρακτηρίζει «σχετικά καλό» τον περασμένο Ιανουάριο σε τζίρους, που τον διαδέχτηκε όμως ένας πολύ κακός Φεβρουάριος. Εξηγεί ότι ο Φεβρουάριος έχει καθιερωθεί πλέον ως ο χειρότερος μήνας της χρονιάς για τις επιχειρήσεις, καθώς το εισόδημα έχει «στεγνώσει» από τους λογαριασμούς ενέργειας και θέρμανσης του Ιανουαρίου.
Η Βασιλική Μπέλλου, ιδιοκτήτρια καταστήματος με χειροποίητα κοσμήματα και τσάντες στην περιοχή της Άθωνος, κάνει και αυτή λόγο για το χειρότερο Φεβρουάριο των τελευταίων ετών. «Ο κόσμος είναι πολύ πιεσμένος και θέλει να τα πει κάπου. Το βλέπει σαν μια μορφή… ψυχοθεραπείας. Μπαίνει στο μαγαζί, μου πιάνει την κουβέντα και φεύγει χωρίς να αγοράσει τίποτα», λέει. Παραδέχεται χαμογελώντας ότι όλο και συχνότερα της λένε την ατάκα «Ήρθα να ξοδέψω τα λεφτά που ΔΕΝ έχω».
«Το “πάω καλά” σημαίνει πλέον ότι βγάζω απλώς τα εξοδά μου»
Όμως, μεγάλα είναι τα οικονομικά βάρη που αντιμετωπίζουν και οι ίδιοι οι επιχειρηματίες.
Ο κ. Καπράλος λέει: «Πρώτον, τα ενοίκια είναι αδιευκρίνιστα υψηλά, χωρίς προστασία του μισθωτή. Με το που λήγει το συμβόλαιο, ο ιδιοκτήτης έχει δικαίωμα να σου ζητήσει ό,τι τιμή θέλει. Δεύτερον, η φορολόγηση στις ατομικές επιχειρήσεις είναι πολύ μεγάλη. Για αυτό όλοι προσπαθούν τώρα να το γυρίσουν σε εταιρείες, όμως εκεί ανεβαίνουν πολύ τα λογιστικά έξοδα και η γραφειοκρατία που έχεις να αντιμετωπίσεις. Τρίτον, είναι και τα μισθολογικά κόστη. Καλώς αυξάνονται οι μισθοί, αλλά πολλές φορές ο συνδυασμός, των μισθών μαζί με τις ασφαλιστικές εισφορές και όλα τα άλλα έξοδα, κάνει ασύμφορο το να έχεις υπαλλήλους. Θα πρέπει να σπαταλάς πάρα πολύ προσωπικό χρόνο για να καλύπτεις όλα αυτά και να έχεις κέρδος».
Η κ. Μπέλλου συμφωνεί: «Με τα έξοδα που υπάρχουν, έχουμε φτάσει να κάνουμε διπλάσια προσπάθεια σε διαφήμιση, πωλήσεις κτλ., για να έχουμε τον ίδιο τζίρο με κάποτε. Πλέον το “πάω καλά” σημαίνει απλώς ότι μπορώ να πληρώνω τα έξοδά μου και δεν χρωστάω». Η ίδια υπογραμμίζει το πόσο μεγάλο είναι το κόστος της ενέργειας, αφού για μαγαζί περίπου 10 τ.μ. χρειάζεται 200€ το μήνα μόνο για το ρεύμα.
Αυτήν την περίοδο, λειτουργεί το κατάστημά της χωρίς υπάλληλο, προκειμένου να μειώσει τα έξοδα. Αυτό την οδηγεί να είναι στο μαγαζί από το πρωί ως το βράδυ. «Είναι πολύ δύσκολο να ανταγωνιστούμε τα πολυκαταστήματα, γιατί κι οι πελάτες μας, που έχουν την ίδια δυσκολία ωραρίων με εμάς, θα προτιμήσουν να πάνε σε ένα εμπορικό, να κάνουν μια γύρα και σε ένα δίωρο να ψωνίσουν όλα τα απαραίτητα. Εμείς βασιζόμαστε στην ευαισθησία του κόσμου, που έχουν την κουλτούρα να στηρίξουν τις μικρές επιχειρήσεις», υποστηρίζει.
«Αν ακολουθούσαμε το ωράριο των μεγάλων αλυσίδων, δεν θα μας έβλεπαν ποτέ οι οικογένειές μας», παραδέχεται και ο κ. Καπράλος.
Η φορολόγηση από το πρώτο ευρώ τζίρου, ο φόρος επιτηδεύματος, απότοκο των μνημονίων που «ξέμεινε», και το ελάχιστο τεκμαρτο καθαρό εισόδημα καθιστούν το κόστος λειτουργίας μίας ατομικής επιχείρησης δυσβάσταχτο, σύμφωνα με τον κ. Φιλιππίδη.
Μεταφέρει ότι πολλοί μικροί επιχειρηματίες έχουν κατασχεμένους τραπεζικούς λογαριασμούς για χρέη προς το δημόσιο, με αποτέλεσμα να μην μπορούν διατραπεζικά να μεταφέρουν μισθοδοσίες ή να λαμβάνουν πληρωμές άνω των 500€, όπως υποχρεούνται.
Παράλληλα, στην εξίσωση προσθέτει και το μέτρο της ψηφιακής κάρτας εργασίας: «Μία μεγάλη επιχείρηση, με 50-60 εργαζόμενους, μπορεί να έχει κάποιον επόπτη για τις ψηφιακές κάρτες. Ένας επιχειρηματίας με έναν υπάλληλο πού να πρωτοέχει το νου του; Να χτυπήσει σωστά τις συναλλαγές στην ταμειακή; Να κάνει πώληση; Να παραλάβει εμπόρευμα; Ή να ελέγξει αν ο υπάλληλος χτύπησε σωστά την κάρτα; Αυτά που προτείνουν δεν έχουν εφαρμογή στην πραγματική ζωή ενός μικροεπιχειρηματία».
«Εμείς κάνουμε προτάσεις, μοιραζόμαστε τα προβλήματά μας, αλλά δυστυχώς μιλάμε στα ντουβάρια. Όλοι οι νόμοι είναι εις βάρος των μικρομεσαίων για να τον εξαλείψουν», υποστηρίζει.
Οι «αβάντες» των πολυκαταστημάτων που δεν μπορούν να ανταγωνιστούν οι μικρομεσαίοι
Το διευρυμένο ωράριο και η επάρκεια προσωπικού δεν είναι τα μόνα ατού των πολυκαταστημάτων και των εμπορικών κέντρων. Ένα άλλο είναι η «αβάντα» που έχουν πάνω στο κομμάτι των προσφορών και της τιμολόγησης.
Σύμφωνα με τον κ. Καπράλο, «Κάθε πολυεθνική μπορεί να κάνει ό,τι θέλει με τις τιμές της ανά πάσα στιγμή μέσα στο χρόνο. Αυτό δημιουργεί συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού. Ακόμα και στο 100% των προϊόντων της μπορεί να έχει δεκαήμερο προσφορών όσες φορές θέλει. Ένα πολυκατάστημα μπορεί να πει “Βάζω 30% σε όλους μου τους κωδικούς αυτού του τμήματος”, γιατί έχει τεράστιο στοκ και τεράστιους τζίρους. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τέτοιες οικονομίες κλίμακος».
Ο κ. Φιλιππίδης τονίζει ότι όποια κατηγορία προϊόντος μπαίνει στα ράφια των πολυκαταστημάτων και των σούπερ μάρκετ αυτομάτως δημιουργεί σοβαρό πρόβλημα στις αντίστοιχες μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Σαν παράδειγμα φέρνει τα ρούχα: «Όταν κάποιος μπορεί να πάρει δύο γιαούρτια ή κάποιο απορρυπαντικό και συνδυαστικά να πάρει και τα ρούχα που χρειάζεται, γιατί να πάει στο μαγαζί της γειτονιάς μετά; Το μεγάλο σούπερ μάρκετ δεν το ενδιαφέρει πόσο κέρδος θα βγάλει από τα παπούτσια ή τα παιχνίδια, για παράδειγμα. Αφού σε άλλους τύπους προϊόντων, που είναι ευρείας κατανάλωσης, έχει τζίρους εκατομμυρίων. Για αυτό και είναι πολύ πιο εύκολο να απορροφήσει τις όποιες χασούρες στον τζίρο. Οι μικρές επιχειρήσεις δεν μπορούν να αντέξουν την παραμικρή μείωση. Κινδυνεύουν να κλείσουν».
Άλλα πλεονεκτήματα που απολαμβάνουν οι μεγάλες αλυσίδες και όχι οι μικρομεσαίες είναι η ρευστότητα, η πρόσβαση σε δανεισμό, το αυξημένο budget για διαφήμιση, σύμφωνα με τον κ. Φιλιππίδη.
«Η ισχύς εν τη ενώσει» θα μπορούσε να είναι μία απάντηση για το πώς οι μεμονωμένοι επαγγελματίες μπορούν να ανταποκριθούν στη νέα κατάσταση. Σε αυτό αποσκοπούν τα «ανοιχτά κέντρα εμπορίου», γνωστά και ως open malls, που έχουν δημιουργηθεί σε διάφορους Δήμους της χώρας. Τα open mall καλύπτουν συνήθως περιοχές όπου υπάρχει ούτως ή άλλως μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων (π.χ. πλατείες, πεζόδρομοι και γενικά εμπορικές πιάτσες), δίνοντας τη δυνατότητα για κοινές προωθητικές και εκπτωτικές ενέργειες, λειτουργία διαδικτυακού καταστήματος με προϊόντα όλων των καταστημάτων, κοινή αισθητική ταυτότητα κ.α. Συχνά η δημιουργία ενός open mall συνδυάζεται και με αναπλάσεις στα αντίστοιχα σημεία των πόλεων.
Στη Θεσσαλονίκη ο Εμπορικός Σύλλογος υλοποίησε ένα open mall για τις επιχειρήσεις πέριξ της Δ. Γούναρη, ωστόσο η εξέλιξή του δεν φάνηκε να προσφέρει στους επιχειρηματίες κάποια χειροπιαστή βελτίωση.
Ο ρόλος των διαδικτυακών αγορών
Η περίοδος του κορωνοϊού υπήρξε καταλυτική για την αύξηση των ηλεκτρονικών αγορών. Πολλά μικρά καταστήματα έσπευσαν να δημιουργήσουν ηλεκτρονικό κατάστημα, καθώς λόγω των lockdown αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να συντηρήσουν την πελατεία τους. Ωστόσο, και στο διαδίκτυο ο ανταγωνισμός είναι ιδιαίτερα σκληρός, με χιλιάδες καταστήματα να διαγκωνίζονται για την προσοχή και τα ελάχιστα χρήματα των χρηστών. Και εδώ οι μεγάλες αλυσίδες έχουν το πλεονέκτημα, αφού έχουν το budget για εκτεταμένη διαφήμιση στο διαδίκτυο.
Ο κ. Καπράλος πιστεύει ότι οι online αγορές έχουν ξεφουσκώσει λίγο σε σχέση με τα χρόνια της πανδημίας. «Ειδικά στον κάδο του ρούχου, δεν είναι και πολύ βολικό να αγοράζεις προϊόντα από άγνωστα μαγαζιά χωρίς να τα δεις, να τα δοκιμάσεις. Θα το δοκιμάσεις μία φορά, δεν θα σου κάνει το προϊόν, θα το επιστρέψεις. Θα δοκιμάσεις άλλη μία… μετά θα κουραστείς και θα επιστρέψεις στο φυσικό κατάστημα».
Όσον αφορά τη «μόδα» των τεράστιων online καταστημάτων από την Κίνα, σαν το Temu, το Shein κτλ., υποστηρίζει: «Αν το σκεφτείτε, ελάχιστα τέτοια eshops έχουν κρατήσει πάνω από πέντε-εφτά χρόνια. Η μόδα τους έρχεται και παρέρχεται. Βέβαια, στο μεταξύ θα έχουν κάνει κι αυτά τη ζημιά τους στους μικρούς επιχειρηματίες».
Η κ. Μπέλλου συμφωνεί ότι η επίσκεψη στο φυσικό κατάστημα παραμένει σαν τάση, παρόλο που προσπαθεί να δώσει όσο περισσότερη έμφαση μπορεί και στην ψηφιακή εικόνα του μαγαζιού της: «Η αλήθεια είναι ότι εγώ δουλεύω με πιο μεγάλο ηλικιακά κόσμο και όχι με τα νέα παιδιά, που είναι συνεχώς στο ίντερνετ και ψωνίζουν πιο μαζικά. Οι δικοί μου πελάτες Χρησιμοποιούνε την τεχνολογία για ενημέρωση αλλά τις αγορές θα τις κάνουν δια ζώσης. Θα ψάξουν τι θέλουν και ποιες είναι οι τιμές, αλλά θα έρθουν εδώ να πάρουν το προϊόν Δεν ψωνίζουν στα τυφλά».
Εκπτώσεις: όταν κάτι παρατείνεται συνέχεια, χάνει την αξία του
Επιστρέφοντας στο κομμάτι των πρόσφατων εκπτώσεων, ρωτάμε την άποψη του κ. Φιλιππίδη για το γεγονός ότι η αγορά μοιάζει να βρίσκεται σε μία ατελείωτη εκπτωτική περίοδο, γεμάτη προσφορές, deals, δεκαήμερα εκπτώσεων κτλ.
Απαντά: «Και εγώ πιστεύω ότι θα έπρεπε να υπάρχει κάποιος περιορισμός από το να έχουμε συνεχώς εκπτώσεις. Όμως, γίνονται κατ’ ανάγκη για να δουν οι καταστηματάρχες μέχρι πού φτάνει η τσέπη του καταναλωτή. Αν δεν μπορείς εσύ να πάρεις κάτι με 100€, προσπαθεί να σε “πιάσει” στα 50€ ο έμπορος, μήπως μπορέσει να σε κάνει πελάτη».

Η κ. Μπέλλου προσθέτει: «Οι συνεχόμενες εκπτώσεις δεν δίνουν πλέον κίνητρο για αγορές, γιατί ο κόσμος ξέρει ότι ανά πάσα στιγμή θα βγει έξω και θα πετύχει κάποια έκπτωση ή προσφορά. Αυτό δεν είναι πλέον κίνητρο, είναι… “ο πνιγμένος απ’ τα μαλλιά του πιάνεται”».
Ο δε κ. Καπράλος σχολιάζει, κλείνοντας: «Εμείς στεκόμαστε ακόμα γιατί είμαστε 70 χρόνια σε αυτό το σημείο και έχουμε αποκτήσει ένα πελατολόγιο που θα ‘ρθει γιατί μας ξέρει. Ένας καινούργιος είναι αναγκασμένος ή να αποτύχει ή να φάει πάρα πολύ χρόνο και χρήμα για να χτίσει όνομα και πελατεία. Θα πρέπει ο καθένας να βρει το σωστό ποσοστό εσόδων-εξόδων, για να μπορεί να σταθεί απέναντι στις πολυεθνικές. Όσοι πουλάνε ρούχα πολυτελείας και απευθύνονται σε συγκεκριμένο κοινό, ίσως μπορούν να το πετύχουν κάπως πιο εύκολα. Οι υπόλοιποι είναι αναγκασμένοι να ζουν από τα ρέστα των πολυεθνικών».